Σε ένα Λονδίνο που μόλις είχε βγει από τον εφιάλτη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και προσπαθούσε να ανακτήσει την κανονικότητά του, κυκλοφόρησε ένα μικρό βιβλίο που έμελλε να γίνει παγκόσμιο σημείο αναφοράς για την πολιτική σάτιρα.
Η «Φάρμα των Ζώων» του Τζορτζ Οργουελ, γραμμένη σε καιρό πολέμου και εκδοθείσα σε καιρό ειρήνης, πήρε τη μορφή μιας απλής αλληγορικής ιστορίας για ζώα που εξεγείρονται. Πίσω όμως από την παραβολή, κρυβόταν μια ανελέητη καταγγελία του σταλινικού καθεστώτος και μια προειδοποίηση ότι η εξουσία, όταν μένει χωρίς έλεγχο, διαφθείρει ακόμη και τις πιο αγνές επαναστάσεις.
Η υπόθεση, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει αθώα: σε μια φάρμα, τα ζώα εκδιώκουν τον άνθρωπο-αφεντικό τους και ιδρύουν ένα καθεστώς ισότητας και αλληλεγγύης, όπου υπόσχονται ότι όλοι θα είναι ίσοι. Σύντομα, η ηγεσία συγκεντρώνεται στα χέρια των γουρουνιών, που αλλοιώνουν τις αρχές της επανάστασης, επιβάλλουν τον φόβο και στο τέλος γίνονται αδιαχώριστα από τους ανθρώπους που ανέτρεψαν.
Για τον Οργουελ, το γουρούνι ονόματι Ναπολέων ήταν ο Ιωσήφ Στάλιν, το επίσης γουρούνι ονόματι Σνόουμπολ ο Λέων Τρότσκι, οι σκύλοι η μυστική αστυνομία NKVD και οι εκκαθαρίσεις της φάρμας αντανάκλαση των Δικών της Μόσχας.
Η απόφαση να γράψει το βιβλίο είχε ρίζες στις δικές του εμπειρίες.
Ο Οργουελ πολέμησε στον Ισπανικό Εμφύλιο στο πλευρό των αντισταλινικών αριστερών, γνώρισε την ωμή προπαγάνδα και την κομματική βία, και αργότερα, ως δημοσιογράφος στο BBC, απογοητεύτηκε από τον τρόπο που ακόμη και οι δημοκρατίες χειραγωγούν την ενημέρωση. Στην εισαγωγή της ουκρανικής έκδοσης του 1947, ο Oργουελ σημείωνε πως «τα τελευταία δέκα χρόνια ήμουν πεπεισμένος ότι η καταστροφή του σοβιετικού μύθου ήταν απαραίτητη για την αναζωογόνηση του σοσιαλιστικού κινήματος» και ότι, κατά την επιστροφή του από την Ισπανία, αποφάσισε να τον «εκθέσει» μέσα από μια ιστορία που θα ήταν κατανοητή σε όλους και εύκολα μεταφράσιμη.
Το 1944 δύο μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι απέρριψαν το χειρόγραφο ύστερα από παρέμβαση του βρετανικού υπουργείου Πληροφοριών
Παρά την απλότητα της γλώσσας, η έκδοση του έργου δεν ήταν εύκολη. Το 1944 δύο μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι απέρριψαν το χειρόγραφο ύστερα από παρέμβαση του βρετανικού υπουργείου Πληροφοριών, το οποίο φοβόταν ότι η σκληρή σάτιρα κατά του Στάλιν θα έβλαπτε τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ενωση, όσο ο Κόκκινος Στρατός πολεμούσε ακόμη στην Ευρώπη. Ο Οργουελ εξοργίστηκε, σημειώνοντας ότι αυτή η «προληπτική λογοκρισία» θύμιζε τις μεθόδους των καθεστώτων που κατήγγελλε.
Τελικά, η μικρή αλλά τολμηρή Secker & Warburg ανέλαβε την έκδοση, σε μια περίοδο που η έλλειψη χαρτιού περιόριζε τις εκδόσεις. Η πρώτη έκδοση των 4.500 αντιτύπων εξαντλήθηκε αμέσως. Οι κριτικές ήταν κυρίως διθυραμβικές, αν και το βιβλίο προκάλεσε αντιδράσεις σε τμήματα της αριστερής διανόησης. Από το 1946, μεταφραζόταν ήδη σε πολλές γλώσσες, αλλά σε κομμουνιστικά κράτη παρέμεινε απαγορευμένο για δεκαετίες.
Η εμβληματική τελευταία σκηνή –όπου οι αναγνώστες βλέπουν γουρούνια και ανθρώπους να συντρώγουν, χωρίς να μπορεί πια κανείς «να ξεχωρίσει ποιος ήταν ποιος» – συμπύκνωσε την προειδοποίηση του Oργουελ: οι τυραννίες, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις τους, στο τέλος μοιάζουν μεταξύ τους. Η πρώτη εκείνη έκδοση του Αυγούστου του 1945 δεν εγκαινίασε μόνο μια λογοτεχνική επιτυχία· ήταν μια πράξη πολιτικής ανυπακοής, που παραμένει επίκαιρη σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

