Στις 15 Σεπτεμβρίου 1935, στο πλαίσιο του 7ου Συνεδρίου του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στη Νυρεμβέργη, το καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ θεσμοθέτησε τους περιβόητους Νόμους της Νυρεμβέργης, που έμελλαν να αποτελέσουν θεμέλιο της φυλετικής πολιτικής του Τρίτου Ράιχ.
Η ψήφισή τους δεν έγινε τυχαία. Η Νυρεμβέργη είχε καθιερωθεί ως ο τόπος διεξαγωγής των ετήσιων συνεδρίων του ναζιστικού κόμματος, όπου το καθεστώς προέβαλλε οργανωμένα την ισχύ και την ιδεολογία του μέσα από παρελάσεις, λόγους και μαζικές συγκεντρώσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1935, ο Χίτλερ αποφάσισε να δώσει νομική μορφή σε αυτό που μέχρι τότε εκδηλωνόταν κυρίως μέσω της σποραδικής βίας στους δρόμους και προπαγανδιστικών εξάρσεων: στη φυλετική διάκριση και στον αντισημιτισμό.
Οι Νόμοι της Νυρεμβέργης είχαν δύο κύρια σκέλη. Το πρώτο, ο «Νόμος περί Ιθαγενείας του Ράιχ» (Reichsbürgergesetz), καθόριζε ποιοι θεωρούνταν Γερμανοί πολίτες και ποιοι αποκλείονταν από την πολιτική κοινότητα. Με αυτόν τον τρόπο, οι Εβραίοι στερούνταν βασικά πολιτικά δικαιώματα και την πλήρη ιθαγένεια, γεγονός που τους καθιστούσε ουσιαστικά πολιτικά ξένους στο γερμανικό κράτος.
Το δεύτερο σκέλος, ο «Νόμος για την Προστασία του Γερμανικού Αίματος και της Γερμανικής Τιμής» (Gesetz zum Schutze des deutschen Blutes und der deutschen Ehre), απαγόρευε τους γάμους και τις εξωσυζυγικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και Αρίων, θέτοντας θεσμικά όρια στις διαπροσωπικές σχέσεις και ενισχύοντας τη διάκριση σε κοινωνικό και οικογενειακό επίπεδο.
Η ψήφιση αυτών των νόμων σήμαινε τον επίσημο εξοβελισμό των Εβραίων από το σώμα του γερμανικού έθνους: από πλήρεις πολίτες είχαν μετατραπεί σε ένα ξένο, νομικά απομονωμένο στοιχείο.
Οι Νόμοι της Νυρεμβέργης αποτέλεσαν την κωδικοποίηση μιας αντίληψης που ήδη κυριαρχούσε στην καθημερινότητα και στις συνειδήσεις πολλών Γερμανών, «μπολιάζοντας» το κράτος και το γράμμα του νόμου με την ίδια τη γλώσσα του ρατσισμού.
Η νομική αυτή τομή δεν προέκυψε αιφνιδιαστικά. Από το 1933, με την άνοδο του Χίτλερ στην καγκελαρία, είχαν προηγηθεί αποκλεισμοί Εβραίων από τον δημόσιο τομέα, τα πανεπιστήμια, τα δικαστήρια και τον στρατό. Είχαν οργανωθεί μποϊκοτάζ στα εβραϊκά καταστήματα, ενώ η διαβόητη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών», τον Ιούλιο του 1934, είχε δείξει την αποφασιστικότητα του καθεστώτος να εξοντώνει αντιπάλους χωρίς αναστολές.
Ωστόσο, το 1935 η ηγεσία του επιδίωκε κάτι περισσότερο: να δώσει έναν επίσημο, «νομιμοποιημένο» χαρακτήρα στη φυλετική ιδεολογία. Οι Νόμοι της Νυρεμβέργης αποτέλεσαν, λοιπόν, την κωδικοποίηση μιας αντίληψης που ήδη κυριαρχούσε στην καθημερινότητα και στις συνειδήσεις πολλών Γερμανών, «μπολιάζοντας» το κράτος και το γράμμα του νόμου με την ίδια τη γλώσσα του ρατσισμού.
Παράλληλα, ο Χίτλερ φρόντισε ώστε το 7ο Συνέδριο να μην περιοριστεί μόνο σε ρητορικές διακηρύξεις αλλά να αποτυπώσει και θεσμικά την κοσμοθεωρία του.
Η επιλογή της στιγμής δεν ήταν τυχαία: λίγους μήνες νωρίτερα, η Γερμανία είχε παραβιάσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών με την επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, γεγονός που προκάλεσε διεθνείς αντιδράσεις και ενίσχυσε την ανάγκη του καθεστώτος να συσπειρώσει τον πληθυσμό γύρω του.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η στοχοποίηση των Εβραίων προσέφερε έναν εύκολο τρόπο να παρουσιαστεί η ενότητα του «λαϊκού σώματος» και να νομιμοποιηθούν οι διακρίσεις που ήδη εφαρμόζονταν στην πράξη.
Σε διεθνές επίπεδο, οι αντιδράσεις υπήρξαν περιορισμένες. Ορισμένα ξένα μέσα ενημέρωσης εξέφρασαν αποτροπιασμό, αλλά οι κυβερνήσεις επέλεξαν να μην ασκήσουν ουσιαστική πίεση στο Βερολίνο.
Η Ευρώπη δεν αντέδρασε δυναμικά, αφήνοντας το ναζιστικό καθεστώς να συνεχίσει χωρίς αναστολές την κλιμάκωση των μέτρων κατά των Εβραίων. Στα επόμενα χρόνια, η απομόνωση των Εβραίων επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της ζωής: περιορισμοί στην εργασία, στον χώρο διαμονής και στις καθημερινές συναλλαγές τους, οδηγώντας τελικά στη βίαιη εκδίωξη και στη «Νύχτα των Κρυστάλλων» το 1938 και, αργότερα, στη συστηματική εξόντωσή τους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

