Η δημοκρατία επιστρέφει στη Βραζιλία

Το τέλος μιας από τις πιο μακρές δικτατορίες της Ν. Αμερικής οδηγεί τη χώρα σε μια νέα εποχή

7' 36" χρόνος ανάγνωσης

Το 1985 ήταν έτος-ορόσημο για τη Βραζιλία, καθώς έφερε το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, που κυβέρνησε τη χώρα για πάνω από δύο δεκαετίες και σήμανε την αρχή της επιστροφής στη δημοκρατική νομιμότητα. Η δικτατορία είχε ξεκινήσει με το πραξικόπημα του 1964, όταν οι ένοπλες δυνάμεις ανέτρεψαν τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο Ζοάο Γκουλάρτ με πρόσχημα την πολιτική αστάθεια και την ανάγκη προστασίας της χώρας από τον δήθεν κομμουνιστικό κίνδυνο. Το στρατιωτικό καθεστώς εγκαθίδρυσε μια αυταρχική διακυβέρνηση που βασίστηκε στην υπεράσπιση, με κάθε τρόπο, του δόγματος της εθνικής ασφάλειας, στις μαζικές διώξεις των αντιφρονούντων και στη λογοκρισία. Η πορεία που οδήγησε στο τέλος της χούντας το 1985 ήταν μια σύνθετη και σταδιακή διαδικασία και υπήρξε αποτέλεσμα τόσο της κινητοποίησης της κοινωνίας των πολιτών όσο και των πρωτοβουλιών του ίδιου του στρατιωτικού καθεστώτος υπέρ της σταδιακής χαλάρωσης της αυταρχικής διακυβέρνησης.

Η δημοκρατία επιστρέφει στη Βραζιλία-1
 1/4/1964. Στρατιωτική φάλαγγα κινείται προς το Ρίο ντε Τζανέιρο μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος. [ASSOCIATED PRESS]

Τα «μολυβένια χρόνια»

Το δικτατορικό καθεστώς της Βραζιλίας, που έγινε το δεύτερο μακροβιότερο στη Νότια Αμερική μετά τη δικτατορία του Στρέσνερ στην Παραγουάη (1954-1989), πέρασε από διάφορες φάσεις. Την ηγεσία του καθεστώτος ανέλαβαν διαδοχικά πέντε στρατηγοί, που έδωσαν διαφορετικό ύφος και ένταση στον αυταρχισμό του. Ο πρώτος πρόεδρος της δικτατορίας, στρατάρχης Καστέλο Μπράνκο, θεωρείται ο αρχιτέκτονας του καθεστώτος, το οποίο έθεσε ως βασικό στόχο την κάθαρση της πολιτικής ζωής από τις «ανατρεπτικές δυνάμεις» και τον έλεγχο της κοινωνίας των πολιτών. Από την ανάληψη της εξουσίας το 1964, οι στρατιωτικοί, παρότι τυπικά διατήρησαν σε ισχύ το εθνικό Σύνταγμα, κυβέρνησαν ουσιαστικά με τις λεγόμενες «Θεσμικές πράξεις», δηλαδή μια σειρά από διατάγματα που έδωσαν στη στρατιωτική κυβέρνηση τεράστιες εξουσίες, όπως το δικαίωμα να τροποποιεί το Σύνταγμα, να ανακαλεί νόμους και να αναστέλλει τα πολιτικά δικαιώματα.

Πάντως, το στρατιωτικό καθεστώς της Βραζιλίας προσπάθησε να διατηρήσει μια επίφαση δημοκρατικής νομιμότητας: σε αντίθεση με τις δικτατορίες άλλων χωρών της Νότιας Αμερικής, οι οποίες εκείνη την περίοδο κατήργησαν γενικώς τα εθνικά Κοινοβούλια, το στρατιωτικό καθεστώς της Βραζιλίας διατήρησε μια περιορισμένη κοινοβουλευτική λειτουργία και παρότι διέλυσε όλα τα προϋπάρχοντα κόμματα, εφάρμοσε ένα ελεγχόμενο νέο, δικομματικό σύστημα. Το σύστημα αυτό βασιζόταν στην ύπαρξη του επίσημου κόμματος, που υποστήριζε τη στρατιωτική κυβέρνηση, και ενός δεύτερου κόμματος που είχε κάποια περιθώρια άσκησης ήπιας αντιπολίτευσης. Στην αρχή του 1967 το στρατιωτικό καθεστώς πέρασε, με την τυπική έγκριση του Κοινοβουλίου, ένα νέο εθνικό Σύνταγμα που ενίσχυσε περαιτέρω την εκτελεστική εξουσία και ενσωμάτωσε τη νομοθεσία περί εθνικής ασφάλειας, η οποία θα αποτελούσε πρότυπο για τα άλλα δικτατορικά καθεστώτα της Νότιας Αμερικής.

Κορύφωση  του αυταρχισμού

Ο αυταρχισμός του καθεστώτος κορυφώθηκε την περίοδο της ηγεσίας των στρατηγών Κόστα ε Σίλβα (1967-1969) και Γκαρασταζού Μέντιτσι (1969-1974). Την περίοδο αυτή ενισχύθηκαν η καταστολή και η λογοκρισία, ενώ βάσει της πέμπτης «Θεσμικής πράξης» που ψηφίστηκε το 1968 η στρατιωτική κυβέρνηση μπορούσε να αποφασίζει τη διάλυση του Κοινοβουλίου, να εφαρμόζει κατά το δοκούν κατασταλτικές μεθόδους και να αναστέλλει τα δικαιώματα των πολιτών, όπως αυτό του habeas corpus.

Ηταν η περίοδος κατά την οποία, σε μια εποχή αυξημένης κινητοποίησης κυρίως των φοιτητών και των εργατών, εμφάνισης του ένοπλου αγώνα και ριζοσπαστικοποίησης σε διεθνές επίπεδο, χιλιάδες Βραζιλιάνοι υπέστησαν φυλακίσεις και βασανιστήρια ή οδηγήθηκαν στην εξορία, ενώ εκατοντάδες εκτελέστηκαν και εξαφανίστηκαν.

Με πρόσχημα την ασφάλεια – Το στρατιωτικό καθεστώς εγκαθίδρυσε μια αυταρχική διακυβέρνηση που βασίστηκε στις μαζικές διώξεις των αντιφρονούντων και στη λογοκρισία. Χιλιάδες Βραζιλιάνοι υπέστησαν φυλακίσεις και βασανιστήρια ή οδηγήθηκαν στην εξορία, ενώ εκατοντάδες εκτελέστηκαν και εξαφανίστηκαν, κυρίως το χρονικό διάστημα 1967-1974.

Στον απόηχο της κυριαρχίας, τουλάχιστον μέχρι το 1974, αυτής της σκληροπυρηνικής γραμμής, τον Δεκέμβριο του 1976 πέθανε, υπό ύποπτες συνθήκες, στην επαρχία Κοριέντες της Αργεντινής ο ανατραπείς το 1964 Βραζιλιάνος πρόεδρος Γκουλάρτ, ο οποίος, με τη φήμη του λαϊκιστή ηγέτη, δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται από το δικτατορικό καθεστώς ισχυρός αντίπαλος, ικανός να συσπειρώσει τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις. Παρότι επίσημα ο θάνατος του Γκουλάρτ αποδόθηκε σε καρδιακή προσβολή, οι υποψίες έπεσαν σε κάποια κοινή δράση των δικτατοριών της Νότιας Αμερικής, μέσω του συντονιστικού μηχανισμού που είναι γνωστός ως «Σχέδιο Κόνδωρ».

Οι πρώτες ρωγμές στο καθεστώς

Παρά τη σκλήρυνση της αυταρχικής διακυβέρνησης την περίοδο 1968-1974, πάντως, η λαϊκή αντίδραση κατά του καθεστώτος διατηρήθηκε σε σχετικά χαμηλά επίπεδα όχι μόνο εξαιτίας του γενικευμένου φόβου αλλά και λόγω της πολύ καλής επίδοσης της οικονομίας. Ειδικά τα έτη 1969-1973 είναι γνωστά ως η περίοδος του «βραζιλιάνικου θαύματος», χάρη στα θετικά αποτελέσματα που είχαν οι αναπτυξιακές πολιτικές που ακολουθήθηκαν εκείνη την περίοδο, στην απογείωση βιομηχανικών κλάδων όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, στην εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ, που κάποιες χρονιές ήταν μάλιστα διψήφια, καθώς και στο γενικό κλίμα οικονομικής σταθερότητας που μεταφράστηκε στην εισροή ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων. Παρ’ όλα αυτά, τα αποτελέσματα του «βραζιλιάνικου θαύματος» όχι μόνο δεν διαχύθηκαν σε όλη την κοινωνία, αλλά επιπλέον ενίσχυσαν και βάθυναν τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες που χαρακτήριζαν ιστορικά τη Βραζιλία. Εξάλλου, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι θετικοί δείκτες υποχώρησαν και ξεκίνησαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως λόγω της εμφάνισης στασιμοπληθωρισμού και της μεγάλης αύξησης του εξωτερικού χρέους.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 εμφανίστηκαν ρωγμές στο στρατιωτικό καθεστώς λόγω της έντονης πια οικονομικής κρίσης, της απονομιμοποίησης των σκληρών μεθόδων της δικτατορίας και της αυξανόμενης λαϊκής δυσαρέσκειας. Εντονες πιέσεις άρχισαν να ασκούνται και από τομείς της Καθολικής Εκκλησίας, κυρίως ενάντια στη χρήση βασανιστηρίων. Σε αυτό το πλαίσιο, το ίδιο το καθεστώς, υπό την ηγεσία των στρατηγών Ερνέστο Γκάιζελ (1974-1979) και Ζοάο Φιγκεϊρέδο (1979-1985), ξεκίνησε μια διαδικασία ρήξης με τη σκληροπυρηνική πτέρυγα και ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης, που είναι γνωστή στη βραζιλιάνικη ιστορία ως «άνοιγμα».

Κίνημα Diretas Já! – Την περίοδο 1983-1984 κινητοποίησε στα μεγάλα αστικά κέντρα εκατομμύρια Βραζιλιάνους, που με μαζικές διαδηλώσεις απαιτούσαν τη διενέργεια άμεσων προεδρικών εκλογών. Ηταν ένα ηχηρό κάλεσμα για την επιστροφή στη δημοκρατία, που ένωσε εργατικά συνδικάτα, φοιτητές,
διανοουμένους, καλλιτέχνες και πολιτικά κόμματα. 

Αυτή η διαδικασία, που χαρακτηριζόταν από το καθεστώς ως «αργή, σταδιακή και σίγουρη μετάβαση», χαρακτηρίστηκε από τη σταδιακή επιστροφή των κομμάτων στην πολιτική ζωή, την εμφάνιση νέων κοινωνικών κινημάτων στη δημόσια σφαίρα και τον περιορισμό της λογοκρισίας. Επίσης, η αμνηστία του 1979 επέτρεψε την επιστροφή αρκετών εξορίστων και την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων. Τόσο τα κοινωνικά κινήματα όσο και οι πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν αυτό το άνοιγμα που επιχείρησε το καθεστώς, προκειμένου να προωθήσουν την πραγματική δημοκρατική μετάβαση.

«Αμεσες εκλογές τώρα!»: η κινητοποίηση των πολιτών

Η λαϊκή πίεση για επιστροφή στη δημοκρατική νομιμότητα ενισχύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Στην πρώτη γραμμή του αγώνα βρέθηκε το κίνημα Diretas Já! (Αμεσες εκλογές τώρα!), το οποίο, στο διάστημα 1983-1984, κινητοποίησε στα μεγάλα αστικά κέντρα του Σάο Πάολο, του Ρίο ντε Τζανέιρο και της Μπραζίλια εκατομμύρια Βραζιλιάνους, στο πλαίσιο μαζικότατων διαδηλώσεων που απαιτούσαν τη διενέργεια άμεσων προεδρικών εκλογών.

Ηταν ένα ηχηρό κάλεσμα για την επιστροφή στη δημοκρατία, που ένωσε εργατικά συνδικάτα, φοιτητές, διανοουμένους, καλλιτέχνες και πολιτικά κόμματα. Παρότι το γενικευμένο αίτημα για άμεσες προεδρικές εκλογές απορρίφθηκε από το Κοινοβούλιο, η λαϊκή κινητοποίηση υπήρξε μεγάλης σημασίας για την επάνοδο στη δημοκρατική νομιμότητα. Φάνηκε, ωστόσο, ότι το καθεστώς ήταν ακόμη σε θέση να διατηρεί τον έλεγχο της μεταβατικής διαδικασίας και να επιβάλλει τον ρυθμό του.

Η μεγάλη τομή ήρθε τον Ιανουάριο 1985, με την εκλογή στο προεδρικό αξίωμα του έμπειρου πολιτικού Τανκρέντο Νέβες που ήταν ο υποψήφιος της ενωμένης αντιπολίτευσης. Αν και η εκλογή του δεν ήταν αποτέλεσμα της άμεσης λαϊκής ψήφου, αλλά πραγματοποιήθηκε με έμμεση κοινοβουλευτική ψηφοφορία, ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη νίκη της κοινωνίας των πολιτών κατά του στρατιωτικού καθεστώτος που είδε τον υποψήφιό του Πάουλο Μαλούφ να ηττάται.

Η δημοκρατία επιστρέφει στη Βραζιλία-2
16.3.1985. Η εισαγωγή του Νέβες στο νοσοκομείο στην πρώτη σελίδα της «Κ».

Δυστυχώς η δημοκρατική επανεκκίνηση της Βραζιλίας επισκιάστηκε από ένα πολύ ατυχές γεγονός, καθώς ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Νέβες αρρώστησε ξαφνικά μία ημέρα πριν αναλάβει καθήκοντα και πέθανε τον Απρίλιο του 1985. Προηγήθηκαν εβδομάδες μεγάλης συγκίνησης και ανησυχίας που κράτησαν τους πολίτες της χώρας σε μεγάλη εγρήγορση. Στη θέση του Νέβες την προεδρία ανέλαβε ο αμφιλεγόμενος αντιπρόεδρός του, Ζοζέ Σαρνέι. Παρά τις αμφιβολίες για το πρόσωπό του, καθώς είχε υποστηρίξει το δικτατορικό καθεστώς και ήταν μία από τις πιο σημαντικές πολιτικές μορφές της συμπολίτευσης, η ανάληψη της προεδρίας από έναν πολιτικό σηματοδότησε το τέλος της δικτατορίας και την απαρχή της δημοκρατικής μετάβασης. Μάλιστα, η σύγκληση Συντακτικής Βουλής που ψήφισε το Σύνταγμα του 1988 έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης δημοκρατίας της Βραζιλίας και άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στον πολιτικό βίο της χώρας.

Βαριά κληρονομιά στη δημοκρατία

Η επιστροφή στη δημοκρατία δεν έλυσε αυτομάτως τα προβλήματα της χώρας. Το γεγονός ότι η δημοκρατική μετάβαση διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τον συμφωνημένο χαρακτήρα που από το 1974 επεδίωξε το άνοιγμα του καθεστώτος, δεν επέτρεψε στην κοινωνία των πολιτών να διεκδικήσει δυναμικά πιο σύνθετα κοινωνικά αιτήματα που σχετίζονταν με τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό των θεσμών και την αντιμετώπιση της διαφθοράς και των μεγάλων κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων που είχαν βαθύνει την περίοδο της δικτατορίας. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το ζήτημα της ατιμωρησίας των στρατιωτικών για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο κηλίδωσε τη δημοκρατική μετάβαση, καθώς βάσει της αμνηστίας του 1979 δεν εκδικάστηκαν τα εγκλήματα της δικτατορίας. Αυτά τα δημοκρατικά ελλείμματα θα γίνονταν μέρος της βαριάς κληρονομιάς που άφησε η μακρόχρονη δικτατορία στη νέα φάση της δημοκρατίας της Βραζιλίας που ξεκίνησε το 1985 και θα επηρέαζε τη μετέπειτα πορεία της.

*Η κ. Μαρία Δαμηλάκου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT