Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός

«Η Ελλάς θεωρεί ιστορική της υποχρέωσιν, και προς εαυτήν και προς την ανθρωπότητα όλην, να διεκδικήση εις το στάδιον της ειρηνικής αμίλλης πνευματικήν ηγεμονίαν…»

θεμιστοκλής-σοφούλης-ο-κεντρώος-πρω-563856223 Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης σε φωτογραφία του 1924, από επίσκεψή του στη Σάμο (Πέτρος Πουλίδης, Αρχείο ΕΡΤ ΑΕ).
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης σε φωτογραφία του 1924, από επίσκεψή του στη Σάμο (Πέτρος Πουλίδης, Αρχείο ΕΡΤ ΑΕ).

Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου το 1860 και ήταν γιος του μεγάλου Σαμιώτη εμπόρου και μετέπειτα πολιτικού Παναγιώτη Σοφούλη. Ασχολήθηκε με την αρχαιολογία και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, αναγορεύτηκε υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμμετείχε στις ανασκαφές της Αρχαίας Μεσσήνης το 1895. Ωστόσο, μετά τη μη εκλογή του ως τακτικού καθηγητή από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, άλλαξε σταδιοδρομία και ασχολήθηκε με την πολιτική ύστερα από την επάνοδό του στη Σάμο, το 1899. Η πολιτική καριέρα του Θεμιστοκλή Σοφούλη συνδέθηκε με τις κρίσιμες στιγμές της Ελλάδας των αρχών του 20ού αιώνα: από τη συμμετοχή του στην ένωση της Σάμου με την Ελλάδα κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι τη συμμετοχή του στο Κόμμα των Φιλελευθέρων υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο και την περίοδο του ∆ιχασμού. Στη συνέχεια διετέλεσε αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων, πρωθυπουργός κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η οποία ταλανίστηκε από πολιτικές παρεμβάσεις και απόπειρες πραξικοπημάτων, και βίωσε την άνοδο του Μεταξά στην εξουσία και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του 1936. Κατά την περίοδο της Κατοχής αγωνίστηκε με τον δικό του τρόπο για την πατρίδα και μετά την απελευθέρωση οι τελευταίες του πρωθυπουργίες συνδέθηκαν με τις ύστατες προσπάθειες εύρεσης συμβιβαστικής λύσης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η πορεία του στην πολιτική εκφράστηκε από τη σύμπνοια και την προσπάθεια πολιτικής συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα, ακόμα και όταν αυτή η προσπάθεια τον οδηγούσε στον χαρακτηρισμό του ως «προδότη» από τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Από τη Σάμο στην Αθήνα και πίσω στη Σάμο

Οι σπουδές στο εξωτερικό, η ζωή στην Αθήνα και η ενασχόληση με την πολιτική.

Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ήταν δευτερότοκος γιος του μεγαλεμπόρου Πανανού (Παναγιώτη) Θ. Σοφούλη, ο οποίος για πολλά χρόνια (1875-1893) ασχολούνταν με την πολιτική σκηνή της Σάμου, άλλοτε ως σύμμαχος και άλλοτε ως αντίπαλος της κυρίαρχης πολιτικής μερίδας του νησιού, που ήταν το Χατζηγιαννικό κόμμα. (Βαρκιτζής, 2007, σ. 439). Χάρη στην οικονομική ευμάρεια της οικογένειας, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης επέλεξε να ακολουθήσει το επάγγελμα του αρχαιολόγου, επιλογή ασυνήθιστη για την εποχή για έναν Σαμιώτη. Σε αντίθεση με όσα έχουν λεχθεί, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης δεν σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αντιθέτως, ταξίδεψε στο Μόναχο, στο Βερολίνο και στο Βύρτσμπουργκ, όπου και ολοκλήρωσε τις διδακτορικές του σπουδές το 1884 με εξειδίκευση στην αρχαία ελληνική γλυπτική. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (Χουρχούλης, 2014, σσ. 1-3, Καλπαξής, 1990, σ. 56).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-1
Ο πρωθυπουργός Ελευθ. Βενιζέλος και μέλη της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων, η οποία συγκροτήθηκε μετά τις εκλογές του 1928, στη Βουλή (Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Το 1885 συμμετείχε, ως μέλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, στις ανασκαφές στον ∆ήμο Ασωπού, στη Λακωνία. Αφού κατέθεσε την υφηγεσία του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, εργάστηκε επί μία δεκαετία ως άμισθος υφηγητής, διδάσκοντας παράλληλα στο Πανεπιστήμιο. Παρήγαγε αξιόλογο συγγραφικό έργο και μελέτες στα γερμανικά, στα γαλλικά και στα ελληνικά, ενώ απέκτησε στον χώρο του τη φήμη ενός πολλά υποσχόμενου νέου επιστήμονα (Πτίνης, 1994, σ. 19). Πέρα από επιστήμονας, υπήρξε και δεινός χαρτοπαίκτης, σύμφωνα με τον κοινωνικό του κύκλο στην Αθήνα (Ο Ρωμηός, 10 Σεπτεμβρίου 1912).

Το 1895 διηύθυνε την ανασκαφή στην Αρχαία Μεσσήνη, φέρνοντας στο φως πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, όπως η Κρήνη Αρσινόη την οποία μνημόνευσε ο Παυσανίας στα Μεσσηνιακά του (Καββαδίας, 1900, σ. 78). Προσβλήθηκε ωστόσο από ελονοσία και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το ανασκαφικό έργο. Επίσης, το επόμενο έτος και παρά τη δεκαετή του επιστημονική

προσφορά, δεν εκλέχθηκε καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την έδρα πήρε ο Αντώνιος Οικονόμος. Με φόντο τις υπόνοιες περί της διαδικασίας εκλογής για τη θέση της έδρας και τα καυστικά σχόλια στον αθηναϊκό Τύπο, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης εγκατέλειψε την Αθήνα, εγκαταστάθηκε στη Σάμο το 1897 και αμέσως ασχολήθηκε με την πολιτική, ενώ το 1898 παντρεύτηκε τη Μαρία Παπαδημητρίου, γόνο εύπορης οικογένειας σαμιακής καταγωγής (Χουρχούλης, 2014, σσ. 3-5).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-2
Άποψη του λιμανιού στο Βαθύ της Σάμου, στις αρχές του 1900 (Chusseau-Flaviens/George Eastman Museum/Getty Images/Ideal Image).

Το νησί της Σάμου, παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες των κατοίκων της και του ηγέτη τους, Γεωργίου Λυκούργου Λογοθέτη, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, δεν εντάχθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Αντίθετα, με παρέμβαση της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας το νησί αναγνωρίστηκε ως Αυτόνομη Ηγεμονία, φόρου υποτελής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Το καθεστώς του νησιού ορίστηκε από την Οργανική ∆ιάταξη του 1832 και μετέπειτα από τον πιο φιλελεύθερο Αναλυτικό Χάρτη του 1850 (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ι∆´, 1977, σσ. 420-423). Οι πολιτικοί παράγοντες του νησιού ήταν οι τοπικοί πρόκριτοι και ο διορισμένος ηγεμόνας, ο οποίος έπρεπε να είναι χριστιανός ορθόδοξος και να προέρχεται από τους ανώτερους αξιωματούχους της Υψηλής Πύλης.

Η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη θριαμβευτική επιστροφή του Θ. Σοφούλη στο νησί, στις 26 Μαΐου 1912. 

Με την επάνοδο του Θεμιστοκλή Σοφούλη στη Σάμο, την πολιτική εξουσία μονοπωλούσε μέχρι τότε το Χατζηγιαννικό κόμμα ή καλύτερα φατρία, με μέλη προκρίτους του νησιού και επικεφαλής τον Ιωάννη Χατζηγιάννη. Ο τελευταίος μάλιστα είχε αποκτήσει και το προσωνύμιο «ηγεμονοφάγος», αφού μπορούσε εύκολα μέσα από παρεμβάσεις προς την Υψηλή Πύλη να αντικαθιστά τους ηγεμόνες που δεν συμφωνούσαν με τα αιτήματα της φατρίας. Η Σάμος χωριζόταν σε τέσσερα τμήματα: Βαθύ, Καρλόβασι, Μαραθόκαμπος και Χώρα. Από αυτά τα τμήματα εκλέγονταν κάθε δύο χρόνια οι 39 πληρεξούσιοι-βουλευτές της Γενικής Συνέλευσης (Βουλής) του νησιού. Η Γενική Συνέλευση, κατόπιν διατάγματος του ηγεμόνα, συνερχόταν με σκοπό τον απολογισμό του προηγούμενου έτους, τη διαχείριση των οικονομικών του νησιού και κατά την πρώτη Σύνοδο εξέλεγε την κυβέρνηση του νησιού, η οποία αποτελούνταν από τέσσερις βουλευτές, έναν από κάθε τμήμα, οι οποίοι εκτελούσαν χρέη υπουργών. Όσες φορές στην πολιτική του καριέρα εκλέχθηκε βουλευτής, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης αντιπροσώπευε το τμήμα Βαθέος (Λάνδρος, 2013, σσ. 99-186).

Η αρχή της πολιτικής καριέρας του Σοφούλη στο νησί ξεκίνησε δυναμικά. Ως μορφωμένος επιστήμονας, με αγωνιστικότητα και ευχέρεια στον γραπτό λόγο, ξεκίνησε αρθρογραφώντας στη σαμιακή εφημερίδα Ευνομία. Επίσης ίδρυσε και τον αθλητικό σύλλογο «Λογοθέτης Λυκούργος», κάνοντας νύξη για τον αγώνα του νησιού κατά των Οθωμανών. Στηλίτευσε τη χατζηγιαννική παράταξη και έθεσε το ζήτημα της ορθής λειτουργίας του πολιτεύματος της Σάμου και της καταστρατήγησης του πνεύματος της Οργανικής ∆ιάταξης. Το 1898 ίδρυσε το Προοδευτικό κόμμα, του οποίου μέλη ήταν μορφωμένοι νέοι από το Βαθύ, αλλά αργότερα επεκτάθηκαν τα μέλη του και στις άλλες περιοχές του νησιού. Ο Σοφούλης εκλέχθηκε πληρεξούσιος στις εκλογές του Απριλίου του 1900. Ενώ ισχυρότερη πολιτική δύναμη ήταν το Προοδευτικό κόμμα, μερικές εβδομάδες αργότερα πληρεξούσιοί του προσχώρησαν στους χατζηγιαννικούς, οξύνοντας τα πολιτικά πάθη. Από το 1900 και μετά, το κόμμα του Σοφούλη εξελίχθηκε σε ισχυρό αντίπαλο των Χατζηγιαννικών και οι δύο παρατάξεις μετεξελίχθηκαν σε μερικώς οργανωμένα κόμματα (Καβββαδία – Βοϊκλή, 2007, σσ. 57-74). Η εξαετία 1902-1908 αποτέλεσε την περίοδο της πολιτικής εδραίωσης του Θεμιστοκλή Σοφούλη στην πολιτική σκηνή, ύστερα από τη νίκη του στις εκλογές του 1902. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, η ελληνική κυβέρνηση του απένειμε τον Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος των Σωτήρων, καθώς η επιστημονική του καριέρα στην Ελλάδα και η πολιτική του πορεία στη Σάμο τον είχαν καταστήσει «[…] αντιπρόσωπο της εθνικής ιδέας» (Χουρχούλης, 2014, σ. 18). Πήρε μέτρα με σκοπό την τόνωση και τη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής κατάστασης, τα οποία όμως δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-3
Φωτογραφία του Ανδρέα Κοπάση, πρίγκιπα της Σάμου το διάστημα 1907-1912 (History and Art Collection / Alamy / Visualhellas.gr).

Ύστερα από ένα αποτυχημένο στασιακό κίνημα το 1903, η χατζηγιαννική παράταξη έστειλε αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας την αλλαγή του ηγεμόνα, υπονομεύοντας την κυβερνητική παράταξη. Η αντικατάσταση του ηγεμόνα Αλέξανδρου Μαυρογένη με τον Ιωάννη Βιθυνό τον Μάιο του 1904 δεν έφερε τη σταθερότητα στην πολιτική σκηνή. Οι Χατζηγιαννικοί κέρδισαν τις εκλογές του 1904 και προέβησαν σε αντίποινα ακόμα και κατά του Σοφούλη, κατηγορώντας τον για υποκίνηση επανάστασης. Ωστόσο δεν πτοήθηκε και κέρδισε τις επόμενες εκλογές, του 1906. Η πολιτική κρίση οξύνθηκε όταν στις 17 ∆εκεμβρίου του 1907 νέος ηγεμόνας της Σάμου τέθηκε ο Ανδρέας Κοπάσης. Φιλόδοξος και επιζητώντας τον ηγεμονικό τίτλο, δεν άργησε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Θ. Σοφούλη και τον συνεργάτη του Εμμ. Χατζηδάκη, ενώ οι Χατζηγιαννικοί κατέστρωσαν σχέδιο για την πτώση της σοφουλικής παράταξης (Βακιρτζής, 2007, σσ. 493-494).

Ο Κοπάσης, έχοντας επίσης οδηγίες από τον μισέλληνα μεγάλο βεζίρη Μεχμέτ Φερήτ πασά, ενίσχυσε την παρουσία της οθωμανικής φρουράς, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν ένοπλες μάχες μέσα στο νησί. Μέσα σε έναν χρόνο ο Κοπάσης επιβλήθηκε πολιτικά και στρατιωτικά στο νησί, η οθωμανική παρουσία αυξήθηκε με ναυτικό αποκλεισμό του νησιού και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης με τους συνεργάτες του αναγκάστηκαν να διαφύγουν μέσω Αμοργού και Σύρου στον Πειραιά.

∆υστυχώς, δεν υπάρχουν αρκετές πληροφορίες για το τι έκανε ο Θ. Σοφούλης τη διετία 1908-1910 ζώντας αυτοεξόριστος στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πληροφορίες του Τύπου της εποχής, φερόταν ως υποψήφιος βουλευτής των αναπληρωματικών εκλογών του 1910, στο πλευρό του νεοσύστατου Κόμματος των Φιλελευθέρων υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Σκριπ, 25 Αυγούστου 1910). Ωστόσο, οι εξελίξεις του 1912 τον οδήγησαν πίσω στη Σάμο.

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-4
Αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού συνοδεύουν τον Θεμιστοκλή Σοφούλη σε επίσκεψή του στη Σάμο, το 1912 (Φωτογραφικά Αρχεία ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Το απόγευμα της 9ης Μαρτίου 1912, ο «τύραννος» Ανδρέας Κοπάσης έπεσε νεκρός από τα πυρά του Σταύρου Μπαρέτη, Μακεδονομάχου από την Μπαλάφτσα της Μακεδονίας. Οργανωμένος στο Μακεδονικό Κομιτάτο, είχε φτάσει με εντολές για τη δολοφονία κατόπιν μιας οργάνωσης εξόριστων Σαμίων στην Αθήνα (Κολλιόπουλος, 2008, σ. 60). Η Υψηλή Πύλη δεν μπόρεσε να επιβάλει αντίποινα λόγω του μαινόμενου Τουρκοϊταλικού Πολέμου στην περιοχή. Η αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη θριαμβευτική επιστροφή του Θ. Σοφούλη στο νησί, στις 26 Μαΐου 1912. Η έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου στις 4 Οκτωβρίου 1912 και οι μετέπειτα επιτυχίες με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης οδήγησαν σε δυναμικές διαδηλώσεις τους Σαμίους, οι οποίοι πλέον ζητούσαν την ένωση με την Ελλάδα. Στην επείγουσα σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης στις 11 Νοεμβρίου 1912, ο Θ. Σοφούλης κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα και υψώθηκε η γαλανόλευκη στο ηγεμονικό μέγαρο (Χουρχούλης, 2014, σσ. 60-71). Η τυπική ένωση της Σάμου με την Ελλάδα επετεύχθη το 1914 (Χατζημιχάλη, 2012, σσ. 178-186).

Ο Σοφούλης και το Κόμμα των Φιλελευθέρων

Μια δεκαετία επιτυχιών και προκλήσεων (1912-1924)

Οι φιλοδοξίες του Θεμιστοκλή Σοφού­­λη για την ενεργό συμμετοχή στην ελληνική πολιτική σκηνή παρέμεναν, όπως φαίνεται και από την επιστολή που έστειλε στον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 28 Ιουνίου 1913. Η επίλυση του Σαμιακού Ζητήματος και η ένωση με την Ελλάδα δεν επέφερε επιπλέον επιλογές στην πολιτική ζωή της Σάμου. Στην επιστολή εξέφρασε την επιθυμία του να υπηρετήσει τον Ελληνισμό, όπου υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη, τονίζοντας ότι η επιθυμία του πήγαζε από ενδιαφέρον για το έθνος και όχι από προσωπικές φιλοδοξίες (Σοφούλης προς Βενιζέλο, 28 Ιουνίου 1913, ΕΛΙΑ/ΑΕΒ, φάκ. 2). Γι’ αυτόν τον λόγο ο Θεμιστοκλής Σοφούλης έφτασε στη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε ως γενικός διοικητής Μακεδονίας στα μέσα Απριλίου 1914, αντικαθιστώντας τον Εμμανουήλ Ρέπουλη (Πτίνης, 1994, σ. 96). Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων το καλοκαίρι του 1913, υπήρξαν μεγάλες εισροές μουσουλμάνων, οι οποίοι μετανάστευσαν από τη Σερβία, τη Βουλγαρία και τη Β. Ελλάδα προς τη Μ. Ασία. Έτσι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατηγόρησε την ελληνική κυβέρνηση για διωγμό των μουσουλμάνων και δόθηκε η αφορμή για την έναρξη των διωγμών των χριστιανικών πληθυσμών στην Ανατολική Θράκη και τη Μ. Ασία (Εμπρός, 1 Ιουνίου 1914). Από την άλλη, κύματα Ελλήνων κατέφθαναν από τις νέες βουλγαρικές περιοχές ιδιαίτερα μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), οι οποίοι δεν είχαν πουλήσει την κινητή ή την ακίνητη περιουσία τους. Ο σκοπός του Σοφούλη ήταν η εξομάλυνση των εντάσεων μεταξύ των κατοίκων και των μεταναστών, η περίθαλψη και η αποκατάσταση των προσφύγων, αλλά και οι βελτιώσεις των επιδόσεων της Γενικής ∆ιοίκησης Μακεδονίας και η τήρηση ευνομίας. Υπήρξαν περιπτώσεις όπου τα ελληνικά όργανα κακομεταχειρίστηκαν τους μουσουλμάνους κατοίκους, κάτι που υπέπεσε στην αντίληψη του Σοφούλη την ίδια περίοδο (Αναφορά Υπ. Καστοριάς προς Σοφούλη, 17 ∆εκεμβρίου 1914, ΙΑΜΜ/ΑΕΒ, φάκ. 83). Ο Σοφούλης με συνεχείς περιοδείες σε όλη τη Μακεδονία έλαβε μέτρα για την ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας και την ανακούφιση των προσφύγων και των οικονομικά ασθενέστερων (Χουρχούλης, 2014, σσ. 89-91).

Κατά το πρώτο ήμισυ της θητείας του, ήταν αγαπητός στον πληθυσμό της Μακεδονίας και από όλο τον Τύπο, τον φιλοβενιζελικό και τον αντιβενιζελικό. Ωστόσο η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το καλοκαίρι του 1914, η φιλογερμανική στάση που υιοθέτησε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η αρχική στάση ουδετερότητας προς τον πόλεμο από την πλευρά της Ελλάδας ενέτειναν τα πολιτικά πάθη. Ο αντιβενιζελικός Τύπος στράφηκε κατά του Θ. Σοφούλη, ο οποίος ήταν αναδυόμενο στέλεχος του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Κατηγορήθηκε για κακοδιοίκηση στη Μακεδονία και φαυλοκρατία. Ο ίδιος, τον Ιανουάριο του 1915, παραιτήθηκε από το αξίωμά του για να μπορέσει να συμμετάσχει ως υποψήφιος βουλευτής Σάμου στις επερχόμενες εκλογές (Βερέμης, Γουλιμή, 1989, σσ. 387-439).

Στις εκλογές του 1915, ο Σοφούλης μαζί με άλλους τρεις βουλευτές εκλέχθηκε πανηγυρικά, κατεβαίνοντας με συνδυασμό των Φιλελευθέρων. Έκτοτε υπήρξε στέλεχος πρώτης γραμμής για το κόμμα και δημιούργησε μια σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και σεβασμού με τον Βενιζέλο, τον οποίο ποτέ σε όλη του την πολιτική πορεία δεν υπονόμευσε (Εμπρός, 4 Σεπτεμβρίου 1915, Χουρχούλης, 2014, σ. 96). Κατά τη διάρκεια του ∆ιχασμού, στην Κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη ανέλαβε αρχικά υπουργικό χαρτοφυλάκιο, ως υπουργός Εσωτερικών, ωστόσο δεν υπάρχουν αρχειακά τεκμήρια για να αξιολογηθεί το έργο του στην ολιγόμηνη θητεία του. Την περίοδο 1917-1920, κατά την οποία ύστερα από την επέμβαση των Συμμάχων η αντιβενιζελική Κυβέρνηση των Αθηνών παραιτήθηκε και επέστρεψε ο Βενιζέλος, ο Σοφούλης ανέλαβε το αξίωμα του προέδρου της Βουλής. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, επισκέφθηκε ο ίδιος τις γραμμές του μετώπου για να εμψυχώσει τους αγωνιζομένους στο μακεδονικό μέτωπο και στις 25 Μαρτίου 1918 απηύθυνε εκ μέρους της Βουλής νέο χαιρετισμό προς τον μαχόμενο ελληνικό στρατό (Μακεδονία, 1 Νοεμβρίου 1917, Μακεδονία, 29 Μαρτίου 1918).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-5
Ο Στυλιανός Γονατάς και ο Νικόλαος Πλαστήρας σε λιθογραφία της δεκαετίας του 1920 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Στην πανηγυρική συνεδρίαση της Βουλής της 25ης Αυγούστου 1920, ο Βενιζέλος υπέβαλε τη Συνθήκη των Σεβρών προς κύρωση και δήλωσε ότι θα καλούσε τον ελληνικό λαό να επικυρώσει τους διπλωματικούς αγώνες της τελευταίας διετίας με εκλογές. Έπρεπε να εξομαλυνθεί η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας με τον ∆ιχασμό και επίσης το ιδιότυπο βενιζελικό καθεστώς μετά το 1918 έπρεπε με κάποιον τρόπο να αποκτήσει νομιμότητα και να αμβλυνθούν οι πολιτικές εντάσεις. Ωστόσο, η πάλαι ποτέ δυναμική του βενιζελισμού είχε πληγεί ανεπανόρθωτα, καθώς σημαντικό τμήμα του πληθυσμού δεν άντεχε άλλο τον πόλεμο, ενώ οι αντιβενιζελικοί πρόβαλλαν την επιστροφή του βασιλιά ως τη λύση μεταξύ άλλων και της «τυραννίας» των Φιλελευθέρων (Τζερμιάς, 2014, σσ. 378-379, 383).

Στις εκλογές που ακολούθησαν, ηττήθηκαν οι Φιλελεύθεροι και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης δεν εξελέγη βουλευτής ούτε στη Σάμο. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από την αρχηγία του κόμματος και μετέβη στο εξωτερικό, ενώ, από τα ελάχιστα στοιχεία που υπάρχουν μέχρι και τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης διέμεινε στη Αθήνα, καθώς δεν φοβόταν από τη μία τα αντίποινα των αντιβενιζελικών και από την άλλη μάλλον δεν είχε την οικονομική ευρωστία να ζήσει στο εξωτερικό (Κούμας, 2012, σ. 44, Χουρχούλης, 2014, σσ. 108-111). Τον ∆εκέμβριο του 1920, σε μια προσπάθεια ανασυγκρότησης του κόμματος, εμφανίστηκε ως ο επικρατέστερος υποψήφιος για την ανάληψη της αρχηγίας, ωστόσο όλες οι διαδικασίες πάγωσαν, εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης και της εξέλιξης του Μικρασιατικού μετώπου. Έως τις αρχές του 1922, επικράτησε κλίμα τρομοκρατίας και λογοκρισίας, και επιφανείς πολιτικοί, μεταξύ αυτών και ο Σοφούλης, τέθηκαν υπό αστυνόμευση από τους αντιβενιζελικούς μηχανισμούς. Η όποια πολιτική ζύμωση υπήρξε αυτή την περίοδο ανατράπηκε από την κατάρρευση του πολεμικού μετώπου στη Μικρά Ασία, την ανθρωπιστική κρίση που προκλήθηκε από τις προσφυγικές εισροές και κυρίως από την «επανάσταση» των συνταγματαρχών Ν. Πλαστήρα και Σ. Γονατά. Οι επικεφαλής του κινήματος διέταξαν τη σύλληψη των επιφανέστερων αντιβενιζελικών πολιτικών, ενώ ο βασιλιάς υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το αίτημά τους να παραιτηθεί από τον θρόνο (Χουρχούλης, 2014, σ. 117).

Στις 15 Σεπτεμβρίου, η Επαναστατική Επιτροπή υπό τον Σ. Γονατά συγκάλεσε σύσκεψη όλων των πολιτικών φορέων, έτσι ώστε να αποφασιστεί η δομή της νέας κυβέρνησης. Αν θα ήταν δηλαδή «άχρους» (μη κομματική) ή «πολύχρωμος» (πολυκομματική). Εκπρόσωπος των Φιλελευθέρων τέθηκε ο Θ. Σοφούλης, ο οποίος πρότεινε τη δημιουργία ενός «αχρόου Υπουργείου», του οποίου σκοπός θα ήταν η διενέργεια εκλογών για να λυθούν τα επίμαχα οικονομικά και διπλωματικά προβλήματα. Πρότεινε επίσης να διατηρηθεί ο έλεγχος από τους κινηματίες των Υπουργείων Εσωτερικών, Στρατιωτικών, Ναυτικών και Συγκοινωνίας, ενώ στα υπόλοιπα να διορίζονταν έμπειροι τεχνοκράτες (Εμπρός, 16 Σεπτεμβρίου 1922). Οι ίδιοι οι Φιλελεύθεροι ωστόσο αρνούνταν να συμμετάσχουν σε οποιοδήποτε κυβερνητικό μόρφωμα, καθώς απουσίαζε και ο φυσικός του αρχηγός, όπως υποστήριξε και ο ίδιος ο Σοφούλης: «∆ιατί άλλως ν’ αποτανθήτε εις ημάς και όχι απευθείας εις τον κ. Βενιζέλον;» (Χουρχούλης, 2014, σ. 119).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-6
Ο πρωθυπουργός Θ. Σοφούλης και μέλη της κυβέρνησής του σε αναμνηστική φωτογραφία, το 1924 (KEYSTONE-FRANCE/Gamma-Rapho/Getty Images/Ideal Image).

Οι εκλογές της 16ης ∆εκεμβρίου 1923, παρά το γεγονός ότι έδωσαν τη νίκη στους Φιλελευθέρους, δεν κατέστη εύκολο να εφαρμόσουν το πολιτικό τους πρόγραμμα λόγω της απουσίας του Βενιζέλου. Έτσι, με την αποχώρηση του βασιλιά Γεωργίου υπό μορφήν «άδειας», ο Βενιζέλος επέστρεψε τον Ιανουάριο του 1924, υιοθετώντας μετριοπαθείς θέσεις. Ο Σοφούλης, μαζί με τη διοικούσα επιτροπή του Κόμματος των Φιλελευθέρων, ενημέρωσαν τον Βενιζέλο για την πολιτική κατάσταση, και ενώ ο ίδιος ζήτησε να γίνουν εκλογές για νέο αρχηγό του κόμματος, ο Σοφούλης αντέτεινε πως μόνο ο Βενιζέλος θα μπορούσε να είναι αρχηγός. Στην κυβέρνηση της 11ης Ιανουαρίου 1924 που σχηματίστηκε από τον Βενιζέλο, ο Σοφούλης έλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών. Η κυβέρνηση αυτή ωστόσο υπήρξε βραχύβια λόγω των προβλημάτων υγείας του Βενιζέλου και των πολιτικών διαφωνιών ως προς το πολιτειακό ζήτημα, και αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση Παπαναστασίου (Έθνος, 4 Ιανουαρίου 1924, Εστία, 6 Ιανουαρίου 1924).

Η πρώτη πρωθυπουργία του Θ. Σοφούλη διήρκεσε από τις 24 Ιουλίου έως την 1η Οκτωβρίου 1924, η οποία ονομάζεται και «Κυβέρνηση Θερινών ∆ιακοπών». Με την καταψήφιση της κυβέρνησης Παπαναστασίου μετά από πρόταση μομφής, ο Θ. Σοφούλης θεωρήθηκε ο καταλληλότερος για να ηγηθεί μιας κυβέρνησης συνεργασίας. Ο παραπάνω χαρακτηρισμός εκφράστηκε περιπαικτικά από τον Παπαναστασίου, καθώς «η κυβέρνησις έχει την περιωρισμένην εντολήν της διακυβερνήσεως της χώρας κατά τας θερινάς διακοπάς» (∆αφνής, 1997, σσ. 275-276).

Ως ένας από τους πιο μετριοπαθείς πολιτικούς του Μεσοπολέμου, προσπάθησε να βρει συμβιβαστικές λύσεις σε πολλά από τα προβλήματα που αντιμετώπισε η κυβέρνησή του, όπως την αυξανόμενη εμπλοκή των στρατιωτικών στην πολιτική σκηνή και τις απεργιακές κινητοποιήσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 1924, που οδήγησε στην αμφίθυμη στάση του Σοφούλη με το ΚΚΕ (εκείνη την περίοδο ονομαζόταν ακόμη ΣΕΚΕ – Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος). Ταυτόχρονα όμως πέτυχε την απαλλοτρίωση 350.000 στρεμμάτων για την αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών προσφύγων και μη, καθώς και τη σύσταση της Μεγάλης Επιτροπής Οικονομικών υπό τον Αθανάσιο Ευταξία για την αναμόρφωση του προϋπολογισμού (∆αφνής, 1997, σ. 280, Χουρχούλης, 2014, σσ. 132-136). Ο Θ. Σοφούλης παραιτήθηκε από την κυβέρνηση χωρίς καν να επιζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, γιατί συνειδητοποίησε πως, εξαιτίας του πολιτικού κλίματος, οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί μέσα στην κυβέρνησή του είχαν αποσύρει την εμπιστοσύνη τους.

Από το Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα στη δικτατορία Μεταξά

Πολιτικές ζυμώσεις και η παρακμή του κοινοβουλευτισμού.

Το αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα βενιζελικών αξιωματικών, την 1η Μαρτίου 1935, σφράγισε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας και ουσιαστικά άνοιξε τον πολιτικό δρόμο για την Παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου. Οι κινηματίες απέτυχαν να επιβληθούν και ο Ελ. Βενιζέλος πήρε τον δρόμο της αυτοεξορίας στο Παρίσι. Επιφανείς πολιτικοί του βενιζελικού φάσματος, μαζί και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, συνελήφθησαν. Η κυβέρνηση Τσαλδάρη ωστόσο αποφάσισε να δείξει μετριοπάθεια προς τους συλληφθέντες. Ο Σοφούλης υποστήριξε πως δεν είχε κάποια σχέση με το κίνημα και πως η ηγετική του θέση στο Κόμμα των Φιλελευθέρων οφειλόταν στην εμπιστοσύνη των στελεχών του και όχι στην εύνοια του Βενιζέλου με τον οποίο «έλειπε κάθε οικειότης, έλειπεν η θερμή πνοή της φιλίας». Στο τέλος αθωώθηκε και αφέθηκε ελεύθερος, και με εξόριστο τον Βενιζέλο αναδείχθηκε αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων (Λιναρδάτος, 1988, σσ. 48-52, Χουρχούλης, 2014, σσ. 166-168).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-7
Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης το 1936 (AP Photo).

Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1935, όταν οι πολιτικές εξελίξεις όδευαν προς το αποδεδειγμένο πλέον νόθο δημοψήφισμα του Νοεμβρίου του ίδιου έτος, οι παραβιάσεις του γράμματος και του πνεύματος του συντάγματος συνεχίζονταν από τη κυβέρνηση Τσαλδάρη. Στις 29 Σεπτεμβρίου, μερικοί βασιλόφρονες επιτέθηκαν στο συγκεντρωμένο πλήθος στην Πλατεία Ελευθερίας στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Θ. Σοφούλης ετοιμαζόταν να βγάλει λόγο κατά του δημοψηφίσματος. Το πλήθος διαλύθηκε πανικόβλητο, υπήρξαν τριάντα τραυματίες, οι πέντε εκ των οποίων τραυματίστηκαν σοβαρά, ενώ ο Σοφούλης δήλωσε πως δεν λυπόταν που δεν κατάφερε να εκφωνήσει τον λόγο του «διότι τα σημερινά έκτροπα αναπληρώνουν χιλίους λόγους» (Αθηναϊκά Νέα, 1 Οκτωβρίου 1935).

Το δημοψήφισμα της 3ης Νοεμβρίου 1935 διεξήχθη σε κλίμα τρομοκρατίας, ενώ ο Σοφούλης μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς καλούσαν τον λαό να συνεχίσει τον αγώνα «υπέρ των ελευθεριών του και της ∆ημοκρατίας». Με ποσοστό όμως πάνω από 97%, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ επέστρεψε στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου 1935. Στις 27 Νοεμβρίου, αφού πρώτα δέχτηκε τους Τσαλδάρη και Μεταξά, την επομένη κάλεσε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, από τους οποίους οι τρεις αρνήθηκαν και μόνο ο Μιχαλακόπουλος αποδέχθηκε την πρόταση και ανέπτυξε τις σκέψεις του στον Γεώργιο. Ο Σοφούλης προτίμησε να προφασιστεί ασθένεια και έστειλε αντ’ αυτού υπόμνημα με το οποίο δήλωνε πως οι Φιλελεύθεροι, παρά το γεγονός ότι δεν αναγνώριζαν ως νόμιμη την πολιτική μεταβολή, ήταν πρόθυμοι να συμβιβαστούν, αρκεί ο βασιλιάς να τηρούσε το σύνταγμα του 1911 και να δρούσε ως ανώτατος άρχων και όχι ως αρχηγός παράταξης (∆αφνής, 1997, σσ. 809-810). Ζήτησε επίσης την προκήρυξη εκλογών, θεωρώντας ότι οι εκλογές θα έφερναν την «αδιάσειστον σταθερότητα» στον Θρόνο και στο εσωτερικό της χώρας (Χουρχούλης, 2014, σ. 175).

Ο Σοφούλης συνέχισε να πιστεύει πως δεν θα επέβαλλε πραξικόπημα ο Μεταξάς χωρίς την υποστήριξη του βασιλιά.

Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 26 Ιανουαρίου 1936 και, παρά την τρομοκρατία κατά των βενιζελικών, το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο. Οι βενιζελικοί εξέλεξαν 142 βουλευτές, αλλά η ισορροπία μεταξύ των δύο παρατάξεων, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, δεν άφηνε περιθώρια επιλογής. Ο Σοφούλης, μετά την αποτυχημένη απόπειρα συνεργασίας με το Λαϊκό Κόμμα, ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις με το Παλλαϊκό Μέτωπο (συνασπισμός ο οποίος ελεγχόταν από το ΚΚΕ) με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης η οποία θα βασιζόταν, αν όχι στη συνεργασία, στην ανοχή. Αποτέλεσμα αυτών των διαβουλεύσεων ήταν η υπογραφή του μυστικού Συμφώνου Σοφούλη – Σκλάβαινα στις 19 Φεβρουαρίου 1936. Υπογράφηκε μεταξύ του Θ. Σοφούλη και του εκπροσώπου του ΚΚΕ Στέλιου Σκλάβαινα και όριζε τις προϋποθέσεις για τη στήριξη μιας κυβέρνησης Φιλελευθέρων από το ΚΚΕ και οι όροι του ήταν μετριοπαθείς. Περιλάμβανε μέτρα κοινωνικής πολιτικής, όπως η πενταετής αναστολή πληρωμής αγροτικών χρεών και η εφαρμογή του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας που είχε σχεδιάσει η κυβέρνηση Βενιζέλου, πριν από την αρχή της Μεγάλης Ύφεσης. Περιλάμβανε επίσης την κατάργηση του Ιδιωνύμου, την παροχή γενικής αμνηστίας στους πολιτικούς κρατουμένους και εξορισθέντες και την καθιέρωση της αναλογικής ως μόνιμου εκλογικού συστήματος (∆αφνής, 1997, σσ. 830-831, Χουρχούλης, 2014, σσ. 184-186).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-8
Ο βασιλιάς Γεώργιος ανεβαίνει τα σκαλιά του παλατιού την ημέρα της επανόδου του στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1935 (AP Photo). 

Όμως οι διεθνείς και πολιτικές εξελίξεις προετοίμασαν το έδαφος για την πολιτική ανέλιξη του Μεταξά και την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Ο βασιλιάς ήταν πεπεισμένος πως μόνο ο Μεταξάς θα μπορούσε να ελέγξει το στράτευμα, και έτσι αιφνιδιαστικά τον τοποθέτησε υπουργό Στρατιωτικών στις 5 Μαρτίου 1936. Στις 7 Μαρτίου, ο Σοφούλης έλαβε από τον βασιλιά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας και ξεκίνησε διαβουλεύσεις με όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Ωστόσο όλα επισκιάστηκαν από τη στρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας από τον Χίτλερ την ίδια περίοδο. Στις 11 Μαρτίου, ο Σοφούλης κατέθεσε την εντολή προτείνοντας μια κυβέρνηση η οποία θα αποτελούνταν και από μετριοπαθείς αντιβενιζελικούς, αρκεί ο Μεταξάς να παρέμενε στο Υπουργείο Στρατιωτικών για να ελέγχει τα ταραχοποιά στοιχεία (Bell, 2002, σσ. 333-337, ∆αφνής, 1997, σ. 820, Χουρχούλης, 2014, σσ. 187-188).

Στις 18 Μαρτίου 1936 απεβίωσε στο Παρίσι ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η είδηση του θανάτου του γέννησε την ελπίδα πως ίσως θα μπορούσε να γεφυρωθεί το χάσμα του ∆ιχασμού (Καθημερινή, 19 Μαρτίου 1936). Η κηδεία του Βενιζέλου και η εορτή του Πάσχα που ακολούθησαν ανέβαλαν την εμφάνιση της νέας κυβέρνησης για τις 20 Απριλίου 1936.

Στο μεταξύ, το ΚΚΕ διαπίστωσε πως το Σύμφωνο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και, για να υπονομεύσουν τον Σοφούλη, αποκάλυψαν την ύπαρξή του στις 3 Απριλίου 1936 (∆αφνής, 1997, σ. 821, Χουρχούλης, 2014, σ. 191). Ο Σοφούλης δέχτηκε τα πυρά όλου του πολιτικού κόσμου και αναγκάστηκε να το αποδεχτεί, αλλά ταυτόχρονα υποστήριξε πως οι όροι του Πρωτοκόλλου περιέχονταν στο πρόγραμμα του κόμματος των Φιλελευθέρων. Μετά τον θάνατο του Ε. Βενιζέλου, ο Σοφούλης κάλεσε τον γιο του, Σοφοκλή Βενιζέλο, να συμμετάσχει στη διοίκηση του κόμματος, πρόταση την οποία εκείνος αποδέχθηκε στις 21 Απριλίου 1936, με σκοπό να διαφυλάξει την παρακαταθήκη του πατέρα του (∆αφνής, 1997, σσ. 830-831). Στο επόμενο τρίμηνο Μαΐου-Ιουλίου 1936, ο Σοφούλης παραγκωνίστηκε, καθώς οι περισσότερες διαπραγματεύσεις για κρίσιμα ζητήματα γίνονταν μεταξύ του Σ. Βενιζέλου και του Μεταξά. Όμως ήδη ο Μεταξάς, με συναίνεση του βασιλιά, στελέχωνε την κυβέρνηση με αντιδημοκρατικές προσωπικότητες. Ο Σοφούλης συνέχισε να πιστεύει, παρά τους φόβους που εξέφραζε μερίδα του Τύπου, πως δεν θα επέβαλλε πραξικόπημα ο Μεταξάς χωρίς την υποστήριξη του βασιλιά και από την άλλη ο βασιλιάς δεν θα καταπατούσε τον όρκο του να δρα ως συνταγματικός μονάρχης. Όλα όμως διαψεύστηκαν όταν στις 4 Αυγούστου 1936 ο Μεταξάς προχώρησε στην επιβολή δικτατορίας με τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου (Κολιόπουλος, 2009, σσ. 80-83).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-9
Η Έλενα Βενιζέλου στο αντιτορπιλικό «Κουντουριώτης» συνοδεύει τη σορό του Ελευθέριου Βενιζέλου στα Χανιά, στις 26 Μαρτίου 1936 (Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Ο Σοφούλης σαφώς έφερε μερίδιο ευθύνης στην αποτυχία του πολιτικού συστήματος της εποχής, όπως και όλοι οι σύγχρονοί του. Ωστόσο δεν πρέπει να παραλειφθεί πως ήταν συμβουλευτικός παράγοντας της επιτροπής στο Κόμμα των Φιλελευθέρων και πως ακόμα και εξόριστος ο Ε. Βενιζέλος μπορούσε να επηρεάσει τις εξελίξεις, που περιόρισε τη δράση του, ενώ μετά τον θάνατό του παραγκωνίστηκε από τον ανερχόμενο Σοφοκλή Βενιζέλο. Τέλος, η χρεοκοπία του κοινοβουλευτισμού ενδυνάμωσε την έμφυτη αποστροφή που έτρεφε και ο βασιλιάς Γεώργιος και οδήγησε στη «λύση» Μεταξά.

Κατοχή, Απελευθέρωση και ∆εκεμβριανά

Ο φόβος του ΕΑΜ, πολιτικές καχυποψίες και η θέση του Σοφούλη

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Θ. Σοφούλης παρέμεινε στην Αθήνα. Το πολιτικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν παρελθόν και πολλοί πολιτικοί, είτε εξόριστοι στην Αίγυπτο με τον βασιλιά είτε στην Αθήνα, ήλπιζαν ή εύχονταν πως η Κατοχή θα ήταν προσωρινή. Αυτό το οποίο ενδιέφερε τον Σοφούλη και άλλους πολιτικούς αρχηγούς ήταν η προετοιμασία του εδάφους για την πολιτική δραστηριότητα μετά την απελευθέρωση. Γι’ αυτό προέτασσε ως προτεραιότητα το πολιτειακό ζήτημα και την επιστροφή ή μη του βασιλιά. Ο κατακερματισμός του πολιτικού κόσμου κατά την Κατοχή, η παρακμή των παλαιών κομμάτων και η ενδυνάμωση του ΕΑΜ μέσω της Αντίστασης καλλιέργησαν τις καχυποψίες των επόμενων χρόνων (Πετρόπουλος, 1984, σσ. 58-59, Χουρχούλης, 2014, σσ. 217-219).

Η περίοδος 1941-1943 χαρακτηρίστηκε από καχυποψία έως και εχθρότητα. Από τη μία η εξόριστη κυβέρνηση και ο βασιλιάς στο Κάιρο, από την άλλη οι παλαιοκομματικοί αρχηγοί στην Ελλάδα. Ο Σοφούλης και οι συνεργάτες του προέβαλαν μετά την απελευθέρωση τη λύση μιας κυβέρνησης συνεργασίας η οποία θα διεξήγε δημοψήφισμα με σκοπό την επικράτηση της αβασίλευτης δημοκρατίας. Από την άλλη, ο Εμ. Τσουδερός, πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης, θεωρούσε τους προαναφερθέντες πολιτικά ξοφλημένους. Ταυτόχρονα οι ανερχόμενοι νεότεροι πολιτικοί, όπως ο Γ. Παπανδρέου, οι οποίοι έχαιραν της υποστήριξης και των Συμμάχων, ήταν αιτία καχυποψίας από την παλαιότερη ηγεσία. Ο Σοφούλης στόχευε επίσης στην πολιτική απομόνωση του ΕΑΜ, γιατί θεωρούσε ότι ελεγχόταν από το ΚΚΕ, το οποίο ήθελε να επιβάλει δικτατορία του προλεταριάτου και καλούσε την εγκαθίδρυση αντιβασιλείας από τον αρχιεπίσκοπο ∆αμασκηνό μέχρι να ξεκαθαριστεί το πολιτειακό ζήτημα.

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-10
Από δεξιά στην εικόνα, ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παρακολουθώντας παρέλαση στην Αλεξάνδρεια, στα χρόνια της Κατοχής (Alamy/Visualhellas.gr).

Ο Σοφούλης, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ασχολήθηκε έντονα με το επισιτιστικό πρόβλημα στα αστικά κέντρα. Το καλοκαίρι του 1941, σε κοινή επιστολή την οποία υπέγραψαν και άλλες πολιτικές προσωπικότητες, διαμαρτυρήθηκε για το επισιτιστικό πρόβλημα της χώρας. Ωστόσο ο Σοφούλης δεν μπόρεσε να συνεχίσει το έργο του, διότι στις 13 Μαΐου 1944 συνελήφθη από τους Γερμανούς μαζί με τους Σ. Γονατά και Απ. Αλεξανδρή. Αρχικά μεταφέρθηκαν στο αρχηγείο των SS στην Αθήνα και στη συνέχεια στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, όπου και παρέμειναν φυλακισμένοι έως τις 6 Σεπτεμβρίου 1944.

Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς και την άφιξη της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας από τον Παπανδρέου και των βρετανικών στρατευμάτων στις 16-18 Οκτωβρίου 1944, η πολιτική κατάσταση κάθε άλλο παρά ενωτική δεν ήταν. Οι πολιτικοί ηγέτες παρέμεναν καχύποπτοι προς τα ένοπλα σώματα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, καθώς, σύμφωνα με εκείνους, δεν υπήρχε λόγος ύπαρξής τους μετά τον πόλεμο, οπότε ήταν επιτακτική η ανάγκη αφοπλισμού τους. Η θέση του Σοφούλη σε αυτή την κρίσιμη πολιτική κατάσταση ήταν αμφίσημη. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ήταν σημαντικός παράγοντας της βενιζελικής παράταξης. Από τη μία, επέκρινε οξύτατα το ΚΚΕ και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ενώ από την άλλη ήλπιζε στη δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης στην οποία θα συμμετείχαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου και στελέχους του ΚΚΕ, το οποίο θα αναλάμβανε την αντιπροεδρία της κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ωστόσο οι Βρετανοί δεν έβλεπαν θετικά τα σχέδια του Σοφούλη, ο οποίος εμμέσως ζητούσε τη συναίνεση του Γεωργίου ως ρυθμιστικού παράγοντα, κόντρα στην αυξανόμενη δύναμη του ΕΑΜ (Ριζάς, 2011, σσ. 50-57).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-11
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του τελευταίου στην Αθήνα, την 1η Ιανουαρίου 1945 (AP Photo).

Τα ∆εκεμβριανά του 1944, τα οποία ξεκίνησαν με τα αιματηρά γεγονότα της 3ης ∆εκεμβρίου στην πλατεία Συντάγματος, πυροδότησαν πολιτικές ζυμώσεις στις οποίες ενεπλάκησαν και οι Βρετανοί. Στη συνάντηση των πολιτικών αρχηγών, στις 4 ∆εκεμβρίου 1944, ο Σοφούλης επανέλαβε το αίτημά του να αναλάβει την πρωθυπουργία και να σχηματίσει κυβέρνηση. Η πρότασή του έγινε αποδεκτή από όλα τα κόμματα και από τον Βρετανό εκπρόσωπο Leeper. Η παρέμβαση όμως του Τσώρτσιλ υπέρ του Γ. Παπανδρέου στις 5 ∆εκεμβρίου ματαίωσε τα σχέδια του Σοφούλη. Όταν το έμαθε, απάντησε στον Leeper πως «οι Φιλελεύθεροι, οι οποίοι υπήρξαν ανέκαθεν Αγγλόφιλοι, δεν ήσαν Αγγλόδουλοι» (Παπανδρέου, 2009, σσ. 239-240, Χουρχούλης, 2014, σσ. 247-248). Τα ∆εκεμβριανά εξέθεσαν την κυβέρνηση Παπανδρέου και χάθηκε η εμπιστοσύνη του ελληνικού πολιτικού κόσμου στο πρόσωπο των Βρετανών. Σε συνδυασμό με την επιβολή της αντιβασιλείας υπό τον ∆αμασκηνό και τα γεγονότα στην Αθήνα, ο βασιλιάς Γεώργιος τα θεώρησε νίκη υπέρ του ιδίου και ήλπιζε στην παλινόρθωσή του με την επιστροφή του στην Ελλάδα.

Πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, ο Σοφούλης και οι υπόλοιποι Φιλελεύθεροι πολιτικοί βρέθηκαν μπροστά σε μια νέα πολιτική πραγματικότητα, που δεν ευνοούσε το κόμμα τους. Η παραδοσιακή αντιβασιλική βάση των βενιζελικών είχε ξεπεραστεί από τα γεγονότα, ενώ από την άλλη, μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων τάσσονταν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο Σοφούλης και οι υποστηρικτές του, εξαιτίας αυτού του διπλού αντίπαλου δέους και των εσωκομματικών διενέξεων, επηρεάστηκαν στην εκλογική επιρροή τους (Χουρχούλης, 2014, σσ. 255-256).

Ο πρωθυπουργός Σοφούλης και ο Εμφύλιος

Οι ύστατες προσπάθειες συμβιβασμού

Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας στις 12 Φεβρουαρίου 1945 έβαλε τέλος στις εμφύλιες συγκρούσεις των ∆εκεμβριανών. Η συμφωνία όριζε, μεταξύ των άλλων, τη διεξαγωγή εκλογών με σκοπό να λυθεί και το Πολιτειακό. Στις πολιτικές συζητήσεις που ακολούθησαν, ο Σοφούλης και το Κόμμα των Φιλελευθέρων τάχθηκαν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας ως μέτρο στρατηγικής και τακτικής, αν και ο ίδιος προσωπικά εκτιμούσε ότι ο βασιλιάς θα κέρδιζε το δημοψήφισμα που θα ακολουθούσε τις εκλογές (Μαρκεζίνης, 1994, σσ. 112-114).

Η δημοτικότητα του Σοφούλη, ωστόσο, δέχτηκε μεγάλο πλήγμα όταν κλήθηκε να καταθέσει στη ∆ίκη των ∆ωσίλογων. Εκεί υποστήριξε σε γενικές γραμμές τους κατοχικούς πρωθυπουργούς, ενώ για τα Τάγματα Ασφαλείας ο Σοφούλης κατέθεσε πως ο σκοπός τους ήταν η αντιμετώπιση του ΕΑΜ και πως δεν στράφηκαν εναντίον των «εθνικών συμφερόντων», αλλά «εξετράπησαν». Την επόμενη μέρα, στις 4 Μαρτίου 1945, ο Σοφούλης εξέδωσε δήλωση υπογραμμίζοντας πως τα λόγια του είχαν διαστρεβλωθεί, όμως η δημοφιλία του ίδιου και των Φιλελευθέρων είχε πληγεί (Ράλλης, 1947, σσ. 23-24, Χουρχούλης, 2014, σ. 260).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-12
12 Φεβρουαρίου 1945. Αναμνηστική φωτογραφία πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας (Συλλογή Μ. Γ. Τσάγκαρη, Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα).

Τον Μάρτιο του 1945 εντάθηκε η κρίση στους κόλπους των Φιλελευθέρων, με τον Γονατά να αντιδρά στις πολιτικές θέσεις του Σοφούλη σχετικά με το δημοψήφισμα και το Πολιτειακό, με αποτέλεσμα στις 18 Μαρτίου 1945, κατά τη διάρκεια επιμνημόσυνης δέησης για τη συμπλήρωση εννέα ετών από τον θάνατο του Ελ. Βενιζέλου, ο Γονατάς να εκφωνήσει λόγο και να ιδρύσει ένα νέο κόμμα, των Εθνικών Φιλελευθέρων. Η επιμονή του Σοφούλη και των συνεργατών του προς την αβασίλευτη δημοκρατία δεν συμβάδιζε με την απειλή που ενείχε ο κομμουνιστικός κίνδυνος, σύμφωνα με τον Γονατά (Μαρκεζίνης, 1994, 127, Χουρχούλης, 2014, σ. 261). Το περιστατικό αυτό ήταν δείγμα της πόλωσης της περιόδου: από τη μία οι βασιλόφρονες ήθελαν το δημοψήφισμα πρώτο για να επιστρέψει ο βασιλιάς Γεώργιος, ενώ από την άλλη οι δημοκρατικοί και οι κομμουνιστές ήθελαν πρώτα να διεξαχθούν εκλογές, με σκοπό σε περίπτωση επικράτησης να μεταθέσουν το δημοψήφισμα προς χάριν της βελτίωσης της οικονομίας και του αισθήματος ασφαλείας προς τον λαό. Συμπερασματικά, το δίλημμα δεν ήταν η βασιλεία ή η αβασίλευτη δημοκρατία, αλλά η βασιλεία ή ο κομμουνισμός.

Από τον Αύγουστο του 1945, οι ΗΠΑ άρχισαν επίσης να ενδιαφέρονται για την κατάσταση στην Ελλάδα, λόγω της επιδείνωσης των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση. Έτσι ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποστείλουν παρατηρητές μαζί με την Αγγλία και τη Γαλλία στην Ελλάδα, με σκοπό να διασφαλίσουν τη διενέργεια ασφαλών εκλογών και έπειτα τη διενέργεια δημοψηφίσματος. Η πολιτική τριβή μεταξύ των κυβερνήσεων συνεργασίας και των υπόλοιπων κομμάτων σε συνδυασμό με την επέμβαση των ξένων παραγόντων οδήγησαν στην παραίτηση της κυβέρνησης Κανελλόπουλου χωρίς να γίνει συμφωνία για το διάδοχο κυβερνητικό σχήμα. Ο αντιβασιλέας ∆αμασκηνός δεν επιθυμούσε τη δημιουργία μιας μονόπλευρης κυβέρνησης και έτσι, ύστερα από ωμή παρέμβαση των Βρετανών για να σταματήσουν οι κρίσεις, δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο οποίος τη σχημάτισε τις πρωινές ώρες της 22ας Νοεμβρίου 1945 (Richter, 1984, σσ. 364-372).

Η δεύτερη πρωθυπουργία του Σοφούλη διήρκεσε από τις 22 Νοεμβρίου 1945 έως τις 31 Μαρτίου 1946. Βασικοί στόχοι του ήταν η σταθεροποίηση της οικονομίας, η διεξαγωγή εκλογών τον Μάρτιο του 1946 και του δημοψηφίσματος το 1948. Ο φιλοβασιλικός Τύπος και το ΚΚΕ αντέδρασαν για τους δικούς τους λόγους, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Σοφούλη να βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, μεταξύ σφύρας και άκμονος. Στο εσωτερικό, η κυβέρνηση Σοφούλη αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, αλλά κατάφερε να επιδείξει σημαντικό έργο, δεδομένων των τότε συνθηκών. Έγινε προσπάθεια για καλύτερη διανομή των ειδών που απέστελλε η UNRRA, ενώ με τη χορήγηση δανείων ελέγχθηκε ο πληθωρισμός. Ο Σοφούλης επίσης έλαβε μέτρα και κατά των παρακρατικών. Σε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, όταν στις 19 Ιανουαρίου 1946 κατέλαβαν την Καλαμάτα παραστρατιωτικές δυνάμεις του Βαγγέλη Μαγγανά, της ακροδεξιάς οργάνωσης Χ, ο Σοφούλης κήρυξε στον νομό στρατιωτικό νόμο και μέσα σε τρεις ημέρες αποκατέστησε την τάξη (Πεντζόπουλος, 2012, σ. 80, Χουρχούλης, 2014, σσ. 274-275).

Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 31 Μαρτίου 1946, με νικήτρια δύναμη τη ∆εξιά και τους Φιλελευθέρους του Σοφούλη να βγαίνουν τρίτη δύναμη στη Βουλή, κάτι που, παρά το ψυχροπολεμικό κλίμα στο εξωτερικό και την πόλωση στο εσωτερικό, έκανε τον Σοφούλη έναν πολιτικό που μεσοπρόθεσμα θα ήταν παράγοντας μελλοντικών κυβερνήσεων συνεργασίας ακριβώς λόγω της έλλειψης πόλωσης στους κόλπους του κόμματος.

Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν δεν κατάφεραν να λύσουν τα οικονομικά προβλήματα και το θέμα των ανταρτών, κι έτσι ο βασιλιάς Παύλος ζήτησε από τον τότε πρωθυπουργό Κ. Τσαλδάρη να παραμερίσει και ανέθεσε στον Σοφούλη την πρωθυπουργία. Η επιλογή αυτή ήταν σύμφωνη και από τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς, για να σχηματιστεί μια ευρύτατη κυβέρνηση συνεργασίας η οποία θα ήταν μέτωπο ενότητας της ελληνικής κοινωνίας και αντικομμουνιστικού φράγματος (Στεφανίδης, 1999, σσ. 18-19, Χουρχούλης, 2014, σσ. 311-312).

Ως πρωθυπουργός ο Σοφούλης προσπάθησε να βρει συμβιβαστική λύση με τον Ζαχαριάδη και την ηγετική ομάδα του ΚΚΕ, ωστόσο η αμοιβαία καχυποψία ήταν τέτοια, ώστε το χάσμα ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν κατέστη δυνατό να γεφυρωθεί. Ο Μαρκεζίνης υποστηρίζει πως η κυβέρνηση Σοφούλη ευνόησε τη διάδοση του ∆όγματος Τρούμαν στην Ελλάδα, ωστόσο πρέπει να ειπωθεί πως οι Φιλελεύθεροι προσπάθησαν με κάθε ειρηνικό μέσο να επιτύχουν την αποκατάσταση της ηρεμίας και της τάξης, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Εμφύλιος ήταν γεγονός και μία από τις πιο μελανές σελίδες της ελληνικής ιστορίας (Χουρχούλης, 2014, σ. 317).

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-13
Γεώργιος Συρίγος (1906-1989), προσωπογραφία του Θεμιστοκλή Σοφούλη, λάδι σε μουσαμά, 67 x 47 εκ. (Συλλογή Έργων Τέχνης της Βουλής των Ελλήνων, αρ. ευρ. 32).

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ο Σοφούλης αντιμετώπισε πληθώρα κυβερνητικών κρίσεων, αλλά έδειξε και αδυναμία στην επιτυχή έκβαση των πολεμικών επιχειρήσεων. Στις 24 Νοεμβρίου 1948, υπέστη πνευμονικό οίδημα και κατέρρευσε στο γραφείο του στη Βουλή. Επανήλθε, αλλά ο ρόλος του περιορίστηκε ακόμα περισσότερο κατά τους τελευταίους μήνες του βίου του. Ύστερα από πολλές πολιτικές κρίσεις και δημοσιογραφικές επιθέσεις, η κυβέρνηση Σοφούλη ανασχηματίστηκε για τελευταία φορά στις 14 Απριλίου 1949. Στις 24 Ιουνίου του ίδιου έτους, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης απεβίωσε σε ηλικία 89 ετών, δύο μήνες πριν λήξει ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης μπορεί να μην άφησε πίσω του αξιόλογο κυβερνητικό έργο, αλλά η 35ετής παρουσία του στην πολιτική σκηνή, η αποστροφή του για τα αυταρχικά καθεστώτα και η ανάδειξή του σε σύμβολο ενότητας κατά τον Εμφύλιο τον κατέστησαν μία από τις σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.

Θεμιστοκλής Σοφούλης – Ο κεντρώος πρωθυπουργός-14
Άγαλμα του Θεμιστοκλή Σοφούλη στο Βαθύ της Σάμου (ART Director & TRIP/Alamy/Visualhellas.gr).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT