Την 1η Σεπτεμβρίου 1985, μια είδηση έστρεφε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης προς τον Βόρειο Ατλαντικό: το ναυάγιο του «Τιτανικού» είχε εντοπιστεί εβδομήντα και πλέον χρόνια μετά τη βύθισή του.
Η ανακάλυψη έγινε από διεθνή ερευνητική αποστολή υπό τον Αμερικανό ωκεανογράφο Ρόμπερτ Μπάλαρντ και τον Γάλλο μηχανικό Ζαν-Λουί Μισέλ, οι οποίοι χρησιμοποίησαν το τηλεκατευθυνόμενο υποβρύχιο σύστημα Argo.
Το ναυάγιο βρέθηκε σε βάθος περίπου 3.800 μέτρων και σε απόσταση 650 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά της Νέας Γης (Νιούφαουντλαντ).
Ηταν η πρώτη φορά που αποτυπώθηκε με σαφήνεια η κατάσταση του πλοίου μετά το ναυάγιο.
Ο «Τιτανικός» είχε ναυπηγηθεί στο Μπέλφαστ για λογαριασμό της White Star Line και αποτέλεσε, μαζί με τα αδελφά του πλοία, το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο της εποχής.
Σχεδιάστηκε για να συνδυάζει πολυτέλεια και τεχνική υπεροχή και θεωρούνταν δείγμα της ναυπηγικής προόδου των αρχών του 20ού αιώνα.
Στις 10 Απριλίου 1912 ξεκίνησε το παρθενικό του ταξίδι από το Σαουθάμπτον με προορισμό τη Νέα Υόρκη, μεταφέροντας περισσότερους από 2.200 επιβάτες και πλήρωμα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Απριλίου συγκρούστηκε με παγόβουνο και βυθίστηκε ύστερα από σχεδόν τρεις ώρες, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πάνω από 1.500 άνθρωποι. Το γεγονός πυροδότησε ενδελεχείς έρευνες στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και οδήγησε σε μεταβολές στους διεθνείς κανονισμούς για την ασφάλεια στη θάλασσα.
Παρά την εκτενή έρευνα που ακολούθησε την καταστροφή, το ακριβές σημείο βύθισης δεν είχε εντοπιστεί. Η τεχνολογία των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα δεν επέτρεπε εξερεύνηση σε τέτοιο βάθος. Κατά καιρούς έγιναν απόπειρες ανεύρεσης, χωρίς επιτυχία.
Μόνο τη δεκαετία του 1980, με τη χρήση προηγμένων τηλεκατευθυνόμενων οχημάτων και βαθυσκαφών, κατέστη δυνατή η συστηματική έρευνα του βυθού. Η αποστολή του 1985, σε συνεργασία του αμερικανικού Ινστιτούτου Ωκεανογραφίας Woods Hole και του γαλλικού οργανισμού Ifremer, ήταν η πρώτη που κατέγραψε οπτικά το ναυάγιο.
Η ανακάλυψη θεωρήθηκε σημαντική τόσο για την υποβρύχια αρχαιολογία όσο και για την ιστορική τεκμηρίωση ενός γεγονότος που είχε παραμείνει σε μεγάλο βαθμό στη σφαίρα της μνήμης και της αφήγησης
Οι εικόνες που ελήφθησαν έδειξαν το πλοίο διαχωρισμένο σε δύο κύρια τμήματα, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων το ένα από το άλλο. Διακρίνονταν τα καταστρώματα αλλά και διάσπαρτα αντικείμενα.
Η αποστολή δημοσιοποίησε τα αποτελέσματα λίγες ημέρες αργότερα, προκαλώντας διεθνές ενδιαφέρον.
Η ανακάλυψη θεωρήθηκε σημαντική τόσο για την υποβρύχια αρχαιολογία όσο και για την ιστορική τεκμηρίωση ενός γεγονότος που είχε παραμείνει σε μεγάλο βαθμό στη σφαίρα της μνήμης και της αφήγησης.
Από την ανακάλυψη του 1985 και μετά, οργανώθηκαν πολυάριθμες αποστολές για την καταγραφή και τη μελέτη του ναυαγίου. Η κορύφωση ήρθε το 1997 με την ταινία “Titanic” του Τζέιμς Κάμερον, η οποία βασίστηκε εν μέρει σε πλάνα από το ίδιο το ναυάγιο και γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία.
Η ταινία επανέφερε το γεγονός στη συλλογική μνήμη μιας νέας γενιάς, συνδυάζοντας το ιστορικό υπόβαθρο με τη μυθοπλασία. Ο Κάμερον, άλλωστε, υπήρξε και ο ίδιος επικεφαλής ερευνητικών καταδύσεων στον «Τιτανικό».
Παράλληλα αναπτύχθηκε συζήτηση για το καθεστώς προστασίας του ναυαγίου, με ορισμένες χώρες και οργανισμούς να ζητούν να παραμείνει τόπος μνήμης και άλλους να υποστηρίζουν την αξία της αρχαιολογικής έρευνας.
Το 2003 υπογράφηκε διεθνής συμφωνία για τη διατήρηση του ναυαγίου του «Τιτανικού», το οποίο έκτοτε αντιμετωπίζεται ως πολιτιστική κληρονομιά.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

