Η δεκαετία του 1970 υπήρξε καθοριστική για την ιστορία της Χιλής: τον Σεπτέμβριο του 1970 ο Σαλβαδόρ Αλιέντε σημείωνε μια ιστορική νίκη στις προεδρικές εκλογές, γράφοντας το όνομά του στην παγκόσμια πολιτική ιστορία ως ο πρώτος μαρξιστής που εκλέχθηκε δημοκρατικά πρόεδρος σε χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Η εκλογή του δεν αποτέλεσε απλώς μια πολιτική τομή στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και ένα γεγονός με διεθνή βαρύτητα, καθώς συνέβη σε μια εποχή που η ήπειρος αποτελούσε καίριο πεδίο αντιπαράθεσης στον Ψυχρό Πόλεμο.
Ο Αλιέντε, γιατρός και ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Χιλής, αυτοπροσδιοριζόταν ως μαρξιστής. Δεν υιοθετούσε, ωστόσο, το μοντέλο της ένοπλης επανάστασης ή της μονοκομματικής εξουσίας. Αντιθέτως, έκανε λόγο για έναν δημοκρατικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό –ή, όπως ο ίδιος τόνιζε, «el vía chilena al socialismo», ο χιλιανός δρόμος προς τον σοσιαλισμό–, επιχειρώντας να συνδυάσει τις αρχές του μαρξισμού με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και τον σεβασμό στους θεσμούς. Η ιδιαιτερότητα αυτή καθιστούσε το εγχείρημά του μοναδικό: για πρώτη φορά μια αριστερή κυβέρνηση επρόκειτο να εφαρμόσει ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές μέσα από το πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Οι εκλογές του 1970 διεξήχθησαν σε κλίμα κοινωνικής πόλωσης. Οι ανισότητες ήταν βαθιές, οι μεγαλογαιοκτήμονες εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στην ύπαιθρο, ενώ τα αιτήματα για αγροτική μεταρρύθμιση και κοινωνική δικαιοσύνη γίνονταν ολοένα και πιο έντονα.
Η νίκη του Αλιέντε χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τα λαϊκά στρώματα, που έβλεπαν στο πρόσωπό του την ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Η Λαϊκή Ενότητα (Unidad Popular), συμμαχία κομμάτων της Αριστεράς από τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές μέχρι τους ριζοσπάστες, στήριξε την υποψηφιότητά του. Ο Αλιέντε επικράτησε με 36,6% των ψήφων έναντι 35,3% του συντηρητικού Χόρχε Αλεσάντρι και 28,1% του Χριστιανοδημοκράτη Ραδόμιρο Τόμιτς.
Ο Τόμιτς, σημαντική φυσιογνωμία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και πρώην διπλωμάτης, εκπροσωπούσε μια πιο κεντροαριστερή κατεύθυνση με προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά χωρίς ρήξη με το κατεστημένο.
Η νίκη του Αλιέντε χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τα λαϊκά στρώματα, που έβλεπαν στο πρόσωπό του την ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Ταυτόχρονα, όμως, ανησύχησε έντονα τους οικονομικούς κύκλους, τους μεγάλους γαιοκτήμονες και κυρίως την Ουάσιγκτον. Μάλιστα, ο Αμερικανός πρέσβης στη Χιλή, Εντουαρντ Κόρι, ανέφερε σε τηλεγράφημά του προς την αμερικανική πρωτεύουσα ότι «η Χιλή ψήφισε ήρεμα για να έχει ένα μαρξιστικό-λενινιστικό κράτος, η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε αυτή την επιλογή ελεύθερα και συνειδητά». Προειδοποίησε ότι «έχουμε υποστεί μια σοβαρή ήττα» και ότι οι συνέπειες θα είναι «εσωτερικές και διεθνείς».
Ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον και ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Χένρι Κίσινγκερ θεώρησαν πως η εκλογή ενός δηλωμένου μαρξιστή με δημοκρατικό τρόπο θα μπορούσε να αποτελέσει επικίνδυνο προηγούμενο στην περιοχή. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Κούβας, όπου η επανάσταση του Φιντέλ Κάστρο είχε ανατρέψει το παλιό καθεστώς με τη βία, στη Χιλή η Αριστερά κατέκτησε την εξουσία μέσω κάλπης, αποδεικνύοντας ότι ο μαρξισμός μπορούσε να βρει πρόσβαση και μέσα από τις θεσμικές οδούς.
Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε επιχείρησε να θέσει σε εφαρμογή το πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας: εθνικοποιήσεις στρατηγικών τομέων, όπως τα ορυχεία χαλκού, εκτεταμένη αγροτική μεταρρύθμιση και διεύρυνση του κοινωνικού κράτους. Οι πολιτικές αυτές συνάντησαν έντονες αντιστάσεις. Η Δεξιά αντέδρασε οργανώνοντας μεγάλες διαδηλώσεις και εκστρατείες εναντίον της, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν οικονομικό αποκλεισμό και μυστικές επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης, ενώ στο εσωτερικό της Αριστεράς δεν έλειπαν οι διαφωνίες για την ταχύτητα και την κατεύθυνση των αλλαγών.
Βέβαια, στις 4 Σεπτεμβρίου 1970, η ιστορική εκείνη νίκη δεν είχε ακόμη το βάρος της μετέπειτα τραγωδίας. Εξέφραζε την ελπίδα ότι η Λατινική Αμερική μπορούσε να βρει έναν διαφορετικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, ειρηνικό και δημοκρατικό.
Ο Αλιέντε διαβεβαίωνε ότι η κυβέρνησή του θα ήταν «μια κυβέρνηση εργατών, φοιτητών, αγροτών και διανοουμένων» και ότι θα σεβόταν τους θεσμούς της χιλιανής δημοκρατίας. Τρία χρόνια αργότερα, το πείραμα θα τελείωνε βίαια με το υποστηριζόμενο από τη CIA πραξικόπημα του στρατηγού Αουγκούστο Πινοτσέτ, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, και την αυτοκτονία του Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

