Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;

«Παρακαλώ μη λησμονήτε ότι δεν πρέπει ποτέ να καταδικάζω οριστικώς έναν άνθρωπον πριν τον ακούσω μετά προσοχής, όσον καταφανείς και αν φαίνονται αι κατηγορίαι. Και ότι ειδικώτερον κάποια συμπάθεια οφείλεται εις τον Στεργιάδην, διότι ευρέθη εις περιστάσεις δυστυχώς υπό τας οποίας είναι ζήτημα εάν εις οιοσδήποτε άλλος δεν θα εκάμπτετο». Ελ. Βενιζέλος προς Σ. Βενιζέλο, Οκτώβριος 1922

αριστείδης-στεργιάδης-τεχνοκράτης-563781211 Σκίτσο του Αριστείδη Στεργιάδη που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ανεξάρτητος, 14/8/1935 (πηγή: Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Σμύρνη 1919-1922 – Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσόστομου, Μεταίχμιο, Αθήνα 1919).
Σκίτσο του Αριστείδη Στεργιάδη που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ανεξάρτητος, 14/8/1935 (πηγή: Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Σμύρνη 1919-1922 – Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσόστομου, Μεταίχμιο, Αθήνα 1919).

Ο Αριστείδης Στεργιάδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1861, η οικογένειά του όμως καταγόταν από τη Μακεδονία. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια, τον Ιωάννη, τον Θρασύβουλο, τον Μηνά και την Ειρήνη. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Παρίσι, ασκώντας από το 1889 τη δικηγορία, καθιστάμενος ευρέως γνωστός για τις ικανότητες και ιδίως για τις γνώσεις του στο μουσουλμανικό δίκαιο. Κατά τα επαναστατικά χρόνια της Κρήτης 1896-1898, ο τουρκικός όχλος σε εκτεταμένα επεισόδια επιτέθηκε στην οικία Στεργιάδη και σκότωσε τα δύο αδέλφια, τον ιατρό Ιωάννη και τον δικηγόρο Θρασύβουλο, που μόλις είχαν επιστρέψει από το Παρίσι. Ο ίδιος ο Αριστείδης φυλακίστηκε το 1905 κατά την Επανάσταση του Θερίσου, από τους Άγγλους, οι οποίοι για μια μεταβατική περίοδο πριν από την ίδρυση της Κρητικής Χωροφυλακής/Πολιτοφυλακής ασκούσαν, με τις άλλες Μεγάλες ∆υνάμεις, εξουσία στην Κρήτη.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-1
Ο Αριστείδης Στεργιάδης στον σταθμό της Φιλαδέλφειας, στη Μικρά Ασία (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Στεργιάδης ήταν μέλος της τεκτονικής στοάς «Αθηνά» και μύησε στον τεκτονισμό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η φιλία των δύο ανδρών σφυρηλατήθηκε κατά την Επανάσταση του Θερίσου και συνεργάστηκαν στη σύνταξη νόμων στο πλαίσιο του αυτόνομου καθεστώτος της Κρητικής Πολιτείας. Ο Στεργιάδης ενεπλάκη στα κοινά, διατελώντας πρόεδρος του ∆ημοτικού Συμβουλίου Ηρακλείου μεταξύ 1900 και 1910. Όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε κυβερνήτης της Ελλάδας από το 1910, φυσικό ήταν να επιθυμεί την αξιοποίηση του φίλου και συναγωνιστή, και η ευκαιρία αυτή δόθηκε μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν ο Στεργιάδης συμμετείχε στην ομάδα εμπειρογνωμόνων που ανέλαβαν τη σύνταξη της ελληνοοθωμανικής Συνθήκης Ειρήνης, τη γνωστή Συνθήκη των Αθηνών, που υπεγράφη στις 13 Νοεμβρίου 1913.

Πρώτη δοκιμασία στην Hπειρο

Σε μια ιδιαίτερη θέση που απαιτούσε λεπτούς πολιτικούς χειρισμούς.

Όταν η Ελλάδα μετά το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης είχε χωριστεί στο Κράτος των Αθηνών και στην Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης, η Ιταλία, εκμεταλλευόμενη τη σύγχυση κι επικαλούμενη στρατηγικούς λόγους, προέβη στη στρατιωτική κατάληψη της Ηπείρου στις αρχές Ιουνίου 1917, οπότε καταλύθηκαν οι ελληνικές Αρχές. Λίγες ημέρες αργότερα, η Ελλάδα ενώθηκε υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, οπότε ένας από τους στόχους που τέθηκε ήταν και η αποχώρηση συμμαχικών στρατευμάτων από όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη της ελληνικής επικράτειας, ώστε η Αθήνα να επανακτήσει τον έλεγχο και την εξουσία σε αυτά. Η κυβέρνηση Βενιζέλου πίεζε για την αποχώρηση των Ιταλών, κάτι που επετεύχθη τελικώς –κατά το μεγαλύτερο μέρος– στις αρχές Σεπτεμβρίου. Ήδη από τα τέλη Αυγούστου ο Αριστείδης Στεργιάδης είχε διοριστεί γενικός διοικητής Ηπείρου, αναλαμβάνοντας ένα λεπτό έργο, καθώς η Ιταλία είχε ιδρύσει τέσσερα προξενεία στην περιοχή και το προσωπικό αυτών κυριολεκτικά οργίαζε εις βάρος των εθνικών συμφερόντων στην ελληνική Ήπειρο.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-2
Η Τριανδρία της Εθνικής Άμυνας (Π. Κουντουριώτης, Ελ. Βενιζέλος, Π. Δαγκλής) στη λαϊκή εικονογραφία της εποχής (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Στεργιάδης έπρεπε να κινηθεί προσεκτικά, με μοναδικό σκοπό την απόδειξη ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε τον απόλυτο έλεγχο στην περιοχή, η οποία θα επανερχόταν κατά το δυνατόν στους συνήθεις ρυθμούς ζωής. Καθώς η μεγαλύτερη πληγή την εποχή εκείνη στην Ήπειρο ήταν το φαινόμενο της ληστείας, ο νέος γενικός διοικητής δραστηριοποιήθηκε έντονα για την εξάλειψή της, υπήρξε άκαμπτος και απολύτως επιτυχής σε αυτή την αποστολή.

Μάλλον φυσιολογικά, στα τέλη Οκτωβρίου 1917, το ∆ημοτικό Συμβούλιο της πόλης των Ιωαννίνων εξέδωσε ψήφισμα αποφασίζοντας να τιμήσει ιδιαίτερα τον γενικό διοικητή: «Ο διά της πατριωτικής και φιλοστόργου εν γένει δράσεώς του υπέρ της προόδου και ευημερίας της Ηπείρου εργαζόμενος, θέλει καταλείπει ημίν τας ευγενεστέρας αναμνήσεις. Επί τη ευκαιρία ταύτη καθήκον μου θεωρώ όπως ο ∆ήμος Ιωαννιτών αποτείων ελάχιστον φόρον ευγνωμοσύνης προς τον ευγενήν και έξοχον τούτον άνδρα, τον περιβάλη διά μιας τιμητικής αναμνήσεως και αφού ούτος κατ’ ουσίαν εκτήσατο εν ταις καρδίαις ημών τον τίτλον του ακραιφνούς πατριώτου και φιλοστόργου διοικητού, προτείνω να ονομάσωμεν αυτόν Επίτιμον ∆ημότην Ιωαννιτών και ονομασθή μια οδός της πόλεως οδός Αριστείδου Στεργιάδου». Εκτός, όμως, από την ανακήρυξή του ως επίτιμου κατοίκου Ιωαννίνων και τη μετονομασία οδού προς τιμήν του, στα τέλη του έτους το κράτος τού απένειμε για τις υπηρεσίες του τον Αργυρό Σταυρό.

Εν μέσω Εθνικού ∆ιχασμού, ο Στεργιάδης ήταν φυσικό να είναι ιδιαίτερα αυστηρός ως προς τους πολιτικά αντίθετους πολίτες, με αποτέλεσμα να του αποδοθεί από τους Ηπειρώτες το προσωνύμιο «Αλή πασάς». Ωστόσο αυτό δεν σήμαινε αυτομάτως την επίδειξη τυφλού μίσους σε οτιδήποτε εθεωρείτο προδοσία, σύμφωνα με τα τότε δεδομένα. Η κρίση του δεν επηρεάστηκε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αμερόληπτη στάση του στην περίπτωση του συνταγματάρχη Σπυρίδωνος Κλαυδιανού, διοικητή της ΙΧ Μεραρχίας Πεζικού, που είχε την έδρα της στα Ιωάννινα. Τον Φεβρουάριο του 1918, η κυβέρνηση Βενιζέλου αποφάσισε να γίνουν στρατιωτικές προαγωγές και ο εν λόγω συνταγματάρχης προβιβάστηκε σε υποστράτηγο. Μερικές ημέρες αργότερα, όμως, οι κατάλογοι προαχθέντων άλλαξαν και ο συνταγματάρχης Κλαυδιανός παρέμεινε στάσιμος. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά δυσάρεστη υπόθεση, που προκάλεσε έκπληξη στο Σώμα των αξιωματικών. Απογοητευμένος, ο συνταγματάρχης έμαθε λίγο μετά ότι η αρχική απόφαση άλλαξε

όταν ο πρωθυπουργός έλαβε τηλεγράφημα από τα Ιωάννινα κάποιου Γ. Καγιά, προέδρου ενός εκ των συλλόγων Φιλελευθέρων (με 20 μέλη). Σε αυτό κατήγγελλε ότι ο μέραρχος δεχόταν στην οικία του βασιλόφρονες οικογένειες και συγκεκριμένα ότι η ανιψιά του δέχθηκε στο σπίτι για τσάι τη θυγατέρα γνωστού βασιλόφρονα, ο οποίος είχε απελαθεί από τα Ιωάννινα, και μάλιστα οι πρόξενοι των Μεγάλων ∆υνάμεων είχαν εξεγερθεί. Ο συνταγματάρχης Κλαυδιανός παρουσιάστηκε στον Βενιζέλο και εξήγησε ότι ο ίδιος δεν πολιτευόταν, απασχολημένος καθώς ήταν με τη διοίκηση της μονάδας του, στην κατοικία του παρέμενε στον κάτω όροφο στο γραφείο του κι ότι η ανιψιά του στον άνω όροφο δεχόταν και περιποιείτο όλους όσοι προσέρχονταν, δίχως να γνωρίζουν λεπτομέρειες, καθώς ήσαν ξένοι και νεοφερμένοι στην πόλη. Τότε ο Βενιζέλος τού αποκάλυψε ότι είχε ζητήσει τη γνώμη του γενικού διοικητή Στεργιάδη, ο οποίος επιβεβαίωσε το συμβάν και σημείωσε απολύτως ειλικρινώς: «Αυτά που σας τηλ/φεί ο Καγιάς περί επεμβάσεως των προξένων είνε ανυπόστατα. Παν ό,τι έπραξεν ο μέραρχος ή η δ/νίς ανεψιά του εγένετο εξ αβλεψίας και επιπολαιότητος, διότι καλώς γνωρίζω ότι ο μέραρχος είνε αφοσιωμένος εις το καθήκον του, καίτοι δεν τον συμπαθώ». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Στεργιάδης παρουσιάστηκε ως ευσυνείδητος κρατικός λειτουργός που διαφωτίζει αμερολήπτως τους πολιτικούς προϊσταμένους, εντέλει όμως ο Βενιζέλος δεν επανόρθωσε την αδικία.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-3
Η κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων με το μνημειακό ρολόι. Φωτ.: Βαγγέλης Κουτσαβέλης.

Η θέση του γενικού διοικητή Ηπείρου εξακολουθούσε και το επόμενο διάστημα –ακόμα και μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου– να απαιτεί λεπτούς πολιτικούς χειρισμούς εκ μέρους του Στεργιάδη. Η Ιταλία εξακολουθούσε να δρα υπονομευτικά στην ελληνική εξωτερική πολιτική, ενώ παρενέβαινε στη Βόρειο Ήπειρο επιχειρώντας να χειραγωγήσει την Αλβανία. Στις προσπάθειες αυτές, οποιαδήποτε αντιπαράθεση με τη Ρώμη θα μπορούσε να δράσει υπονομευτικά στον αγώνα του πρωθυπουργού ως προς τις εθνικές διεκδικήσεις. Τον ∆εκέμβριο του 1919 κι όταν ήδη ο Αριστείδης Στεργιάδης είχε αναλάβει νέα καθήκοντα στη Σμύρνη, η ελληνική κυβέρνηση σκεφτόταν την επέμβαση στη Βόρειο Ήπειρο, αλλά πρόβλημα αποτελούσαν οι τεταμένες σχέσεις με τον Άγγλο και τον Ιταλό πρόξενο στα Ιωάννινα. Ο υπουργός Εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης σε συζήτηση με τον Στεργιάδη τού ζήτησε τη γνώμη του για το πρόσωπο που ενδείκνυτο να τον αντικαταστήσει (υπόθεση που έως τότε εκκρεμούσε). Εκείνος υπέδειξε αδίστακτα τον Αχιλλέα Καλεύρα, ο οποίος πράγματι διορίστηκε από την κυβέρνηση, επιλογή ιδιαίτερα επιτυχής όπως αποδείχθηκε, ενδεικτική του χαρίσματος που είχε ο Στεργιάδης στην επιλογή κατάλληλων προσώπων και συνεργατών.

Προς τη Μεγάλη Ιδέα

Ύπατος Αρμοστής στη Σμύρνη, με κριτήριο μια αμερόληπτη διοίκηση.

Τον Ιανουάριο του 1919, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εξέθεσε ενώπιον του Συνεδρίου Ειρήνης στο Παρίσι τις εθνικές διεκδικήσεις, περιλαμβάνοντας και ευρείες εκτάσεις στη δυτική Μικρά Ασία. Ήδη από τα μέσα Μαρτίου ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε ζητήσει να ενημερωθεί ο Στεργιάδης «ότι αναγκαστικώς δέον αναλάβη διοίκησιν Σμύρνης εάν ως ελπίζω επιδικασθή ημίν αυτή». Πράγματι, στα τέλη Απριλίου η Ελλάδα έλαβε εντολή για αποστολή στρατευμάτων στη Σμύρνη προς προστασία των εκεί πληθυσμών, στην πραγματικότητα, όμως, ως αναγκαστική λύση στην παρεμπόδιση της ιταλικής επέκτασης που αυθαίρετα είχε αρχίσει στα νοτιοδυτικά μικρασιατικά παράλια. Στις 2 Μαΐου αποβιβάστηκαν τμήματα της Ι Μεραρχίας Λαρίσης, τα οποία αντιμετώπισαν προμελετημένη ένοπλη αντίσταση, με αποτέλεσμα την πρόκληση αιματηρών επεισοδίων που συντάραξαν την ελληνική κυβέρνηση. Ο Στεργιάδης ασθενούσε και δεν ήταν σε θέση να παρουσιαστεί εξαρχής, ώστε να αναλάβει τα καθήκοντα του πολιτικού εκπροσώπου της Ελλάδας. Ο Βενιζέλος, αιφνιδιασμένος από τις εξελίξεις, έσπευσε να στείλει έκκληση στον Στεργιάδη τονίζοντάς του: «Εννοείς πολύ καλώς ότι τας ημέρας αυτάς παίζονται εν Σμύρνη εθνικαί τύχαι».

Ο Στεργιάδης κατέφθασε στη Σμύρνη στις 7 Μαΐου και ξεκαθάρισε με τραχύ τρόπο στους προκρίτους της ελληνικής κοινωνίας την απόλυτη ανάγκη υπακοής στα κελεύσματα της ελληνικής κυβέρνησης, παραμερίζοντας πάθη αιώνων από την οθωμανική κατοχή και συνιστώντας την καταλλαγή. Οι αυστηρές εντολές που είχε δώσει ο Βενιζέλος εφαρμόστηκαν καθ’ όλο το διάστημα των πρώτων ημερών και ενδεικτικό της τεταμένης κατάστασης και των συνεχιζομένων επεισοδίων ήταν ότι μεταξύ 3 Μαΐου και 7 Ιουνίου 1919 το έκτακτο στρατοδικείο της Σμύρνης, που συστήθηκε για την επιβολή της τάξης, εξέδωσε τελικά καταδικαστικές αποφάσεις για 205 πολίτες, εκ των οποίων 136 κατά Ελλήνων, 60 κατά Τούρκων και 9 κατά Αρμενίων, όπως και κατά 12 Ελλήνων στρατιωτικών.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-4
1 Μαΐου 1919. Εκατοντάδες Έλληνες της Σμύρνης, ντυμένοι με τα καλύτερα ρούχα τους, συρρέουν στην προκυμαία καθώς στον ορίζοντα διακρίνονται τα ελληνικά πλοία που κατευθύνονται προς την πόλη (HistoricCollection / Alamy / Visualhellas.gr).

Η σχεδόν ταυτόχρονη εκδήλωση τουρκικού εθνικιστικού κινήματος με επικεφαλής τον υποστράτηγο Μουσταφά Κεμάλ, που αποβιβάστηκε στις ακτές του Πόντου, κατέδειξε αμέσως την πάλη που έπρεπε να διεξαγάγει ο Ελληνισμός προκειμένου να επιβληθεί και να εκπληρωθούν τα δίκαιά του μετά τον πόλεμο. Ο ίδιος ο Στεργιάδης σε συνομιλία με τον πρόξενο των ΗΠΑ στη Σμύρνη, Χόρτον, εξέφρασε τον φόβο του ότι, αν η κατάσταση χρόνιζε και ακολουθούσε ελληνοτουρκικός πόλεμος, η χώρα θα εξαντλείτο από την ανάγκη διατήρησης μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, παρομοιάζοντας την όλη προσπάθεια ως μια δεύτερη Σικελική Εκστρατεία.

Παρ’ όλα αυτά, ο Στεργιάδης, προικοδοτημένος με εκλεκτά στελέχη που επάνδρωσαν την Ύπατη Αρμοστεία, το παράρτημα της Εθνικής Τράπεζας και τη Χωροφυλακή, επιδόθηκε στο έργο της εμπέδωσης του αισθήματος ασφάλειας, έργο που είχε φέρει εις πέρας με επιτυχία στην Ήπειρο. Παράλληλα, η μεταπολεμική κατάσταση των περιοχών στις οποίες απλώθηκε ο ελληνικός έλεγχος απαιτούσε τη λήψη δραστικών μέτρων για την οικονομική βοήθεια των κατοίκων, την ιατρική κάλυψη, την περίθαλψη των ορφανών αλλά και το σοβαρότατο έργο της επιστροφής των προσφύγων στις εστίες τους.

Ο ίδιος ο Στεργιάδης, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντα ύπατου αρμοστή, επιδίωξε να εμπεδώσει την εικόνα μιας αμερόληπτης διοίκησης ανεξαρτήτως θρησκείας ή εθνικότητας σε όλους τους κατοίκους, με αποτέλεσμα εκ των πραγμάτων να δυσαρεστηθεί ο εκεί Ελληνισμός, θεωρώντας ότι οι ισορροπίες που επεχειρούντο να επιβληθούν, περιόριζαν την πνοή ελευθερίας που άρχισαν να νιώθουν. Η σύσταση της Ύπατης Αρμοστείας μοιραία έθεσε στο περιθώριο τις επί αιώνες αποκτηθείσες προνομίες των Ελλήνων προκρίτων, καθώς και της Εκκλησίας, που διατηρούσαν άσβεστη έως τότε την εθνική φλόγα. Παράλληλα, ο απόλυτος χαρακτήρας του Έλληνα αρμοστή, η αντικοινωνική συμπεριφορά του, η αυστηρότητα εφαρμογής των κανονισμών και η θεωρούμενη ευμένεια προς το μουσουλμανικό στοιχείο ώθησαν τους Σμυρνιούς να σχηματίσουν τελικά μια αντιπαθητική εικόνα γι’ αυτόν.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-5
Τμήματα της 1ης Μεραρχίας των ελληνικών δυνάμεων στρατωνίζονται στα εγκαταλελειμμένα τουρκικά στρατιωτικά καταλύματα της Σμύρνης (πηγή: Μ. Μεγαλοκονόμος, Η Σμύρνη – Από το αρχείο ενός φωτορεπόρτερ, Ερμής, Αθήνα 1979).

Είναι, όμως, σημαντικό το ότι στην περίπτωση αυτή η αντικοινωνική συμπεριφορά του Στεργιάδη υπήρξε σε μεγάλο βαθμό εκπορευόμενη και από την καθ’ υπερβολήν αίσθηση του καθήκοντος που είχε ως δημόσιος λειτουργός. Για παράδειγμα, ως ύπατος αρμοστής ουδέποτε αποδέχθηκε τις προσκλήσεις που κατά καιρούς τού απηύθυναν οικογένειες της Σμύρνης για διάφορες τυπικού χαρακτήρα κοινωνικές εκδηλώσεις, ώστε να μην υποστεί ποτέ τον πειρασμό και περιέλθει σε αδύναμη θέση, υποχρεούμενος, ίσως, να αποδεχθεί κάποιο προσωπικής φύσης αίτημα οποιουδήποτε.

Η προσωπική σχέση και φιλία με τον πρωθυπουργό επέτρεψε στον Στεργιάδη την απρόσκοπτη εργασία βάσει των ιδεών που είχε ο ίδιος, πάντα, όμως, εντός του πλαισίου της αμερόληπτης διοίκησης που του είχε προδιαγράψει ο Βενιζέλος. Η απόλυτη ελευθερία στις κινήσεις του ίσως τον έκανε περισσότερο εγωκεντρικό, αλαζόνα ή και αυταρχικό απ’ όσο ήταν, ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι η έγκριση της παρουσίας του ελληνικού κράτους στην περιοχή είχε παρασχεθεί από τους Συμμάχους προσωρινά και η περιοχή δεν είχε επιδικασθεί οριστικά στην Ελλάδα. Πάντως, από τις πρώτες ημέρες της ελληνικής κρατικής παρουσίας στη Μικρά Ασία, ο Στεργιάδης επέδειξε την αντιπάθεια και τη χαμηλή εκτίμηση που έτρεφε τόσο για την Εκκλησία όσο και για τον στρατό, κάτι που φαντάζει παράξενο, γιατί αφενός μεν ο θεσμός της Εκκλησίας συμβάδιζε με το έντονο θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων, ενώ και ο στρατός ήταν ο εκπληρωτής των εθνικών ονείρων και εγγυάτο την ελευθερία των πρώην υποδούλων. Ωστόσο, ο Στεργιάδης πίστευε ακράδαντα ότι η πολιτική εξουσία αποτελεί προνόμιο της κυβέρνησης στην οποία υποτάσσονται όλοι, συνεπώς και η Εκκλησία και ο στρατός. Ειδικά δε, καθώς οι λεπτοί πολιτικοί και διπλωματικοί χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου η δυτική Μικρά Ασία να επιδικασθεί επίσημα στο ελληνικό κράτος κατά την επικείμενη υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης, συνδέονταν και επηρεάζονταν άμεσα από την κατάσταση στη Σμύρνη, που είχε τεθεί υπό το μικροσκόπιο των ξένων προξένων και της ξένης προπαγάνδας.

Η επιβολή της ελληνικής παρουσίας

Αναζητώντας ένα πνεύμα μετριοπάθειας, ισονομίας και καταλλαγής.

Με την παράταση της κατάστασης ως προς την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ Συμμάχων και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το καθεστώς της δυτικής Μικράς Ασίας, όπου η Ελλάδα είχε επεκτείνει τον έλεγχό της και πέραν της περιφέρειας της Σμύρνης, παγιωνόταν. Η Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης εξέτεινε τη δραστηριότητά της με ακόμα περισσότερη αποφασιστικότητα, δρομολογώντας μακρόπνοα σχέδια, όπως η ίδρυση Πανεπιστημίου, η επιτάχυνση της επιστροφής των προσφυγοποιηθέντων από το 1914 πληθυσμών, ακόμα και η διενέργεια αρχαιολογικών εργασιών.

Η ταυτόχρονη σταδιακή έξαρση του εθνικιστικού κινήματος των Τούρκων επέβαλλε τη διαρκή μεταφορά στρατιωτικών ενισχύσεων στη Σμύρνη, με αποτέλεσμα στα τέλη του 1919 η ελληνική στρατιά να αριθμεί περίπου 100.000 άνδρες υπό τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μηλιώτη-Κομνηνό. Ωστόσο, ο Στεργιάδης επενέβη, θεωρώντας πως η επιλογή ορισμένων δυναμικών διοικητών πιθανόν να προκαλούσε ένταση που δεν συμβάδιζε με το πνεύμα μετριοπάθειας που επιθυμούσε να προσδώσει η ελληνική πλευρά στη διακυβέρνηση της ελληνικής ζώνης. Ο αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, μετέβη τον Φεβρουάριο του 1920 στη Σμύρνη και ανέλαβε τη διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Το θέμα τέθηκε προς επίλυση από τον πρωθυπουργό, ο οποίος τελικά δικαίωσε τον Στεργιάδη και δεν υλοποιήθηκαν οι μεταθέσεις που σχεδιάζονταν, με μόνη παραχώρηση τη μη αντικατάσταση του επιτελάρχη, συνταγματάρχη Θεόδωρου Πάγκαλου. Όπως συμφωνήθηκε, σε περίοδο επιχειρήσεων ο στρατός θα αναλάμβανε την ευθύνη για τη ζώνη των επιχειρήσεων, η Ύπατη Αρμοστεία δεν θα είχε δικαίωμα επέμβασης στα διοικητικά της στρατιάς, όμως στη διάρκεια παύσης των επιχειρήσεων ο ύπατος αρμοστής Στεργιάδης θα ασκούσε απόλυτο έλεγχο σε όλες τις ελεγχόμενες περιοχές.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-6
Σμύρνη, Οκτώβριος 1920. Ο Αριστείδης Στεργιάδης (αριστερά με πολιτικά) υποδέχεται τον αρχιστράτηγο Λ. Παρασκευόπουλο (δεξιά του στην εικόνα). Δεύτερος από δεξιά ο Θ. Πάγκαλος (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

∆εδομένης της διαρκούς παρενόχλησης των ελληνικών αλλά και των συμμαχικών στρατευμάτων από τους εθνικιστικές του Κεμάλ, οι σχέσεις μεταξύ του αυταρχικού ύπατου αρμοστή και του δυναμικού αρχιστρατήγου θα δοκιμάζονταν σε περίοδο διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων και υπήρχε φόβος επανάληψης περιστάσεων όπου θα απαιτείτο η παρέμβαση του πρωθυπουργού. Την άνοιξη του 1920, οι Σύμμαχοι, οριστικοποιώντας τους όρους της Συνθήκης Ειρήνης, δέχτηκαν την παραμονή της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, όμως ακολούθησαν οι μεγάλες επιθετικές επιχειρήσεις του Ιουνίου, οπότε ο ελληνικός στρατός προέλασε νικηφόρα βόρεια έως την Πάνορμο, φτάνοντας στην Προποντίδα και νότια στη Φιλαδέλφεια.

H μεγάλη εδαφική επέκταση έθετε επιπλέον προκλήσεις για τις ελληνικές Αρχές, όμως η όλη υπόθεση έλαβε νέες διαστάσεις όταν, μετά από έγκριση των Συμμάχων, ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος αποφάσισε να προωθήσει τις ελληνικές δυνάμεις στο βόρειο μέτωπο, καταλαμβάνοντας στις 25 Ιουνίου την Προύσα. Η πόλη αυτή αποτελούσε μια ιδιαίτερη περίπτωση, όχι μόνο εξαιτίας του μεγέθους και της μεγάλης θρησκευτικής σημασίας που είχε για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, αλλά και εξαιτίας της τεράστιας συμβολικής σημασίας της, καθώς ήταν η πρώτη πρωτεύουσα των Οθωμανών. Ωστόσο, είχε προκληθεί αναταραχή στην κυβέρνηση, διότι η εκτέλεση της επιχείρησης άρχισε δίχως να έχει λάβει γνώση ο πρωθυπουργός, ενώ κι ο Αριστείδης Στεργιάδης έμαθε τυχαία από τον Γάλλο σύνδεσμο στο στρατηγείο της Σμύρνης, συνταγματάρχη Ζορζ, για την έγκριση που είχε δοθεί στον Έλληνα αρχιστράτηγο.

Ο εφιάλτης της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας ήταν το ενδεχόμενο επανάληψης επεισοδίων όπως αυτά που είχαν συμβεί την πρώτη ημέρα μετάβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Η μέθη των διαδοχικών νικών θα μπορούσε, σε συνδυασμό με ενδεχόμενη χαλαρότητα και αβλεψία της στρατιωτικής ηγεσίας, να επιτρέψει την εκδήλωση αντιπειθαρχικών κρουσμάτων, λεηλασιών και υπερβασιών κατά του πληθυσμού. Ο Αριστείδης Στεργιάδης αποφάσισε να αναχωρήσει εκτάκτως κι έφτασε την επομένη, όπου, ερχόμενος σε επαφή με τις στρατιωτικές Αρχές, έθεσε τις βάσεις για τα πρώτα δείγματα της ελληνικής παρουσίας. Αμέσως ο στρατός ανέλαβε τη διαφύλαξη της τάξης και των περιουσιών των πολιτών, δεχόταν σε ακρόαση την έκφραση τυχόν παραπόνων πολιτών και αναλάμβανε την άμεση επίλυση ή ικανοποίησή τους, ενώ ο ίδιος ο Στεργιάδης εξέτασε συλληφθέντες αιχμαλώτους και απελευθέρωσε αμέσως τους ηλικιωμένους δίδοντάς τους χρηματική βοήθεια και παράγοντας έτσι αγαθές εντυπώσεις, ενώ ενεπλάκη και στο έργο της περίθαλψης χριστιανών προσφύγων που άρχισαν να συρρέουν από γειτονικές περιοχές, καταδιωκόμενοι από τους Κεμαλικούς.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-7
Η Λέσχη των Κυνηγών στη Σμύρνη, έδρα του ελληνικού στρατηγείου καθ’ όλη τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο ύπατος αρμοστής είχε την ευκαιρία να εκθειάσει με τηλεγράφημα προς τον πρωθυπουργό τη γενικότερη στάση της στρατιωτικής διοίκησης, υποδεικνύοντας όμως ταυτόχρονα την αντιπαραγωγική στάση του αντιστρατήγου Ιωάννου, διοικητή του Σώματος Στρατού Σμύρνης, και του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Μαζαράκη-Αινιάν, διοικητή της Ταξιαρχίας Ξάνθης, οι οποίοι προέβησαν σε δημόσιες δηλώσεις διαβεβαιώνοντας το ελληνικό στοιχείο –δίχως να υφίσταται τέτοιο ενδεχόμενο– για μόνιμη παραμονή του ελληνικού στρατού, καθώς τα εδάφη δεν επρόκειτο να επιδικασθούν στην Ελλάδα και η συγκεκριμένη στρατιωτική δράση εξυπηρετούσε ευρύτερους συμμαχικούς σκοπούς. Περιγράφοντας δε τη γενικότερη κατάσταση στον ευρισκόμενο στο Παρίσι Έλληνα πρωθυπουργό, ανέφερε: «∆ιαγωγή Στρατού απέναντι εχθρού και εγχωρίων πληθυσμών υπήρξεν αρίστη. ∆οθείσα κατεύθυνσις ότι μαχόμεθα κατά Μουσταφά Κεμάλ και οπαδών του και ότι σεβόμεθα και προστατεύομεν τους άλλους και αν ακόμη πολλοί εξ αυτών εκ πλάνης ή βίας συνειργάσθησαν μετά εθνικών οργανώσεων, κατενοήθησαν και ετηρήθησαν αυστηρώς υφ’ όλων αξιωματικών και οπλιτών. ∆ιά τούτο πολλούς αιχμαλώτους ανήκοντας εις περιφερείας υφ’ ημών κατεχομένας αποστέλλω εις τα χωρία των, ίνα ασχοληθώσιν εις τας εργασίας των όσοι είμαι βέβαιος ότι εστρατολογήθησαν βιαία και ότι επιθυμούν να ειρηνεύσουν. Παραλλήλως εγκατέστησα εκ νέου τας οθωμανικάς Αρχάς εις τας νεωστί καταληφθείσας περιφερείας τούθ’ όπερ επίσης συνέτεινε πολύ εις την προς ημάς εμπιστοσύνην των Τούρκων και εις την ταχείαν επαναφοράν της τάξεως».

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, στις 28 Ιουλίου 1920, η Ύπατη Αρμοστεία της Ελλάδας στη Σμύρνη αντικατέστησε στο σύνολό τους τους τοπικούς μουσουλμάνους επικεφαλής και προϊσταμένους που ήταν υπεύθυνοι για τη διοίκηση, αναλαμβάνοντας πλήρως τον πολιτικό έλεγχο της ζώνης της Σμύρνης, αλλά και των πέραν αυτής υπό τον έλεγχο του ελληνικού Στρατού εκτάσεων. Παράλληλα, η ελληνική Αρχή στη δυτική Μικρά Ασία μετονομάστηκε επίσημα σε Ελληνική ∆ιοίκηση Σμύρνης, αλλά ο Στεργιάδης διατήρησε τον τίτλο του ύπατου αρμοστή, ταυτόχρονα με το αξίωμα του υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου που στο μεταξύ του είχε απονεμηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-8
Στιγμιότυπο από τον εορτασμό του Πάσχα σε στρατώνα των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη (Συλλογή Εστίας Νέας Σμύρνης).

Ωστόσο, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Συνθήκης Ειρήνης, η περιοχή δεν ενσωματωνόταν αυτοδικαίως στην ελληνική επικράτεια, όπως συνέβη με την Ανατολική Θράκη. Συγκεκριμένα, η ελληνική πλευρά δέχτηκε να συσταθεί ειδική Βουλή για την περιοχή της Σμύρνης, η οποία μετά από 5 έτη ελληνικής διοίκησης θα είχε το δικαίωμα βάσει ειδικού ψηφίσματος, να ζητήσει από την Κοινωνία των Εθνών την ολοσχερή προσάρτηση στην Ελλάδα.

Οι ξένες προξενικές Αρχές, και ιδίως αυτές των Μεγάλων Δυνάμεων, δεν άργησαν να εκτιμήσουν την πραγματική Ισονομία που είχε επιβάλει ο Στεργιάδης.

Γεγονός όμως ήταν ότι το ελληνικό στοιχείο υστερούσε αριθμητικά, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ελληνικής ∆ιοίκησης Σμύρνης, ανερχόταν σε 425.805 ψυχές, επί συνόλου 1.034.878 κατοίκων. Συνεπώς, και μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο αγώνας της Ελλάδας για απελευθέρωση της περιοχής δεν έληγε. Επιβάλλονταν εξαιρετικά λεπτοί χειρισμοί εκ μέρους των ελληνικών Αρχών και ειδικά του ύπατου αρμοστή, προκειμένου όχι μόνο να συνεχίσει το γενικότερα εθνικό και ανορθωτικό έργο που είχε αναληφθεί, αλλά και σε βάθος χρόνου να εμπεδώσει την εμπιστοσύνη του μουσουλμανικού στοιχείου προσελκύοντας την εύνοιά του, έως την παρέλευση της πενταετίας. Σε κάθε περίπτωση, οι ξένες προξενικές Αρχές, και ιδίως αυτές των Μεγάλων ∆υνάμεων, δεν άργησαν να εκτιμήσουν την πραγματική ισονομία που είχε επιβάλει ο Στεργιάδης, ο οποίος αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για ένα θετικό αποτέλεσμα στην όλη προσπάθεια.

Αλλαγή σκηνικού

Παραμονή του Στεργιάδη παρά τη νίκη των αντιβενιζελικών.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920 αιφνιδίασε τους πάντες. Ο Βενιζέλος απέστειλε τηλεγράφημα στον Στεργιάδη, εξορκίζοντάς τον, επικαλούμενος τον πατριωτισμό και την προσωπική τους φιλία, να παραμείνει στη θέση του, αν το ζητούσε η νέα κυβέρνηση. Πράγματι, ο ύπατος αρμοστής Σμύρνης υπέβαλε τυπικά την παραίτησή του, αλλά ο πρωθυπουργός ∆ημήτριος Ράλλης τον παρακάλεσε να εξακολουθήσει να ασκεί τα καθήκοντά του. Η περίπτωση αυτή υπήρξε κλασικό παράδειγμα συνέχειας του κράτους και θα ήταν ευτύχημα αν η εφαρμογή του ήταν ευρύτερη κατά τη διάρκεια εκείνων των δύσκολων χρόνων.

Η εμπιστοσύνη του Λαϊκού Κόμματος στον Στεργιάδη δεν πήγαζε μόνο από το μεγάλο κύρος που έχαιρε στους διπλωματικούς αντιπροσώπους των Μεγάλων ∆υνάμεων στη Σμύρνη, αλλά και από το γεγονός ότι, παρόλο που ήταν φίλος του Βενιζέλου, παρέμενε μακριά από τις διαμάχες, τις διεργασίες και τις μικροκομματικές αθλιότητες, μη διστάζοντας να καυτηριάζει και να επιδεικνύει την απέχθειά του προς αυτές.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-9
Από την υποδοχή του βασιλιά Κωνσταντίνου στη Σμύρνη, το 1921. Διακρίνονται στο κέντρο ο Αριστείδης Στεργιάδης με ημίψηλο και ο αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας. Δωρεά Φ. Μαυρίδη (Μουσείο Μπενάκη/Φωτογραφικά Αρχεία).

Κατά τη διάρκεια του 1921, όλος ο Ελληνισμός κρατούσε την αναπνοή του, αναμένοντας το αποτέλεσμα των εκτεταμένων επιχειρήσεων που διεξάγονταν στη Μικρά Ασία. Το αποτέλεσμα ήταν μάλλον ισόπαλο, καθώς ο ελληνικός Στρατός δεν κατάφερε να αλώσει την κεμαλική πρωτεύουσα και συμπτύχθηκε, δίχως να απειλείται σοβαρά, σε μία ευρεία γραμμή, ελέγχοντας μία ζώνη 80.700 τετραγωνικών χιλιομέτρων.

Το κρίσιμο ερώτημα ήταν αν η Ελλάδα θα μπορούσε να αντέξει δίχως παροχή έξωθεν βοήθειας. Προκειμένου να διατηρηθεί η Στρατιά Μικράς Ασίας, η κυβέρνηση ∆ημητρίου Γούναρη ψήφισε τον Μάρτιο του 1922 αναγκαστικό δάνειο, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα. Παράλληλα, οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν οδήγησαν σε προτάσεις των Συμμάχων προς τις εμπόλεμες πλευρές, καμία εκ των οποίων δεν τις αποδέχθηκε.

Η κατάσταση παρατεινόταν και σε αυτό το πλαίσιο βενιζελικοί κύκλοι, ερχόμενοι σε επαφή με ομοϊδεάτες τους στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στη Σμύρνη, προώθησαν ένα σχέδιο αυτονόμησης της Μικράς Ασίας, με πρωταγωνιστή τον αρχιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα, ο οποίος θα δεχόταν αυθόρμητη έκκληση των Μικρασιατών επαναστατώντας, με την Στρατιά να αποκόπτει τους δεσμούς της από το ελληνικό κράτος. Όταν ζητήθηκε η γνώμη του Βενιζέλου, αυτός υπέδειξε ως μόνο ενδεδειγμένο πολιτικό τον Αριστείδη Στεργιάδη. Όμως, εκείνος αρνήθηκε, θεωρώντας αδιανόητο να προδώσει την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης, που του είχε αναθέσει τη διαχείριση των κρίσιμων μικρασιατικών υποθέσεων. Παράλληλα, κατήγγειλε τον αρχιστράτηγο Παπούλα, καθώς η Στρατιά είχε βυθιστεί σε οικονομικά σκάνδαλα ως προς την τροφοδοσία της, ενώ δρούσε παρασκηνιακά ερχόμενος σε επαφές με τους αυτονομικούς κύκλους, δίχως να ενημερώνει την Αθήνα.

Στις αρχές Μαΐου του 1922, σχηματίστηκε κυβέρνηση συνεργασίας ∆ημητρίου Γούναρη και Νικολάου Στράτου, υπό την πρωθυπουργία του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη. Ο αρχιστράτηγος αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Γεώργιο Χατζανέστη και εκπονήθηκε σχέδιο για άρση του διπλωματικού αδιεξόδου. Στην Ανατολική Θράκη θα συγκεντρώνονταν μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις, κάνοντας πειστικό ένα μελλοντικό εγχείρημα προς την Κωνσταντινούπολη, ώστε να ενισχυθεί η ελληνική θέση εκεί. Στη δυτική Μικρά Ασία, αποφασίστηκε η αυτονόμηση της περιοχής, αλλά μετά από υπόδειξη του Στεργιάδη η πρωτοβουλία θα προερχόταν από την ελληνική κυβέρνηση, παραχωρώντας όλα τα δικαιώματά της στους χριστιανικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς, οι οποίοι θα οργάνωναν τις πολιτικές και στρατιωτικές τους δυνάμεις με την επικουρία του ελληνικού Στρατού. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού, σημαντική παράμετρος ήταν η σύμπτυξη των στρατευμάτων σε μια νοητή γραμμή ανατολικά του άξονα Κίος-Φιλαδέλφεια, οριοθετώντας το νέο κράτος που περιλάμβανε τον κύριο όγκο των χριστιανικών πληθυσμών και θα επέτρεπε την αποστράτευση μέρους των εφέδρων.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-10
Κιουτάχεια, 8 Ιουλίου 1921. Ο αρχιστράτηγος Αν. Παπούλας με τους επιτελείς του (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).

Στα μέσα Ιουλίου και αφού είχαν σταλεί ενισχύσεις στη Θράκη, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε στους Συμμάχους ότι, δεδομένης της αποτυχίας των διπλωματικών διεργασιών, θεωρούσε εαυτήν ελεύθερη προς ανεξάρτητη δράση, αφήνοντας υπονοούμενο για προέλαση προς Κωνσταντινούπολη. Οι Σύμμαχοι κινητοποιήθηκαν και, αφού ανεστάλησαν τα σχέδια προέλασης, εγκαινιάστηκαν συνεννοήσεις για τη σύγκληση ενός τελικού συνεδρίου ειρήνης.

Ταυτόχρονα, στη δυτική Μικρά Ασία, ανακοινώθηκε η παραχώρηση από την ελληνική κυβέρνηση όλων των δικαιωμάτων της, οπότε ο ύπατος αρμοστής αναλάμβανε να οργανώσει το νέο αυτόνομο κράτος. Οι αντιπρόσωποι της Ελληνικής ∆ιοίκησης σε Προύσα, Μπαλικεσίρ, Φιλαδέλφεια, Θείρες και Αϊδίνι κλήθηκαν στα τέλη Ιουλίου στη Σμύρνη για τον συντονισμό της περαιτέρω δράσης. Ο Στεργιάδης ανακοίνωσε στην κυβέρνηση ότι θα προέβαινε στην εξαγγελία των πρώτων μέτρων στις αρχές Αυγούστου και ζήτησε βοήθεια με την απόσπαση διοικητικών υπαλλήλων στη Σμύρνη για περίοδο δύο μηνών, ώστε να ολοκληρωθεί η επεξεργασία όλων των νομικών πτυχών.

Μια τυχαία ασθένεια του Στεργιάδη προκάλεσε καθυστέρηση, αλλά ήταν πλέον αργά. Η μεγάλη κεμαλική επίθεση στις 13 Αυγούστου 1922 ανέτρεψε αυτά τα σχέδια, καθώς κατάφερε ένα συντριπτικό πλήγμα στον μόνο ουσιαστικό εγγυητή της ελευθερίας των χριστιανικών πληθυσμών: τη Στρατιά Μικράς Ασίας. Η προστατευτική ασπίδα των τελευταίων τριάμισι ετών κατέρρευσε εντός λίγων ημερών.

Ο Στεργιάδης άρχισε από τις 17 Αυγούστου να στέλνει τηλεγραφήματα στην κυβέρνηση, για την, κατά τη γνώμη του, σοβαρή κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την εγκατάλειψη του Αφιόν Καραχισάρ τη δεύτερη ημέρα των επιχειρήσεων και την εν συνεχεία σύμπτυξη της Στρατιάς. Ο ίδιος εξέφραζε φόβους για διείσδυση κεμαλικών δυνάμεων από το μέτωπο του Μαιάνδρου ποταμού, προς κατάληψη της Σμύρνης, ζητώντας την αποστολή ενισχύσεων και στόλου στη Σμύρνη, ώστε να αποτραπεί ένα τέτοιο σενάριο. Παράλληλα, είχε επαφές με αξιωματικούς του Επιτελείου της Στρατιάς οι οποίοι διαφωνούσαν με τον αρχιστράτηγο Χατζανέστη, θεωρώντας πως η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο. ∆εν δίστασαν μάλιστα να στείλουν ανώνυμο τηλεγράφημα στην Αθήνα με έκκληση για την αντικατάστασή του. Η κυβέρνηση, αμήχανη, ζήτησε ενημέρωση από τον Στεργιάδη και αυτός, εκφράζοντας την άποψή του, διευκρίνισε ότι δεν προέκυπταν ευθύνες και η καταστροφή ήταν αναπότρεπτη, αλλά σε κάθε περίπτωση η αλλαγή διοίκησης πιθανόν να ενθάρρυνε τους άνδρες.

Ταυτόχρονα, ο ύπατος αρμοστής κινητοποιήθηκε, προβαίνοντας σε ανεπίσημα διαβήματα στους προξένους των ΗΠΑ και της Αγγλίας, ώστε να παρέμβουν οι κυβερνήσεις τους διατάζοντας ναυτικά αγήματα να εξέλθουν στη στεριά και να σχηματίσουν έναν προστατευτικό κλοιό, ενώ πρότεινε στην κυβέρνηση να ζητηθεί η παρέμβαση των Μεγάλων ∆υνάμεων προς σύναψη εκεχειρίας, προκειμένου να αποσυρθούν οι στρατιωτικές δυνάμεις με συντεταγμένο τρόπο.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-11
Έλληνες στρατιώτες στο φρουραρχείο του Αφιόν Καραχισάρ (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο αρχιστράτηγος ενημέρωσε πως θα επεδίωκε τη σύμπτυξη της Στρατιάς ανατολικά της Φιλαδέλφειας, όπου τα όρια του σχεδιαζόμενου αυτόνομου κράτους, οπότε και ο Στεργιάδης διέταξε πολιτικές αρχές και Χωροφυλακή των περιοχών που θα εκκενώνονταν να ετοιμαστούν προς μεταφορά στη ζώνη των Σεβρών, ζητώντας να μην ενημερωθούν οι κάτοικοι, προκειμένου αφενός να μην παρακωλυθούν οι στρατιωτικές μεταφορές, αφετέρου να μην προκληθεί εσωτερικό προσφυγικό κύμα προς τη Σμύρνη. Ωστόσο, καθώς τις επόμενες ημέρες η κατάσταση παρέμενε κρίσιμη και πληθυσμοί από την επαρχία άρχισαν να συρρέουν στη Σμύρνη, από τις 21 Αυγούστου πολλοί προνοητικοί κατέφευγαν σε νησιά του Αιγαίου με ακτοπλοϊκά δρομολόγια. Σε αυτό το πλαίσιο, στις 22 Αυγούστου, ο Στεργιάδης εισηγήθηκε την απαγόρευση απόπλου του πληθυσμού, ώστε να μη δημιουργηθεί πανικός, τη στιγμή που ούτε επαρκή μέσα υπήρχαν, ενώ διατηρείτο και η ελπίδα ότι, με τη διαμεσολάβηση και την παρέμβαση των Μεγάλων ∆υνάμεων, θα εξασφαλιζόταν η ηρεμία στην πόλη. Αν και δόθηκε έγκριση, ωστόσο δεν εκδόθηκε και σχετική εντολή, καθώς οι εξελίξεις ήταν κατακλυσμιαίες. Στις 23 Αυγούστου, οι ΗΠΑ απάντησαν αρνητικά στην έκκληση Στεργιάδη, ενώ την ίδια ημέρα η Αθήνα, που είχε ενημερώσει το Λονδίνο για μεσολάβηση των ∆υνάμεων προκειμένου να συναφθεί ανακωχή, έλαβε σύσταση του Βρετανού πρωθυπουργό να μην βιαστεί να λάβει αποφάσεις. Ως εκ τούτου, στις 24 Αυγούστου κατέφθασαν στη Σμύρνη ο υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης με τον αντιστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο, προκειμένου να αντικατασταθεί ο αρχιστράτηγος και να καταβληθεί μια τελευταία προσπάθεια αντίταξης άμυνας περιμετρικά της πόλης.

Ο Στεργιάδης εισηγήθηκε την απαγόρευση απόπλου του πληθυσμού, ώστε να μη δημιουργηθεί πανικός, τη στιγμή που δεν υπήρχαν επαρκή μέσα, ενώ διατηρείτο και η ελπίδα ότι θα εξασφαλιζόταν η ηρεμία στην πόλη.

Εν τέλει αποδείχθηκε ότι οι Μεγάλες ∆υνάμεις δεν είχαν την πρόθεση να διακινδυνεύσουν τις σχέσεις τους με τον θριαμβευτή Κεμάλ, ενώ και ο Στρατός δεν σταμάτησε ούτε μία ημέρα την υποχώρησή του, αμυνόμενος σε κάποιο σημείο. Η φυγή ήταν ασυγκράτητη και ο χρόνος ελάχιστος, οπότε τα μεσάνυκτα 24/25 Αυγούστου αποφασίστηκε η εκκένωση. Τα επιταχθέντα πλοία προορίζονταν για τη μεταφορά του Στρατού, ο οποίος είχε προτεραιότητα για να μεταφερθεί στην Ανατολική Θράκη, οπότε ο Στεργιάδης, προκειμένου να διευκολυνθεί η αναχώρηση όσων είχαν σπεύσει να αναχωρήσουν ακτοπλοϊκώς, ή έφευγαν με μικρά πλωτά προς τα νησιά του Αιγαίου, ήρε τους υφιστάμενους από τα πρώτα έτη της ελληνικής παρουσίας στην Μικρά Ασία περιορισμούς, που απαιτούσαν την ύπαρξη διαβατηρίων ή ειδικών αδειών. Τελικά, έως τις 5 Σεπτεμβρίου, οπότε τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα εγκατέλειψαν την Ιωνία, εκτός των περίπου 200.000 στρατιωτών, διεσώθησαν άνω των 200.000 Μικρασιατών, δηλαδή περίπου το ένα τρίτο των Ελλήνων που διαβιούσαν στην ελληνική ζώνη.

Επίλογος και ευθύνες

Η στάση του απέναντι στο τουρκικό στοιχείο και κατά την εκκένωση της Σμύρνης.

Η αναγγελία της κάμψης του ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καραχισάρ και η υποχώρηση προκάλεσαν πολιτικούς τριγμούς στην Αθήνα, οπότε κατέστη αναγκαία η κυβερνητική αλλαγή που θα προσέδιδε νέα δυναμική. Το όνομα του Στεργιάδη προτάθηκε από ορισμένους για ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης, ως κοινά αποδεκτής διαπαραταξιακά προσωπικότητας.

Τελικά, με την επικράτηση της Επανάστασης Πλαστήρα-Γονατά, ο βενιζελικός Τύπος άρχισε, όπως ήταν φυσικό, την εκτόξευση κατηγοριών στην αντιβενιζελική παράταξη για την «προδοσία» στη Μικρά Ασία και μεταξύ αυτών περιέλαβε και τον Στεργιάδη. Παρόλο που ήταν φίλος και έμπιστος συνεργάτης του Βενιζέλου, η απροθυμία του να στηρίξει τα αυτονομιστικά σχέδια της Άμυνας Κωνσταντινουπόλεως και γενικότερα οι βαριές κατηγορίες που μετέφερε ο κόσμος της Σμύρνης επέβαλαν την υιοθέτηση και την περαιτέρω ανάδειξή τους προς την κοινή γνώμη. Άλλωστε, η Επανάσταση θεώρησε ορθό να ανακοινώσει νωρίς τον σχεδιασμό για διεξαγωγή εκλογών τον ∆εκέμβριο του 1923 και από τον Οκτώβριο άρχισε να εκδίδει εκλογικά βιβλιάρια στους πρόσφυγες. Την ίδια στιγμή, ούτε ο Βενιζέλος προέβη σε οποιαδήποτε δημόσια δήλωση στήριξης του φίλου του.

Ο ύπατος αρμοστής ήταν ο τελευταίος πολιτικός εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους που εγκατέλειψε τη Σμύρνη και επέβη επί βρετανικού θωρηκτού, από όπου εν συνεχεία μεταφέρθηκε με αντιτορπιλικό στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί, μετέβη ακτοπλοϊκώς στη Ρουμανία κι εν συνεχεία σιδηροδρομικώς στο Παρίσι. Στο μεταξύ, στην επαναστατημένη Αθήνα, η κυβέρνηση απέστειλε τηλεγράφημα στην πρεσβεία στο Παρίσι να ειδοποιήσει τον Στεργιάδη, «ίνα κατέλθη εις Ελλάδα και παρουσιασθή ενώπιον της Επαναστατικής Επιτροπής μέχρι της 15ης Οκτωβρίου, προκειμένου να λογοδοτήση επί ζητημάτων αφορώντων την διοίκησίν του».

∆εν φαίνεται να υπήρξε κάποια ανταπόκριση από αυτόν, αλλά οι διαδικασίες που είχαν κινηθεί εναντίον του –είχε σχηματιστεί δικογραφία– δεν συνεχίστηκαν, καθώς στις 8 Ιανουαρίου 1923 η Επανάσταση εξέδωσε διάταγμα με το οποίο παρεχόταν αμνηστία όλων των πολιτικών αδικημάτων, συνεπώς κάθε ενδιαφέρον για τον πρώην ύπατο αρμοστή Σμύρνης έπαυσε έκτοτε.

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-12
Εξώφυλλο στο λαϊκό μυθιστόρημα του Γ. Τσουκαλά Ο τύραννος της Σμύρνης Αριστείδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου (πηγή: Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Σμύρνη 1919-1922 – Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσόστομου, Μεταίχμιο, Αθήνα 1919).

Στο μεταξύ, ο Στεργιάδης είχε εγκατασταθεί μόνιμα στη Νίκαια, όπου περνούσε μια ήρεμη μοναχική ζωή. Κατά καιρούς δεχόταν επισκέψεις από βενιζελικούς πολιτευτές, αλλά και τον ίδιο τον Βενιζέλο, με τον οποίο όμως φαίνεται ότι ψυχράνθηκαν και δεν είχαν ποτέ ξανά άλλη επαφή. Συχνά τον επισκεπτόταν ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο αρχηγός της Επανάστασης, κάτι που ίσως προκαλεί εντύπωση, καθώς η γνωριμία τους εντοπίζεται όταν κατά την περίοδο 1921-1922 είχαν συνεννοήσεις για οργάνωση αυτονομιστικού κινήματος στη Σμύρνη, με εξέγερση του εκεί Στρατού. Ως εκ τούτου, ο «καταστροφέας» του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατά τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, υπήρξε αναπάντεχα οικείο και αγαπητό πρόσωπο για σημαίνοντες βενιζελικούς, κάτι που φαντάζει παράδοξο.

Ένα ερώτημα που διατυπώθηκε ήταν από πού συντηρείτο οικονομικά ο Στεργιάδης, το οποίο, στο πλαίσιο συνωμοσιολογίας, βρήκε απάντηση στο ότι υπήρξε έμμισθος πράκτορας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Φυσικά, η αλήθεια είναι απλούστερη, καθώς, πέραν του γεγονότος ότι ο Στεργιάδης είχε ισχυρές γνωριμίες, ο ίδιος είχε ασχοληθεί με οικονομικές επενδύσεις. Ενδεικτικά, οι κληρονόμοι του, μεταξύ άλλων, μοιράστηκαν ποσό 11.910 λιρών Αγγλίας, από ομολογίες δανείου του ελληνικού κράτους.

Τα επόμενα χρόνια, ο Στεργιάδης εντοπίστηκε από Έλληνες δημοσιογράφους και έγινε δυνατή η εκμαίευση ορισμένων αποσπασματικών απαντήσεων σε ερωτήματα. Τον Φεβρουάριο του 1927, ο δημοσιογράφος Kώστας Ουράνης για την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος είχε ολιγόλεπτη συζήτηση με τον Στεργιάδη. Τον Ιανουάριο του 1930, ο απεσταλμένος της εφημερίδας Πατρίς Α. Αποστολόπουλος είχε συνέντευξη, η οποία δημοσιεύθηκε, και παρότι δεσμεύτηκε έναντι του αρμοστή να εκθέσει μόνο ορισμένα σημεία, η εφημερίδα προσέθεσε επιπλέον στοιχεία, ενώ προέβη και σε εκτενή δική της ανάλυση ως προς τα γεγονότα, οπότε είναι φανερό ότι εντασσόταν στο πλαίσιο στοχευμένης ενημέρωσης των αναγνωστών της. Ωστόσο, πλέον αξιόπιστα στοιχεία παρέχει πρόσφατα ανακαλυφθέν υλικό από περιορισμένο αρχείο του Αριστείδη Στεργιάδη, το οποίο περιέχει και εν είδει απολογίας την άποψή του σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα.

Το πλέον επίμαχο ήταν αυτό της καταπίεσης και της διάκρισης των ελληνικών χριστιανικών πληθυσμών απέναντι στο τουρκικό στοιχείο. Ο Στεργιάδης απάντησε ότι η Ελλάδα μετέβη στη Σμύρνη προκειμένου να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί, μετά από άδεια των Συμμάχων, δίχως οποιαδήποτε εκ μέρους τους μελλοντική δέσμευση. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε τηλεγραφικώς ενημερώσει τους προύχοντες της Σμύρνης ότι επρόκειτο να αποβιβαστεί Στρατός, αλλά αυτό δεν έπρεπε να θεωρηθεί ευκαιρία εκδικήσεων κατά των Τούρκων, αλλάζοντας ρόλο και από καταπιεζόμενοι οι Έλληνες να καταστούν καταπιεστές, καθώς τότε η Ελλάδα θα αναγκαζόταν να αποχωρήσει ταχέως. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρωθυπουργός είχε αποστείλει αλλεπάλληλα τηλεγραφήματα στον ύπατο αρμοστή για τήρηση ακέραιης στάσης. «Το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Σμύρνης παρήκουσαν αμέσως εν αρχή τας συμβουλάς του κ. Βενιζέλου, η ανθελληνική προπαγάνδα των Ιταλών, η ανάγκη της εξουδετερώσεως των εκ των σκηνών της αποβιβάσεως εντυπώσεων και η προσήλωσις εις τας οδηγίας του κ. Βενιζέλου, αλλά και αυτή έτι η ανάγκη των πραγμάτων, εξηνάγκασαν τον ύπατον αρμοστήν να λάβη μέτρα τοιαύτα, άτινα, μακράν του να είναι πιεστικά, ήσαν τοιαύτα ώστε να εξανάγκωσι τους χριστιανούς να μεταβάλωσι την έναντι των Τούρκων στάσιν των και να πείσωσι τόσον τους Τούρκους όσον και τους ξένους, ότι η ελληνική διοίκησις ήτο διοίκησις ισονομίας και ισοπολιτείας».

Όταν, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, υπήρχε η ρήτρα για πενταετή περίοδο πριν διεξαχθεί δημοψήφισμα, ως προς το μελλοντικό καθεστώς της Σμύρνης, η εφαρμογή της ίδιας πολιτικής ήταν μονόδρομος. «Προφανές γίνεται εκ τούτου ότι η επιτυχία του έργου του υπάτου αρμοστού θα εκρίνετο εκ της επιτυχίας του δημοψηφίσματος». Έχοντας δε υπ’ όψιν του τα κατά καιρούς δημοσιεύματα με περιστατικά και αφηγήσεις συμβάντων που εξογκώνονταν από τις εφημερίδες προς επηρεασμό της κοινής γνώμης, κατέληγε: «Μικροεπεισόδια λαβόντα χώραν κατά την εφαρμογήν τοιούτου γενικού προγράμματος δεν δύνανται να δώσωσιν αφορμήν μομφής κατά της τοιαύτης πολιτικής».

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-13
Εκατοντάδες Έλληνες στην προκυμαία της Σμύρνης, επιζητώντας τρόπο να απομακρυνθούν από τη φλεγόμενη πόλη και να επιβιβαστούν στα πλοία που βρίσκονται στο λιμάνι (Bettmann/Getty Images/Ideal Image.

Ως προς την εκκένωση του πληθυσμού κατά τον Αύγουστο του 1922, εξηγεί ότι αφενός ο χρόνος ήταν περιορισμένος, αφετέρου λιγοστά ήταν και τα μέσα μεταφοράς, ενώ προτεραιότητα έλαβε η εκκένωση του Στρατού. Σε κάθε περίπτωση, δεν παρεμπόδισε τη φυγή των πολιτών, αλλά αντίθετα τη διευκόλυνε με την κατάργηση οποιασδήποτε διατύπωσης περί κατοχής διαβατηρίου ή ειδικής άδειας.

Στο αρχειακό υλικό παρουσιάζεται και μια εντυπωσιακή αποκάλυψη από τον Στεργιάδη. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται πως, διαβλέποντας το αδιέξοδο στο Μικρασιατικό Ζήτημα, ήδη από τον Μάρτιο του 1921, συμβούλευσε τους Φιλελεύθερους –αν και αντιπολιτευόμενοι– να αναλάβουν την ευθύνη της εκκένωσης, προωθώντας την ιδέα μέσω του Τύπου. Εξηγούσε τότε και στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση ότι, αν η εκκένωση γινόταν έγκαιρα και εκουσίως, ο Στρατός θα αποσυρόταν ακέραιος με όλο το υλικό και τον εξοπλισμό του, ο πληθυσμός θα έφευγε συντεταγμένα με μέρος της περιουσίας του στρέφοντας την προσοχή στην Ανατολική Θράκη. Φυσικά θα ακολουθούσε κυβερνητική μεταβολή, όμως τα πλεονεκτήματα θα ήταν σαφώς περισσότερα, από μια άτακτη –όπως και συνέβη– αποχώρηση.

Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι, στα απολογητικά του σημειώματα, παρουσιάζονται και ανακριβείς θέσεις, όπως ότι ο ίδιος παρείχε πληροφορίες στη Στρατιά για την επικείμενη κεμαλική επίθεση, αλλά ο αρχιστράτηγος Χατζανέστης αδιαφορούσε, με αποτέλεσμα να τον καταγγείλει, ενώ είχε ζητήσει και την αποστολή πλοίων για την αποχώρηση του πληθυσμού. Ως προς το πρώτο σκέλος, διαψεύδεται εύκολα, καθώς το αρχειακό υλικό αποκαλύπτει ότι οι πληροφορίες του Στεργιάδη δεν αφορούσαν μεγάλης κλίμακας επίθεση στο μέτωπο, αλλά εγχείρημα από το μέτωπο του Μαιάνδρου ποταμού, κάτι που δεν συνέβη. Επιπλέον, υπάρχουν τηλεγραφήματα του ιδίου προς την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, που αναφέρουν την ανάγκη έλευσης πολεμικών πλοίων και στρατιωτικών ενισχύσεων προς προστασία της Σμύρνης και όχι προς μεταφορά του πληθυσμού.

«Η Ελληνική Αρμοστεία Σμύρνης επετέλεσε με αφοσίωση το έργο της, που ήταν βαρύ και άχαρο μα, συνάμα, πατριωτικό και τεράστιας σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα».

Ανεξαρτήτως της επικρατούσας άποψης για το πρόσωπο του Αριστείδη Στεργιάδη, για το πόσο καλό ή κακό έκανε στην εθνική υπόθεση του Ελληνισμού, ίσως η πλέον ψύχραιμη και δίκαιη ιστορική αποτίμηση διατυπώθηκε από την εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος με αφορμή τη συμπλήρωση πεντηκονταετίας από την καταστροφή: «Αν θέλουμε όμως να είμαστε αντικειμενικοί, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η Ελληνική Αρμοστεία Σμύρνης επετέλεσε με αφοσίωση το έργο της, που ήταν βαρύ και άχαρο μα, συνάμα, πατριωτικό και τεράστιας σημασίας για τα εθνικά συμφέροντα. Κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν, μόνο ο στυγνός και ρεαλιστικός Στεργιάδης ήταν κατάλληλος για τη θέση του ύπατου αρμοστή. Με την πολιτική που ακολούθησε όχι μόνο δεν έβλαψε, αλλά αντίθετα ωφέλησε την ελληνική υπόθεση».

Αριστείδης Στεργιάδης – Τεχνοκράτης ή παρανοϊκό τέρας;-14
Σκίτσο του Αριστείδη Στεργιάδη (πηγή: Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Σμύρνη 1919-1922 – Αριστείδης Στεργιάδης εναντίον Χρυσόστομου, Μεταίχμιο, Αθήνα 1919).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT