Ο λογοτέχνης Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε στα Λεχαινά Ηλείας το 1865, πρωτότοκος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας 11 παιδιών. Μόλις 13 χρονών μετέβη στην Πάτρα για να παρακολουθήσει τα μαθήματα του Γυμνασίου, από όπου έλαβε απολυτήριο το 1882. Στη συνέχεια γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε τον ∆εκέμβριο του 1888. Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους είχε δημοσιευτεί το διήγημά του Ο αφορισμένος, με το οποίο καθιερώθηκε ανάμεσα στους κορυφαίους πεζογράφους της εποχής του. Ακολούθως υπηρέτησε τη θητεία του στον στρατό, από όπου απολύθηκε στις 23 Ιουνίου 1891 ως δόκιμος ιατρός.
Στις 18 Μαΐου 1892 διορίστηκε γιατρός στο ατμόπλοιο «Αθηνά» της ναυτιλιακής Πανελλήνια Ατμοπλοϊκή Εταιρεία, με πρώτο του ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα. Οι εμπειρίες του από αυτά τα ναυτικά ταξίδια καταγράφηκαν αρχικά στο ταξιδιωτικό του ημερολόγιο και στη συνέχεια τροφοδότησαν με υλικό την περίφημη συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, που θεωρείται το καλύτερο έργο που έγραψε και παραμένει το πιο γνωστό του έως την εποχή μας. Μετά τη χρεοκοπία της Πανελλήνιας Ατμοπλοϊκής Εταιρείας το 1894, ο Καρκαβίτσας για να λύσει οριστικά το οικονομικό του πρόβλημα που τον ταλάνιζε (∆ημήτρης Κ. Ψυχογιός, Η πολιτική στη ζωή και στο έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2024, σ. 50), έδωσε εξετάσεις στον στρατό και διορίστηκε στις 19 Αυγούστου 1896 μόνιμος στρατιωτικός γιατρός.

Ως άνθρωπος ήταν ευγενής, απλός, σεμνός, τίμιος, ειλικρινής, αλλά ανένδοτος και απόλυτος στις απόψεις του, απόμακρος και σχετικά απομονωμένος (Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», άρθρο του 1906). Ο Καρκαβίτσας σε όλη του τη ζωή βασανιζόταν από προσωπικά αδιέξοδα που είχαν πυροδοτηθεί από έναν νεανικό μεγάλο έρωτα με τη Θεοδώρα Βασιλειάδη, ο οποίος είχε ματαιωθεί για κοινωνικούς λόγους. Καρπός αυτής της ερωτικής απογοήτευσης υπήρξε ένα τετράδιο με μελαγχολικά πεισιθανάτια ποιήματά του που εκδόθηκαν μόλις το 1999, υπό τον τίτλο Ποιήσεις (Ηλίας Χ. ∆ημητρακόπουλος, Ανδρέας Καρκαβίτσας – αναφορές στη ζωή και στο έργο του, Σαββάλας, Αθήνα 2004).
Η κοινωνική και πολιτική ιδεολογία του
Η άδολη αγάπη για την πατρίδα.
Στο επίκεντρο της κοινωνικής ιδεολογίας του Καρκαβίτσα ήταν ο αδιάλλακτος πατριωτισμός, η ειλικρινής και άδολη αγάπη για την πατρίδα, που εξιδανικεύεται στα έργα του και αντιδιαστέλεται με τον ατομικισμό, που παρουσιάζεται ως ποταπός ωφελισμός που προάγει το άτομο, αλλά βλάπτει το σύνολο [Ανδρέας Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες (1885-1897), Εστία, Αθήνα 1900, διήγημα: Η πατρίδα]. Μέσω ενός διηγήματος για τη θυσία του Ιωάννη Γούναρη, που έσωσε το Μεσολόγγι τo 1824 ενημερώνοντας για τη σχεδιαζόμενη τουρκική επίθεση, ο Καρκαβίτσας πρόβαλε ως ιδανικό την ατομική ή οικογενειακή θυσία υπέρ του γενικότερου καλού [Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες (1885-1897), διήγημα: Θυσία].
Ως αδιάλλακτος οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, ο Καρκαβίτσας μυήθηκε στην Εθνική Εταιρεία το 1895 και ηλεκτρίστηκε από το εθνικό προσκλητήριο πριν από τον πόλεμο του 1897. Σε επιστολή του ο επίσης συγγραφέας Γιάννης Καμπύσης έγραφε ότι «[…] ο Καρκαβίτσας δάκρυζε καθώς έβλεπε τους φοιτητές να παρελαύνουν ένοπλοι στους δρόμους των Αθηνών, ενώ ψιθύριζε “από τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά” […]» [Γεώργιος Ζώρας, Ανδρέας Καρκαβίτσας, στο: Ελληνική ∆ημιουργία (τόμος 8ος), Παπαδήμας, Αθήνα 1951]. Συμμετείχε στο εκστρατευτικό σώμα που στάλθηκε στην Κρήτη με το θωρηκτό «Ύδρα», υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο. Παρέμεινε στην Κρήτη ως εθελοντής από τις 2 Φεβρουαρίου έως τις 11 Μαΐου 1897, από όπου επέστρεψε εντελώς απογοητευμένος για τη ματαίωση των εθνικών ονείρων.

Μετά την ήττα του 1897, ο Καρκαβίτσας ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα λόγω των συνεχών στρατιωτικών μεταθέσεων που επιδίωκε να λαμβάνει, ζώντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην επαρχία, παρατηρώντας και κρατώντας σημειώσεις για την καθημερινή ζωή των χωρικών. Πιο συγκεκριμένα, μετά το 1897 υπηρέτησε διαδοχικά σε θεραπευτήρια του Πύργου και της Λευκάδας και το 1902 πήρε απόσπαση για τα σύνορα της Θεσσαλίας. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1904, όταν και κυκλοφόρησε το κορυφαίο έργο του Ο αρχαιολόγος, που έμελλε να είναι και το τελευταίο που δημοσίευσε ο ίδιος. Τα επόμενα πέντε έτη, ο Καρκαβίτσας έλαβε διαδοχικές μεταθέσεις σε όλη την Ελλάδα (Πράμαντα Άρτας, Σύρο, Θεσσαλία, Πήλιο, Σκόπελο), ενώ στις 14 Μαΐου 1909 επισκέφτηκε τη Σκιάθο, όπου συναντήθηκε με τον άλλο κορυφαίο διηγηματογράφο και ηθογράφο, Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τότε έγραψε την περίφημη κατακλείδα του: «Όμορφη είναι η Σκιάθος του Θεού, μα η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη μού φάνηκε ομορφότερη».
Τα πρώτα λογοτεχνικά του έργα ο Καρκαβίτσας τα έγραψε στην καθαρεύουσα, αλλά από πολύ νωρίς στράφηκε οριστικά προς τη δημοτική, σαφώς επηρεασμένος από τη δημοσίευση του πρωτοπόρου δημοτικιστικού έργου του Ψυχάρη Το ταξίδι μου, χωρίς όμως να προσχωρήσει ολοκληρωτικά στον ψυχαρισμό, του οποίου αποδοκίμασε τις ακρότητες. Υπερασπίστηκε ενεργά τον δημοτικισμό με εκτεταμένη και αδιάλλακτη αρθρογραφία στον Τύπο, ήταν ιδρυτικό μέλος της εταιρείας Εθνική Γλώσσα (1904), της Λαογραφικής Εταιρείας του Νικολάου Πολίτη (1908) αλλά και του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1910) μαζί με τους Ίωνα ∆ραγούμη και Λορέντζο Μαβίλη, ενώ υποστήριξε την καθιέρωση της δημοτικής στη δημόσια εκπαίδευση αλλά και σε όλες τις πτυχές της δημόσιας ζωής του ελληνικού έθνους. Ο Ίων ∆ραγούμης τού έστειλε το βιβλίο του (είτε τη Σαμοθράκη είτε το Όσοι ζωντανοί) και ο Καρκαβίτσας τού απάντησε με ένα επισκεπτήριο στο οποίο τον συνέχαιρε για το έργο του αλλά και για την πίστη του (στο πεπρωμένο του ελληνισμού;). Στο ίδιο επισκεπτήριο ο Καρκαβίτσας υποσχόταν ότι θα του έστελνε και κάποιο δικό του βιβλίο. (Το επισκεπτήριο Καρκαβίτσα υπάρχει στο Αρχείο Ίωνος ∆ραγούμη και μου υποδείχθηκε από τον δραγουμιστή Νώντα Τσίγκα.)

Στο ίδιο πλαίσιο, ο Καρκαβίτσας υπερασπίστηκε την ταπεινή Ελλάδα της εποχής του έναντι της αρχαίας ελληνικής υπεροχής, που υποστηριζόταν από την τότε πνευματική ηγεσία του τόπου και έτεινε προς την προγονοπληξία. Επίσης επιφύλασσε μια θετική αποτίμηση και για την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που τη θεωρούσε προθάλαμο της εποχής του (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο αρχαιολόγος, Εστία, Αθήνα 1904, σ. 99). Έναντι του Μαραθώνα ο Καρκαβίτσας αντέτασσε τα ∆ερβενάκια, στην Ελλάδα του Μ. Αλεξάνδρου, την Ελλάδα του Γεωργίου Α΄. Όλο το έργο του Καρκαβίτσα δοξολογεί χωρίς εκπτώσεις την Επανάσταση του 1821, την οποία θεωρεί ανεκπλήρωτη και το δημιούργημά της προσωρινό μέχρι την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης και την εκπλήρωση των προφητειών του Γένους (Ανδρέας Καρκαβίτσας, ∆ιηγήματα του γυλιού, σ. 70, διήγημα: Η έξοδος του Μεσολογγίου 10 Απριλίου 1826).
Ο Καρκαβίτσας θεωρούσε ότι η κοινωνία της εποχής του δεν έπρεπε να προσπαθεί να μιμηθεί την αρχαία ελληνική, κάτι που ούτως ή άλλως έμοιαζε αδιέξοδο και ανεπίκαιρο, αλλά να παραδειγματίζεται από τους αγράμματους, ηρωικούς αγωνιστές του 1821, των οποίων η θυσία δημιούργησε τη σύγχρονη Ελλάδα (Ανδρέας Καρκαβίτσας, ∆ιηγήματα του γυλιού, σ. 57, διήγημα: Ο θάνατος του ∆ιάκου). «Με μαλώνεις που δεν τιμώ τους προγόνους μας. Τους τιμώ και τους δοξάζω, ήταν μεγάλοι άνθρωποι, ναι. Μα πρέπει να ζήσουμε κ’ εμείς. Και να ζήσουμε τη σημερινή ζωή μας όπως έζησαν κ’ εκείνοι τη δική τους» (Καρκαβίτσας, Ο αρχαιολόγος, σ. 23). Ο Καρκαβίτσας στήριξε με όλες του τις δυνάμεις τη λαϊκή παράδοση και τη δημιουργία ενός λαϊκού νεοελληνικού εθνισμού που δεν θα ήταν ο φτωχός συγγενής της αρχαιότητας, αλλά θα είχε τη σφραγίδα της νοικοκυροσύνης, της προκοπής και του συντηρητισμού των ηθών της επαρχίας.
Ταυτόχρονα όμως, ο Καρκαβίτσας είχε τον φόβο, που μάλλον αποδείχθηκε προφητικός, ότι το ρεαλιστικό πνεύμα των δυτικών ιδεών του σοσιαλισμού και του φιλελευθερισμού όχι μόνο δεν θα εκσυγχρόνιζε την ελληνική κοινωνία, αλλά θα την οδηγούσε στον απόλυτο κατακερματισμό της. Η μηχανιστική μετάδοση ιδεολογιών από τις προηγμένες δυτικές κοινωνίες θα γινόταν με στρεβλό τρόπο από τους νεοέλληνες και θα τους οδηγούσε σε έναν άκρατο ατομικισμό, ενώ η σωστή κατεύθυνση που έπρεπε να επιδιωχθεί ήταν η κοινωνική αλληλεγγύη και ο πατριωτισμός. Αντίθετος με τις ιδέες του σοσιαλισμού, θα γράψει: «Πιστεύω ότι ο Ρωμηός φέρει μέσα εις την ψυχή του όχι του σοσιαλισμού τον σπόρον, αλλά και της αναρχίας. Φτάνει λοιπόν να του ρίψωμεν τας σοσιαλιστικάς ιδέας για να γίνει εντελώς ανυπότακτος, διότι συγχρόνως είναι και αμόρφωτος και παρεξηγεί κάθε ιδέαν και φθάνει εις τα άκρα». Επίσης στην εφημερίδα Άστυ τόνιζε: «Προ παντός άλλου εγώ σήμερον λογαριάζω την Ελλάδα και τους υποδούλους της και εν όσω η Ελλάς είνε εις την κατάστασιν αυτήν φρονώ, ότι δεν επιτρέπεται να σπείρωνται τοιαύται ιδέαι, αι οποίαι τείνουν να καταστρέψουν την ιδέαν της πατρίδος. Η Ελλάς έχει υποχρεώσεις να οργανωθή ως κράτος ισχυρόν (το οποίον πιστεύω ότι δεν θα το καταφέρη ποτέ), διά να ελευθερώση και τους άλλους υποδούλους» (Βαρελάς, ο.π.).

Μέσα από την τριβή του Καρκαβίτσα με την ελληνική πολιτική σκηνή στα τέλη του 19ου αιώνα, τα πρόσωπα που την απαρτίζουν (κομματάρχες) και τους οργανισμούς τους (κόμματα), θεώρησε ότι είχαν την κύρια ευθύνη για τη στασιμότητα της ελληνικής κοινωνίας αλλά και γενικότερα του ελληνισμού. Τις απόψεις αυτές τις σκιαγραφεί ανάγλυφα στο πασίγνωστο διήγημα του Ο ζητιάνος, θεωρώντας τον πολιτικαντισμό ως βασική αιτία της εξαθλίωσης των αγροτικών πληθυσμών στη Θεσσαλία, όπου εκτυλίσσεται και η δράση του διηγήματος. Στο διήγημα υποστηρίζεται ότι ο πολιτικαντισμός ανθεί στην Ελλάδα γιατί οι άνθρωποι είναι απαιδαγώγητοι στις πολιτικές ελευθερίες. Αυτός επέφερε τη διάβρωση του θεσμού της κοινότητας και τη στροφή των ανθρώπων προς την εξυπηρέτηση του ιδιοτελούς τους, ατομικού συμφέροντος. «Γι’ αυτό άφησαν τις κοινοτικές υποθέσεις στου πεπρωμένου την διάκριση και κοιτάζουν μόνο τα ατομικά τους συμφέροντα. Καθένας έκαμε πολιτικόν του φίλο εκείνον που επί Τουρκοκρατίας ήξερε πως είχε δύναμιν αναγνωρισμένη» (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, Εστία, Αθήνα 1925, σ. 14). Επίσης ήταν ιδιαίτερα επικριτικός και για την ακολουθούμενη εκλογική διαδικασία, την οποία κατηγορούσε για διαφθορά συνειδήσεων [Καρκαβίτσας, Παλιές αγάπες (1885-1897), διήγημα: Ηρώων τέκνα].
Πάντως, εκτός από την αδιαλλαξία, είναι διάχυτη η διαπίστωση ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερα χρονικά περιθώρια και οι απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε να διορθωθούν όλα αυτά τα κακώς κείμενα. Γενικά, τα γραπτά του Καρκαβίτσα διακρίνονται από απαισιοδοξία και μελαγχολία, ενώ από τις αφηγήσεις του απουσιάζουν η ιλαρότητα και το χιούμορ. Τέλος, στο έργο του ο Καρκαβίτσας υποστήριξε τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, στην αρθρογραφία του προώθησε την ιδέα της γυναικείας χειραφέτησης [Καρκαβίτσας, Άπαντα (επιμέλεια Γ. Βαλέτας), τόμος Ε΄, άρθρο: Το ισχυρόν φύλον, σσ. 152-155], ενώ επαίνεσε δημοσίως το έργο της Καλλιρρόης Παρρέν αλλά και το καλλιτεχνικό έργο της Κυβέλης και της Κοτοπούλη.
Το οδοιπορικό στις φυλακές του Ναυπλίου
Μια κραυγή της ψυχής του και η διακοπή της συγγραφής.
Πρόσθετο γνώρισμα του Καρκαβίτσα, που ήταν αρκετά προχωρημένο για την εποχή του, ήταν ένας βαθύς, θα λέγαμε εμπειρικός, ανθρωπισμός που χαρακτήριζε τον ίδιο αλλά και τα γραπτά του. Την περίοδο 1891-1892 βρέθηκε στο Ναύπλιο και, αντί να χαρεί τις ομορφιές που πρόσφερε η παλαιά πρωτεύουσα της Ελλάδας, κατάφερε μέσω γνωριμιών που είχε να επισκεφθεί όλα τα σωφρονιστικά καταστήματα της πόλης. Κατέγραψε τις εντυπώσεις του για τις άθλιες συνθήκες κράτησης σε αυτά σε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην Εστία σε συνέχειες. Ο Καρκαβίτσας επισκέφτηκε και τις τέσσερις φυλακές-δεσμωτήρια ψυχών του Ναυπλίου (Μιλτιάδης, Άγιος Ανδρέας, Βουλευτικό, Μπούρτζι) και το χρονικό του αποτελεί μια κραυγή της ψυχής του εναντίον ενός άθλιου κόσμου, αλλά και μια στέρεη καταγγελία κατά της συμπεριφοράς της Πολιτείας εναντίον των καταδίκων.
Στο χρονικό του στις φυλακές δεν δίστασε να εκτεθεί και ο ίδιος, γράφοντας κάπως τολμηρά ότι «η καρδιά του ήταν μια πατσαβούρα που ούτε εύκολα συγκινείται ούτε εύκολα θλίβεται. Όπου και αν βρισκόταν, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, έμενε πάντοτε ως πλάκα κρύα». Όμως αυτά που αντίκρισε στις φυλακές του Ναυπλίου, τις θλιβερές εικόνες, τη συσσωρευμένη δυστυχία των φυλακισμένων που δεν είχαν καμία ελπίδα λύτρωσης, τη βρόμα, το άθλιο ψωμί που έτρωγαν και το αλύπητο ξύλο που κατά καιρούς δέχονταν από τους επιστάτες των φυλακών, τον λύγισαν. Όταν βγήκε από τη φυλακή του Μιλτιάδη, ο Καρκαβίτσας περιγράφει τον εαυτό του να αναπνέει βαθιά και λυτρωτικά, να κοιτάζει γύρω του το λαμπρό και όμορφο περιβάλλον του Ναυπλίου, σχεδόν να γονατίζει και να ψιθυρίζει: «Άι, βρωμόκοσμε!».

Ο Καρκαβίτσας το 1904 έπαψε απότομα να γράφει και να δημοσιεύει διηγήματα (όπως ήδη αναφέραμε, το τελευταίο δημοσιευθέν έργο του ήταν Ο αρχαιολόγος) ενώ ήταν μόλις 39 ετών. Συγγραφικά ήταν στην ωριμότερη στιγμή του, ήδη ένας καταξιωμένος συγγραφέας στη συνείδηση της κριτικής και του κοινού, και η αποχή του έμοιαζε ακατανόητη.
Πολλοί μελετητές του έργου του Καρκαβίτσα επικαλέστηκαν σειρά λόγων για το απότομο αυτό σταμάτημα, οι οποίοι πάντως δεν μοιάζουν πειστικοί ούτε στους ίδιους. Ο ίδιος ο Καρκαβίτσας, σε μακροσκελή συνέντευξή του στην εφημερίδα Αθήναι το 1911, επικαλέστηκε δύο λόγους γι’ αυτή την ιδιότυπη συγγραφική αποχή στην κορύφωση της συγγραφικής του φήμης. Ο πρώτος ήταν η έλλειψη έμπνευσης που σταδιακά υποχωρούσε μέσα του. Όταν ήταν νέος συγγραφέας, καθετί που αντίκριζε του παρουσιαζόταν σχεδόν αυτόματα με μορφή διηγήματος, όμως με την πάροδο του καιρού η λειτουργία αυτή έγινε πιο μηχανιστική και τεχνητή και χρειαζόταν περισσότερη προσπάθεια και κόπο.
Όταν ήταν νέος συγγραφέας, καθετί που αντίκριζε του παρουσιαζόταν σχεδόν αυτόματα με μορφή διηγήματος, όμως με την πάροδο του καιρού η λειτουργία αυτή έγινε πιο μηχανιστική και τεχνητή και χρειαζόταν περισσότερηπροσπάθεια και κόπο.
Ο δεύτερος λόγος που επικαλέστηκε ήταν η σαφής έλλειψη ενδιαφέροντος τόσο από το αναγνωστικό κοινό, που ήταν όντως πολύ περιορισμένο, όσο και από τα φιλολογικά περιοδικά, τον Τύπο και τους εκδοτικούς οίκους. Ο ίδιος δήλωσε ότι θεωρούσε ανόητο να γράψει κάτι και να το βάλει στο συρτάρι του, ήταν κάτι άλλωστε που δεν είχε κάνει ούτε στα νεανικά του χρόνια (Αθήναι, 28.5.1911, άρθρο: «Συνομιλίαι μετά λογίων»). Ίσως εδώ δεν είναι άσχετη η πληροφορία ότι ο Καρκαβίτσας είχε προσπαθήσει τουλάχιστον δύο φορές στο παρελθόν να συντηρηθεί οικονομικά από τα γραπτά του, με απόλυτη όμως αποτυχία, καθώς το αναγνωστικό κοινό των Αθηνών ήταν μικρό, το ενδιαφέρον των εφημερίδων για τη λογοτεχνία περιορισμένο, άρα δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για έναν συγγραφέα να προσποριστεί τα προς το ζην από τα γραπτά του, ακόμη και αν αυτός ήταν ο Καρκαβίτσας.
Παρά τις περί αντιθέτου μεταγενέστερες κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις της κριτικού λογοτεχνίας Ελένης Ουράνη-Νεγρεπόντη (ψευδώνυμο: Άλκης Θρύλος) στη Νέα Εστία (τεύχος 176, Αθήνα 1934), ο Καρκαβίτσας παρακολουθούσε συστηματικά τη λογοτεχνική κίνηση της εποχής του και μάλιστα ενημερωνόταν όχι μόνο για τους κλασικούς λογοτέχνες (Παλαμά, Ξενόπουλο, Πορφύρα, Γρυπάρη, Βλάχο, ∆ροσίνη κ.ά.), αλλά και για το έργο πολλών από τους νεότερους (Καζαντζάκη, Σκίπη, Καμπάνη, Ουράνη). Παρακολουθούσε τις πολιτιστικές εξελίξεις στον Τύπο, στα περιοδικά λογοτεχνίας και στο θέατρο και είχε δική του άποψη, την οποία εξέφραζε ευθαρσώς, αδιαφορώντας αν κατά καιρούς δημιουργούνταν αντιθέσεις και έριδες με άλλους διακεκριμένους συναδέλφους του, όπως ο Γρηγόριος Ξενόπουλος για του οποίου το έργο εκφράστηκε υποτιμητικά (Αθήναι, 30.5.1911, άρθρο: «Ξενόπουλος προς Καρκαβίτσαν»). Επίσης, σύμφωνα με τον Ξενόπουλο, ο Καρκαβίτσας βρισκόταν σε σχεδόν καθημερινή επαφή με τη συντριπτική πλειονότητα των συγγραφέων της εποχής του, συχνάζοντας στα ίδια στέκια και ανταλλάσσοντας γνώμες και επιχειρήματα πάνω στη λογοτεχνία.

Ο Καρκαβίτσας ήταν σφοδρός αντιελιτιστής, είτε του αίματος είτε του πνεύματος, υπέρ της απλότητας και της πρακτικής λαϊκής διανόησης. Όταν δόθηκαν παραστάσεις του Ίψεν στην Αθήνα, αποθεώθηκαν από τους Γρηγόριο Ξενόπουλο και Κωστή Παλαμά, με τον Ξενόπουλο να υπογραμμίζει ότι, επειδή τα έργα άρεσαν μόνο σε λίγους, αυτό πιστοποιεί και την ποιότητά τους! Ο Καρκαβίτσας απάντησε την επομένη με άρθρο του στην Εστία, επικρίνοντας έντονα τον Παλαμά, με τον οποίο συνδεόταν με φιλία, κάνοντας λόγο για μια αριστοκρατία του πνεύματος που θέλει να απαγορεύσει στον «όχλο» ακόμη και να την εννοεί (Ψυχογιός, Η πολιτική στη ζωή και στο έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, σσ. 99-100).
Αν και ο Καρκαβίτσας υπήρξε φορέας της λαϊκής παράδοσης, κοινωνός και υποστηρικτής της ζωής στην επαρχία και τη φύση, δεν εξιδανίκευσε τα ελαττώματά της. Ειδικά σε ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του, στον Ζητιάνο, ο Καρκαβίτσας στηλίτευσε τη δεισιδαιμονία που επικρατούσε στους κατοίκους της υπαίθρου, την έλλειψη μόρφωσης, τις προκαταλήψεις, τη γενικότερη καθυστέρηση και τα οπισθοδρομικά ήθη της επαρχίας. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Άλκη Θρύλου και του Γιάνη Κορδάτου ότι ο Καρκαβίτσας δεν υποπτεύθηκε καν (!) τα κοινωνιολογικά προβλήματα του θεσσαλικού κάμπου, ο Ζητιάνος βρίθει ειρωνικών αναφορών στη δημόσια διοίκηση της εποχής, στη ∆ικαιοσύνη, στους κομματάρχες της εποχής (Παπαδημητρακόπουλος, Καρκαβίτσας, σ. 68).•
Η πολιτική αρθρογραφία
Ένα έργο-προφητικό εγερτήριο σάλπισμα του Ελληνισμού.
Όπως όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι στην Ελλάδα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ο Καρκαβίτσας υπήρξε ένας ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος άνθρωπος με άποψη και προσωπική συμμετοχή σε πολλά σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Όπως ήδη αναφέραμε, ο Καρκαβίτσας ήταν ελληνοκεντρικός, φορέας και αναμεταδότης ενός πανεθνικού πατριωτισμού και αδιάλλακτος οπαδός της Μεγάλης Ιδέας (Ανδρέας Καρκαβίτσας, ∆ιηγήματα του γυλιού, Εστία, Αθήνα 1922, σ. 25, διήγημα: Στρατιώτης 1912-1922). Το έργο του αποτελούσε εν μέρει και ένα προφητικό εγερτήριο σάλπισμα του Ελληνισμού, ένα πολεμικό προσκλητήριο για την τελική εξόρμηση προς Ανατολάς (Καρκαβίτσας, ∆ιηγήματα του γυλιού, σ. 78, διήγημα: Τ’ άρματα).
Παράλληλα, όμως, δεν του διέφευγαν και οι δυσκολίες του εγχειρήματος: το ελληνικό κράτος, που ήταν μικρό και αδύναμο, αλλά και ο χαρακτήρας του σύγχρονου Έλληνα ήταν φορτωμένος με ελαττώματα που έπρεπε να επισημανθούν και να καταπολεμηθούν. Στο δημοσιογραφικό του έργο ο Καρκαβίτσας ανέδειξε πολλές από τις αρνητικές αυτές πτυχές και πρότεινε λύσεις και τρόπους θεραπείας τους, όχι πάντα εύστοχες και εφαρμόσιμες, είναι η αλήθεια [Ανδρέας Καρκαβίτσας, Έθνος υπό σκιάν – Οι φυλακές του Ναυπλίου, επιλογή κειμένων: Αλέξανδρος Βέλλιος (πρόλογος: Θανάσης ∆ιαμαντόπουλος), Ροές, Αθήνα 2009].

Μέσω της εκτεταμένης αρθρογραφίας επικαιρότητας που δημοσίευε στον Τύπο, ο Καρκαβίτσας τηρούσε μια απόλυτη, άκαμπτη, αυστηρή στάση σε ζητήματα επικαιρότητας, με αντιδημοφιλείς και «ενοχλητικές» απόψεις, κατά κανόνα αντίθετες με αυτές της κοινής γνώμης (Λάμπρος Βαρελάς, «Κόντρα στο ρεύμα. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας και οι ρήξεις του με τη νεοελληνική κοινωνία και τις αναμονές του αναγνωστικού κοινού», Ε΄ Πανευρωπαϊκό Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών – «Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): Οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία» (Θεσσαλονίκη, 2 – 5/10/2014): http://www.eens,org/EENS_congresses/2014/varelas_lambros.pdf).
Ένα δείγμα της σκληρής γλώσσας του Καρκαβίτσα έναντι των συγχρόνων του ήταν η έντονη αποδοκιμασία του στη λαϊκή λατρεία για τον αθλητισμό και τους Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν στην Αθήνα το 1896. Σύμφωνα με τον Καρκαβίτσα, οι Έλληνες αποθέωναν το ποδάρι, «…τη γοργότητα των ποδιών και τη βάναυση ρώμη, τον βαρύν όγκο των σαρκών καθώς και τα πηχυαία κόκκαλα» (Εστία, 6.4.1896, άρθρο: «Νέο σύμβολο»). Σε επόμενο σχετικό άρθρο του υπενθύμιζε φορτικά τις εθνικές εκκρεμότητες και το καθήκον των Ελλήνων για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, που δεν τη βοηθά η νίκη του Μαρουσιώτη μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη, αλλά η νίκη στη σκοποβολή του Παντελή Καρασεβδά (Εστία, 14.4.1896, άρθρο: «Ο Νάρκισσος»).

Μετά την ντροπιαστική ήττα του 1897, ο Καρκαβίτσας μαστιγώνει τους συμπατριώτες του με πικρά λόγια, στηλιτεύοντας τους χιλιάδες φυγόστρατους που δεν παρουσιάστηκαν εθελοντές, τους εύπορους Αθηναίους, τους μεγαλεμπόρους, τους μεγαλοκτηματίες, τους ανώτερους κληρικούς και τους πλούσιους πολιτευτές που δεν συνεισέφεραν οικονομικά, καθώς στις τάξεις τους «βασιλεύει στείρωσις αισθήματος και αγρία του χρήματος δίψα, καθυποτάσσουσα εις αυτήν πάσαν ευγενή ορμήν». Όλοι αυτοί, ενώ ήταν πνιγμένοι στις τιμές, στους τίτλους και στα παράσημα, δεν πρόσφεραν τίποτε για τα κοινά, έτσι «ο εθνικός στόλος είχε καταντήσει μια σκιά, τα νοσοκομεία ενδεή, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα πένονταν και το οικονομικό συσσίτιο λιμοκτονούσε (Εστία, 28.5.1897, άρθρο: «Τζίφος»).
Ο Καρκαβίτσας θεωρούσε τον φιλελληνισμό της Ευρώπης στάχτη στα μάτια των σύγχρονων Ελλήνων, καθώς τους επιδαψίλευε τιμές του παρελθόντος, σιωπώντας για το ζοφερό παρόν τους (Νουμάς, 22.2.1904, άρθρο: «Πάτερ Νόστρο και Σία»). Στηλίτευε τους εθνικούς ρήτορες ως λαοπλάνους που κολακεύουν τις αδυναμίες του λαού για να ωφεληθούν οι ίδιοι, αλλά και τους εθνικούς ευεργέτες που πρόσφεραν κτίρια και οικοδομές στην Αθήνα, ενώ η Ελλάδα χρειαζόταν «πλεούμενα κάστρα και όπλα καταστρεφτικά. Μπαρούτι και μολύβι να διώξη από τη γη της καταχτητήν αιμοβόρον και απάνθρωπον» (Εστία, 9.3.1895, άρθρο: «Αληθινά λόγια»).
Σε ένα άλλο, ιδιαίτερα εύγλωττο άρθρο του ο Καρκαβίτσας ειρωνευόταν τις κυβερνήσεις της εποχής του για τη διστακτικότητά τους και την τάση τους να αναβάλλουν δύσκολες και τολμηρές αποφάσεις για το απώτερο μέλλον με την ίδια πάντα έκφραση: «Εν δεόντι χρόνω…» (Εστία, 18.8.1896, άρθρο: «Εν δεόντι χρόνω…»). Επίσης συνηγόρησε θερμά υπέρ του δημοτικιστικού κινήματος, που μεταφράζει την αρχαία γλώσσα και τη βάζει στην ψυχή του λαού, του μαθαίνει τις ιδέες, τα κατορθώματα και τα όνειρα των αρχαίων Ελλήνων, τα οποία έως τότε έμεναν άγνωστα. Στη φήμη ότι οι δημοτικιστές είχαν λάβει μυστική οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία για να προωθήσουν τις γλωσσικές ιδέες τους, ο Καρκαβίτσας αφενός αμφισβήτησε ότι είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αφετέρου θεώρησε ότι, αν είχε συμβεί, σήμαινε ότι η Ρωσία ήταν σύμμαχος χώρα που ενδιαφερόταν για την ανάπτυξη και την πολιτιστική άνθηση της ελληνικής κοινωνίας (Νουμάς, 20.12.1903, άρθρο: «Τα ρώσικα ρούβλια»).

Στα άρθρα του υποστήριζε τον εκσυγχρονισμό του Τρικούπη και στηλίτευε τον λαϊκισμό του ∆ηλιγιάννη. Στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα έκανε έκκληση στην κοινή γνώμη επιτέλους να κινηθεί προς τον Βορρά, εκεί όπου οι Βούλγαροι αργά αλλά σταθερά κέρδιζαν έδαφος, παρουσιάζονταν ως ελευθερωτές και κέρδιζαν υποστηρικτές στην Ευρώπη. Κατηγορούσε τις ελληνικές κυβερνήσεις για ατολμία και αδράνεια, ενώ υπνώτιζαν τον ελληνικό λαό «προσφέροντας το χάπι της απραξίας σε χρυσόχαρτο». Ο Καρκαβίτσας καλούσε τους Έλληνες επιτέλους να κινηθούν, υπενθυμίζοντας το αρχαίο ρητό ότι όσοι μένουν έξω από τον αγώνα δεν στεφανώνονται στο τέλος. Οι λαοί φτιάχνουν οι ίδιοι την τύχη τους με τη δύναμή τους, και οι Έλληνες «όφειλαν επιτέλους να βάλουν την πατρίδα τους πάνω από το βρωμερό τους Εγώ» (Νουμάς, 20.11.1905, άρθρο: «Μπα!»).
Τέλος, ο Καρκαβίτσας συνολικά σχεδόν στην πολιτική του αρθρογραφία, κατηγορούσε τους Έλληνες πολιτικούς ότι δεν είχαν όραμα για την Ελλάδα, ούτε εκσυγχρονιστικό ούτε εθνικό. Τα λόγια και τα σχέδιά τους ήταν θαμπά, δεν συγκινούσαν την κοινή γνώμη, ενώ οι επαγγελίες τους για ετοιμασίες και φρόνηση δεν αντιστοιχούσαν στις επιτακτικές, επείγουσες ανάγκες των καιρών, που καλούσαν για άμεση εθνική δράση (Νουμάς, 27.12.1905, άρθρο: «Η θλίψη»).
Στην Επανάσταση του 1909 και στους Βαλκανικούς Πολέμους
Η αρχική συμμετοχή και η αρνητική τελική αποτίμηση του Κινήματος στου Γουδή.
Ο Καρκαβίτσας, όπως άλλωστε και πολλοί σύγχρονοί του, πίστευε σταθερά ότι για την κακοδαιμονία και την εδαφική και κοινωνική καχεξία της Ελλάδας, μεγάλο μέρος της ευθύνης έφερε η τότε πολιτική ηγεσία. Για τον λόγο αυτόν μετείχε ως στρατιωτικός στις ζυμώσεις σύμπτυξης του Στρατιωτικού Συνδέσμου, ορκίστηκε μέλος του υπογράφοντας το σχετικό πρωτόκολλο και στήριξε δημοσίως την Επανάσταση στο Γουδί, όταν αυτή τελικά εκδηλώθηκε στις 14 Αυγούστου 1909. Ανήκε στη ριζοσπαστική μερίδα των αξιωματικών που κινήθηκαν, αποδοκίμαζε κάθε συνεννόηση ή συνεργασία με τα παλαιά κόμματα και ήταν υπέρ της ιδέας ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος να αναλάβει απευθείας τη διακυβέρνηση της χώρας.
Έτσι, όταν εκδηλώθηκε και επικράτησε η Επανάσταση στο Γουδί, ο Καρκαβίτσας πανηγύρισε, θεωρώντας την εξέλιξη ως απαρχή λύτρωσης της Ελλάδας και ως εκκίνηση εθνικής δράσης και ανάτασης. Ήθελε η Επανάσταση στο Γουδί να σαρώσει το υπάρχον πολιτικό σύστημα, ακόμη και με τη χρήση βίας, τους πρίγκιπες και τις κλίκες τους στο στράτευμα, αλλά και το ίδιο το Στέμμα αν αυτό στεκόταν εμπόδιο [Καρκαβίτσας, Άπαντα (επιμέλεια Γ. Βαλέτας), τόμος Α΄, Γιοβάνης σ. 78].
Πολύ σύντομα όμως απογοητεύτηκε από τη συμβιβαστική διάθεση της ηγεσίας του Συνδέσμου υπό τον μετριοπαθή συνταγματάρχη πυροβολικού Γεώργιο Ζορμπά, αλλά και από την ηττοπαθή προσπάθεια του Συνδέσμου να εξασφαλίσει αμνηστία για τα μέλη του. Επίσης αποδοκίμασε τις αλλεπάλληλες συνεννοήσεις που είχε ο Σύνδεσμος με το Στέμμα και τα πολιτικά κόμματα, τη στιγμή που ήταν ο απόλυτος κύριος της κατάστασης. Σε άρθρο του έγραψε ότι «ο λαός αναθάρρησε ονομάζοντας το κίνημα ανόρθωση, είδε την αστραπή στον ουρανό και περίμενε την βροντή. Αλλά η βροντή –τι να το κρύψουμε;– δεν έρχεται. Και αν έρχεται, δεν είναι εκείνη που έπρεπε». Σε άλλο του άρθρο στον Τύπο, την ίδια εποχή, αποδοκιμάζει την αδράνεια του Συνδέσμου που, ενώ λαμβάνει τα μηνύματα του λαού για ρήξη με το κατεστημένο, «δεν τα μεταφράζει σε πράξη, χάνοντας μια ευνοϊκή συγκυρία που δεν παρουσιάζεται συχνά στις ζωές των λαών» (Βασίλειος Τσίχλης, Το κίνημα του Γουδή και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Πολύτροπον, Αθήνα 2007, σσ. 200-203).

Παρά την αρχική του απογοήτευση για την ατολμία του Συνδέσμου, ο Καρκαβίτσας δεν έπαψε να αρθρογραφεί υπέρ της Επανάστασης, υπογραμμίζοντας όμως ότι οι καθυστερήσεις που σημειώνονταν στην εφαρμογή του προγράμματος του Συνδέσμου έπλητταν το κύρος του. Επίσης, με άρθρο του επιτέθηκε εναντίον των βουλευτών που, κατά τη γνώμη του, υπονόμευαν εντός της βουλής τις ανορθωτικές προσπάθειες του Στρατιωτικού Συνδέσμου, δεν βοηθούσαν με τις γνώσεις και την πείρα τους να συνταχθούν και να ψηφιστούν τα απαραίτητα νομοσχέδια, κωλυσιεργώντας εσκεμμένα ώστε να εκτεθεί ο Σύνδεσμος και να χάσει το κύρος του στην κοινή γνώμη. Οι απόψεις του ήταν τόσο ακραίες, που οι εφημερίδες με τις οποίες συνεργαζόταν αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν δύο ενυπόγραφα άρθρα του που αφορούσαν τις υποχωρήσεις της Επανάστασης (Αθήναι, 28.5.1911, άρθρο: «Συνομιλίαι μετά λογίων»).
Ο Καρκαβίτσας παρέμεινε αδιάλλακτος, ζητώντας δράση και σύγκρουση με το κατεστημένο, προκαλώντας την αποδοκιμασία ακόμη και του ίδιου του Ζορμπά. Υπήρξε η φήμη ότι ο Καρκαβίτσας ήταν μυημένος στο ριζοσπαστικό ναυτικό κίνημα Τυπάλδου που εκδηλώθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1909, φήμη που ενισχύθηκε από τη δημοσίευση ενός αδιάλλακτου άρθρου στον Τύπο με τίτλο «Σάλπισμα» την ημέρα εκδήλωσης του κινήματος. Το άρθρο ήταν ένα αληθινό σάλπισμα αδιαλλαξίας και επανάστασης κατά του πολιτικού συστήματος. «∆όστε κλωτσιά στη φρόνησι, γροθιά στη λογική και ριχτήτε στο αίσθημα. Προβάλετε πόδι, ρίχτε ματιά, σηκώστε σπαθί, χτυπάτε τους θεομπαίχτες! Αυτοί τα ιερά μας εμόλυναν, το θυσιαστήριο της πατρίδος εχάλασαν, τα άγια της ψυχής μας σκόρπισαν, τους θυσαυρούς της Φυλής μας εκούρσεψαν. Χτυπάτε, χτυπάτε δυνατά! Μην τη λυπάστε την καταστροφή, μη σας δειλιάζουν τα δάκρυα. Η γη μας, η γη μας το παν! Και όλα για τη γη μας…» (Σπύρος Μελάς, Η Επανάσταση του 1909, Μπίρης, Αθήνα χ.χ., σσ. 347-350).
Η έλευση του Βενιζέλου, μετά από πρόσκληση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, απογοήτευσε τον Καρκαβίτσα, καθώς μάντεψε σωστά ότι η ανάμειξη του Κρητικού πολιτικού θα οδηγούσε σε έναν τελικό συμβιβασμό υπέρ του ισχύοντος πολιτικού συστήματος και θα επανέφερε τους αξιωματικούς του Στρατιωτικού Συνδέσμου οριστικά στους στρατώνες τους. Ήδη άλλωστε από το 1906, σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, ο Καρκαβίτσας είχε αποδοκιμάσει τον Βενιζέλο για την πολιτεία του στην Κρήτη εναντίον του πρίγκιπα Γεωργίου (Ψυχογιός, Η πολιτική στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, σ. 90). Ο Καρκαβίτσας παρέμεινε αντιβενιζελικός και μετά την αποχώρηση του Στρατιωτικού Συνδέσμου από το προσκήνιο και θεωρούσε τον Βενιζέλο αδύναμο να φέρει εις πέρας τον εκσυγχρονισμό που χρειαζόταν η Ελλάδα σε όλους τους τομείς (Αθήναι, 28.5.1911, άρθρο: «Συνομιλίαι μετά λογίων»).
Η εντύπωση του Καρκαβίτσα για τον συμβιβαστικό χαρακτήρα της ανάμειξης Βενιζέλου επιβεβαιώθηκε σε σύσκεψη της ομάδας Κοινωνιολόγων του Αλέξανδρου Παπαναστασίου με τη συμμετοχή του Κρητικού πολιτικού. Στη σύσκεψη επιβεβαιώθηκαν οι προθέσεις του Βενιζέλου για έναν τελικό πολιτικό συμβιβασμό με το Στέμμα και την οριστική επιστροφή του Στρατού στους στρατώνες, καθώς οποιαδήποτε ρήξη με τη ∆υναστεία εγκυμονούσε απρόβλεπτες διεθνείς επιπλοκές. Ο Καρκαβίτσας αποχώρησε θυμωμένος από τη σύσκεψη μουρμουρίζοντας: «Να σου πετύχει άνθρωποι που θα σώσουν την Ελλάδα. Να τους χαιρόμαστε» (Τσίχλης, Το κίνημα του Γουδή, σ. 250).

Η τελική αποτίμηση του Καρκαβίτσα για την Επανάσταση του 1909 υπήρξε αρνητική, καθώς τη χαρακτήρισε ως «έναν νοικοκυρίστικο παροξυσμό που γεννήθηκε μέσα στην απελπισία, έζησε μέσα στους δισταγμούς και πέθανε από μαρασμό. Όποιος πίστεψε σε αυτόν μετάνιωσε» (Ψυχογιός, Η πολιτική στη ζωή και το έργο του Ανδρέα Καρκαβίτσα, σ. 87).
Την Πρωτοχρονιά του 1911, ο Καρκαβίτσας, μαζί με άλλους διακεκριμένους συγγραφείς, έλαβε τον Αργυρό Σταυρό για το έργο του και τη γενικότερη προσφορά του στα Γράμματα. Στη συνέχεια συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και συνέδραμε την ελληνική στρατιωτική εξόρμηση προς βορρά με όλες του τις δυνάμεις. Κατά τη μάχη των Γιαννιτσών συνάντησε και συνομίλησε με τον γνωστό συγγραφέα και μετέπειτα ακαδημαϊκό Σπύρο Μελά, στον οποίο περιέγραψε τρομακτικές στιγμές κατά τη φονική μάχη, όπου περισυνέλεγε και περιέθαλπε τραυματίες κάτω από συνεχή πυρά του εχθρικού πυροβολικού. Μια συγκλονιστική σχετική περιγραφή των τραυματιών και των παθών τους, αλλά και των προσπαθειών του Καρκαβίτσα να τους βοηθήσει, δημοσιεύτηκε και στον ημερήσιο Τύπο της εποχής (Σκριπ, 2.5.1913).
Στη συνέχεια ο Καρκαβίτσας τοποθετήθηκε στη φρουρά της Θεσσαλονίκης, αλλά ούτε εκεί παρέμεινε επί μακρόν, καθώς την ίδια περίοδο τα ελληνικά στρατεύματα νοσούσαν και αποδεκατίζονταν από επιδημία χολέρας. Στα έγγραφα της εποχής αναφέρεται η μετάβαση του Καρκαβίτσα στο ∆εμίρ-Ισάρ (Σιδηρόκαστρο) για παραλαβή εμβολίων χολέρας [Θεόδωρος Φιλιππίδης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο γιατρός, ο λογοτέχνης (https://eeyed.gr/karkavitsas-miliary-doctor)»https://eeyed.gr/karkavitsas-miliary-doctor)]. Ο Καρκαβίτσας παρασημοφορήθηκε δύο φορές για τη «μέχρι αυτοθυσίας αφοσίωση στο καθήκον» κατά τους δύο βαλκανικούς πολέμους, ενώ στις 17 Φεβρουαρίου 1913 προβιβάστηκε σε λοχαγό (Εμπρός, 19.2.1913). Στις 13 Φεβρουαρίου 1914 τοποθετήθηκε εκ νέου στη φρουρά της Θεσσαλονίκης, ενώ στις 15 Ιουλίου προήχθη σε επίατρο.
Η προσχώρηση στον αντιβενιζελισμό, η φυλάκιση και η αποκατάσταση
Οι συνθήκες κράτησης, η επιβάρυνση της υγείας, η αποστράτευση.
Κατά τον Εθνικό ∆ιχασμό, ο Καρκαβίτσας προσχώρησε στον αντιβενιζελισμό, στηρίζοντας τον βασιλιά Κωνσταντίνο στη διένεξη, εξέλιξη που ίσως οφειλόταν στην καταγωγή του από την Παλαιά Ελλάδα αλλά και στη διαχρονική αντίθεσή του προς τον Βενιζέλο προσωπικά. Ο Καρκαβίτσας είχε την ατυχία να επιστρέφει από άδεια ακτοπλοϊκώς στη μονάδα του στη Θεσσαλονίκη χωρίς να γνωρίζει ότι εν τω μεταξύ είχε εκδηλωθεί το βενιζελικό κίνημα της Άμυνας στις 17 Αυγούστου 1917 και η Θεσσαλονίκη πλέον βρισκόταν υπό τον έλεγχο βενιζελικών. Όταν αποβιβάστηκε με άλλους βασιλόφρονες αξιωματικούς στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης (επίλαρχος Γεώργιος Κουμουνδούρος, λοχαγοί Α. Κιτσίκης και Ι. Πικουλάκης, υπολοχαγοί Α. Μαρινάκης, Θ. Γιαννακόπουλος, υπίατρος Π. Πιττακός, ανθυπολοχαγοί Λ. Λουμέσσας, Καρελάς και Βασιλακόπουλος, ανθυπίατρος Σκαλίθρας) συνελήφθησαν επιτόπου και οδηγήθηκαν ενώπιον του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Μαζαράκη, που τους υποσχέθηκε αμοιβές και προαγωγές αν προσχωρούσαν στο κίνημα.
Τόσο ο Καρκαβίτσας όσο και οι υπόλοιποι αξιωματικοί υπήρξαν ανένδοτοι στις προτάσεις αυτές, παραμένοντας πιστοί στον βασιλιά και στην κυβέρνηση των Αθηνών. Ακολούθως φυλακίστηκαν ενώ φαίνεται ότι υπεύθυνος για την καταδίωξη του Καρκαβίτσα ήταν το μέλος της ομάδας Κοινωνιολόγων Θαλής Κουτούπης, που είχε προσχωρήσει στο κίνημα της Άμυνας και ορίστηκε αργότερα υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνησή της. Βάσει μαρτυριών, υπήρχε αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ήδη από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρία, λογόφεραν στη Θεσσαλονίκη για πολιτικούς λόγους.

Όσοι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί είχαν συλληφθεί από τις βενιζελικές Αρχές εκτοπίστηκαν στις 31 Αυγούστου 1916 σε γαλλικό στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων στη Γέρα Μυτιλήνης, καθώς το νησί είχε προσχωρήσει στο κίνημα της Άμυνας. Το εν λόγω στρατόπεδο ήταν ένα χωράφι περιφραγμένο με συρματόπλεγμα, στο οποίο είχαν τοποθετηθεί σκηνές και το φρουρούσαν περιμετρικά Σενεγαλέζοι στρατιώτες. Εκεί, οι εκτοπισμένοι παρέμειναν υπό άθλιες συνθήκες σίτισης και διαβίωσης, αλλά δεν προσχώρησαν στη βενιζελική Άμυνα, παρά τις εκκλήσεις βενιζελικών αξιωματούχων που τους επισκέπτονταν, αλλά και του Μητροπολίτη Κυρίλλου (Νικόλαος Γερακάρης, Σελίδες της συγχρόνου ιστορίας ‒ Πρόσωπα και πράγματα, Τόμος Α΄: Ελεύθερος άνθρωπος, Αθήνα 1936, σσ. 208-209. Η σχετική εξιστόρηση προέρχεται από αξιωματικό που ήταν κρατούμενος μαζί με τον Καρκαβίτσα).
Λίγες εβδομάδες μετά, αναγγέλθηκε στον Καρκαβίτσα και στους συγκρατούμενούς του ότι θα μεταφέρονταν στον Βόλο από όπου και θα απελευθερώνονταν, αλλά το ατμόπλοιο που τους μετέφερε τελικά τους πήγε στη Θεσσαλονίκη στις 6 Οκτωβρίου 1916. Εκεί δέχτηκαν νέες απειλές από τον υποστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη για να προσχωρήσουν, και όταν αυτοί αρνήθηκαν εκ νέου, φυλακίστηκαν στις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη. Ο Καρκαβίτσας κλείστηκε σε ένα υπόγειο κελί, ρυπαρό, χωρίς παράθυρο, για τροφή τού έδιναν σκέτο ψωμί με λίγο νερό, ενώ η είδηση της φυλάκισής του ξεσήκωσε κύμα συμπαράστασης στην Αθήνα [ενδεικτικά: Σκριπ, 25.10.1926, άρθρο: «Ανδρέας Καρκαβίτσας» (του Αρίστου Καμπάνη)]. Ακόμη και γνωστοί βενιζελικοί συγγραφείς, όπως οι Παλαμάς και Ξενόπουλος, αποδοκίμασαν τη φυλάκισή του, όχι μόνο στα πλαίσια συμπαράστασης μεταξύ ομοτέχνων, αλλά κυρίως λόγω του ακέραιου χαρακτήρα και της τίμιας προσωπικότητας του κρατούμενου (Καρκαβίτσας, Άπαντα, τόμος Α΄, σσ. 49-51).
Ο Καρκαβίτσας ήταν σχετικά μικρόσωμος και ασθενικός. Στο στρατιωτικό του μητρώο καταχωρίζονται συχνά νοσήματα του ανώτερου αναπνευστικού, προβλήματα πνευμόνων, κ.λπ. Έτσι, κατά την εξορία του στη Μυτιλήνη και τη φυλάκισή του στη Θεσσαλονίκη, νόσησε με φυματίωση λόγω των συνθηκών κράτησης και έκανε την πρώτη αιμόπτυση στο κελί του (Εμπρός, 2.11.1922). Οι έγκλειστοι έστειλαν επιστολή διαμαρτυρίας στον Βενιζέλο για τις συνθήκες κράτησής τους και λίγες ημέρες μετά τους επισκέφθηκε ο μετριοπαθής υποστράτηγος ∆αγκλής, που σοκαρίστηκε από το άθλιο περιβάλλον στο οποίο ζούσαν οι έγκλειστοι και δικαιολογήθηκε ότι η κυβέρνηση δεν γνώριζε για το ζήτημα. Ο Καρκαβίτσας παρέμεινε υπό το ίδιο καθεστώς κράτησης και, τις παραμονές της αποφυλάκισής του, τον επισκέφθηκαν ο ίδιος ο Βενιζέλος αλλά και ο Κουντουριώτης, οι οποίοι του αποκάλυψαν ότι τους είχαν χρησιμοποιήσει σε μια ιδιότυπη ανταλλαγή αιχμαλώτων. Αυτή τελικά έγινε στις 4 Νοεμβρίου 1916, όταν απελευθερώθηκαν βενιζελικοί κρατούμενοι από το κράτος των Αθηνών (ανάμεσά τους ο Στέφανος Σαράφης) και ο Καρκαβίτσας αισίως επέστρεψε στην Αθήνα.

Σύμφωνα με τη σχετική βενιζελική απολογία επί του ζητήματος, ο Καρκαβίτσας είχε πρόβλημα με τους πνεύμονές του ήδη πριν τον εγκλεισμό, οι συνθήκες κράτησής του στη Μυτιλήνη ήταν εξαιρετικές, καθώς είχε πλήρη ελευθερία να έρθει σε επαφή με άλλους βενιζελικούς λογοτέχνες του νησιού, ενώ όταν ο Βενιζέλος έμαθε για την φυλάκισή του τον απελευθέρωσε αμέσως. (Εμπρός, 3.11.1922). Προφανώς μεταξύ των δύο εξιστορήσεων υπάρχει μεγάλη απόσταση, αλλά μάλλον η πρώτη αφήγηση, πέρα από τις υπερβολές της και ίσως την πολιτική σκοπιμότητα της εποχής που δόθηκε, ανταποκρίνεται περισσότερο σε ότι συνέβη. Άλλωστε η πολιτική δίωξη του Καρκαβίτσα από τους βενιζελικούς συνεχίστηκε και μετά την ενοποίηση του κράτους όπως θα δούμε.
Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, ο Καρκαβίτσας προήχθη σε αρχίατρο στις 25 Μαρτίου 1917 από τις αντιβενιζελικές Αρχές, αλλά μετά την ενοποίηση του κράτους και την άνοδο των βενιζελικών στην εξουσία τον Ιούνιο του 1917, τέθηκε σε διαθεσιμότητα στις 21 Σεπτεμβρίου του 1917 και στις 6 ∆εκεμβρίου 1917 αποστρατεύτηκε αυτεπαγγέλτως. Στη συνέχεια το βενιζελικό καθεστώς τον εκτόπισε στα Λεχαινά, αλλά, επειδή εκεί συνέχισε να προπαγανδίζει δημοσίως κατά του Βενιζέλου, συνελήφθη από Κρητικούς χωροφύλακες και μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να φυλακιστεί. Αρρώστησε όμως εκ νέου και νοσηλεύτηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στο σανατόριο της Πεντέλης και στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο, γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τη ∆έσποινα Σωτηρίου και το 1919 εγκαταστάθηκε μαζί της μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, το οποίο θωρούσαν εκείνη την εποχή ως τον πλέον κατάλληλο τόπο διαμονής για έναν φυματικό. Την εποχή εκείνη εργάστηκε πυρετωδώς για τη συγγραφή αναγνωστικών στη δημοτική γλώσσα για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Ο Καρκαβίτσας, μαζί με εκατοντάδες άλλους βασιλόφρονες αξιωματικούς που είχαν αποταχθεί μαζικά από τους βενιζελικούς το 1917, επανήλθε με τον βαθμό του στον ελληνικό στρατό τον Νοέμβριο του 1920, μετά την απρόσμενη εκλογική νίκη της αντιβενιζελικής Ηνωμένης Αντιπολίτευσης. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1922, ο Καρκαβίτσας, σκιά του εαυτού του, αποστρατεύτηκε με δική του αίτηση και εργάστηκε πάνω στη συγκέντρωση σε δύο τόμους των παλαιότερων διηγημάτων του, τα ∆ιηγήματα των παλικαριών μας και τα ∆ιηγήματα του γυλιού. Η ίδια η αντιβενιζελική εξουσία που αποθέωσε τον Καρκαβίτσα για τη γενναία στάση του κατά του βενιζελισμού και τον αποκατέστησε στο στρατιωτικό του αξίωμα έκαψε (!) το αναγνωστικό που είχε ο ίδιος γράψει για την Ε΄ τάξη του δημοτικού ως «το χείριστο όλων βιβλίο, άθλιο από κάθε άποψη που μόνο λαός ανδραπόδων θα μπορούσε να δεχθεί να διδάσκεται στα παιδιά του!».

Ο Καρκαβίτσας πέθανε από φυματίωση του λάρυγγα στις 24 Οκτωβρίου 1922 στην Αθήνα, σε ηλικία 57 ετών, ταλαιπωρημένος από την ασθένειά του αλλά και πικραμένος για τη συντριβή του ονείρου της Μεγάλης Ιδέας στη φλεγόμενη Σμύρνη. Με τη διαθήκη που συνέταξε λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του, ο συγγραφέας άφησε τις εισπράξεις από τα δικαιώματα των έργων του στη σύντροφο των τελευταίων χρόνων της ζωής του, ∆έσποινα Σωτηρίου, και τα χειρόγραφά του στον Γιάννη Βλαχογιάννη, διευθυντή τότε των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Η μνήμη του Καρκαβίτσα και η πνευματική του επιρροή στα ελληνικά Γράμματα παρέμεινε πολύ ισχυρή σε όλο τον Μεσοπόλεμο, με συνεχείς αναφορές λογοτεχνών και κριτικών στον Τύπο, αναδημοσίευση τμημάτων των έργων και των επιστολών του. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στα Λεχαινά στις 10 Ιουνίου 1927 σε μια σεμνή τελετή ενώπιον στενού κύκλου φίλων και συγγενών (Παπαδημητρακόπουλος, Καρκαβίτσας, σσ. 22-23). Στις 14 Ιουνίου 1936 συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή για τη διενέργεια πανελλήνιου εράνου για την ανέγερση προτομής του στην κεντρική πλατεία των Λεχαινών. Τα αποκαλυπτήρια της προτομής έγιναν από τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά στις 29 Απριλίου 1939 (Καθημερινή, 30.4.1939, άρθρο: «Αι εκδηλώσεις του πληθυσμού των Λεχαινών»).

