Λίγες ημέρες μετά την Εκτέλεση των Εξι στις 15 Νοεμβρίου 1922, ο Γάλλος πρέσβης στην Αθήνα τόνισε σε σημείωμά του προς το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών ότι οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις της περιόδου 1920-1922 είχαν επιμείνει στη συνέχιση της Μικρασιατικής Εκστρατείας εξαιτίας της επιμονής των βενιζελικών, οι οποίοι ήταν ικανοί ανά πάσα στιγμή να αξιοποιήσουν πολιτικά οποιαδήποτε υποχώρηση της κυβερνητικής παράταξης στα μικρασιατικά θέματα. Ο επικεφαλής των αντιβενιζελικών, Δημήτριος Γούναρης, γνώριζε τους κινδύνους της συνέχισης εμπλοκής στη Μικρά Ασία. Παρά ταύτα, δεν τόλμησε να αντιπαρατεθεί με τους βενιζελικούς σε αυτό το θέμα.
Κατά τον Γάλλο πρέσβη, ο Γούναρης υπήρξε θύμα της βρετανικής πολιτικής στο μικρασιατικό ζήτημα, καθότι δεν αφέθηκε να ακολουθήσει την πολιτική που ο ίδιος και η παράταξή του πίστευαν ότι ήταν η καταλληλότερη. Για αυτόν τον λόγο, άλλωστε, οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποτρέψουν την εκτέλεση του Γούναρη και των υπόλοιπων πέντε συγκατηγορούμενών του. Σύμφωνα με εκείνους, οι κατηγορούμενοι δεν είχαν διαπράξει ποινικά αδικήματα, αλλά είχαν ακολουθήσει εσφαλμένη πολιτική.
Η στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία και η συνακόλουθη Καταστροφή στάθηκε αδύνατο να τύχουν ικανής πολιτικής διαχείρισης. Στις 28 Αυγούστου, παραιτήθηκε η κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, την οποία στη συνέχεια διαδέχθηκε η κυβέρνηση του Νικόλαου Τριανταφυλλάκου. «Υπό τον κ. Ν. Τριανταφυλλάκον η νέα Κυβέρνησις ανέλαβεν εις στιγμάς δυσχερεστάτας την αρχήν. Ευχόμεθα να υπάρξη ευτυχής εις το έργον της περισυλλογής των λειψάνων της ατυχίας. Διότι η ευχή υπέρ της επιτυχίας του έργου της είνε ευχή υπέρ της σωτηρίας της Ελλάδος», ανέφερε χαρακτηριστικά η «Καθημερινή» στο πρωτοσέλιδο της 29ης Αυγούστου.
Η αλλαγή στην πολιτική ηγεσία της χώρας, ωστόσο, δεν μετέβαλε τα δεδομένα που είχαν διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου στη Μικρά Ασία. Η δυσαρέσκεια για την ήττα κορυφώθηκε μεταξύ των ανδρών των μονάδων, οι οποίες συντεταγμένες διαπεραιώθηκαν από τα μικρασιατικά παράλια στη Χίο και τη Λέσβο. Οι επικεφαλής αυτών των μονάδων καταλόγιζαν στις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις δημοκοπικό χειρισμό των πολιτικών και στρατιωτικών θεμάτων, εύνοια προς τους απότακτους αξιωματικούς του 1917, εσφαλμένες πολιτικές και στρατιωτικές επιλογές με την επιστροφή του Κωνσταντίνου Α΄ στον θρόνο και την απόφαση για προέλαση έως τον Σαγγάριο.
Οι πρώτες ενέργειες για την εκδήλωση ενός κινήματος έγιναν από τον βενιζελικό συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, ενώ ο ελληνικός στρατός βρισκόταν ακόμη στη Μικρά Ασία. Ωστόσο, το Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού ξέσπασε στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 στη Χίο και στη Λέσβο με επικεφαλής τον Πλαστήρα, τον συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, ο οποίος εκπροσωπούσε τις μονάδες του Ναυτικού. Την επομένη οι κινηματίες επιβιβάστηκαν σε εμπορικά και πολεμικά πλοία με προορισμό την ελληνική πρωτεύουσα. Στις 14 Σεπτεμβρίου, ο Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε υπέρ του πρωτότοκου γιου του Γεωργίου Β΄, υποκύπτοντας στο τελεσίγραφο των κινηματιών.
Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου παραιτήθηκε και διορίστηκε νέα υπό τον Σωτήριο Κροκιδά (μεσολάβησε η κυβέρνηση του Αναστάσιου Χαραλάμπη, η οποία διήρκεσε μόλις μία ημέρα). Εντούτοις, την πραγματική εξουσία κρατούσε στα χέρια της η Επαναστατική Επιτροπή, στην οποία κυριαρχούσε η πυγμή του Πλαστήρα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

