Ο Μιχαήλ Αγγελος Μερίζι, όπως ήταν το αληθινό όνομα του Καραβάτζο, γεννήθηκε στη Λομβαρδία, στη βόρεια Ιταλία. Το 1592, σε ηλικία 21 ετών, και αφού είχε μαθητεύσει κοντά στον Σιμόνε Πετερτσάνο, μετακόμισε στη Ρώμη, πόλο έλξης για τους νέους καλλιτέχνες.
Η αρχή εκεί δεν ήταν εύκολη, το 1595 όμως κέρδισε την αναγνώριση, όταν ο καρδινάλιος Φραντσέσκο ντελ Μόντε, βλέποντας το ταλέντο του, τον πήρε στο σπίτι του. Μέσω των γνωστών του καρδινάλιου, ο Καραβάτζο έλαβε τις πρώτες του δημόσιες παραγγελίες, οι οποίες, χάρη στο καινοτόμο στιλ που τις διέκρινε, τον έκαναν αμέσως διάσημο.
Η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του Καραβάτζο αποτυπωνόταν τόσο στα έργα του όσο και στη ζωή του.
Η τεχνική του έχει χαρακτηριστεί αυθόρμητη, καθώς ζωγράφιζε κατευθείαν επάνω στον καμβά, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία. Μερικές φορές, μάλιστα, δεν δίσταζε να μη συνεχίσει μια σύνθεση που δεν τον ικανοποιούσε και στον ίδιο καμβά να ξεκινήσει να ζωγραφίζει μια άλλη. Βασική του καινοτομία ήταν η τεχνική των δραματικών φωτοσκιάσεων.
Μία ακόμη ήταν ότι για την απεικόνιση αγίων χρησιμοποίησε ως πρότυπα απλούς εργαζόμενους ανθρώπους χωρίς να αλλοιώσει τα ακανόνιστα ή τραχιά χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Επιπλέον, τους τοποθετούσε εντός ενός εύκολα αναγνωρίσιμου περιβάλλοντος – επιλογή για την οποία επικρίθηκε έντονα.
Η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του Καραβάτζο αποτυπωνόταν τόσο στα έργα του όσο και στη ζωή του. Αυτός ήταν ο λόγος που ο ζωγράφος είχε συλληφθεί επανειλημμένως: είχε κόψει τον μανδύα ενός αντιπάλου, είχε πετάξει πιάτο σε σερβιτόρο, είχε τραυματίσει φρουρό και είχε εναντιωθεί στις τότε «αστυνομικές» δυνάμεις της πόλης. Το 1606 έλαβε χώρα το πιο σημαντικό περιστατικό. Ενας καβγάς με «έναν ευγενικό νεαρό άνδρα», σύμφωνα με τις περιγραφές, τον Ρανούτσιο Τομασόνι, τον οδήγησε σε μονομαχία με ξίφη (ξίφος μπορούσε να φέρει τότε μόνο όποιος είχε ειδική άδεια).
Ο Καραβάτζο τραυμάτισε σοβαρά τον αντίπαλό του και, παρότι δεν είχε σκοπό να τον σκοτώσει, ο άνδρας τελικά πέθανε. Για να μη βρεθεί αντιμέτωπος με τη Δικαιοσύνη, έφυγε από τη Ρώμη. Κατέφυγε αρχικά στη Νάπολη και στη συνέχεια στη Μάλτα – έδρα τότε των Οσπιτάλιων (ή Ιωαννιτών) Ιπποτών, ενός θρησκευτικού στρατιωτικού τάγματος. Με βάση τα δεδομένα της εποχής, θεώρησε πως αν γινόταν ιππότης, θα είχε περισσότερες πιθανότητες να ζητήσει παπική χάρη για τη δολοφονία.
Τελικά, με αντάλλαγμα έναν πίνακα που αναπαρίστανε τον Αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, του χορηγήθηκε η ιδιότητα μέλους του τάγματος. Παρ’ όλα αυτά ούτε εκεί κατάφερε να έχει μια ήρεμη ζωή. Η εμπλοκή του σε καβγά με έναν άλλο ιππότη είχε ως συνέπεια να φυλακιστεί. Κατάφερε να δραπετεύσει, αλλά αποβλήθηκε από το τάγμα. Επόμενος σταθμός του ήταν η Σικελία και μετά πάλι η Νάπολη, όπου νέος καβγάς τον άφησε έντονα παραμορφωμένο. Ολο αυτό το διάστημα, μερικοί από τους σημαντικούς φίλους που είχε στη Ρώμη είχαν υποβάλει αίτηση στον Πάπα για χάρη, η οποία εντέλει έγινε δεκτή. Ο Καραβάτζο μπορούσε πλέον να επιστρέψει στην Αιώνια Πόλη.
Το καλοκαίρι του 1610 έφτασε στο κοντινό λιμάνι Πόρτο Ερκολε, που τότε βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή. Για άγνωστο, όμως, λόγο συνελήφθη και αναγκάστηκε να εξαγοράσει την αποφυλάκισή του.
Οταν αφέθηκε ελεύθερος, το πλοίο με τα υπάρχοντά του είχε σαλπάρει για τη Ρώμη χωρίς τον ίδιο. Τελικά, στις 28 Ιουλίου, δημοσιεύθηκε η είδηση του θανάτου του, πιθανότατα από ελονοσία.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

