Ο Λουί Αραγκόν γεννήθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1897 στο Παρίσι. Οι γονείς του δεν ήταν παντρεμένοι, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει πιστεύοντας ότι η μητέρα του ήταν αδερφή του, ο πατέρας του κηδεμόνας του και η γιαγιά του θετή μητέρα του.
Σε ηλικία 20 ετών γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Παρισιού, όπου γνώρισε τον, επίσης συγγραφέα, Αντρέ Μπρετόν. Οι διεθνείς εξελίξεις, όμως, διέκοψαν τη μέχρι τότε πορεία του. Ο Αραγκόν επιστρατεύτηκε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – μάλιστα για τη συμμετοχή του στον πόλεμο τιμήθηκε με έπαινο ανδρείας. Η συνέχεια και πάλι ανήκε στη συγγραφή. Σύντομα άρχισε να γράφει ποιήματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Nord-Sud (Βορράς-Νότος) του Πιερ Ρεβερντί.
Το 1919, μαζί με τον Μπρετόν επιμελήθηκε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Littérature (Λογοτεχνία). Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1920, ο Αραγκόν δημοσίευσε ποιητικές συλλογές που εστίαζαν στο παράλογο, κινούμενες μέσα στα πλαίσια του ντανταϊσμού – του καλλιτεχνικού και λογοτεχνικού κινήματος «αισθητικής αναρχίας» που ξεκίνησε το 1916 στη Ζυρίχη της Ελβετίας ως αντίδραση στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Παράλληλα, ξεκίνησε να δημοσιεύει και μυθιστορήματα, όπως το «Ανισέ ή το Πανόραμα» (Anicet ou le panorama, 1921), που αποτελεί με μια έννοια προοίμιο του σουρεαλισμού. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920, ο Αραγκόν θα εξελισσόταν περαιτέρω σε αυτό το πλαίσιο. Η συλλογή «Αέναη Κίνηση: Ποιήματα» (Le mouvement perpétuel) αποτελεί στην πραγματικότητα ένα μανιφέστο του νέου αυτού κινήματος.
Ακολούθησε μια σειρά από θεωρητικά κείμενα, όπως το «Ενα κύμα ονείρων» (Une Vague de rêves, 1924), «Ο Παριζιάνος χωρικός» (Le Paysan de Paris, 1926) και η «Πραγματεία για το Στυλ» (Traité du style), που δημοσιεύτηκε δύο χρόνια αργότερα. Παράλληλα, την ίδια περίοδο, όπως και πολλοί από τους σουρεαλιστές συνεργάτες του, ο Αραγκόν θα συμμετείχε στην αγορά μοντέρνας τέχνης, ενώ μερικά από τα έργα του τα χάρισαν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες.
Η γνωριμία του και ο γάμος του με τη ρωσικής καταγωγής συγγραφέα Ελσα Τριολέ, κουνιάδα του Σοβιετικού ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, θα τον οδηγούσε σε πιο ριζοσπαστικές πολιτικές κατευθύνσεις.
Μάλιστα, από το 1922 έως το 1925, μαζί με τον Μπρετόν, εργάστηκε ως σύμβουλος τέχνης και διαχειριστής συλλογών για τον συλλέκτη και μόδιστρο Ζακ Ντουσέ, με τον οποίο διατήρησε μια φιλία μέχρι τον θάνατο του τελευταίου το 1929. Το τέλος της δεκαετίας θα αποτελούσε σταθμό για τη μετέπειτα πορεία του.
Η γνωριμία του και ο γάμος του με τη ρωσικής καταγωγής συγγραφέα Ελσα Τριολέ, κουνιάδα του Σοβιετικού ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, θα τον οδηγούσε σε πιο ριζοσπαστικές πολιτικές κατευθύνσεις. Εντάχθηκε στο Γαλλικό Κομμουνιστικό κόμμα και ταξίδεψε στη Σοβιετική Ενωση. Το 1932 επήλθε και το επίσημο τέλος της συνεργασίας του με τον Μπρετόν.
Τη δεκαετία του 1930, ο Αραγκόν έγραφε για έντυπα που συνδέονταν με το Κομμουνιστικό Κόμμα, συμπεριλαμβανομένων των εφημερίδων L’Humanité και Ce soir, καθώς και του αντιφασιστικού περιοδικού Commune. Επίσης κυκλοφόρησαν τα έργα του «Οι καμπάνες της Βασιλείας» (Les Cloches de Bâle, 1934) και «Οι καλές συνοικίες» (Les Beaux Quartiers, 1936).
Επιστρατεύτηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τιμήθηκε για ακόμη μία φορά με έπαινο ανδρείας. Ανάμεσα στις ενέργειές του ήταν και ότι ηγήθηκε μιας τολμηρής απόδρασης 30 ανδρών μετά την κυριαρχία των χιτλερικών δυνάμεων στη Γαλλία. Αποστρατεύτηκε το 1941 και στη συνέχεια συμμετείχε ενεργά και πολύμορφα στην αντίσταση – μεταξύ άλλων, γράφοντας φυλλάδια, άρθρα αλλά και ποιήματα.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Γάλλος συγγραφέας έγραψε μια σειρά από μη μυθοπλαστικές μελέτες για την ιστορία, την πολιτική, την τέχνη και τον πολιτισμό. Υπήρξε παραγωγικός μέχρι τον θάνατό του το 1982. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, δημοσίευσε συνολικά περισσότερα από 100 βιβλία, ενώ άλλα δημοσιεύθηκαν μεταθανάτια. Η γραφή του Λουί Αραγκόν συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού γαλλικού (και όχι μόνο) πνευματικού τοπίου.

