Η Φάνια Κάπλαν γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος και η ίδια είχε επτά αδέλφια. Ελαβε κατ’ οίκον εκπαίδευση και σύντομα έφυγε από το σπίτι για να εργαστεί στην Οδησσό. Εκεί εντάχθηκε σε μια σοσιαλιστική ομάδα, τους Σοσιαλεπαναστάτες (Εσέρους).
Το 1906, όταν ήταν μόλις 16 ετών, η Κάπλαν συνελήφθη στο Κίεβο για τη συμμετοχή της σε σχέδιο τρομοκρατικής βομβιστικής επίθεσης με στόχο την ανατίναξη του κυβερνήτη της πόλης, Βλαντιμίρ Σουχομλίνοφ.
Καταδικάστηκε ισόβια και παρέμεινε σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στη Σιβηρία. Από αυτό αποφυλακίστηκε στις 3 Μαρτίου 1917, μετά τη Φεβρουαριανή Επανάσταση στη Ρωσία.
Ως αποτέλεσμα της φυλάκισής της στο εξής υπέφερε από συνεχείς πονοκεφάλους, ενώ είχε και περιόδους που έχανε την όρασή της. Την ίδια εποχή, η Κάπλαν αισθανόταν απογοήτευση από τις κινήσεις των Μπολσεβίκων και του Λένιν.
Παρότι, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1917 για την Πανρωσική Συντακτική Συνέλευση, οι Σοσιαλεπαναστάτες είχαν ισχυρή παρουσία στα Σοβιέτ, δεν ήταν σαφής πλειοψηφία – επιπλέον εντός τους υπήρχαν διάφορες ομάδες με αποκλίνουσες απόψεις. Μάλιστα, όταν τον Ιανουάριο του 1918 συγκλήθηκε η Συνέλευση κι ένας Σοσιαλεπαναστάτης εξελέγη πρόεδρος, οι Μπολσεβίκοι απάντησαν με τη διάλυσή της – έχοντας και τη στήριξη των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών.
Στη συνέχεια και μέχρι τον Αύγουστο του 1918, είχε απαγορευτεί η δράση των περισσότερων κομμάτων – ακόμη και των Αριστερών Σοσιαλεπαναστατών, πρώην κύριων εταίρων του συνασπισμού των Μπολσεβίκων, οι οποίοι είχαν διαφωνήσει τον Ιούλιο για τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Βλέποντας αυτές τις εξελίξεις, η Κάπλαν αποφάσισε να δολοφονήσει τον Λένιν επειδή τον θεωρούσε «προδότη της Επανάστασης».
Στις 30 Αυγούστου 1918, ο Λένιν έδωσε μια ομιλία στο «Σφυροδρέπανο», ένα εργοστάσιο όπλων στη νότια Μόσχα. Καθώς έβγαινε από το κτίριο και πριν μπει στο αυτοκίνητό του, η Κάπλαν τον φώναξε. Οταν ο Λένιν γύρισε προς το μέρος της, αυτή τον πυροβόλησε τρεις φορές.
Μία σφαίρα πέρασε μέσα από το παλτό του ηγέτη της Οκτωβριανής Επανάστασης και οι άλλες δύο τον χτύπησαν: η μία τρύπησε τον αριστερό πνεύμονά του, ενώ η άλλη σφηνώθηκε στον αριστερό του ώμο.
Αμέσως, ο Λένιν μεταφέρθηκε στην κατοικία του στο Κρεμλίνο, αρνούμενος να εγκαταλείψει την ασφάλεια που του παρείχε προκειμένου να του παρασχεθεί ιατρική βοήθεια σε νοσοκομείο, καθώς φοβόταν ότι μπορεί να υπήρχαν και άλλοι που σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν.
Η απόπειρα δολοφονίας του Λένιν από την Κάπλαν χρησιμοποιήθηκε για την επαναφορά της θανατικής ποινής, η οποία είχε καταργηθεί το Μάρτιο του 1917
Παρά τη σοβαρότητα των τραυμάτων του επέζησε, ωστόσο η υγεία του δεν επανήλθε ποτέ πλήρως. Εχει μάλιστα διατυπωθεί η εικασία ότι τα τραύματα από την απόπειρα δολοφονίας του συνέβαλαν στα εγκεφαλικά επεισόδια που τελικά τον οδήγησαν στον θάνατο το 1924.
Κατά τη διάρκεια της ανάκρισής της από την Τσετά, η Κάπλαν επέκρινε, μεταξύ άλλων, τον αυταρχισμό των Μπολσεβίκων, επικαλούμενη τη διακοπή της Συντακτικής Συνέλευσης τον Ιανουάριο του 1918. Οταν έγινε σαφές ότι δεν υπήρχε κάποιος συνεργός, εκτελέστηκε στον Κήπο του Αλεξάντερ από τον πρώην ναύτη του στόλου της Βαλτικής Π. Μάλκοφ και μια ομάδα Λετονών Μπολσεβίκων στις 3 Σεπτεμβρίου. Το πτώμα της τοποθετήθηκε σε βαρέλι και πυρπολήθηκε ύστερα από εντολή του Γιάκομπ Σβερντλόφ.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η απόπειρα δολοφονίας του Λένιν από την Κάπλαν χρησιμοποιήθηκε για την επαναφορά της θανατικής ποινής, η οποία είχε καταργηθεί τον Μάρτιο του 1917.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

