Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού

«Όχι μόνον τον θρόνον, αλλά και την ζωήν είμαι έτοιμος να θυσιάσω διά το καθήκον μου»

29' 20" χρόνος ανάγνωσης

Ο Χαρίλαος Φιλιππίδης, μετέπειτα γνωστός ως μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, γεννήθηκε τον Μάιο του 1881 στο χωριό Γρατινή, έξω από την Κομοτηνή. Ήταν γιος του Ζήση Φίλιογλου και της Ξανθώς Καραμπάση. Οι σπουδές του στην Κομοτηνή και την Ξάνθη τον οδήγησαν στην Κωνσταντινούπολη το 1897, όπου και εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Το 1903 αποφοίτησε με άριστα από τη Θεολογική Σχολή και χειροτονήθηκε διάκονος. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε στην Τραπεζούντα τον μητροπολίτη Κωνσταντίνο Καρατζόπουλο, όπου και άρχισε την υπηρεσία του ως ιεροκήρυκας και καθηγητής Θρησκευτικών στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Η θέση του του επέτρεψε να ασχοληθεί με τα κοινά του Οικουμενικού Πατριαρχείου μέχρι να χειροτονηθεί, τον Μάρτιο του 1913, ως ο νέος μητροπολίτης της Τραπεζούντας της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνδέθηκε με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Ίωνα ∆ραγούμη μέχρι την Πηνελόπη ∆έλτα και τον ποιητή Κ. Χατζόπουλο. Αγωνίστηκε για την υπεράσπιση της Τραπεζούντας την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έζησε τη γενοκτονία των Αρμενίων και τις βιαιοπραγίες εναντίον των ελληνικών πληθυσμών, ενώ κατά την περίοδο της Ρωσοκρατίας του Πόντου (1916-1918), η μετριοπαθής στάση του εξασφάλισε την ασφάλεια τόσο του χριστιανικού όσο και του μουσουλμανικού στοιχείου στην Τραπεζούντα. Αγωνίστηκε για το όραμα της ίδρυσης ενός αυτόνομου ποντιακού κράτους, παρά τις διπλωματικές αντιξοότητες της εποχής. Μετά το τέλος του πολέμου, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μέχρι τον θάνατό του, το 1949. Σημαντικό υπήρξε το συγγραφικό του έργο, καθώς η μονογραφία του Η Εκκλησία της Τραπεζούντος (1933) αποτελεί ίσως τη μοναδική ολοκληρωμένη καταγραφή της ιστορίας της Μητρόπολης Τραπεζούντας.

Από την πατρογονική εστία, στην Τραπεζούντα

Τα παιδικά χρόνια, οι σπουδές και το Φροντιστήριο Τραπεζούντας.

Για τη ζωή του Χαρίλαου Φιλιππίδη, κοσμικό όνομα το οποίο κατείχε πριν από τη χειροτόνησή του, οι περισσότερες πληροφορίες προέρχονται από το αυτοβιογραφικό του έργο Βιογραφικαί Αναμνήσεις (Τασούδης, 1970). Στην τότε οθωμανοκρατούμενη Θράκη, η οικογένεια Φίλιογλου μάλλον ήταν αρκετά εύπορη ώστε να παραχωρεί δωρεάν κάποια οικήματα που βρίσκονταν στην αυλή του σπιτιού της σε άπορες οικογένειες. Ως ένα από τα επτά παιδιά της οικογένειας, ο Χαρίλαος μεγάλωσε σε μια οικογένεια με έντονο θρησκευτικό υπόβαθρο.

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-1
Απόφοιτοι του Φροντιστηρίου Τραπεζούντας με τους καθηγητές τους, το 1903-1904. Στο κέντρο ο διευθυντής Ματθαίος Παρανίκας. Ο ιερωμένος είναι ο Χρύσανθος Φιλιππίδης, μετέπειτα μητροπολίτης Τραπεζούντας (Φωτογραφικό Αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών).

Ο Ζήσης Φίλιογλου, ο πατέρας του Χαρίλαου, ασχολούνταν με το εμπόριο σιτηρών και κουκουλιών σε συνεργασία με τον αδελφό του Παναγιώτη και ήταν ένας από τους προκρίτους της περιοχής. Είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τον μητροπολίτη Μαρωνείας Ιερώνυμο, με τον οποίο μάλιστα, μαζί με τη βοήθεια του Τούρκου Αλί Οστόγλου, έσωσε «εκ βεβαίας σφαγής από τους Τούρκους τους χριστιανούς της πόλεως Γκουμουλτζίνας» (σημ. Κομοτηνής) (Τασούδης 1970, 18). Ωστόσο, ο πρώιμος θάνατος του Ζήση από ημιπληγία, γύρω στο 1882, έφερε σε δυσχερή θέση την οικογένειά του, καθώς ο αδελφός του επιχείρησε να καταχραστεί την περιουσία τους. Σύμφωνα με τον Χαρίλαο, όπως αποτυπώνει στη βιογραφία του, «ήτο άνθρωπος κατωτέρας υφής και ποιού, από την αρπακτικότητα του οποίου […] έσωσε την μικράν μας περιουσίαν η κηδεμονία του εκ μητρός μου θείου Γιάγκου».

Και αυτή δεν ήταν η μόνη απώλεια την οποία θα βίωνε η οικογένεια, καθώς πολύ σύντομα ακολούθησε και ο θάνατος της Ελισάβετ, της μεγαλύτερης αδελφής του Χαρίλαου, στα 17 της χρόνια. Η Ξάνθω, έχοντας χάσει άλλα τρία παιδιά, στράφηκε προς την οικογένειά της, του γένους Καραμπάση, και μετακόμισε εκεί μαζί με τον Χαρίλαο και τις δύο αδελφές του, την Κλεοπάτρα και τη Χρυσάνθη. Έμποροι κουκουλιών ήταν επίσης και οι θείοι της οικογένειας, ωστόσο η κυρίαρχη μορφή της οικογένειας ήταν, σύμφωνα με τον Χαρίλαο, η γιαγιά «Χατζηνενέ»: «[…] εις πάσαν συνάθροισιν των θυγατέρων της ήτο απαραίτητος η παρουσία και προεδρία της και έδιδε πάντοτε τον τόνον εις τας συνομιλίας» (Τασούδης, 1970, 21).

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-2
Ο Χρύσανθος Φιλιππίδης το 1905, όταν ήταν ακόμη διάκονος και καθηγητής Θρησκευτικών στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας (Φωτογραφικό Αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών).

Στον Χαρίλαο είχε ιδιαίτερη αδυναμία η θεία του από την πλευρά της μητέρας του, η Πέγαινα, η οποία ήταν έμπορος υφασμάτων και έπαιρνε τον ανιψιό της, από τα δώδεκά του χρόνια, ως συνοδό στα εμπορικά της ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη. Αν και υπήρχαν ενδείξεις πως ο Χαρίλαος προοριζόταν για το εμπόριο, το βαθύ θρησκευτικό κλίμα στο οποίο τον μεγάλωσε η μητέρα του και οι μαθησιακές του επιδόσεις τον έστρεψαν προς την Εκκλησία.

Το 1897, στα δεκαέξι του χρόνια αποφοίτησε από το ημιγυμνάσιο Ξάνθης και, δανειζόμενος πέντε λίρες από την αγαπημένη θεία Πέγαινα, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη αναζητώντας ανώτερες εκκλησιαστικές σπουδές. Εκεί τον υποδέχτηκε ο πρώην δάσκαλός του και οικογενειακός φίλος Γεννάδιος Αλεξιάδης, ο οποίος είχε διοριστεί εκείνη την περίοδο υπο-γραμματέας της Ιεράς Συνόδου και φρόντισε για την εισαγωγή του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Ο Χαρίλαος πέρασε τις κατατακτήριες εξετάσεις και εισήχθη με άριστα στη Β΄ τάξη. Κατά την περίοδο των σπουδών του υπήρξε άριστος μαθητής και αυτοδίδακτος, καταφέρνοντας να μάθει γαλλικά και γερμανικά.

Με την αποφοίτησή του το 1903 από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, σε ηλικία 23 ετών, χειροτονήθηκε διάκονος από τον διευθυντή. Όσον αφορά την επιλογή του ονόματός του, ο Χαρίλαος επέλεξε το «Χρύσανθος» «[…] εκ συμπαθείας προς την αδελφήν [του] Χρυσάνθην και εις ευλαβή ανάμνησιν του μητροπολίτου Μαρωνείας Χρυσάνθου Ιεροκλέους, οργανώσαντος επί στερρών βάσεων τα σχολεία της πατρίδος [του]» (Τασούδης, 1970, 39). Ακολούθησε τον μητροπολίτη Τραπεζούντας Κωνστάντιο Καρατζόπουλο και διορίστηκε αρχιδιάκονος της Μητρόπολης Τραπεζούντας, καθηγητής θρησκευτικών στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας και ιεροκήρυκας. Τον Σεπτέμβριο του 1904 επιφορτίστηκε επιπλέον με τα καθήκοντα του γενικού επιτρόπου, καθώς ο μητροπολίτης είχε κληθεί στην Κωνσταντινούπολη ως συνοδικός. Στο πλαίσιο του αξιώματος αυτού ο Χρύσανθος κέρδισε την εμπιστοσύνη της τοπικής κοινωνίας, δείχνοντας επιμελείς διπλωματικές ικανότητες και σθένος. Πέτυχε, μεταξύ άλλων, την αθώωση ενός βιβλιοπώλη που είχε συλληφθεί από τους Οθωμανούς με την κατηγορία της κατοχής εικόνων της Ελληνικής Επανάστασης και επίσης την απελευθέρωση ανήλικης από τη Ματσούκα, η οποία είχε απαχθεί για να εξισλαμιστεί βιαίως (Τασούδης, 1970, 43). Οι πλούσιες αρετές του, η οξύνοιά του και η αγάπη προς την κοινότητα οδήγησαν τον λαό και την αστική κοινωνία να συμμετέχει ενεργά στις εκδηλώσεις της Μητρόπολης στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο ιεροδιάκονος.

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-3
Το Φροντιστήριο Τραπεζούντας σε επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ού αιώνα (Συλλογή Αντώνη Μαΐλη).

Το 1907, ο Χρύσανθος αποφάσισε να παραιτηθεί από όλα τα αξιώματά του και χάρη στην οικονομική συνεισφορά Τραπεζούντιων προυχόντων, φίλα προσκείμενων προς το πρόσωπό του, ταξίδεψε στη Λειψία και τη Λωζάννη, όπου και σπούδασε φιλοσοφία, κανονικό και ρωμαϊκό δίκαιο, ελληνικά και γλωσσολογία. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Λωζάννη, γνώρισε τον καθηγητή πολιτικής οικονομίας Βιλφρέντο Παρέτο (Vilfredo Pareto), του οποίου οι κοινωνιολογικές ιδέες τον επηρέασαν. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του τόσο στη Λειψία όσο και στη Λωζάννη, γνώρισε Έλληνες καλλιτέχνες, όπως τη Μέλπω Λογοθέτην και μέλη του ∆ημοτικιστικού Κινήματος, όπως τον ποιητή Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Με τον τελευταίο ανέπτυξε ιδιαίτερα φιλική σχέση και παραθέρισε για ένα διάστημα στο σπίτι του. Αναφερόμενος στο διάστημα αυτό, ο Χρύσανθος έγραψε στις Αναμνήσεις του: «Αι ημέραι τας οποίας επέρασα μαζί του εις το Dachau είναι από τας ωραιοτέρας ημέρας της ζωής μου. Είχε παράπονα με τον φίλον μας Γ. Σκληρόν, τον οποίον εύρισκεν ότι οπισθοδρόμησεν εις τας σοσιαλιστικάς του ιδέας […]».

Το 1911, ο Χρύσανθος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να αναλάβει το αξίωμα του αρχειοφύλακα από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, ενώ ταυτόχρονα αρθρογραφούσε στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, το επίσημο εβδομαδιαίο δημοσιογραφικό όργανο του Πατριαρχείου. Κατά την περίοδο 1911-1913, τα άρθρα που δημοσίευσε χαρακτηρίστηκαν από τη θαρραλέα στάση του εναντίον των Νεοτούρκων, με αντιπροσωπευτικό δείγμα το «Στώμεν καλώς» της 10ης Σεπτεμβρίου του 1911, στο οποίο εξυμνούσε τη «συντελουμένην τότε συνεννόησιν των εθνοτήτων εναντίον των Νεοτούρκων [και προέβλεπε] την επιτευχθείσα μετά εν έτος συμμαχίαν των Βαλκανικών κρατών εναντίον της Τουρκίας». Μάλιστα προκάλεσε την αντίδραση των Νεοτούρκων και την παύση έκδοσης της εφημερίδας για ένα διάστημα, όταν δημοσίευσε το εν λόγω άρθρο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δημοσίευε συχνά άρθρα όπου στηλίτευε τη δράση των Βουλγάρων στη Μακεδονία. Εξάλλου, κατά τα χρόνια παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη είχε επαφές με μέλη της «Οργανώσεως Κωνσταντινουπόλεως» του Αθανασίου Σουλιώτη-Νικολαΐδη, με τον οποίο τον συνέδεαν φιλικοί δεσμοί, όπως και με τον Ίωνα ∆ραγούμη και την Πηνελόπη ∆έλτα. Ο σκοπός της Οργανώσεως ήταν να αντιμετωπίσει τη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα και να επιτύχει τον πολιτικό συντονισμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, επιζητώντας τη συνεννόηση και τη συνεργασία των λαών της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας μαζί με τον Ελληνισμό της ∆ιασποράς (Τασούδης, 1970, 59).

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-4
Η Χάλκη στα Πριγκιπόννησα, σε επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ού αιώνα (DPA Picture Alliance/Alamy/Visualhellas.gr).

Στις 18 Μαΐου 1913, ο μητροπολιτικός θρόνος Τραπεζούντας χήρευσε και ο Χρύσανθος εκλέχθηκε μητροπολίτης μετά την απαίτηση των Τραπεζούντιων, οι οποίοι κατέκλυσαν το Πατριαρχείο με τηλεγραφήματα, επικαλούμενοι προνόμιο που αναγόταν στους χρόνους της αυτοκρατορίας των Κομνηνών. Ως νέος μητροπολίτης εξέδωσε το περιοδικό Κομνηνοί, με το οποίο είχε σκοπό να εξυψώσει το πνευματικό επίπεδο στην Τραπεζούντα και με τα έσοδα του περιοδικού στήριξε οικονομικά τη Βιβλιοθήκη της Τραπεζούντας (Λαμψίδης, 1995, 256). Συμπαραστάθηκε στο έργο του φιλανθρωπικού ιδρύματος «Μέριμνα» και συμμετείχε ως πρόεδρος εναλλάξ με τον Τούρκο μουφτή σε μια επιτροπή η οποία σκοπό είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ύδρευσης της Τραπεζούντας. Η επόμενη δεκαετία, του 1913-1923, ήταν εκείνη που δοκίμασε τις δυνάμεις του μητροπολίτη όταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι αναταράξεις στην περιοχή του Πόντου οδήγησαν στην περίοδο της Ρωσοκρατίας στην Τραπεζούντα.

Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και Ρωσοκρατία στον Πόντο

Ο αγώνας του μητροπολίτη Τραπεζούντας.

Η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον Ιούλιο του 1914 βρήκε την Ελλάδα «παγιδευμένη», με τη γενίκευση του πολέμου προς τη νοτιοανατολική Ευρώπη, σε ένα πλέγμα συνασπισμών με τις Κεντρικές ∆υνάμεις από τη μία πλευρά (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) και την Τριπλή Συμμαχία ή Entente (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) από την άλλη. Για τα δεδομένα της Ελλάδας, η χώρα, έχοντας βγει ήδη νικήτρια από τους Βαλκανικούς Πολέμους των προηγούμενων ετών (1912-1913), βρισκόταν σε αδιέξοδο ως το ποια κατεύθυνση και συνασπισμό θα την οδηγούσε να βγει από την ουδετερότητα και να δηλώσει τις προθέσεις της (Κολλιόπουλος, Βερέμης, 2006, 326).

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-5
Ο Αθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης (Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη).

Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ανέμενε διπλωματικές προτάσεις και εδαφικές υποσχέσεις από την Τριπλή Συμμαχία, καθώς πίστευε πως θα υπερίσχυαν στον πόλεμο, ενώ το Γενικό Επιτελείο και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος πίστευαν στη στρατιωτική υπεροχή της Γερμανίας, αλλά σαφώς δεν θα ήταν εύκολο να βγουν στον πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών ∆υνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επομένως υποστήριζαν την ουδετερότητα, με τον δόκιμο φόβο της απώλειας των νέων εδαφών από τις αναθεωρητικές δυνάμεις της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Οι αντιπαλότητες στην πολιτική ανάμεσα στις δύο αυτές προσωπικότητες οδήγησαν σε κλίμα διχασμού, το οποίo γενικεύτηκε σε όλους τους τομείς της χώρας, από τον στρατό μέχρι και την κοινωνία. Οι εκλογές του ∆εκεμβρίου 1915, από τις οποίες απείχε το κόμμα του Βενιζέλου, οι Φιλελεύθεροι, έδειξε πόσο αγεφύρωτο είχε γίνει το χάσμα του διχασμού σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο (Κολλιόπουλος, Βερέμης, 2006, 344-345). Η αποκορύφωση ήρθε με τα αιματηρά επεισόδια των Νοεμβριανών του 1916, την εκθρόνιση του βασιλιά Κωνσταντίνου και την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Συμμαχίας, το 1917, έναν χρόνο πριν από τη λήξη του πολέμου.

Οι παραπάνω εξελίξεις δεν ευνόησαν και την κατάσταση στη Μικρά Ασία, και συγκεκριμένα στον Πόντο. Με βάση τα δεδομένα από το Αρχείον του Πόντου, η Μητρόπολη Τραπεζούντας ήταν η τέταρτη κατά σειρά σε αριθμό ποιμνίου. Στην εποχή της ποιμαντορίας του Μμητροπολίτη Χρύσανθου, τα εκκλησιαστικά όρια της μητρόπολης περικλείονταν μεταξύ Τρίπολης στα δυτικά και του Βατούμ στα ανατολικά. Ο πόλεμος βρήκε τους Έλληνες του Πόντου και το χριστιανικό στοιχείο σε μια ιδιόμορφη κατάσταση, αποδυναμωμένους από τη μια από τις πολιτικές των Νεοτούρκων, όχι όμως σε πλήρες αδιέξοδο από την άλλη. Οι Νεότουρκοι με διάφορες προφάσεις προσπάθησαν να αποδυναμώσουν οικονομικά τους Αρμένιους και τους Έλληνες, με σκοπό τον εξοβελισμό τους. Επίφοβο, αλλά ταυτόχρονα και ελπιδοφόρο ήταν το γεγονός πως ο ανατολικός Πόντος ήταν ένα από τα μέτωπα του πολέμου μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατί πολλοί από τους Έλληνες ήλπιζαν πως υπήρχε πιθανότητα να περιέλθει η περιοχή στη Ρωσία και να σωθεί το χριστιανικό στοιχείο από τον αφανισμό. Για κάποιους, εξάλλου, η ελεύθερη Ελλάδα φαινόταν αδύναμη εκείνη την περίοδο να τους βοηθήσει πιέζοντας το νεοτουρκικό καθεστώς να άρει τα ανθελληνικά μέτρα ή να τους απελευθερώσει (Αρχείον Πόντου, 2015, 304).

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1915, όταν ξεκίνησαν οι βιαιοπραγίες κατά των Αρμενίων στην Τραπεζούντα, οι οποίοι ήταν περίπου 15.000, ο μητροπολίτης Χρύσανθος προσπάθησε με συνεχείς παραστάσεις στον βαλή και στους προξένους της Αυστρίας και της Γερμανίας να αποτρέψει τις καταστροφές στην περιφέρειά του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Πολλές μητέρες λίγο πριν από την αναχώρησή τους στις πορείες θανάτου, διαισθανόμενες τι τους περίμενε, εμπιστεύτηκαν τα παιδιά τους στον μητροπολίτη, ο οποίος, σε συνεργασία με το μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα της Τραπεζούντας «Φιλόπτωχος Αδελφότης», προσπάθησε να συστήσει ορφανοτροφείο για τα Αρμενόπουλα. Όμως η τουρκική κυβέρνηση έδωσε εντολή να διαλυθεί το ορφανοτροφείο και να διαμοιρασθούν τα παιδιά σε τουρκικές οικογένειες με σκοπό να εξισλαμισθούν (Αρχείον Πόντου, 2015, 149). Μόνο όταν κατέλαβαν το 1916 οι Ρώσοι την πόλη, κατάφερε ο μητροπολίτης να συγκεντρώσει από τις τουρκικές οικογένειες όλα τα παιδιά των Αρμενίων και ίδρυσε ορφανοτροφείο, την εποπτεία του οποίου ανέθεσε στη φιλόπτωχο αδελφότητα «Μέριμνα» (Μαμώνη, Οργάνωση, 192). Η Μητρόπολη Τραπεζούντας ανέλαβε επίσης τη μεταφορά και την ταφή χιλιάδων Αρμενίων που πέθαναν στην Τραπεζούντα.

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-6
17/30 Ιουλίου 1916. Ο δήμαρχος Τραπεζούντας Ιωάννης Τριφτανίδης προσφωνεί τον Μέγα Δούκα της Ρωσίας Νικολάι Νικολάγιεβιτς, ο οποίος έφτασε στην πόλη από το Ερζερούμ. Δίπλα του ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος (Φωτογραφικό Αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών).

Η ρωσική προέλαση στις αρχές Απριλίου έφτασε στην Τραπεζούντα. Η οθωμανική τοπική εξουσία, μέσω του κουρδικής καταγωγής βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη και του αντιπροσώπου της νεοτουρκικής κυβέρνησης στον Εύξεινο Πόντο, Αλή Ρεζά μπέη, διαπιστώνοντας το μάταιο της αντίστασης και προκειμένου να εξασφαλίσει κατά το δυνατόν τον μουσουλμανικό πληθυσμό της πόλης, παρέδωσε τη διοίκηση της πόλης και της περιοχής της στον μητροπολίτη Χρύσανθο στις 3/16 Απριλίου 1916. Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του «Από εσάς την πήραμε και σε εσάς την παραδίδουμε», τα οποία δήλωναν ίσως περισσότερο το επικρατέστερο πληθυσμιακό στοιχείο στην πόλη παρά κάποια ιστορικότητα (Φωτιάδης, Τσατσανίδης, 2021, 151-152). Στη συνέχεια για να αποφύγει την καταστροφή της πόλης, ο μητροπολίτης Χρύσανθος μαζί με τον Αμερικανό πρόξενο Heizer και έναν εκπρόσωπο της ελληνικής κοινότητας, τον Π. Χατζηπαναγιωτίδη, κατευθύνθηκαν με άλογα προς το ρωσικό επιτελείο, το οποίο βρισκόταν στην τοποθεσία Γέμουρα (Τασούδης, 1970, 129), και κρατώντας λευκές σημαίες στα χέρια κατευθύνθηκαν προς τα ρωσικά στρατεύματα. Αυτόπτης μάρτυρας, ο αξιωματικός Γκεόργκι Άουστριν περιέγραψε τα εξής:

Η υποδοχή που επιφύλαξε η πόλη για το ρωσικό στράτευμα ήταν θριαμβευτική, καθώς τους καλωσόρισαν ως απελευθερωτές.

«[…] η εκατονταρχία μας έτυχε να δει μια εικόνα που πινέλο ενός ζωγράφου μάχης μπορεί να αποτυπώσει, ακριβώς κατά πάνω μας σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης ερχόταν […] μια ετερόκλητη ομάδα ιππέων. Ο Αμερικανός Πρόξενος, ο Έλληνας Μητροπολίτης, ο επικεφαλής του μουσουλμανικού κλήρου […]. Όλους τους κάλυπτε μία τεράστια λευκή σημαία, ενώ ένας εκ των εκπροσώπων της πόλης κρατούσε στα χέρια του ένα τεράστιο επιχρυσωμένο πιάτο με το κλειδί της πόλης της Τραπεζούντας […]» (Φωτιάδης, Τσατσανίδης, 2021, 156).

Η υποδοχή που επιφύλαξε η πόλη για το ρωσικό στράτευμα ήταν θριαμβευτική, καθώς τους καλωσόρισαν ως απελευθερωτές. Στις 7 Απριλίου 1916 έγινε στρατιωτική παρέλαση στην Τραπεζούντα επ’ ευκαιρία της κατάληψης της πόλης, η οποία συγκλόνισε την κοινή γνώμη και στη Ρωσία (Φωτιάδης, Τσατσανίδης, 2021, 158). Κατά την περίοδο αυτή, ο μητροπολίτης Χρύσανθος ακολούθησε μετριοπαθή πολιτική έναντι των μουσουλμάνων και δεν ήταν λίγες οι φορές που επενέβη για να τους προστατέψει από τους Αρμένιους στρατιώτες του ρωσικού στρατού (Χρύσανθος, 1933, 762-4).

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-7
18 Απριλίου/1 Μαΐου 1916: Τραυματίες Τούρκοι στρατιώτες και πρόσφυγες περιθάλπονται σε μια φορτηγίδα από Ρώσους, μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (Hulton Archive/Getty Images/Ideal Image).

Παρά τους εκτοπισμούς των Ελλήνων στον ∆υτικό Πόντο, οι Έλληνες του ρωσοκρατούμενου Πόντου έζησαν σχεδόν ειρηνικά κάτω από την ήπια πολιτική του μητροπολίτη Χρύσανθου, ο οποίος προλάβαινε τις καταστάσεις και γενικότερα έχαιρε και της εκτίμησης του ρωσικού επιτελείου. Χάρη στην πολιτική του, στις αρχές του 1917 πολλοί μουσουλμάνοι πρόσφυγες, περί τις 400.000, επέστρεψαν στις εστίες τους (Αρχείον Πόντου, 2015, 321). Ο Χρύσανθος, διαπιστώνοντας το μεγάλο πρόβλημα και τις επιπτώσεις που μπορούσε να έχει η παρουσία τόσων ανθρώπων, ίδρυσε την Επιτροπή Προσφύγων, αμέσως μετά τη ρωσική κατάληψη, η οποία βοηθούσε όλους τους πρόσφυγες Έλληνες, μουσουλμάνους και Αρμένιους, έχοντας αρωγή και από τους ομογενείς της Ρωσίας μέσω των ελληνικών προξενείων (Τασούδης, 1970, 139). Ο μητροπολίτης τάχθηκε υπέρ της ρωσικής παρουσίας, καθώς πίστευε ότι μέσα από τις εξελίξεις του πολέμου ο Πόντος θα έλυνε το εθνικό του πρόβλημα με τη μορφή της αυτοδιάθεσης. Η θέση του αυτή ενισχύθηκε και από το γεγονός πως η δημαρχία της Τραπεζούντας ανατέθηκε σε Έλληνες, επομένως η αυτονόμηση της περιοχής στο πλαίσιο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ίσως να ήταν δυνατόν να πραγματωθεί (Γεωργανόπουλος, ∆ημοκρατία, 89-90). Όμως οι παραπάνω ελπίδες θα διαψεύδονταν όταν τον επόμενο χρόνο, το 1917, ξέσπασαν οι ρωσικές επαναστάσεις, η Φεβρουαριανή και η Οκτωβριανή.

Το τέλος της Ρωσοκρατίας στον Πόντο

O Μητροπολίτης Χρύσανθος και το σοβιέτ του Πόντου.

Οι εξελίξεις στον ρωσοκρατούμενο Πόντο επηρεάστηκαν σημαντικά από τις εξελίξεις στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Η Φεβρουριανή αλλά πιο πολύ η Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 οδήγησε σε αλλαγές στις εντολές που λάμβανε ο ρωσικός στρατός, με αποτέλεσμα να υπάρξουν δύο καίριες αρνητικές επιπτώσεις στον Ελληνισμό του Πόντου, που αφορούσαν τα ζητήματα του στρατού και της θρησκείας.

Ήδη από το 1916 η δημαρχία που είχε συσταθεί από τον Χρύσανθο ήταν ουσιαστικά σχεδόν αυτόνομη, αποτελώντας σε έναν βαθμό το προοίμιο του σχεδίου για το αυτόνομο ελληνικό κράτος στον Πόντο, πάντα βασιζόμενοι στην ελπίδα της αυτοδιάθεσης των λαών. ∆ήμαρχος διορίστηκε από τον Χρύσανθο ο Κ. Θεοφύλακτος και κατόπιν ο Γ. Φωστηρόπουλος, ενώ το δημοτικό συμβούλιο αποτελούνταν από Έλληνες και έναν μουσουλμάνο. Λίγο αργότερα συστάθηκαν ελληνο-μουσουλμανικά δικαστήρια και ελληνο-μουσουλμανική χωροφυλακή από την υπό τον Χρύσανθο τοπική προσωρινή «κυβέρνηση», στην οποία απευθύνονταν και οι δυνάμεις της Αντάντ (Θεοφύλακτος, 1997, 219-220). Ωστόσο, μετά την πολιτική αλλαγή που επέφεραν οι προαναφερθείσες επαναστάσεις, εμφανίστηκε στον ρωσικό στρατό μια γενικευμένη απείθεια, που οδήγησε σε αύξηση της επιθετικότητας των μουσουλμάνων κατά του χριστιανικού πληθυσμού και η υποβάθμιση της θρησκείας, που ήταν ο συνεκτικός κρίκος μεταξύ Ρώσων και Ελλήνων, απομάκρυνε τη Ρωσία από τον ελληνικό Πόντο.

Μέσα σε αυτό το τεταμένο κλίμα, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ρωσίας αποδέχτηκε την όποια μορφή εξουσίας είχε ο Μητροπολίτης Χρύσανθος μέσα στην Τραπεζούντα και ο ίδιος συμμετείχε στα νεοδιορισμένα σοβιέτ της πόλης. Ο ίδιος αποτέλεσε ίσως τη μόνη περίπτωση παρουσίας ιερωμένου σε σοβιέτ και προσπάθησε να προστατέψει τον χριστιανικό πληθυσμό όχι μόνο από τις λεηλασίες και τις καταστροφές των μουσουλμάνων, αλλά και από τις βιαιότητες του ρωσικού στρατού, ο οποίος, καθώς περνούσαν οι μήνες, κατέρρεε όλο και περισσότερο (Αλεξανδρής, 1980, 430).

Στις 5 ∆εκεμβρίου 1917, στο Ερζιγκιάν, οι εκπρόσωποι του ρωσικού και του τουρκικού στρατού υπέγραψαν συμφωνία ανακωχής, με την οποία οι εχθροπραξίες στο μέτωπο του Καυκάσου και στη Μαύρη Θάλασσα θα σταματούσαν. Ωστόσο, οι Τούρκοι δεν τήρησαν τη συμφωνία και στις 31 Ιανουαρίου 1918 επιτέθηκαν και κατέλαβαν το Ερζιγκιάν, ενώ ταυτόχρονα Τούρκοι Τσέτες διαπραγματεύονταν την παράδοση της Τραπεζούντας (Φωτιάδης, Τσατσανίδης, 2021, 704-705). Την περίοδο αυτή επήλθε πλήρης παράλυση του ρωσικού στρατού και τρομοκρατημένοι οι Έλληνες του Πόντου ζητούσαν μέσω εκπροσώπων από τη Μητρόπολη περαιτέρω οδηγίες, καθώς φοβούνταν τα αντίποινα των Τούρκων και των Τσετών. Ο Χρύσανθος, γνωρίζοντας τις συνέπειες που θα είχε για τον Πόντο μια μαζική μετανάστευση προς την πλέον μπολσεβικική Ρωσία, μέσα στον χειμώνα, συμβούλευσε τους πάντες να μείνουν στον τόπο τους. Χαρακτηριστικά ήταν τα λόγια του Μητροπολίτη, τα οποία απέδιδαν την τραγικότητα της κατάστασης: «[…] ο εν τη πατρίδι και υπέρ της πατρίδος ωραίος θάνατος είναι προτιμώτερος από τον διά της φυγής άδοξον και άσχημον θάνατον. […]» (Τασούδης, 1970, 162, Φωτιάδης, Τσατσανίδης, 2021, 705).

Μεταξύ «Σκύλλας και Χάρυβδης», ο Μητροπολίτης Χρύσανθος προσπάθησε να προστατεύσει τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό από τους υποχωρούντες Ρώσους στρατιώτες αλλά και από τους Τσέτες, οι οποίοι λεηλατούσαν τις γύρω περιοχές.

Έχοντας προβλέψει την επέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, σε περίπτωση κατάρρευσης του μετώπου ο Μητροπολίτης Χρύσανθος φρόντισε να αγοράσει 400 σακιά αλεύρι για επισιτιστικές ανάγκες. Ωστόσο το χάος και η αναρχία μέσα στην πόλη οδήγησαν τον Μητροπολίτη και την Επιτροπή Προσφύγων να κρύψει το αλεύρι στον νάρθηκα της εκκλησίας της Μητρόπολης. Τα τρόφιμα όμως που διασώθηκαν αργότερα κατασχέθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις, εκτός από 100 σακιά. Αργότερα, χάρη στην παρέμβαση του Τούρκου διοικητή Βεχίτ πασά, αυτά επιστράφηκαν στους Έλληνες (Τασούδης, 1970, 165).

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-8
Οι πρώτοι Ρώσοι ιππείς εισέρχονται στην Τραπεζούντα, στις 15/28 Απριλίου 1916. Από το: Collection de la Guerre IV. L’Illustration, τόμ. CXLVIII, Σεπτ.- Δεκ. 1916 (The Print Collector/Heritage Images/TopFoto).

Μεταξύ «Σκύλλας και Χάρυβδης», ο Μητροπολίτης Χρύσανθος προσπάθησε να προστατεύσει τον άμαχο ελληνικό πληθυσμό όχι μόνο από τους υποχωρούντες Ρώσους στρατιώτες αλλά και από τους Τσέτες, οι οποίοι λεηλατούσαν τις γύρω περιοχές. Μετά από συνάντησή του με τον διοικητή τους, Καχράν μπέη, όχι μόνο τον έπεισε να σταματήσει τις επιθέσεις κατά των ρωσικών στρατευμάτων αλλά και κατά του άμαχου πληθυσμού. Σε συνεδρίαση της Επιτροπής των Μπολσεβίκων της πόλης, την επόμενη μέρα, κατηγορήθηκε από Γεωργιανούς αξιωματικούς πως διαπραγματευόταν μυστικά με τους Τούρκους την παράδοση της πόλης. Ο Μητροπολίτης, ακούγοντας με ηρεμία τις κατηγορίες εναντίον του, απάντησε πως καθήκον του ήταν να προστατεύσει το ποίμνιό του με κάθε τρόπο, αφού τα ρωσικά στρατεύματα αδυνατούσαν (Χρύσανθος, 1933, 772, Τασούδης, 1970, 176-168). Για τους Έλληνες που ασπάστηκαν τον Μπολσεβικισμό, με πικρία δήλωσε: «[…] δηλητηριασθέντες υπό του Μπολσεβικισμού, είχον χάσει πάσαν εθνική συνείδησιν. […]».

Τις τελευταίες ημέρες πριν από την παράδοση της πόλης στους Τούρκους, επικράτησαν χαοτικές καταστάσεις από τα κύματα Ελλήνων προσφύγων που έρρεαν προς την πόλη, αναζητώντας προστασία, και ταυτόχρονα οι Ρώσοι στρατιώτες συνέχιζαν να λεηλατούν την πόλη, με αποτέλεσμα να καεί και να λεηλατηθεί το παζάρι της Τραπεζούντας. Το βάρος της φροντίδας των προσφύγων έπεσε στους ώμους του Μητροπολίτη Χρύσανθου, ο οποίος το επωμίστηκε μαζί με τον Αντώνιο Παπαδόπουλο, μέλος της Επιτροπής Προσφύγων από την ίδρυσή της μέχρι και τη διάλυσή της (Φωτιάδης, Τσατσανίδης, 2021, 714-715).

Με την είσοδο των τουρκικών στρατευμάτων στην Τραπεζούντα, τον Φεβρουάριο του 1918, υπήρξαν και εκπρόσωποι του ρωσικού στρατού οι οποίοι με λύπη είδαν την πόλη να χάνεται. Μην τρέφοντας ψευδαισθήσεις για τους Τούρκους και τα σχέδιά τους, ο εκπρόσωπος της επιτροπής στρατιωτών Σερεμπρόβσκι, τον οποίο ο Μητροπολίτης Χρύσανθος γνώριζε προσωπικά, αφού τον αποχαιρέτησε, είπε: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι ειλικρινείς». Και ο Μητροπολίτης τού απάντησε: «Αν τους εγνώριζες όσο εγώ, θα ήσουν μελαγχολικώτερος» (Τασούδης, 1970, 176).

Τέλος, επικριτικός στάθηκε και απέναντι στις δυτικές δυνάμεις, καταγγέλλοντας τη «χριστιανική» ∆ύση για τη Γενοκτονία ότι: «Τη ενόχω συνεργία των συμμάχων χριστιανικών ∆υνάμεων της ∆ύσεως, της Γερμανίας και της Αυστρίας, κατά τα έτη 1914-1918 εσφάγη υπό των Νεοτούρκων ολόκληρον το έθνος των Αρμενίων και εκατοντάδες χιλιάδων Ελλήνων βιαίως απεσπάσθησαν από των εστιών αυτών και απέθαναν εν τη εξορία». (Χρύσανθος, 1933, 782)

Η δράση του Χρύσανθου στο Συνέδριο Ειρήνης του Παρισιού

Το χαμένο όνειρο της Δημοκρατίας του Πόντου.

Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι διακηρύξεις κυρίως του προέδρου των ΗΠΑ, Γουίλσον, περί αυτοδιάθεσης των λαών, γέννησαν την ελπίδα στα υπόδουλα έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πως η διάλυσή της θα σήμανε και τη δημιουργία νέων εθνικών κρατών. Συγκεκριμένα, για τους Ποντίους αυτά τα νέα τούς έδωσαν ελπίδα για εθνική αποκατάσταση.

Ωστόσο, ο Βενιζέλος, στις 17/30 ∆εκεμβρίου 1918, υπέβαλε προς το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο των αντιπροσώπων των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, κατά τις προκαταρκτικές διαδικασίες του Συνεδρίου για την Ειρήνη, υπόμνημα με τις εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας. Στο υπόμνημα αυτό, ο Βενιζέλος πρότεινε για τον Πόντο να συμπεριληφθεί με το βιλαέτι της Τραπεζούντας στο υπό σύσταση αρμενικό κράτος, εντός του οποίου θα διατηρούσε διοικητική αυτονομία, αν και είχε, σύμφωνα με τα δικά του δεδομένα, 350.000 Έλληνες και ελάχιστους Αρμενίους. Για τον υπόλοιπο Πόντο δεν έκανε συγκεκριμένη πρόταση, υπονοώντας ότι θα συμπεριλαμβανόταν στο υπό ίδρυση τουρκικό κράτος (Βαλκανική Βιβλιογραφία 4, Παράρτημα, 1977, 86-97).

Τα δυσοίωνα αυτά νέα έκαναν τους ιθύνοντες των Ποντίων να αναλάβουν ενεργητικότερο ρόλο. Έτσι, αποφασίστηκε, με πρωτοβουλία των μητροπολιτών του Πόντου, να σταλεί επιτροπή η οποία θα ταξίδευε στο Παρίσι για να συνδράμει τον Κ. Κωνσταντινίδη στο έργο του. Με τηλεγράφημα από το Πατριαρχείο, κλήθηκε να μετάσχει και ο Μητροπολίτης Χρύσανθος στην επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από τον Τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου Μητροπολίτη Προύσας ∆ωρόθεο, τον γιατρό Αλέξανδρο Παπά, μέλος του Εθνικού Μεικτού Συμβουλίου, και τον Τζον Χατζόπουλο (Αποστολίδου, 1996, 85). Τον Φεβρουάριο του 1919, ο Χρύσανθος ξεκίνησε από την Τραπεζούντα και έκανε πρώτα μία στάση στο Βατούμ, όπου εκείνη τη περίοδο είχαν καταφύγει πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από τον ανατολικό Πόντο, μετά το 1918, και η πόλη βρισκόταν υπό βρετανικό έλεγχο. Οι εμβληματικές εκδηλώσεις που του διαφύλαξε το ποίμνιό του καλύφθηκαν από την εφημερίδα ΕΠΟΧΗ και διαφαίνεται η αγάπη που έτρεφε προς το πρόσωπό του ο Ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας (ΕΠΟΧΗ, έτος Β΄, 5.3.1919, Αρ. 41, 1-4, Αποστολίδου, 1996, 85-86).

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-9
Ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος (Φωτογραφικό Αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών).

Συνοδευόμενος και από τον Κ. Κωνσταντινίδη, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος αναχώρησε ύστερα από τον Πειραιά για τη Μασσαλία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, προσβλήθηκε από την ισπανική γρίπη, μια αρρώστια η οποία είχε λάβει επιδημικές διαστάσεις εκείνη την περίοδο, και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για δύο μήνες. Ο ίδιος προετοιμάστηκε και ζήτησε από τον Κωνσταντινίδη πως, αν πέθαινε, τελευταία του επιθυμία θα ήταν να ταφεί στην Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά. Αφού ανέρρωσε, έφτασε στο Παρίσι στις 15 Απριλίου 1919 (Αποστολίδου, 1996, 88-89).

Φτάνοντας στο Παρίσι, ο Μητροπολίτης ξεκίνησε το έργο του. Αρχικά, ο Βενιζέλος δεν συμφωνούσε με τις προτάσεις της Επιτροπής για τη δημιουργία οποιουδήποτε πολιτικού μορφώματος στον Πόντο, καθώς εκείνη την περίοδο διαπραγματευόταν την αποστολή του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη. Συμφώνησε όμως μετά και επέτρεψε στον Χρύσανθο να υποβάλει υπόμνημα προς τους εκπροσώπους των Μεγάλων ∆υνάμεων. Σύμφωνα με τα λόγια του: «[…] Θα το τσουβαλιάσωμεν και αυτό». Χαρακτηριστικά της εντύπωσης που ο Μητροπολίτης προκάλεσε στον Βενιζέλο είναι τα λόγια του προς τον συνεργάτη του Παπά: «Να είχομεν ∆ιοικητήν εις την Ελλάδα σαν τον Άγιο Τραπεζούντος!» (Αποστολίδης, 1935, 118).

Το υπόμνημα περί δημιουργίας ποντιακού κράτους, το οποίο υπέβαλε στο συνέδριο ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, έθετε την πληθυσμιακή υπεροχή του ελληνικού στοιχείου και περιλάμβανε το βιλαέτι της Τραπεζούντας, το σαντζάκι της Νικόπολης και της Αμάσειας από το βιλαέτι της Σεβάστειας και το σαντζάκι της Σινώπης από το βιλαέτι της Κασταμονής. Ανέφερε επίσης την περίοδο της ρωσοκρατίας του 1916-1918 ως μια εποχή κατά την οποία, παρά τις δυσκολίες, ο Πόντος είχε καταφέρει να αυτοδιοικηθεί χάρη στις ικανότητές του και των υπόλοιπων επιφανών Ποντίων. Ωστόσο, στα πληθυσμιακά δεδομένα έλειπε ακριβής αριθμός των κρυπτοχριστιανών, ενώ δεν έγινε καμία αναφορά ως προς τις νεοτουρκικές σφαγές και τους εκτοπισμούς των χριστιανών. Η συναισθηματική προσέγγιση του Χρύσανθου και της Επιτροπής ως προς το υπόμνημά τους δυστυχώς δεν επηρέασε καθόλου τις Μεγάλες ∆υνάμεις (Chrysanthos, 1919).

Από τις σημαντικότερες συναντήσεις που είχε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ήταν εκείνη με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Γουίλσον, στις 3/16 Μαΐου 1919. Αφού ανέπτυξε πάλι τις θέσεις του, στηριζόμενος στο δόγμα της αυτοδιάθεσης των λαών, ζήτησε να υπαχθεί ο Πόντος υπό αμερικανική εντολή, όπως και η Αρμενία, οπότε έτσι ίσως και να κατάφερνε στην περιοχή να δημιουργήσει μια ομοσπονδία με την Αρμενία. Ο Γουίλσον άκουσε με ενδιαφέρον τις προτάσεις του, χωρίς να δεσμευτεί, και υποσχέθηκε πως «θα πράξωμεν παν το δυνατόν διά τον λαόν σας!» (Τασούδης, 1970, 199-204, 351-354, Αρχείον Πόντου, 2015, 340-341). Η κριτική η οποία μπορεί να γίνει πάνω στις προσπάθειες της Επιτροπής και του Χρύσανθου έχει να κάνει κυρίως με τη διπλωματική απειρία των συμμετεχόντων και τον συναισθηματικό χαρακτήρα που είχαν στα υπομνήματά τους. Παρά τις γενναίες προσπάθειές του, ο Χρύσανθος δεν τόνισε ποτέ στο υπόμνημά του τι κέρδος θα είχαν οι Μεγάλες ∆υνάμεις από τη δημιουργία ενός ποντιακού κράτους ή μιας ποντο-αρμενικής συνομοσπονδίας στη Μαύρη Θάλασσα, όπως, για παράδειγμα, ανάχωμα στην επέκταση του μπολσεβικισμού, ενώ δεν παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο σχετικά με τη δομή του νέου κράτους και τι θέση θα είχαν οι μουσουλμάνοι σε αυτό.

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-10
Σχέδιο που απεικονίζει τις διπλωματικές αντιπροσωπείες που συγκεντρώθηκαν τον Ιανουάριο του 1919 στο ανάκτορο των Βερσαλλιών, για τις εργασίες της Συνδιάσκεψης Ειρήνης μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (New York Times Co./Getty Images/Ideal Image).

Σε μια προσπάθεια να κερδίσει την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης, ο Χρύσανθος ταξίδεψε στο Λονδίνο και συναντήθηκε με τον Γενικό Γραμματέα του Υπ. Εξωτερικών, Σερ Ρόλαντ Γκράιαμ. Επισκέφθηκε επίσης και τον υφυπουργό της βρετανικής κυβέρνησης, στον οποίο επίσης υπέβαλε σχετικό υπόμνημα και περιέγραψε τις συνθήκες των Ελλήνων του Πόντου. Στις 5 Αυγούστου, ο Χρύσανθος επέστρεψε στο Παρίσι και ενημέρωσε τον Βενιζέλο για το ταξίδι. Ύστερα, επέστρεψε στην Αθήνα στις 13 Σεπτεμβρίου και εκεί συναντήθηκε με τον Μητροπολίτη Μελέτιο, διάφορους κυβερνητικούς παράγοντες και φιλικές του οικογένειες, όπως του Ίωνα ∆ραγούμη και της Πηνελόπης ∆έλτα. Στις 18 Σεπτεμβρίου συναντήθηκε επίσης με τον βασιλέα Αλέξανδρο, για να τον ενημερώσει για το ζήτημα του Πόντου, και στη συνέχεια αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη σιδηροδρομικώς (Αποστολίδου, 1996, 97-99). Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος φρόντισε, πέρα από τους ελληνικούς παράγοντες, να έρθει σε επαφή και με παλιούς γνώριμους μουσουλμάνους οι οποίοι βρίσκονταν σε διοικητικές θέσεις, όπως ο πρώην βαλής της Τραπεζούντας Σουλεϊμάν Νετζμή μπέης και ο βουλευτής Τραπεζούντας Χαφούζ Μεμέτ μπέης. Ήλπιζε να τους ευαισθητοποιήσει σχετικά με την ισονομία χριστιανών και μουσουλμάνων στην περίπτωση δημιουργίας ενός αυτόνομου ποντιακού κράτους ή τουλάχιστον να εξασφαλίσει την επιβίωσή τους σε περίπτωση που ο Πόντος παρέμενε στο τουρκικό κράτος (Αποστολίδου, 1996, 103-104).

Ο Χρύσανθος επέστρεψε στην Τραπεζούντα στα τέλη Οκτωβρίου του 1919, όπου του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή σύμφωνα με τον τοπικό Τύπο (ΕΠΟΧΗ, έτος Β΄, 28.10.1919, 1-2). Ενημέρωσε, με τη σειρά του, όλους τους τοπικούς παράγοντες σχετικά με τις δράσεις του στο Συνέδριο Ειρήνης και στάλθηκαν ευχαριστήρια τηλεγραφήματα προς τον Βενιζέλο και όλους τους πολιτικούς παράγοντες τους οποίους συνάντησε ο Χρύσανθος (Αποστολίδου, 1996, 105-106). Τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε ξανά στο Παρίσι και στο Λονδίνο, προσπαθώντας να προωθήσει με συναντήσεις και υπομνήματα το όνειρο ενός ανεξάρτητου ή αυτόνομου Πόντου, χωρίς όμως επιτυχία, εξαιτίας της αλλαγής στάσης των Μεγάλων ∆υνάμεων αλλά και των ετερόκλητων πολιτικών απόψεων από τη μεριά της ελληνικής κυβέρνησης.

Ο Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, λόγω της εθνικής δράσης που έδειξε κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Ειρήνης του Παρισιού αλλά και καθ’ όλη την πορεία του στον θρόνο της Μητρόπολης, μαζί με άλλους αρχιερείς και προκρίτους του Πόντου, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο διά απαγχονισμού από το Κεμαλικό ∆ικαστήριο Ανεξαρτησίας στην Αμάσεια στις 7/20 Σεπτεμβρίου 1921. Σε αυτό το δικαστήριο εκτελέστηκαν διά απαγχονισμού επίσης ο συνεργάτης του και βουλευτής Τραπεζούντας Ματθαίος Κωφίδης, ο εκδότης της ποντιακής εφημερίδας ΕΠΟΧΗ Νικόλαος Καπετανίδης και πλήθος επιφανών Ποντίων, οι οποίοι είχαν συμβάλει στην προσπάθεια απελευθέρωσης του Πόντου. Ο Χρύσανθος, για να γλιτώσει τη σύλληψη, αναγκάστηκε να αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη για την Αθήνα το 1922 (Γαβριηλίδης, 1921, 6-10).

Η ζωή του Χρύσανθου στην Αθήνα

Το συγγραφικό έργο, η σχέση με την Πηνελόπη Δέλτα και η Κατοχή.

Προς το τέλος του 1922, ο Χρύσανθος ταξίδεψε στη Βιέννη για λόγους υγείας (Εκκλησιαστική Αλήθεια 42, 1922, 434-435) και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα στα τέλη του 1924. Ήταν ένας από τους ελάχιστους Μητροπολίτες πρόσφυγες οι οποίοι αρνήθηκαν να εκλεγούν σε προσωποπαγή Μητρόπολη της ελλαδικής Εκκλησίας. ∆ύο χρόνια αργότερα, στις 31 Ιουλίου 1926, διορίστηκε με οικουμενικό πιττάκιο αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και χάρη στο έργο του συντονίστηκαν και επιλύθηκαν διάφορα εκκλησιαστικά προβλήματα τα οποία ταλάνισαν τόσο την ελλαδική Εκκλησία όσο και το Οικουμενικό Πατριαρχείο (Αρχείον Πόντου, 2020, 82-88). Ταυτόχρονα υπήρξε ο «αφανής συντονιστής» για τη διάσωση και τη μεταφορά της θαυματουργού εικόνας της Παναγίας Σουμελά από την Τραπεζούντα στο Βέρμιο όρος το 1931 (Εθνική και Εκκλησιαστική ∆ράσις, 181-204).

Κατά την περίοδό του ως αποκρισάριου, ενδυναμώθηκε η φιλία του με τη συγγραφέα Πηνελόπη ∆έλτα και συνέβαλε με τις συμβουλές του στη συγγραφή του βιβλίου της Η Ζωή του Χριστού. Αν και η ίδια δεν ήταν θρήσκα και το βιβλίο ήταν αφιερωμένο στη μητέρα της, ο Χρύσανθος της έδωσε σημαντικές συμβουλές ώστε η ίδια να μην προβεί σε πιθανόν αιρετικές αποσαφηνίσεις των ευαγγελικών κειμένων. Σε αποσπάσματα των επιστολών που αντάλλαξαν ο Χρύσανθος σχολίασε: «Φρονώ ότι καλόν είναι ν’ ακολουθήσετε την παράδοσιν της Εκκλησίαςꞏ αλλέως θα χαρακτηρισθήτε αιρετική και θα σας αφορίσουν οι ∆εσποτάδες!». Και σε άλλη επιστολή: «[…] ηύρα μερικάς από τας πηγάς. Φθάνουν διά την ασφάλειά σας. […]». Ο ίδιος έκανε μια εκτεταμένη βιβλιοκριτική στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, με το ψευδώνυμο «Βιβλιόφιλος», με την οποία εξήρε τη γραφή της ∆έλτα, την εκτεταμένη μελέτη της και χαρακτήρισε το έργο της ως ένα «από τα ωραιότερα και υποβλητικώτερα βιβλία που έχουν γραφή» (Πεσμάζογλου, 2009, 227-233).

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-11
Πορτρέτο της Πηνελόπης Δέλτα (Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα).

Από το μεγάλο συγγραφικό έργο του Χρύσανθου συγκρατείται κυρίως η Εκκλησία Τραπεζούντος, η οποία εκδόθηκε αρχικά στους τόμους ∆΄ και Ε΄ (1933-1936) του Αρχείου Πόντου, του περιοδικού της Εταιρείας Ποντιακών Μελετών, της οποίας ο Μητροπολίτης υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Η Εταιρεία Ποντιακών Μελετών συστάθηκε στις 26 Μαΐου 1927, ύστερα από πολλές συναντήσεις στην οικία του Μητροπολίτη Χρύσανθου στην οδό Σουμελά της Κυψέλης. Στόχος ήταν η διάσωση και η μελέτη της ιστορίας του Πόντου και του πολιτισμού του (Αρχείον Πόντου 2020, 113).

Για το έργο αυτό, που, εκτός από εκκλησιαστική ιστορία, αποτελεί και εξαντλητική ιστορική αναδρομή για τον Πόντο, απονεμήθηκε στον Χρύσανθο το Μαυρογένειο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1937. Την ίδια χρονιά ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Τον ∆εκέμβριο του 1938, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, υποστηρίχθηκε από το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου (1936) για να εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Αθηνών στη θέση του βενιζελικού ∆αμασκηνού. Ενώ αρχικά η Ιερά Σύνοδος είχε εκλέξει τον ∆αμασκηνό, ο Ι. Μεταξάς, σε μια προσπάθεια να θέσει υπό έλεγχο και την ελλαδική εκκλησία, έκρινε την εκλογή άκυρη. Με τον ειδικό αναγκαστικό νόμο 1493 της 3ης ∆εκεμβρίου 1938, διόρισε «Αριστίνδην Σύνοδο» (σύνοδο της οποίας τα μέλη έχουν επιλεγεί αυθαίρετα από την κυβέρνηση), όπου και αναδείχθηκαν τελικά τρεις υποψήφιοι: ο Μητροπολίτης Χρύσανθος με 11 ψήφους και οι μητροπολίτες Λήμνου και ∆ράμας με 4 ψήφους ο καθένας (Γκοβόστης 1977, σ. 91).

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-12
3 Μαΐου 1941. Από την παρέλαση νίκης των γερμανικών δυνάμεων, λίγες ημέρες μετά την είσοδό τους στην πρωτεύουσα (AP PHOTO).

Στη θέση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών παρέμεινε έως τον Μάιο του 1941, αφού κατά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς αρνήθηκε να υποδεχτεί τους Γερμανούς στην Αθήνα, να τελέσει δοξολογία προς τιμήν τους και να ορκίσει την κυβέρνηση του Τσολάκογλου. Συγκεκριμένα, όταν στις 27 Απριλίου 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα, τον κάλεσαν να μετάσχει επίσημα ως πρόεδρος επιτροπής για την παράδοση της πόλης των Αθηνών στους Γερμανούς. Ο ίδιος απάντησε: «Ο Αρχιεπίσκοπος δεν δέχεται να μετέχη εις επιτροπήν διά την παράδοσιν της πόλεως εις τον εχθρόν, έργον του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνη, αλλά να ελευθερώνη».

Όταν του υποδείχτηκε ότι διακινδυνεύει τη θέση του με την άκαμπτη στάση του, εκείνος απάντησε απτόητος: «Όχι μόνον τον θρόνον αλλά και την ζωήν είμαι έτοιμος να θυσιάσω διά το καθήκον μου». Έτσι, ο Χρύσανθος εκθρονίστηκε στις 2 Ιουλίου 1941, οπότε και αποσύρθηκε στην οικία του στην Κυψέλη (Τασούδης, 1972, 371-395). Εκεί έμεινε εγκάθειρκτος σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. ∆εν επεδίωξε να επανέλθει στον θρόνο, για να μη δημιουργηθούν εσωτερικές ανωμαλίες σε καιρούς δύσκολους για τη χώρα, γι’ αυτό και μετά την απελευθέρωση ο Χρύσανθος υπέβαλε την επίσημη παραίτησή του από τη θέση του Αρχιεπισκόπου, τον Μάιο του 1946, αφού είχε πλέον προκύψει κυβέρνηση έπειτα από εκλογές. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στο ερημητήριό του της οδού Σουμελά μέχρι τον θάνατό του, στις 28 Σεπτεμβρίου 1949, αφοσιωμένος στη συλλογή και στη συγγραφή των απομνημονευμάτων του (Τασούδης, 1972, 437-438). Η ζωή του Μητροπολίτη Χρύσανθου συνδέθηκε με τις μαύρες σελίδες της σύγχρονης Ελλάδος και αποτέλεσε έναν από τους φωτεινούς ιεράρχες του ποντιακού ελληνισμού. Οι προσπάθειές του τόσο κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και μεταπολεμικά, στη μεσοπολεμική Ελλάδα, τον ανέδειξαν ως έναν άνθρωπο με οξύνοια, διαλλακτικότητα και άμετρη αγάπη για τον χαμένο Πόντο.

Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος – Ο «Aγιος» διοικητής, υπερασπιστής του ποντιακού Ελληνισμού-13
Ο από Τραπεζούντος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθος (Φωτογραφικό Αρχείο Επιτροπής Ποντιακών Μελετών).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT