Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα αποτέλεσε μια περίοδο τεκτονικών αλλαγών σε όλο το φάσμα της πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας των λαών της Ευρώπης: πολιτειακές αλλαγές, συνοριακές μεταβολές, ανθρωπιστικές και οικονομικές κρίσεις, ενώ η Γηραιά Ήπειρος υπήρξε το επίκεντρο δύο Παγκόσμιων Πολέμων.
Η Ελλάδα, ως τμήμα της Ευρώπης, δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα και οι εξελίξεις στο εσωτερικό της επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Όσον αφορά το πεδίο των πολεμικών συρράξεων, το ελληνικό κράτος συμμετείχε ήδη από τον 19ο αιώνα στους αγώνες της εθνικής του ολοκλήρωσης, με τον Πόλεμο του 1897, τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους, τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στο ενδιάμεσο, μεγάλο μέρος των κατώτερων αξιωματικών του Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού έλαβαν μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, προς αποσόβηση του αφελληνισμού της Μακεδονίας.

Κατά τη διάρκεια των εθνικών αγώνων, διακρίθηκε στα πεδία των μαχών ένας αριθμός αξιωματικών οι οποίοι έχαιραν της εκτίμησης όχι μόνο των ελληνικών Αρχών, αλλά και των συμμάχων συναδέλφων τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αξιωματικού ο οποίος ανήλθε στη στρατιωτική ιεραρχία παρότι δεν προερχόταν από τον ελλαδικό χώρο στα τότε όριά του, ήταν ο σμυρνέικης καταγωγής Λεωνίδας Παρασκευόπουλος. Μάλιστα, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου δεν πολιτεύθηκε ενεργά, σε αντίθεση με μεγάλο μέρος των απόστρατων συναδέλφων του, αλλά διετέλεσε δεύτερος πρόεδρος της νεοσύστατης Γερουσίας, εκλεγμένος το 1929 «αριστίνδην» γερουσιαστής.
Η πρώιμη περίοδος
Από την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και στην Κρήτη.
Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος γεννήθηκε το 1860 στην Κύθνο, αλλά η οικογένειά του καταγόταν από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ο νεαρός Λεωνίδας πέρασε την ανήλικη ζωή του, καθώς ο πατέρας του ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μάλιστα, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, ενώ το 1874 πέτυχε την εισαγωγή του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Σύμφωνα με τον Τύπο του 1936 (έτος αποβίωσης του στρατηγού), ένας στενός συγγενής του Παρασκευόπουλου, λίγο πριν μεταβεί στην Αθήνα για τη φοίτησή του στη σχολή, του ευχήθηκε να επιστρέψει στη Σμύρνη ως απελευθερωτής της.

Οι σπουδές του στην Ευελπίδων διήρκεσαν επτά έτη και το 1881 ονομάστηκε ανθυπολοχαγός Πυροβολικού. Η πολυετής του φοίτηση δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη, καθώς, σύμφωνα με τον κανονισμό της σχολής του 1870, οι τάξεις των Ευέλπιδων διακρίνονταν σε επτά, με αντίστοιχα έτη φοίτησης. Οι πρώτες πέντε τάξεις αφιερώνονταν στη διδασκαλία των φυσικομαθηματικών μαθημάτων, μετά το πέρας των οποίων προβλέπονταν απολυτήριες εξετάσεις, ώστε οι επιτυχόντες να λαμβάνουν, εάν το επιθυμούσαν, δίπλωμα φυσικομαθηματικών σπουδών με δικαίωμα άσκησης του επαγγέλματος του καθηγητή ή του πολιτικού γεωμέτρη/τοπογράφου. Εκείνοι που συνέχιζαν στις επόμενες δύο τάξεις διδάσκονταν στρατιωτικά μαθήματα, όπως αρχιτεκτονική, συνθέσεις αρχιτεκτονικής, εφαρμοσμένη μηχανική, γεφυροποιία, πυροβολική, πολεμική τέχνη, οχυρωτική, οδοποιία.
Την περίοδο της φοίτησής του, η σχολή είχε την έδρα της στον Πειραιά, ενώ συμμαθητές του υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο μετέπειτα βενιζελικός υποστράτηγος Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης αλλά και ο αντιβενιζελικός βουλευτής Χρήστος Χατζηπέτρος. Η επιλογή του Πυροβολικού από τον Παρασκευόπουλο δεν ήταν τυχαία. Έως το τέλος του 19ου αιώνα η συντριπτική πλειονότητα των ανθυπολοχαγών επέλεγε το Πυροβολικό και το Μηχανικό, τα αποκαλούμενα «τεχνικά» Όπλα, ενώ στο Πεζικό και στο Ιππικό υπηρετούσαν κυρίως αξιωματικοί προερχόμενοι από τον θεσμό των μονιμοποιημένων εθελοντών. Η συγκεκριμένη επιλογή γινόταν από την πλειονότητα των νέων αξιωματικών λόγω της περαιτέρω εκπαίδευσης επί του Όπλου, η οποία αρκετές φορές περιλάμβανε τη μετεκπαίδευσή τους στο εξωτερικό. Επιπλέον, οι αξιωματικοί των «τεχνικών» Όπλων λάμβαναν επίδομα για απόκτηση στρατιωτικών εγχειριδίων, εν αντιθέσει με τους συναδέλφους τους των υπόλοιπων Όπλων.

Η αποφοίτηση του Παρασκευόπουλου συνέπεσε χρονικά με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στον εθνικό κορμό, ως αποτέλεσμα της Συνθήκης του Βερολίνου. Ακολούθησε το 1885 η μονομερής προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας από τη Βουλγαρία και η ελληνική επιστράτευση, ένα έτος αργότερα. Το παραπάνω γεγονός προκάλεσε ιδιαίτερη απογοήτευση στην ελληνική κοινωνία, καθώς αντιλαμβανόταν πως η Μεγάλη Ιδέα δεν μπορούσε να μετουσιωθεί σε πραγματικότητα. Η δυσαρέσκεια εισήλθε και στο σώμα των αξιωματικών, οι οποίοι αποφάσισαν να αναλάβουν δράση προκειμένου να τονώσουν το καταρρακωμένο εθνικό φρόνημα, να επιτύχουν την «επαγρύπνησιν επί των συμφερόντων των δούλων Ελλήνων» και την «παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών διά πάσης θυσίας». Καρπό της συνεννόησής τους αποτέλεσε η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας το 1894.
Ο Παρασκευόπουλος αποτέλεσε μέλος της Εταιρείας, όπως υπήρξαν άλλωστε και αρκετοί ακόμα κατώτεροι αξιωματικοί, ενστερνιζόμενος πλήρως τις ιδέες της. Η Εταιρεία επεκτάθηκε και σε πολίτες, με αποτέλεσμα να εισέλθουν στους κόλπους της επιφανείς προσωπικότητες, όπως ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και ο Νικόλαος Πολίτης. Ο επαναστατικός αναβρασμός στην Κρήτη το 1896 προκάλεσε ιδιαίτερο ενθουσιασμό στην ελληνική κοινή γνώμη, ενώ η Εταιρεία πίεζε την κυβέρνηση να στηρίξει έμπρακτα τους υπόδουλους ομογενείς της. Έτσι, οι ελληνικές Αρχές αποφάσισαν να ενισχύσουν τους Κρητικούς με αποστολή στρατιωτικών μονάδων.

Ο τότε λοχαγός Παρασκευόπουλος συμμετείχε στο ελληνικό μεικτό απόσπασμα, εκτελών χρέη υπασπιστή του διοικητή, συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου, ενώ παράλληλα επωμίστηκε και τα καθήκοντα του επιτελάρχη, από κοινού με τον βουλευτή/ταγματάρχη Θεόδωρο Λυμπρίτη. Κατά την παραμονή του στην Κρήτη συμμετείχε σε διάφορες μάχες, ενώ ήρθε σε επαφή τόσο με Ευρωπαίους αξιωματικούς, όσο και με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο τελευταίος μάλιστα του προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση, τόσο με τον δυναμισμό όσο και με την αντίληψή του. Λίγα χρόνια μετά, οι δυο τους θα συνεργάζονταν στενά, ως υψηλόβαθμοι κρατικοί αξιωματούχοι.
Η στρατιωτική του σκέψη
Ισχύς και χρηστή διοίκηση.
Ενόσω η Κρήτη βρισκόταν σε αναβρασμό, τον Απρίλιο του 1897 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις όμως δεν ευδοκίμησαν και η Ελλάδα αναγκάστηκε να υποστεί, πέραν της ταπείνωσης που προκάλεσε η ήττα, ιδιαίτερα επαχθείς όρους: καταβολή πολεμικής αποζημίωσης στους Οθωμανούς και συγκρότηση ∆ιεθνούς Επιτροπής με αποστολή τον έλεγχο των ελληνικών δημόσιων οικονομικών.
Από τη λήξη του πολέμου, τον Μάιο του 1897, και έπειτα, ο δημόσιος διάλογος έθεσε στο επίκεντρο τους λόγους που οδήγησαν στην καταστροφική ήττα και στην καταρράκωση του εθνικού φρονήματος. Αρχικά στοχοποιήθηκε η κυβέρνηση ∆ηληγιάννη, η οποία οδήγησε το ελληνικό κράτος στην πρώτη, μετά την Επανάσταση του 1821, πολεμική αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι «κατήγοροι» της κυβέρνησης επικεντρώθηκαν και στον ρόλο της Εθνικής Εταιρείας, με στις έντονες πιέσεις που άσκησε στον Θ. ∆ηληγιάννη. ∆εν διέφυγε της αρνητικής κριτικής ούτε η βασιλική οικογένεια αλλά ούτε και οι αξιωματικοί του Στρατού, οι οποίοι έφεραν βαρέως τις δημόσιες κατηγορίες.

Η στάση του Παρασκευόπουλου, ο οποίος μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στην Ελλάδα και προήχθη σε ταγματάρχη, ήταν ιδιαίτερα επικριτική για την κυβέρνηση και τους βασιλόπαιδες. Συγκεκριμένα, αποκάλεσε τον ∆ηληγιάννη «ανίκανο» να επιβάλει την τάξη, «ευκολόπιστο» και «μικροφιλόδοξο». Παράλληλα προσπάθησε να ελαφρύνει τη θέση της Εταιρείας, τονίζοντας ότι το έργο της ήταν καθαρά «εθνικό», ενώ δεν της επέρριψε ευθύνες για την ποδηγέτηση της κυβέρνησης. Μάλιστα, στα απομνημονεύματά του επιχείρησε σύγκριση της Εταιρείας με το κίνημα στου Γουδή, επισημαίνοντας την έλλειψη «εθνικών χαρακτηριστικών» στο δεύτερο.
Όμως, ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε και με τη βασιλική οικογένεια και τον ρόλο που διαδραμάτισε στα εσωτερικά του Στρατού. Σύμφωνα με τον Παρασκευόπουλο, παρότι ο Κωνσταντίνος διέθετε γενναιότητα, ψυχραιμία και θάρρος ως στρατιωτικός ηγήτορας, στερούνταν ορθής εκλογής κατάλληλων συνεργατών. Πράγματι, η είσοδος του Κωνσταντίνου στον Στρατό δημιούργησε έναν κύκλο ευνοούμενων αξιωματικών, οι οποίοι απολάμβαναν διάφορα προνόμια, όπως την αποστολή στο εξωτερικό για μετεκπαίδευση αλλά και την πολυετή υπηρεσία τους στην Αθήνα. Το παραπάνω προκάλεσε δυσαρέσκεια σε ένα τμήμα συναδέλφων τους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν με αντιπάθεια τόσο τους βασιλόπαιδες όσο και τους ευνοουμένους τους.
Για τον Παρασκευόπουλο, η απομάκρυνση των πριγκίπων από τον Στρατό ήταν επιβεβλημένη. Η ηγεσία ενός στρατιωτικού τμήματος απαιτεί αφενός τη συνεχόμενη παρουσία του ηγήτορα πλησίον αυτού και αφετέρου την ομαδική εκπαίδευση. Η καθημερινή επαφή, άλλωστε, αναπτύσσει το απαιτούμενο πνεύμα μονάδας και σφυρηλατεί το απαραίτητο επίπεδο πειθαρχίας. Η παρουσία των βασιλόπαιδων στα τμήματά τους δεν ήταν δεδομένη, ενώ οι τοποθετήσεις των υπόλοιπων διοικητών δεν βασίζονταν σε μια θεσμοθετημένη διαδικασία αξιολόγησης, αλλά στις προσωπικές γνωριμίες του εκάστοτε αξιωματικού. Επιπλέον, παρουσιάστηκαν δυσχέρειες και στις σχέσεις διοικήσεως, καθώς ο προϊστάμενος ενός πρίγκιπα τον αντιμετώπιζε ως επί το πλείστον ως μέλος της βασιλικής οικογένειας και όχι ως υφιστάμενό του.

Αυτοί ήταν άλλωστε και οι λόγοι που ο Παρασκευόπουλος αντιτάχθηκε στην απόφαση του Βενιζέλου να αναθέσει τη γενική διοίκηση του Στρατού, το 1912, στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Η άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων από τον πρίγκιπα θα δημιουργούσε ερωτηματικά σχετικά με την ανώτατη Αρχή, σε περίπτωση πολέμου. Πιο απλά, η υπεύθυνη κυβέρνηση διά του υπουργού Στρατιωτικών ή ο εν δυνάμει βασιλιάς θα ήταν εκείνος που θα αποφάσιζε για την εσωτερική οργάνωση ή πολύ περισσότερο για την εξέλιξη των επιχειρήσεων; Η διαφωνία δεν άργησε να φανεί.
Τέλος, όσον αφορά τα οργανωτικά ζητήματα του Στρατού, ο Παρασκευόπουλος τάχθηκε υπέρ της απαγόρευσης της συμμετοχής των αξιωματικών στην πολιτική. Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1864 (άρθρο 71), οι εν ενεργεία αξιωματικοί είχαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, λαμβάνοντας άδεια ενός μήνα πριν από την εκλογική διαδικασία. Την περίοδο της βουλευτικής τους θητείας τελούσαν σε διαθεσιμότητα, αλλά διατηρούσαν τη θέση τους στην επετηρίδα, ενώ λάμβαναν και τις προβλεπόμενες προαγωγές. Το παραπάνω αποτέλεσε ισχυρό πλήγμα στο αξιόμαχο του Στρατού αλλά και στην πειθαρχία, καθώς οι αξιωματικοί αντιμετώπιζαν τους υφισταμένους τους ως εν δυνάμει ψηφοφόρους τους. Ακόμη, ο Παρασκευόπουλος εργάστηκε υπέρ της απασχόλησης του Στρατού στα αμιγώς υπηρεσιακά του καθήκοντα και αντιτάχθηκε στη διάθεση στρατιωτών σε αποστολές πάταξης της ληστείας αλλά και φύλαξης δημόσιων υπηρεσιών. Επιπλέον, τάχθηκε υπέρ της σκληρής και τακτικής εκπαίδευσης των μονάδων, αλλά και της εξασφάλισης της επιμελητείας/διοικητικής μέριμνας από τον καιρό της ειρήνης.
Η συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Μεγάλος Πόλεμος
Το 1898, ο Παρασκευόπουλος ανέλαβε τα καθήκοντα του επιτελάρχη του 2ου Αρχηγείου Στρατού, με διοικητή του εκ νέου τον υποστράτηγο Βάσσο και υφιστάμενό του τον τότε υπολοχαγό Ιωάννη Μεταξά. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του πέτυχε την εκτέλεση δεκαήμερης άσκησης στην ύπαιθρο με τη συμμετοχή 7.000 ανδρών, και μάλιστα χωρίς την κλήση εφέδρων, γεγονός ασυνήθιστο για την εποχή. Στη συνέχεια έλαβε διετή εκπαιδευτική άδεια για την Ελβετία και τη Γαλλία. Η παραμονή του στο εξωτερικό και οι παραστάσεις που αποκόμισε βελτίωσαν την επαγγελματική του κατάρτιση και τον έφεραν σε επαφή με τις σύγχρονες μεθόδους διεξαγωγής του πολέμου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1902, μετατέθηκε στο 1ο Σύνταγμα Πυροβολικού, με διοικητή τον πρίγκιπα Νικόλαο, και για έναν χρόνο υπηρέτησε στην προωθημένη μοίρα του συντάγματος στη Λάρισα. Στις αρχές του 1905, μετέβη στην Αυστρία ως πρόεδρος της επιτροπής κατασκευής και παραλαβής των τυφεκίων Mannlicher-Schönauer. Επιπλέον, εισηγήθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών την παραλαβή του γαλλικού πυροβόλου υποδείγματος Schneider-Canet. Η απουσία του στο εξωτερικό αλλά και η συγκρότηση άτακτων σωμάτων από κατώτερους αξιωματικούς στη Μακεδονία είχαν ως αποτέλεσμα τη μη συμμετοχή του στον Μακεδονικό Αγώνα.

Η δράση των νεαρών αξιωματικών συνεχίστηκε και μετά την επιστροφή τους από τη Μακεδονία, με σκοπό την προώθηση της εξοπλιστικής αναβάθμισης και την απομάκρυνση της βασιλικής οικογένειας από τις τάξεις των Ενόπλων ∆υνάμεων. Το 1909 προέβησαν στη σύσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου και τον Αύγουστο του ίδιου έτους προχώρησαν σε κίνημα κατά της κυβέρνησης. Η συμμετοχή των ανώτερων αξιωματικών δεν κατέστη εφικτή και ως εκ τούτου περιορίστηκαν σε δευτερεύοντα ρόλο. Ο Παρασκευόπουλος, κατόπιν πρότασης του συνταγματάρχη Νικολάου Ζορμπά, τοποθετήθηκε για βραχύβιο διάστημα προσωπάρχης στο υπουργείο Στρατιωτικών και στη συνέχεια διοικητής στο Οπλοστάσιο Ναυπλίου. Εν συνεχεία, τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο, όπου και πάλι η υπηρεσία του αποδείχθηκε σύντομη, όπως συνέβη άλλωστε και με την προεδρία του Μακεδονικού Κομιτάτου.
Η έλευση του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Ελλάδα και η ανάληψη της πρωθυπουργίας σήμαναν το τέλος της υπηρεσιακής οδύσσειας του Παρασκευόπουλου. Συγκεκριμένα, ο Κρης πολιτικός τοποθέτησε τον Σμυρναίο ταγματάρχη, υποδιοικητή του 3ου Συντάγματος Πυροβολικού, με διοικητή τον Γάλλο συνταγματάρχη Lepidy. Ο τελευταίος αποτελούσε μέλος της κληθείσας γαλλικής αποστολής με σκοπό την αναδιοργάνωση του Στρατού. Παράλληλα, οι εξελίξεις σε επίπεδο κορυφής υπήρξαν ραγδαίες.

Η μη τήρηση των αρχών της «ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης» που είχαν υποσχεθεί οι Νεότουρκοι για όλα τα έθνη της οθωμανικής επικράτειας, σε συνδυασμό με τις βιαιότητες που διέπραξαν κατά των εθνικών μειονοτήτων, προκάλεσαν τη δυναμική αντίδραση των χριστιανικών κρατών. Αρχικά, συνέπραξαν οι Σέρβοι με τους Βούλγαρους, υπογράφοντας συνθήκη περί αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής και μελλοντικής διανομής των οθωμανικών εδαφών. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ο Ελληνισμός των οθωμανικών εδαφών, ο Βενιζέλος πέτυχε τη σύναψη συμμαχίας με τη Βουλγαρία.
Καρπός των παραπάνω συμμαχιών –αλλά όχι μόνο αυτών– υπήρξε η νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Ο ελληνικός Στρατός, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, διεξήγαγε νικηφόρες επιχειρήσεις στη Μακεδονία και την Ήπειρο και, ως εκ τούτου, η εδαφική έκταση και ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκαν σημαντικά. Ο συνταγματάρχης Παρασκευόπουλος τον Οκτώβριο του 1912 έλαβε μέρος στη μάχη του Σαρανταπόρου, ως διοικητής Πυροβολικού της Στρατιάς Θεσσαλίας. Στη συνέχεια, το υπό τη διοίκησή του Πυροβολικό κατάφερε ισχυρά πλήγματα στον τουρκικό στρατό στην περιοχή του Βερμίου, εξασφαλίζοντας την επιτυχή διέλευση των ελληνικών τμημάτων. Εν συνεχεία, συμμετείχε στη μάχη των Γιαννιτσών, ενώ παρέμεινε στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη για μόλις δέκα ημέρες. Εκεί ανέλαβε τη διοίκηση του 2ου Συντάγματος Πεδινού Πυροβολικού, το οποίο υπήχθη στη ΙΙ Μεραρχία του υποστράτηγου Κωνσταντίνου Καλλάρη και αναχώρησε για το μέτωπο της Ηπείρου.
Στην Ήπειρο, η κύρια προσπάθεια του Στρατού επικεντρώθηκε στην κατάληψη του Μπιζανίου, το οποίο αποτελούσε περιοχή στρατηγικής σημασίας για την άμυνα των Ιωαννίνων. Το σύνολο του ελληνικού Πυροβολικού, το οποίο τελούσε εκ νέου υπό τις διαταγές του Παρασκευόπουλου, έβαλε έναντι των εχθρικών θέσεων, όμως οι Τούρκοι πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση. Τελικά, η ηρωική πρωτοβουλία του ταγματάρχη Βελισαρίου κατά την επίθεση της 19ης Φεβρουαρίου 1913 ήταν εκείνη που έκαμψε την τουρκική άμυνα και δύο ημέρες μετά ο ελληνικός Στρατός εισήλθε ως απελευθερωτής στα Ιωάννινα.
Ο Παρασκευόπουλος ανέλαβε για μικρό διάστημα τη διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας, ενισχύοντας την αποστολή της VΙΙ, η οποία προήλασε στη Βόρεια Ήπειρο. Ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος τον διόρισε διοικητή της νεοσυσταθείσας Χ Μεραρχίας, η οποία αποτελούνταν από τρία Συντάγματα Ευζώνων, μία Ορειβατική και μία Πεδινή Μοίρα, ενώ είχε την έδρα της στην υπό σερβική διοίκηση Γευγελή.

Το πέρας του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου δεν σήμανε και τη λήξη των εχθροπραξιών μεταξύ των ελληνικών και των βουλγαρικών τμημάτων. Άλλωστε, η Βουλγαρία πρόβαλλε μαξιμαλιστικές θέσεις και δεν έδειχνε διατεθειμένη να συμβιβαστεί με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), η οποία πάντως δεν καθόριζε επακριβώς τον διαμοιρασμό των πρώην οθωμανικών εδαφών, αλλά παρέπεμπε σε διεθνή επιτροπή. Το παραπάνω οδήγησε σε ελληνοσερβική συμμαχία τον Ιούνιο του 1913 και στη διεξαγωγή του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, με εκ νέου νικηφόρα αποτελέσματα για τα ελληνικά Όπλα. Η Χ Μεραρχία του Παρασκευόπουλου έλαβε μέρος στη μάχη του Κιλκίς, ενισχύοντας την V Μεραρχία, ενώ ανέλαβε την κύρια προσπάθεια στις νικηφόρες μάχες της ∆οϊράνης και του Πετσόβου.
Η επιτυχής κατάληξη των Βαλκανικών Πολέμων προκάλεσε τεράστιο κύμα εθνικού ενθουσιασμού. Το κλίμα της ομόνοιας όμως διήρκεσε βραχύβια, καθώς τα σύννεφα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έκαναν την εμφάνισή τους πάνω από τα Βαλκάνια. Αιτία της διάσπασης αποτέλεσε η διαφωνία του ανώτατου άρχοντα με τον πρωθυπουργό σχετικά με τη θέση που έπρεπε να τηρήσει η Ελλάδα στον Μεγάλο Πόλεμο. Ο Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ της εξόδου στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ενώ ο Κωνσταντίνος επέμενε στην τήρηση «ευμενούς ουδετερότητας» υπέρ των Συμμάχων. Ως εκ τούτου, το ελληνικό έθνος διαιρέθηκε σε δύο παρατάξεις με μακροχρόνιες συνέπειες. Ο Παρασκευόπουλος συμμερίστηκε τις απόψεις του Βενιζέλου και σε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Κωνσταντίνο στο Τατόι, τον Αύγουστο του 1915, προσπάθησε ‒μάταια βέβαια‒ να τον πείσει να εγκρίνει τις αποφάσεις της υπεύθυνης κυβέρνησης.

Η αποβίβαση των βρετανικών και γαλλικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1915 έφερε εκ νέου τον Παρασκευόπουλο σε επαφή με Ευρωπαίους συναδέλφους του. Ο κυκλώνας του Εθνικού ∆ιχασμού δεν άφησε ανεπηρέαστο το σώμα των αξιωματικών. Ο υποστράτηγος Παρασκευόπουλος προσχώρησε στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης το οποίο εκδηλώθηκε τον Αύγουστο του 1916 στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Οι αρχικές του επιφυλάξεις ήρθησαν όταν ο Βενιζέλος επιδοκίμασε το εγχείρημα των αξιωματικών της Αμύνης. Μάλιστα, στα απομνημονεύματά του, ο Παρασκευόπουλος αναφέρει τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε στην επιτυχία του κινήματος ο ‒εριστικός και αυταρχικός‒ Γάλλος αρχιστράτηγος Σαράιγ.
Ο Βενιζέλος ανέθεσε στον Παρασκευόπουλο την οργάνωση και τη διοίκηση του Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης, το οποίο συγκροτήθηκε από τις Μεραρχίες Σερρών, Αρχιπελάγους (με οπλίτες από τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο) και Κρήτης. Ως επιτελάρχη του, ο Παρασκευόπουλος επέλεξε τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Λεοναρδόπουλο. Η άκοπη και συστηματική εργασία του επιτελείου, η στρατολογία των περιοχών που ήλεγχε η Προσωρινή Κυβέρνηση (κάποιες φορές με τη χρήση βίας), η προσέλευση εθελοντών από την Παλαιά Ελλάδα και η βοήθεια των Γάλλων αξιωματικών είχαν ως αποτέλεσμα την επάνδρωση του Σώματος με 60.000 στρατιώτες σε μόλις έξι μήνες.
Αρχιστράτηγος στη Μικρά Ασία
Η επιστροφή του στη Σμύρνη ως επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού.
Παρά την άμεση συγκρότηση του Σώματος, δεν έλειψαν οι δυσχέρειες και οι διαφωνίες τόσο μεταξύ της ελληνικής στρατιωτικής ιεραρχίας όσο και των Ελλήνων αξιωματικών με τους Γάλλους συναδέλφους τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ο διοικητής του Σώματος παρακάμπτονταν, με αποτέλεσμα τον ∆εκέμβριο του 1916 να υποβάλει την παραίτησή του στον Βενιζέλο. Ο τελευταίος όχι απλώς δεν την έκανε δεκτή, αντίθετα τον προβίβασε σε αντιστράτηγο, ενώ του εγγυήθηκε καλύτερη συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων και του υποσχέθηκε περισσότερη ελαστικότητα στην άσκηση των καθηκόντων του.

Οι ελληνικοί στρατιωτικοί σχηματισμοί έλαβαν μέρος στις πολυεθνικές επιχειρήσεις του Μακεδονικού Μετώπου: κατάληψη του υψώματος Ραβινέ τον Μάιο του 1917, μάχη του Σκρα τον Μάιο του 1918, μάχη της ∆οϊράνης τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Ο Παρασκευόπουλος όμως δεν ήταν παρών, καθώς τον Ιούλιο του 1917 ανέλαβε τη διοίκηση του Α΄ Σώματος Στρατού με έδρα την Αθήνα. Η εξήγηση είναι απλή: οι περισσότεροι αξιωματικοί του συγκεκριμένου Σώματος δεν είχαν προσχωρήσει στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης και ο Βενιζέλος επιθυμούσε την τοποθέτηση ενός έμπειρου και σεβαστού από τους περισσότερους διοικητή. Επιπλέον, η περιοχή ευθύνης του Σώματος ήταν φιλοβασιλική και επομένως η παρουσία έμπιστων στο νέο καθεστώς αξιωματικών ήταν κάτι παραπάνω από επιτακτική.
Τον Μάιο του 1918, το Α΄ Σώμα συμμετείχε στην αποστολή ανακατάληψης της Ανατολικής Μακεδονίας και ο Παρασκευόπουλος επέστρεψε στη Βόρεια Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, η Ιη Μεραρχία του Σώματος, υπό τις διαταγές του υποστρατήγου Κωνσταντίνου Νίδερ, εκτέλεσε επιθετική αναγνώριση στο μέτωπο του Στρυμόνα, ενώ οι υπόλοιπες Μεραρχίες ενεπλάκησαν στη διέλευση του ποταμού. Στη συνέχεια, το Α΄ Σώμα εισήλθε στις πόλεις των Σερρών και της Καβάλας, όπου ο Παρασκευόπουλος αντίκρυσε ιδίοις όμμασι τα αποτελέσματα των βουλγαρικών ωμοτήτων. Για τις υπηρεσίες του στον Μεγάλο Πόλεμο, τιμήθηκε από τον Σέρβο αντιβασιλιά με τον Μεγαλόσταυρο, από την αγγλική κυβέρνηση με τον Ανώτατο Ταξιάρχη, από τη γαλλική με τον ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής, ενώ έλαβε τα προσωπικά εύσημα του Άγγλου στρατηγού Μιλν και του Γάλλου ομοιόβαθμού του Ντ’ Εσπερέ.

Η μεγαλύτερη αναγνώριση, όμως, προήλθε από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία, τον Νοέμβριο του 1918, του ανέθεσε τα καθήκοντα του αρχηγού του Στρατού. Ως επιτελάρχη του επέλεξε τον συνταγματάρχη Θεόδωρο Πάγκαλο, ενώ διατήρησε στο Γενικό Στρατηγείο τον αντισυνταγματάρχη Πτολεμαίο Σαρηγιάννη και τον ταγματάρχη Αχιλλέα Πρωτοσύγγελο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που κλήθηκε να επιλύσει ήταν εκείνο της εμπλοκής των Γάλλων αξιωματικών, ορισμένοι εκ των οποίων πολλές φορές αντιμετώπιζαν τις ελληνικές δυνάμεις ως τμήμα του δικού τους στρατού και όχι ως ισότιμες συμμαχικές. Οι χειρισμοί του Παρασκευόπουλου υπήρξαν επιτυχημένοι και σύντομα το Γενικό Στρατηγείο απαλλάχθηκε από τους Γάλλους.
Τον Μάρτιο του 1919, κατόπιν πρόσκλησης του Ντ’ Εσπερέ, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός από την ομογένεια με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Η μοίρα όμως δεν του επεφύλασσε μόνο την επίσκεψή του στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του Βυζαντίου, αλλά λίγο αργότερα εκπλήρωσε τον μεγαλύτερό του πόθο: να επιστρέψει στη Σμύρνη, όχι ως απλός ιδιώτης, αλλά ως αρχηγός του Ελληνικού Στρατού. Προηγήθηκε η απόφαση των Μεγάλων ∆υνάμεων για ελληνική κατοχή της Σμύρνης και η αποβίβαση της Ιης Μεραρχίας στις 2/15 Μαΐου 1919. Ο Παρασκευόπουλος μετέβη για πρώτη φορά στη Σμύρνη τον Ιούνιο του ίδιου έτους, μετά τη σφαγή των Ελλήνων του Αϊδινίου από τους Τσέτες. Μάλιστα, διέταξε τον Νίδερ να προβεί στην ανακατάληψη της πόλης.
Παράλληλα με την αποστολή Στρατού στη Μικρά Ασία, η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε και ύπατο αρμοστή. Ο Αριστείδης Στεργιάδης αποτέλεσε προσωπική επιλογή του Βενιζέλου, καθώς οι δύο άνδρες γνωρίζονταν από την Επανάσταση του Θερίσου, αλλά και από την θητεία του Στεργιάδη ως Γενικού ∆ιοικητή Ηπείρου την περίοδο 1917-1919. Ο τρόπος με τον οποίο άσκησε τη διοίκησή του ο Στεργιάδης προκάλεσε ήδη από τις πρώτες ημέρες έντονες αντιδράσεις στους κόλπους των Ελλήνων της Ιωνίας και ο Παρασκευόπουλος ανέλαβε την αποστολή αποκλιμάκωσης των εντάσεων. Έτσι, παρέμεινε για ένα μήνα στη Σμύρνη, διαμένοντας μάλιστα στην πατρική του οικία. Οι Σμυρναίοι δεν λησμόνησαν τον συμπατριώτη τους και καθημερινά του εξέφραζαν την συγκίνηση και υπερηφάνεια τους.

Οι σχέσεις του με τον Στεργιάδη δεν χαρακτηρίστηκαν από σύμπνοια, ήδη από το αρχικό στάδιο της κοινής τους υπηρεσίας. Σύμφωνα με τον πρώτο βραχύβιο διοικητή της Στρατιάς Μικράς Ασίας, αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μηλιώτη, ο αρμοστής αντιμετώπιζε τη Στρατιά ως υφιστάμενη υπηρεσία του και απαιτούσε την τοποθέτηση συγκεκριμένων αξιωματικών στο επιτελείο της. Επιπλέον, ο Παρασκευόπουλος δεν επικροτούσε την απόμακρη και αυστηρή συμπεριφορά του Στεργιάδη απέναντι στο ελληνικό στοιχείο της πόλης και ιδιαίτερα απέναντι στον Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Παρασκευόπουλος ζήτησε τη μεσολάβηση του Βενιζέλου προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι αρμοδιότητες του κάθε αξιωματούχου.
Στα αμιγώς στρατιωτικά ζητήματα, επιστρέφοντας στη Σμύρνη για τρίτη φορά τον Φεβρουάριο του 1920, ο Παρασκευόπουλος μετέφερε το Γενικό Στρατηγείο από τη Θεσσαλονίκη, διατηρώντας στη θέση του επιτελάρχη τον Πάγκαλο. Η συνεργασία τους υπήρξε υποδειγματική και εποικοδομητική, ενώ ο Παρασκευόπουλος πρότεινε την προαγωγή του επιτελάρχη του σε υποστράτηγο. Υπό τη διοίκησή του, ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε τη γραμμή Φιλαδέλφεια-Πάνορμος, την Προύσα, τα Μουδανιά, τη Νικομήδεια, το Ουσάκ, αλλά και την Ανατολική Θράκη. Ακόμη, τον Αύγουστο του 1920 υπέβαλε στο Υπουργείο Στρατιωτικών μελέτη, με την οποία υποστήριξε την ανάγκη προέλασης του Στρατού στο εσωτερικό της Τουρκίας και την κατάληψη των Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, Άγκυρας, αλλά και του Ικονίου. Αντικειμενικό σκοπό της επίθεσης αποτελούσε η συντριβή του κεμαλικού κινήματος και ο εξαναγκασμός του Κεμάλ σε παράδοση, σε περίπτωση που δεν σεβόταν τη Συνθήκη των Σεβρών.

Το σχέδιο του Παρασκευόπουλου παρέμεινε «στο συρτάρι», καθώς η Ελλάδα εισήλθε σε τροχιά εκλογών. Παρά την αρνητική του εισήγηση, η κυβέρνηση έλαβε την απόφαση συμμετοχής και του Στρατού του Μετώπου. Η Ηνωμένη Αντιπολίτευση, την 1η Νοεμβρίου 1920, πέτυχε την εκλογική νίκη, με τον ίδιο τον Βενιζέλο να μην εκλέγεται καν βουλευτής. Ο Παρασκευόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του στον νέο υπουργό Στρατιωτικών, ∆ημήτριο Γούναρη, και στις 9 Νοεμβρίου παρέδωσε τα καθήκοντά του στον αντιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που ανέλαβε ο τελευταίος από τον προκάτοχό του περιλάμβαναν τα Α΄ και Β΄ Σώματα Στρατού, το Σώμα Στρατού Σμύρνης, μία Ταξιαρχία Ιππικού, ένα Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού και αεροπορικά στοιχεία. Νωρίτερα, ο Παρασκευόπουλος κοινοποίησε στους σχηματισμούς του ημερήσια διαταγή, με την οποία καλούσε αξιωματικούς και οπλίτες να επιδείξουν φιλοπατρία και να μην προκαλέσουν κλονισμό στην πειθαρχία του στρατεύματος, παρά την κυβερνητική αλλαγή.
Η περίοδος του Μεσοπολέμου
Οι συζητήσεις με τον Πάγκαλο και η Γερουσία.
Παρά τη διαταγή του όμως για ψυχραιμία και διατήρηση της πειθαρχίας, ένα μέρος των αξιωματικών αυτομόλησε από τη Μικρά Ασία και σχημάτισε στην Πόλη την Εθνική Άμυνα Κωνσταντινούπολης. Η νέα οργάνωση περιλάμβανε στους κόλπους της και πολίτες, ενώ σε σημαίνουσα μορφή της αναδείχθηκε ο Γεώργιος Κονδύλης. Σύμφωνα με την ίδια την οργάνωση –όπως ανέπτυξε σε επιστολή της προς τον Παρασκευόπουλο–, κύριο σκοπό της αποτελούσε η αποτροπή απώλειας της Σμύρνης και της Ανατολικής Θράκης και η προάσπιση του ελληνισμού των συγκεκριμένων περιοχών. Γι’ αυτόν τον λόγο σχεδίασε την εκδήλωση πολιτικού κινήματος στη Μικρά Ασία και πρότεινε στον Παρασκευόπουλο την ανώτατη αρχή, τόσο του κινήματος όσο και του νέου μικρασιατικού κράτους που θα σχηματιζόταν. Ο τέως αρχηγός του Στρατού, άλλωστε, συγκέντρωνε όλα τα απαραίτητα προσόντα προκειμένου να ηγηθεί του εγχειρήματος, ενώ έχαιρε του σεβασμού τόσο της βενιζελικής όσο και της αντιβενιζελικής παράταξης.
Στο υπόμνημα που υπέβαλε η Εθνική Άμυνα προς τον απόστρατο στρατηγό, τον Ιανουάριο του 1922, ανέπτυξε τα βήματα προς τη συγκρότηση του νέου κράτους: α) συλλαλητήριο του λαού της Σμύρνης και επίδοση ψηφίσματος στον Παρασκευόπουλο, με το οποίο θα λάμβανε εξουσιοδότηση να προβεί στις θεμελιώδεις ενέργειες συγκρότησης του κράτους, β) διορισμός κυβέρνησης από τον Παρασκευόπουλο, γ) κάλεσμα στις μονάδες του Ελληνικού Στρατού να δώσουν όρκο στη νέα κυβέρνηση, δ) αναγγελία της ίδρυσης του νέου κράτους στην ελληνική κυβέρνηση και στις Μεγάλες ∆υνάμεις, με την παράκληση αναγνώρισης αυτού, ε) πρόσκληση στον απανταχού ελληνισμό να συνδράμει με ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Επιπλέον, το νέο κράτος θα τηρούσε ουδέτερη στάση απέναντι στην εσωτερική πολιτική της Ελλάδας, ενώ θα προσέγγιζε τον Βενιζέλο προκειμένου να εκμεταλλευτεί το διπλωματικό του κεφάλαιο.
Τα μέλη της Άμυνας υποσχέθηκαν στον Σμυρναίο στρατηγό την ενίσχυση των μονάδων με 25.000 στρατιώτες από την Κωνσταντινούπολη. Ακόμη, ήλπιζαν στην υποστήριξη των Άγγλων, καθώς λάμβαναν θετικές πληροφορίες από «Άγγλους αξιωματούχους αναμφισβήτητου κύρους», όπως τον επιτελάρχη του στρατηγού Χάρινγκτον. Το τολμηρό όμως εγχείρημα της Άμυνας δεν υλοποιήθηκε ποτέ, το μικρασιατικό μέτωπο κατέρρευσε τον Αύγουστο του 1922 και ο ελληνισμός της Ιωνίας βίωσε τις τουρκικές θηριωδίες.
Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε τη θρυαλλίδα των εξελίξεων στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας. Η «Επανάσταση του Στρατού και του Στόλου», τον Σεπτέμβριο του 1922, κατέλαβε την εξουσία και υποχρέωσε σε παραίτηση τον βασιλιά Κωνσταντίνο υπέρ του πρωτότοκου υιού του, Γεωργίου. Ο τελευταίος εγκατέλειψε επίσης την Ελλάδα τον ∆εκέμβριο του 1923 και τρεις μήνες μετά επήλθε η πολιτειακή μεταβολή, με την εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας. Ο ρόλος του Στρατού υπήρξε καταλυτικός στην επικράτηση του νέου πολιτεύματος, αλλά και στον σχηματισμό των βραχύβιων κυβερνήσεων της συγκεκριμένης περιόδου.
Παράλληλα, οι ανώτατοι αξιωματικοί Θεόδωρος Πάγκαλος, Γεώργιος Κονδύλης, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος και Αλέξανδρος Οθωναίος εξελίχθηκαν σε ισχυρούς παράγοντες εντός του στρατεύματος. Ο πρώτος μάλιστα, τον Ιούνιο του 1925, δεν δίστασε να επιβάλει με άνεση το δικό του πραξικόπημα και να σχηματίσει κυβέρνηση, λαμβάνοντας τη στήριξη του κοινοβουλίου. Τον Ιανουάριο του επόμενου έτους κατέλυσε επίσημα το πολίτευμα, ενώ ανέλαβε τα καθήκοντα του Προέδρου της ∆ημοκρατίας τον Απρίλιο, μετά το νόθο δημοψήφισμα της 11ης Απριλίου. Το όνομα του Παρασκευόπουλου επανήλθε στην ελληνική επικαιρότητα την άνοιξη του 1926, όταν ο Πάγκαλος αναζητούσε πρόσωπο ευρείας αποδοχής για τη θέση του πρωθυπουργού. Μάλιστα, ο δικτάτορας προέβη στην προσφιλή του τακτική να απονέμει ανώτατες ηθικές αμοιβές σε προσωπικότητες που επιθυμούσε να προσεγγίσει. Έτσι, τον Μάιο του 1926 παρασημοφόρησε τον πρώην διοικητή του με το Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος.

Επιστρέφοντας λοιπόν ο Παρασκευόπουλος από τη Γαλλία, όπου διέμενε, ξεκίνησε επαφές τόσο με τον Πάγκαλο όσο και με τους προέδρους των πολιτικών κομμάτων. Στις προθέσεις του περιλαμβάνονταν η ανάληψη της πρωθυπουργίας για σύντομο διάστημα, η διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών και η άμεση αποχώρησή του από τα κοινά. Οι ολιγοήμερες διαπραγματεύσεις όμως Παρασκευόπουλου-Πάγκαλου δεν ευδοκίμησαν, καθώς ο δεύτερος δεν αποδέχτηκε τις απαιτήσεις του πρώτου για άμεση δημοσίευση του νέου συντάγματος και ταχεία διεξαγωγή εκλογών. Αποτέλεσμα των παραπάνω υπήρξε η αποχώρηση του Παρασκευόπουλου από την Αθήνα και η επιστροφή του στη Γαλλία.
Τελικά, η μοναδική φορά που ενεπλάκη στα κοινά υπήρξε η θητεία του ως γερουσιαστή κατά την περίοδο 1929-1932. Συγκεκριμένα, στις 20 Μαΐου 1929 εξελέγη «αριστίνδην» γερουσιαστής στην κοινή συνεδρίαση της Βουλής και της Γερουσίας, λαμβάνοντας 254 ψήφους. Οκτώ ημέρες μετά, εξελέγη στην επιτροπή του Υπουργείου Στρατιωτικών. Στις 18 Μαρτίου 1930 ανέλαβε τα καθήκοντα του προέδρου της Γερουσίας, διαδεχόμενος τον Αλέξανδρο Ζαΐμη και λαμβάνοντας 65 ψήφους στη δεύτερη ψηφοφορία. Επανεξελέγη μάλιστα με τον ίδιο αριθμό ψήφων και στις 18 Νοεμβρίου 1931 (∆΄ Γερουσιαστική Σύνοδος), ενώ η θητεία του περατώθηκε τον Αύγουστο του 1932. ∆ύο χρόνια μετά εξέδωσε τα απομνημονεύματά του, τα οποία αποτελούν σημαντική πηγή της ελληνικής στρατιωτικής ιστορίας.
Το 1936, ο απόστρατος στρατηγός άφησε την τελευταία του πνοή. Συγκεκριμένα, απεβίωσε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 1936, την ίδια ημέρα που απεβίωσε και ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρώην πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε εκφράσει στην οικογένειά του την επιθυμία λιτής κηδείας και άνευ αποδόσεως τιμών. Κατόπιν πιέσεων όμως οι οικείοι του δέχτηκαν να εκτεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ η κυβέρνηση Μεταξά αποφάσισε να απονείμει τιμές εν ενεργεία αντιστρατήγου.
Πράγματι, η κηδεία του πραγματοποιήθηκε το απόγευμα της 18ης Μαΐου στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Καρύτση. Έξω από τον ναό παρατάχθηκε τιμητικό άγημα, αποτελούμενο από άνδρες όλων των μονάδων της πρωτεύουσας, ενώ δίπλα στο φέρετρό του τοποθετήθηκαν τέσσερις Εύζωνοι. Στην τελετή παρευρέθηκαν ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, οι αρχηγοί των βενιζελικών κομμάτων Σοφούλης, Καφαντάρης, Παπαναστασίου, Μυλωνάς και οι Σ. Βενιζέλος, Γονατάς, Παπανδρέου. Το «παρών» έδωσαν οι παλαιοί του υφιστάμενοι στρατηγοί Οθωναίος, Κ. Μανέτας, Α. Μαζαράκης και Τσιμικάλης, αλλά και διπλωματικές αντιπροσωπείες. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο Καφαντάρης, ο Μαζαράκης και ο Τσιμικάλης. Ο πρώτος μάλιστα αποκάλυψε τον «άσβεστο πόθο» του Σμυρναίου στρατηγού για την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του, ενώ εξήρε και την απόφασή του να απέχει από την πολιτική, μην επιδιώκοντας προσωπικά οφέλη. Πλήθος κόσμου συνόδευσε το φέρετρο του Παρασκευόπουλου στην τελευταία του κατοικία. Ήταν τυλιγμένο με την ελληνική σημαία, ενώ επάνω του τοποθετήθηκαν το πηλήκιο και το ξίφος του πρώην αρχιστρατήγου.

