Στις 3 Σεπτεμβρίου 1783 υπογράφηκε στο Παρίσι η συνθήκη που έθετε τέλος στον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας και αναγνώριζε για πρώτη φορά διεθνώς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ως κυρίαρχο κράτος.
Ετσι, έληξε μια πολύχρονη και αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα στη Βρετανία και τις δεκατρείς πρώην αποικίες της. Το υπόβαθρο της σύγκρουσης πρέπει να αναζητηθεί στην αλματώδη ανάπτυξη των αποικιών της Βόρειας Αμερικής τον 18ο αιώνα.
Οι δεκατρείς αποικίες, με πληθυσμό περίπου δυόμισι εκατομμυρίων κατοίκων το 1770, είχαν ζωντανή οικονομία βασισμένη στη γεωργία, στο εμπόριο και σε ορισμένες περιοχές τη βιοτεχνία. Οι άποικοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βρετανούς υπηκόους, αλλά επιθυμούσαν ευρύτερη αυτονομία στη φορολογία και τη νομοθεσία. Η κρίση ξέσπασε μετά τον Επταετή Πόλεμο (1756-1763), όταν η Βρετανία βρέθηκε με τεράστιο δημόσιο χρέος και αναζήτησε νέες πηγές εσόδων από τις αποικίες.
Οι φόροι που επιβλήθηκαν –όπως το περίφημο Stamp Act του 1765 και οι δασμοί στο τσάι και άλλα προϊόντα– θεωρήθηκαν από τους αποίκους άδικοι, καθώς οι ίδιοι δεν είχαν εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο του Λονδίνου. Το σύνθημα «καμία φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση» (No taxation without representation) συμπύκνωσε αυτή τη δυσαρέσκεια και λειτούργησε ως ιδεολογικό θεμέλιο της εξέγερσης.
Παράλληλα, στο πολιτικό επίπεδο, οι αποικίες είχαν αναπτύξει δικές τους συνελεύσεις και θεσμούς που τις έκαναν να νιώθουν ότι η συμμετοχή των πολιτών στην εξουσία ήταν εφικτή. Οι ιδέες του Διαφωτισμού, από τον Λοκ έως τον Μοντεσκιέ, βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην Αμερική, καλλιεργώντας την αντίληψη ότι η εξουσία πρέπει να εδράζεται στη συναίνεση των κυβερνωμένων.
Ετσι, όταν οι πρώτες συγκρούσεις με τα βρετανικά στρατεύματα ξέσπασαν στο Λέξινγκτον και το Κόνκορντ το 1775, η αντιπαράθεση είχε ήδη πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα.
Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 4 Ιουλίου 1776, έργο του Τόμας Τζέφερσον και άλλων ηγετών, διακήρυξε με σαφήνεια ότι οι αποικίες είχαν δικαίωμα να αποσχιστούν και να ιδρύσουν ανεξάρτητο κράτος.
Ομως στο πεδίο της στρατιωτικής αναμέτρησης τα πράγματα δεν ήταν εύκολα.
Στα πρώτα χρόνια του πολέμου, ο στρατηγός Τζορτζ Ουάσιγκτον ηγήθηκε ενός στρατού με ελλείψεις σε οπλισμό και εκπαίδευση και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πιο οργανωμένο και ισχυρό στρατό της εποχής.
Η γαλλική βοήθεια υπήρξε καθοριστική. Μετά τη νίκη των Αμερικανών στο Σαρατόγκα το 1777, η Γαλλία αποφάσισε να εμπλακεί επισήμως, παρέχοντας στόλο, στρατεύματα και οικονομική υποστήριξη. Σταδιακά και η Ισπανία και η Ολλανδία εντάχθηκαν στον πόλεμο, μετατρέποντάς τον σε παγκόσμια σύγκρουση, η οποία εξάντλησε τη Βρετανία.
Η αποφασιστική στιγμή ήρθε το 1781 στο Γιορκτάουν, όπου ο Βρετανός στρατηγός Τσαρλς Κορνουάλις παραδόθηκε ύστερα από τον συνδυασμένο αποκλεισμό αμερικανικών και γαλλικών δυνάμεων. Η ήττα αυτή έπεισε τη βρετανική κυβέρνηση ότι η συνέχιση του πολέμου δεν είχε προοπτική.
Στο εσωτερικό, το πολιτικό κόστος ήταν βαρύ και οι εμπορικοί κύκλοι πίεζαν για ειρήνη ώστε να αποκατασταθεί η ομαλότητα. Ετσι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις στο Παρίσι το 1782. Οι Αμερικανοί διαπραγματευτές, Βενιαμίν Φραγκλίνος, Τζον Τζέι και Τζον Ανταμς, αποδείχθηκαν ικανοί διπλωμάτες.
Ενώ τυπικά όφειλαν να διαπραγματευθούν σε συντονισμό με τους Γάλλους συμμάχους, δεν δίστασαν να συνομιλήσουν απευθείας με τους Βρετανούς, εξασφαλίζοντας όρους που ξεπερνούσαν τις αρχικές προσδοκίες.
Η 3η Σεπτεμβρίου 1783 έμεινε στην ιστορία ως το σημείο καμπής, που ένας αποικιακός πόλεμος μετατράπηκε σε γέννηση κράτους.
Η Συνθήκη των Παρισίων, που υπογράφηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1783 προέβλεπε την πλήρη αναγνώριση της ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών και καθόριζε σύνορα που έδιναν στο νέο κράτος πρόσβαση έως τον ποταμό Μισισιπή, δημιουργώντας τεράστιες προοπτικές επέκτασης.
Η Μεγάλη Βρετανία παραχώρησε δικαιώματα αλιείας στα αμερικανικά πλοία και συμφώνησε στην εκκένωση των στρατιωτικών φρουρίων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεσμεύτηκαν για την αποπληρωμή χρεών προς Βρετανούς πιστωτές και την προστασία της περιουσίας των Αμερικανών που παρέμεναν πιστοί στο βρετανικό καθεστώς, αν και στην πράξη οι όροι αυτοί εφαρμόστηκαν επιλεκτικά.
Παράλληλα, με άλλες συνθήκες της ίδιας ημέρας, η Βρετανία αναγνώρισε εδαφικά κέρδη στη Γαλλία και την Ισπανία, όμως οι σύμμαχοι δεν βγήκαν τόσο ενισχυμένοι όσο οι Αμερικανοί.
Η σημασία της συνθήκης υπερβαίνει την αμερικανική ιστορία. Για τη Βρετανία, παρά την ταπείνωση, η ειρήνη επέτρεψε την ανασυγκρότηση και τη διατήρηση εμπορικών δεσμών με το νέο κράτος, κάτι που αποδείχθηκε κερδοφόρο μεσοπρόθεσμα. Για τη Γαλλία, οι οικονομικές θυσίες χωρίς ανάλογα κέρδη συνέβαλαν στη δημοσιονομική κρίση που οδήγησε στην Επανάσταση του 1789.
Για τον υπόλοιπο κόσμο, η επιτυχία των Αμερικανών έγινε πρότυπο: η ιδέα ότι μια ομάδα αποικιών μπορούσε να αποσπαστεί από μια παγκόσμια αυτοκρατορία και να σταθεί αυτόνομη στον διεθνή στίβο έπαψε να είναι ουτοπία και έγινε πραγματικότητα. Η 3η Σεπτεμβρίου 1783 έμεινε στην ιστορία ως το σημείο καμπής που ένας αποικιακός πόλεμος μετατράπηκε σε γέννηση κράτους. Η Συνθήκη των Παρισίων δεν ήταν απλώς το τέλος μιας σύγκρουσης, αλλά το ξεκίνημα ενός πειράματος δημοκρατίας που θα διαμόρφωνε τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

