Η κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τους Σταυροφόρους το 1099 εγκαινίασε μια νέα εποχή σχέσεων ανάμεσα στη Δύση και τον μουσουλμανικό κόσμο.
Η ίδρυση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ και των άλλων σταυροφορικών κρατών άλλαξε για περίπου έναν αιώνα τον χάρτη της ευρύτερης περιοχής της Συροπαλαιστίνης.
Τα φεουδαλικά κράτη που δημιουργήθηκαν βρέθηκαν εξαρχής αποκομμένα από τον κύριο κορμό της δυτικής χριστιανοσύνης, σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε πληθυσμιακά το μουσουλμανικό στοιχείο.
Σε μεγάλο βαθμό, η συνέχιση του κρατικού τους βίου βρισκόταν σε εξάρτηση από την αδιάλειπτη ενίσχυση με ανθρώπινο δυναμικό και πόρους από την Ευρώπη.
Επιπλέον, η συνεχής στρατιωτική πίεση από τους εμίρηδες και σουλτάνους των γειτονικών κρατών καθιστούσε την άμυνά τους διαρκή πρόκληση.
Η απώλεια της Εδεσσας το 1144 από τον εμίρη της Μοσούλης και του Χαλεπίου, Ζενγκί υπήρξε το πρώτο σοβαρό πλήγμα για τα σταυροφορικά κράτη της Μέσης Ανατολής. Ακολούθησε η Β΄ Σταυροφορία, η οποία όμως απέτυχε στον αντικειμενικό της στόχο, να ανακτήσει εδάφη από τους μουσουλμάνους εμίρηδες της περιοχής. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της Σταυροφορίας κατέστησαν εμφανείς οι δυσκολίες συντονισμού των σταυροφορικών στρατών.
Κατά τα επόμενα χρόνια, ο γιος του Ζενγκί, Νουρεντίν, εδραίωσε την κυριαρχία του στη Συρία, ακολουθώντας μια επιθετική πολιτική εναντίον των σταυροφορικών κρατών.
Ανάμεσα στους αξιωματούχους του νέου ισχυρού ηγεμόνα της περιοχής Νουρεντίν, συγκαταλεγόταν ο κουρδικής καταγωγής Σαλαντίν, ο οποίος το 1169 διορίστηκε βεζίρης στην Αίγυπτο. Μετά τον θάνατο του Νουρεντίν το 1174, ο Σαλαντίν κατόρθωσε να χειραφετηθεί από την εξουσία του διαδόχου του.
Μέσα σε μια δεκαετία, ενοποίησε υπό την εξουσία του την Αίγυπτο, τη Συρία και τμήματα της Μεσοποταμίας, οικοδομώντας ένα πανίσχυρο κράτος, το οποίο στάθηκε ικανό να αμφισβητήσει ευθέως την παρουσία των Σταυροφόρων.
Την ίδια περίοδο, το σημαντικότερο σταυροφορικό κράτος της περιοχής, το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, αντιμετώπιζε σοβαρή εσωτερική κρίση. Από το 1174 έως το 1185 στην Ιερουσαλήμ βασίλεψε ο νεαρός Βαλδουίνος Δ΄, ευρύτερα γνωστός ως «Βαλδουίνος ο Λεπρός». Εξαιτίας της ανίατης ασθένειάς του, εξαρχής η εξουσία του υπονομεύτηκε από πολλούς φιλόδοξους δυτικούς ευγενείς, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν να αναλάβουν την επιτροπεία του. Μετά τον θάνατό του, ξέσπασαν έριδες για τη διαδοχή, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του βασιλείου σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία.
Η παράδοση της Ιερουσαλήμ στον Σαλαντίν προκάλεσε τεράστια έκπληξη στη Δύση. Η απώλεια της «ιεράς πόλης» κινητοποίησε τους ηγεμόνες της Ευρώπης να κηρύξουν μια νέα Σταυροφορία.
Ενώ εξελίσσονταν οι έριδες στο στρατόπεδο των Σταυροφόρων, τα στρατεύματα του Σαλαντίν έσφιγγαν διαρκώς τον κλοιό γύρω από το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.
Τον Ιούλιο του 1187 νίκησαν σε μάχη τους Σταυροφόρους στο Χατίν και στη συνέχεια κατέλαβαν σχεδόν όλα τα φρούρια έως την Ιερουσαλήμ, την οποία και πολιόρκησαν. Επικεφαλής της άμυνας των χριστιανών στην Ιερουσαλήμ τέθηκε ο Μπαλιάν του Ιμπελέν, ο οποίος μετά την ήττα των χριστιανικών δυνάμεων στο Χατίν προσπάθησε να προετοιμάσει την πόλη για την πολιορκία που όλα έδειχναν ότι θα ακολουθούσε.
Μολονότι αντιστάθηκε για αρκετές ημέρες στις επιθέσεις των στρατευμάτων του Σαλαντίν, ο Ιμπελέν αναγνώρισε ότι η υπεράσπιση της Ιερουσαλήμ με τα εφόδια και τους άνδρες που είχε στη διάθεσή του ήταν μια χαμένη υπόθεση.
Ως εκ τούτου, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Σαλαντίν, οι οποίες κατέληξαν στην παράδοση της πόλης στις 2 Οκτωβρίου 1187.
Η παράδοση της Ιερουσαλήμ στον Σαλαντίν προκάλεσε τεράστια έκπληξη στη Δύση. Η απώλεια της «ιεράς πόλης» του χριστιανισμού κινητοποίησε τον πάπα Γρηγόριο Η΄ και πολλούς ηγεμόνες της Ευρώπης να κηρύξουν μια νέα Σταυροφορία, την τρίτη κατά σειρά, το 1189.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

