Η δεύτερη και τελευταία φάση των πολεμικών συγκρούσεων στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 αφορά τις ημέρες 14-17 Αυγούστου, γνωστή ως «Αττίλας 2», η τουρκική προέλαση κατά την οποία κατακτάται, έως και σήμερα, το 37% του κυπριακού εδάφους, σε σχέση με το 3% που είχε καταληφθεί κατά τις επιχειρήσεις της πρώτης περιόδου 20-22 Ιουλίου 1974. Παρά την εκεχειρία και τις διαπραγματεύσεις στη Γενεύη με την εκπροσώπηση της δημοκρατικής πλέον Ελλάδας, η Τουρκία συνέχιζε να αποβιβάζει στρατό, άρματα μάχης και πολεμικά εφόδια, στο προγεφύρωμα της Κυρήνειας, και καταπατώντας κάθε συμφωνία, επέκτεινε τις θέσεις της.
Σε άκρως απόρρητα τουρκικά σήματα των ημερών 14-18 Αυγούστου 1974, τα οποία υπεκλάπησαν με τα τεχνικά μέσα της εποχής από τις ελληνικές υπηρεσίες κατασκοπείας και παρακολούθησης, προκύπτει η ελληνική πολεμική αδυναμία αλλά και η τουρκική αδυναμία στις επιχειρήσεις.
Στο παρατιθέμενο έγγραφο καταγράφεται ο ενθουσιασμός του Τούρκου αξιωματικού: «…μέχρι τώρα έχουμε φάει τις κότες του κόσμου, πλούσια μέρη υπάρχουν εδώ, αλλά τέρμα δεν θα τα ξαναδούν. Αυτή η υπόθεση προ πολλού έπρεπε να έχει τελειώσει. Τώρα δώσαμε χρόνο στην Ελλάδα και κατέβασε όπλα και πυρ/κά (πυρομαχικά) στο άλλο άκρο του νησιού. Και στο Αιγαίο θα βάλουμε χέρι. Οι Αμερικάνοι άρχισαν από την Ελλάδα να αποσύρουν τις βάσεις τους, από Κρήτη και λοιπά. Εδώ άρχισαν να μην ακούγονται οι εκρήξεις των βομβών διότι οι δικοί μας προχώρησαν πολύ… Μπράβο στον Ετσεβίτ τα κατάφερε πολύ καλά».
Ας μη σκεφτούμε μόνον τα λεγόμενα του Τούρκου αξιωματικού για τις λάθος πληροφορίες, ούτε τις μεγαλεπήβολες ελπίδες περί ελέγχου του Αιγαίου, ούτε τα συγχαρητήρια στον Μπουλέντ Ετσεβίτ.
Ας σκεφτούμε απλώς την τραγική ανημπόρια, τον φόβο και το αδιέξοδο που βρίσκονταν οι Ελληνες στην Κύπρο. Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες μπροστά στην τουρκική δυνατότητα να καταληφθεί όλο το νησί. Αίσθηση που κυριαρχεί σε κάθε άλλη σκέψη και συναίσθημα.
Τραυματισμένη και αμήχανη
Στις 14 Αυγούστου, απέναντι στην εκ νέου προελαύνουσα Τουρκία, με την ανοχή των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, βρέθηκε μια Κύπρος βαθιά πολιτικά διχασμένη, τραυματισμένη βαρύτατα από το εμφύλιο πραξικόπημα και τον «Αττίλα 1», αμήχανη στην ανάγκη να αντιμετωπίσει μόνη της έναν πόλεμο σε εξέλιξη στο έδαφός της. Δίπλα της αλλά όχι προφανώς στον κίνδυνο αφανισμού, βρισκόταν μια Ελλάδα ηττημένη, με τον χουντικό πατριωτικό βερμπαλισμό σε συντριβή και έναν στρατό που χρειαζόταν να ανασυνταχθεί ενόψει ενός πιθανού πραγματικού πολέμου και όχι απέναντι στον ανύπαρκτο κομμουνιστικό κίνδυνο που θεωρητικώς απειλούσε το κράτος – νοοτροπία κυρίαρχη που κατέστρεφε τον επαγγελματισμό και απελευθέρωνε τη συνωμοσία. Νοοτροπία που τίθεται τον Ιούλιο του 1974 σε εφαρμογή με το πραξικόπημα, τον εθνικό όλεθρο που ρήμαξε την Κύπρο και σακάτεψε τον Ελληνισμό και ας μην το παραδεχόμαστε.
Το ζήτημα της αποστολής βοήθειας από την Ελλάδα στην Κύπρο από τις 20 Ιουλίου ήταν φλέγον. Αλλά, εκτός της ηρωικής Επιχείρησης «Νίκη» (21-22/7 αεροπορική αποστολή 318 καταδρομέων με 32 σκοτωμένους από φίλια πυρά κατά την άφιξή τους στη Λευκωσία), ούτε τα νεότευκτα υποβρύχια «Νηρεύς» και «Γλαύκος» έφτασαν τελικά στις ακτές της Κύπρου, ούτε τα ισχυρότατα νεαπαραληφθέντα τότε F-4 τελικά πέταξαν. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια αντίδραση θα σήμαινε γενικευμένο πόλεμο με την Τουρκία.
Πιθανώς μόνο μια αντίδραση ρεφλέξ εν θερμώ στις 20/7 να αναχαίτιζε τα πρώτα κύματα τουρκικών επιθέσεων. Η χούντα δεν ήταν γεννημένη για ρεφλέξ. Οι διάλογοι στο χουντικό ανώτατο συμβούλιο στις 8 π.μ. της 20ής Ιουλίου, που αποκάλυψε ο Αλέξης Παπαχελάς στο ντοκιμαντέρ «Σκοτεινή δεκαετία 1964-1974», μαρτυρούν την ανικανότητα ανθρώπων να αντιληφθούν τις καταστροφές που προκάλεσαν. Εφησυχασμένοι οι χουντικοί από την οικεία νοοτροπία τους, ότι όλα λύνονται μέσω συνωμοσιών, παρέλυσαν από την πραγματικότητα που προκάλεσαν.

Ωστόσο έμεναν εκείνοι που ντράπηκαν από τη διάλυση του στρατού και του κράτους και προσπάθησαν να σώσουν τα άσωστα. Μεταξύ πολλών, ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, στρατηγός Ιωάννης Ντάβος, που καθ’ οδόν προς τον Εβρο αναγκάστηκε να κατέβει από την υπηρεσιακή Μερσεντές και να κάνει ο ίδιος τον τροχονόμο για να ξεμπλέξει τις φάλαγγες των επιστρατευμένων. Στη μάχη της Λευκωσίας (14-18/8/74) ο τότε ταγματάρχης Δημήτριος Αλευρομάγειρος, διοικητής του επιστρατευμένου 336 ΤΠ με Αμμοχωστιανούς που έσωσαν το ανατολικό μέρος της Λευκωσίας ενώ τα σπίτια τους τα καταλάμβαναν οι Τούρκοι. Οι ηρωικοί εθνοφρουροί που πολέμησαν στην κεντρική γραμμή της Λευκωσίας. Οι ήρωες της ΕΛΔΥΚ στο στρατόπεδό τους στον Γερόλακο στο δυτικό άκρο της πόλης. Και, προφανώς, ύψιστη τιμή στους χιλιάδες νεκρούς που εθελοντικά θυσιάστηκαν πολεμώντας. Τιμή και στον στρατηγό Ευθύμιο Καραγιάννη που ανέλαβε την Εθνοφρουρά την 8η Αυγούστου 1974, εκ μέρους της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, όταν «παιζόταν» η ύπαρξη της Κύπρου και η αρτιότητα της Ελλάδας. Τραγικές στιγμές, ενός διαρκούς ελληνικού δράματος που η χούντα εγκατέστησε και στην Κύπρο. Μια ευθύνη που ακόμη ως Ελληνες – Ελλαδίτες δεν έχουμε ηθικά αναλάβει ως οφείλουμε.
Aπουσία παιδευτικής «κάθαρσης»
Οι εθνικές καταστροφές δεν έρχονται από μόνες τους. Είναι αποτέλεσμα πρόχειρων εκτιμήσεων, αμετροέπειας, «αγαθών» εθνικών προθέσεων που αποβαίνουν καταστροφικές, υπεραπλουστεύσεων στον σχεδιασμό και στις ενέργειες, συχνά και τυφλής πίστης σε ξένες δυνάμεις. Τα συλλογικά τραύματα που κατά συνέπεια ακολουθούν και η μνήμη που συνοδεύει τις καταστροφές στον τόπο μας τυγχάνουν, απούσης της παιδευτικής «κάθαρσης», μιας αντιμετώπισης αντίστοιχης προχειρότητας με τις ενέργειες που προκάλεσαν τις καταστροφές.
Η Κύπρος αποτέλεσε την τελευταία δυναμική έκφραση του ελληνικού αλυτρωτισμού, της εθνικής ιδεολογίας που κυριάρχησε στην ελληνική κοινωνία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Τριάντα χρόνια μετά από τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η Ελλάδα, ενταγμένη πλήρως στο δυτικό στρατόπεδο, με χαίνουσες τις πληγές του πρόσφατου εμφυλίου πολέμου, τα βάζει με την πλέον στενή της, διαχρονικά, σύμμαχο, τη Μεγάλη Βρετανία, με ζητούμενο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Κινητοποιείται το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, από τις ακροδεξιές εκκλησιαστικές οργανώσεις έως την αριστερή νεολαία της ΕΔΑ, της νόμιμης Αριστεράς. Οι μεν για λόγους αλυτρωτισμού διαρκείας, οι δε για να εναντιωθούν στον διεθνή καπιταλισμό που απαγόρευε την αυτοδιάθεση της Κύπρου.
Οι διάλογοι στο χουντικό ανώτατο συμβούλιο της 20ής Ιουλίου, που αποκαλύφθηκαν στο ντοκιμαντέρ «Σκοτεινή δεκαετία 1964-1974», μαρτυρούν την ανικανότητα ανθρώπων να αντιληφθούν τις καταστροφές που προκάλεσαν.
Ο ηρωικός κυπριακός αγώνας της ΕΟΚΑ από το 1955 για την Ενωση δεν τελεσφορεί, με αποτέλεσμα την ίδρυση αυτόνομου κυπριακού κράτους το 1960, με πολιτική συγκυριαρχία και της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Εκτοτε, το Κυπριακό εξελίσσεται σε ζήτημα εσωτερικών συγκρούσεων στην ελλαδική πολιτική σκηνή με διαρκείς αναφορές από την κεντρώα παράταξη σε λανθασμένους χειρισμούς των κυβερνήσεων Καραμανλή που εκπροσωπούσε την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις.
Παράλληλα, η μη Ενωση θα θέσει θέμα ελληνικής εσωτερικής κυριαρχίας στην Κύπρο, εκ μέρους του λαοπρόβλητου Ελληνοκύπριου ηγέτη αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με την καλλιέργεια ιδιαίτερα πιεστικού κλίματος εις βάρος των συγκυρίαρχων Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι θα αντιδράσουν δυναμικά. Στο νεαρό κράτος, από τα πρώτα του βήματα, ούτε συγκροτήθηκε η λειτουργία του σωστά, ούτε προστατεύθηκε το Σύνταγμά του.

Τρίτος παράγοντας που περιέπλεξε την κατάσταση, ήταν η διεθνής διάσταση του Κυπριακού, λόγω της ευαίσθητης γεωγραφικής θέσης της Κύπρου σε σχέση με τον ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Σταδιακά, η επιλογή εκ μέρους του Μακαρίου της ενεργοποίησης της σύνδεσης της Κύπρου με τον ανατολικό σχηματισμό και ο εξοπλισμός από αυτόν, θα κινητοποιήσει εις βάρος του τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία.
Στην εκλογική νίκη της Ενώσεως Κέντρου το 1964 θα βοηθήσει και η καλλιέργεια ελπίδων για την Κύπρο και για βελτίωση των «εθνικών μας δικαίων».
Η αποστολή μιας «μυστικής» ελλαδικής μεραρχίας, δύναμης σχεδόν 10.000 ανδρών, θα εξοπλίσει την Κύπρο έναντι της Τουρκίας, θα ανανεώσει έντονα το αλυτρωτικό φρόνημα των Ελλήνων αξιωματικών, θα ελέγχει εκ μέρους των ΗΠΑ τον Μακάριο, λόγω των στενών δεσμών της υπερδύναμης με τον συντηρητικό Ελληνικό Στρατό. Μαζί με τα παραπάνω, η παρουσία μεγάλου αριθμού Ελλαδιτών αξιωματικών στην Κύπρο θα δημιουργήσει μια έντονη βεντέτα με αντίπαλο τον Μακάριο, που στο μυαλό τους θα φαντάζει εθνικά ενδοτικός.
Η χούντα στην Ελλάδα θα εξελίξει τις δύσκολες σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας σε κακές. Χουντικοί αντιμακαριακοί Ελλαδίτες αξιωματικοί στην Κύπρο θα υποστηρίξουν το αντιμακαριακό ελληνοκυπριακό πλαίσιο (που υπολογίζεται στο μη ευκαταφρόνητο 25%), με την ενίσχυση της παρακρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β΄. Η κυριαρχία του δικτάτορα Δ. Ιωαννίδη θα επιτρέψει το καταστροφικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15/7/74 και νομοτελειακά θα οδηγήσει στην τουρκική εισβολή και στην εθνική καταστροφή.
Ξεχάσαμε τι θα πει ντροπή
Η παραπάνω συνοπτική παρουσίαση των εξελίξεων στην Κύπρο βοηθάει στην αντίληψη του τι σήμαινε εθνικά και πατριωτικά η Κύπρος για τον Ελληνισμό μεταπολεμικά, για το πώς δεν φροντίστηκε η πορεία του προβλήματος και για το πώς τελικά επήλθε η καταστροφή.
Εάν μια άφρων εξωτερική πολιτική με στόχο την εσωτερική κατανάλωση οδηγεί σε καταστροφές, θα είναι αναμενόμενο τα τραύματα των εθνικών καταστροφών να αντιμετωπιστούν με προχειρότητα κατά μόνας, χωρίς μια συντεταγμένη φροντίδα.
Στην Ελλάδα η επέτειος του Ιουλίου 1974 σημαίνει την κατάρρευση της χούντας και την έναρξη της καλύτερης πολιτικής περιόδου που έζησε η χώρα από καταβολής της. Η αποσιώπηση του γεγονότος ότι η δημοκρατία θεμελιώθηκε στις στάχτες της Κύπρου για τις οποίες η ελλαδική ευθύνη ήταν απόλυτη. Ξεχάσαμε τι θα πει ντροπή.
Στην Κύπρο, το τραύμα αντιμετωπίστηκε με την τραγικότητα που συνοδεύει τη μοναξιά μετά την καταστροφή. Πρώτη και πλέον ηθικά αμυντική αυθόρμητη ενέργεια των Κυπρίων ο διαχωρισμός τους από εμάς. Τους ξεχάσαμε εμείς, μας διέγραψαν αυτοί και με τα χίλια δίκια τους.
Η οικονομική ανάπτυξη, ο καταναλωτισμός, τα ξένα κεφάλαια διαμόρφωσαν μια πραγματικότητα που αναγκαστικά ακυρώνει την ιστορία και ιδιαίτερα την πικρή της διάσταση, μιας μνήμης δηλαδή που δεν εξελίχθηκε σε υπεύθυνο πολιτικό δίδαγμα.
Παρά τις διπλωματικές ενέργειες στο Κυπριακό, τα πενήντα πλέον χρόνια βαραίνουν προς μια σιωπηρή αποδοχή της διαίρεσης.
Η κλασική ελληνική έννοια του «πάλι καλά» ίσως να θεωρείται σοφή, μπροστά σε μια άγνωστη προοπτική για το μέλλον στο οποίο πιθανότατα θα εφαρμοστούν οι καταστροφικές πρακτικές του παρελθόντος.
*Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

