Ο Τοχτάμις, ο οποίος ανήκε στον Οίκο των Μπορτζίγκιν, με την καταγωγή του να φτάνει μέχρι τον περίφημο Τζένγκις Χαν, ανήλθε στην εξουσία σε μια ταραχώδη περίοδο.
Η Χρυσή Ορδή είχε αποδυναμωθεί αρκετά ύστερα από μια μακρά περίοδο εσωτερικών συγκρούσεων και διχασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των νεανικών του χρόνων πολεμώντας εναντίον του ξαδέλφου του πατέρα του, Ούρους Χαν, και των γιων του. Μόνο με τη βοήθεια του πολέμαρχου Τιμούρ κατάφερε σταδιακά να γίνει ένας ισχυρός μονάρχης, εδραιώνοντας την εξουσία του και στις δύο πτέρυγες της Χρυσής Ορδής – ανατολική και δυτική.
Ενθαρρυμένος από αυτήν του την επιτυχία, καθώς και από την παράλληλη αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού και του πλούτου που είχε στη διάθεσή του, ο Τοχτάμις θα ξεκινούσε δύο χρόνια περίπου μετά την άνοδό του στον θρόνο της Χρυσής Ορδής, μια εκστρατεία εναντίον των ρωσικών πριγκιπάτων.
Η πολιορκία της Μόσχας το 1382 υποκινήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, από την επιθυμία του Τοχτάμις Χαν να τιμωρήσει τη Μοσχοβία (ή αλλιώς Μεγάλο Πριγκιπάτο της Μόσχας) ύστερα από τη Μάχη του Κουλίκοβο, το 1380, στην οποία είχαν επικρατήσει οι Ρώσοι. Στην πραγματικότητα, ήθελε να καταστήσει τη Μόσχα παράδειγμα για το τι θα συνέβαινε αν κάποιος τολμούσε να αψηφήσει την κυριαρχία των Μογγόλων επί των πριγκιπάτων. Ο Τοχτάμις συμμάχησε με τους πρίγκιπες του Τβερ, του Ριαζάν και του Νίζνι Νόβγκοροντ εναντίον της Μοσχοβίας ώστε να εξαπολύσει μια αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον της Μόσχας.
Στις 23 Αυγούστου έφτασε μπροστά από τα τείχη της πόλης. Εκείνη την εποχή, ο πρίγκιπας Ντμίτρι Ντόνσκοϊ δεν βρισκόταν στη Μόσχα. Ως αποτέλεσμα, η άμυνά της έμεινε στα χέρια του λαού και μιας μικρής φρουράς. Εχει καταγραφεί στις μαρτυρίες της εποχής ότι οι κάτοικοι χρησιμοποίησαν παραδοσιακά όπλα όπως βέλη και βραστό νερό, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιήθηκαν και κάποια πρώιμα πυροβόλα όπλα με μπαρούτι.
Η πόλη της Μόσχας κάηκε ολοσχερώς, ενώ πολλοί επιζώντες αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στη Χρυσή Ορδή ως σκλάβοι
Οι πρίγκιπες του Νίζνι Νόβγκοροντ, οι οποίοι ήταν κουνιάδοι του Ντμίτρι Ντόνσκοϊ, ξεγέλασαν τους Μοσχοβίτες ώστε να παραδώσουν την πόλη. Σύμφωνα με εκείνους, ο Τοχτάμις υποσχόταν ότι είχε ειρηνικές προθέσεις και ότι αν αυτοί του παραδίδονταν, τότε θα γλίτωναν. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συνέβη: μόλις άνοιξαν οι πύλες της πόλης, τρεις μέρες αργότερα, οι μογγολικές δυνάμεις εισέβαλαν και προχώρησαν σε μια βάναυση σφαγή.
Καταστράφηκαν κτίρια, λεηλατήθηκαν τιμαλφή και έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες κάτοικοι. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε περίπου 24.000. Η πόλη της Μόσχας κάηκε ολοσχερώς, ενώ πολλοί επιζώντες αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στη Χρυσή Ορδή ως σκλάβοι. Στη συνέχεια, ο Τοχτάμις διέταξε τα στρατεύματά του να προχωρήσουν σε λεηλασίες πολλών μικρότερων πόλεων στην ευρύτερη περιοχή.
Με αυτόν τον τρόπο, κατάφερε να αποδείξει ότι η Χρυσή Ορδή είχε ακόμα τη δύναμη να καταστείλει και να ελέγξει τα ρωσικά εδάφη, παρά την προηγούμενη ήττα της στο Κουλίκοβο.
Αμεσο αποτέλεσμα της καταστροφής της Μόσχας ήταν η αναγκαστική υποταγή του Ντμίτρι Ντόνσκοϊ, ο οποίος συνέχισε να πληρώνει –πιθανότατα ακόμα πιο βαρύ– φόρο υποτέλειας για να αποφύγει περαιτέρω επιθέσεις.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

