Ανακαλύπτοντας τον Καντάφι

Η «αραβική στροφή» του Ανδρέα Παπανδρέου και η αμφιλεγόμενη σχέση του με τον Λίβυο ηγέτη

7' 44" χρόνος ανάγνωσης

Η άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία το 1981 σήμανε μια στροφή στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Επιδιώχθηκε η ενίσχυση των δεσμών της με τον αραβικό κόσμο, στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης και, κατά τον ίδιο τον πρωθυπουργό, πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής που εφεξής θα επιδίωκε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Υπήρχε επίσης η προσδοκία ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «γέφυρα» μεταξύ της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής και της Δύσης – ιδίως της Δυτικής Ευρώπης, χάρη και στην ένταξη και τελικά την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΟΚ.

Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι απέκτησαν ιδιαίτερη βαρύτητα. Εξάλλου, οι σχέσεις ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και το καθεστώς της Λιβύης είχαν αρχίσει να καλλιεργούνται ήδη πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ οι διμερείς διακρατικές σχέσεις βρίσκονταν ήδη σε ικανοποιητικό επίπεδο πριν από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ – έστω κι αν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας πλέον, επιθυμούσε μετά το 1981 να κρατηθούν αποστάσεις από το καθεστώς Καντάφι. Αντίστροφα, η εκλογή του Παπανδρέου έδινε στον Καντάφι την ευκαιρία να έχει πρόσβαση σε έναν πρόθυμο συνομιλητή –και πιθανό χρήσιμο διαμεσολαβητή– για μια σειρά ζητημάτων κρίσιμης σημασίας για τη Λιβύη (όπως το Παλαιστινιακό ή οι σχέσεις της Λιβύης με την ΕΟΚ ή μεμονωμένα δυτικοευρωπαϊκά κράτη).

Η κρίση στο Τσαντ

Μια τέτοια περίπτωση αποτελούσε και το Τσαντ, πρώην γαλλική αποικία συνορεύουσα με τη Λιβύη, όπου ήταν ενδημικό φαινόμενο η εσωτερική αστάθεια και οι εμφύλιες συγκρούσεις με ανάμειξη και ξένων δυνάμεων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Καντάφι προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την κατάσταση και να διευρύνει την επιρροή του υποστηρίζοντας αντάρτικες δυνάμεις στο βόρειο Τσάντ εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων του φιλοδυτικού προέδρου Χισέν Χαμπρέ.

Η κρίση κλιμακώθηκε τον Αύγουστο του 1983 όταν ο Καντάφι απέστειλε στο βόρειο Τσαντ (ιδίως στη Λωρίδα της Αόζου) μερικές χιλιάδες Λίβυους στρατιώτες. Προκειμένου να αποτρέψει περαιτέρω προέλαση των αντικυβερνητικών και λιβυκών δυνάμεων στα νότια και μια πιθανή κατάρρευση της κυβέρνησης Χαμπρέ, η Γαλλία αποφάσισε την αποστολή γαλλικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν είχε ήδη από τότε βολιδοσκοπήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου για την πιθανότητα μιας ελληνικής μεσολάβησης ώστε να επιτευχθεί αποκλιμάκωση της κρίσης στο Τσαντ.

Γαλλολιβυκή συμφωνία – Ο Γάλλος πρόεδρος και ο Λίβυος ηγέτης συμφώνησαν σε ένα γενικό πλαίσιο αρχών και περαιτέρω συνομιλιών ώστε να βελτιώσουν τις μεταξύ τους σχέσεις και να συνεχίσουν τις επαφές προκειμένου να επιλύσουν το ζήτημα του Τσαντ.

Αυτή η μεσολάβηση κατέστη εφικτή το επόμενο έτος όταν οι περιστάσεις ήταν ευνοϊκές. Το 1984 αναθερμάνθηκαν –προσωρινά– οι ελληνολιβυκές σχέσεις, ύστερα από μια περίοδο σχετικής ψυχρότητας που κράτησε για περίπου ενάμισι έτος, όταν το 1982 αναβλήθηκε η επίσκεψη του Καντάφι στην Αθήνα. Ακόμη η ελληνική κυβέρνηση, κατόπιν αιτήματος της βρετανικής κυβέρνησης Θάτσερ, μεσολάβησε επιτυχώς ώστε το καθεστώς Καντάφι να επιτρέψει σε Ελληνες και Ιταλούς διπλωμάτες να επισκεφθούν Βρετανούς πολίτες που κρατούνταν απομονωμένοι σε λιβυκή φυλακή.

Επειτα, στις 15 Σεπτεμβρίου, ύστερα από παρέμβαση του Αυστριακού καγκελαρίου Κράισκι, συνήφθη συμφωνία μεταξύ Γαλλίας και Λιβύης για την αμοιβαία αποχώρηση των στρατευμάτων τους από το Τσαντ. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Παπανδρέου επισκέφθηκε επισήμως τη Λιβύη. Το ταξίδι αποσκοπούσε πρωτίστως στην αποκατάσταση εγκάρδιων σχέσεων ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις και στη συνομολόγηση μιας σειράς διμερών εμποροοικονομικών συμφωνιών.

Ανακαλύπτοντας τον Καντάφι-1
16.11.1984. Την απουσία δηλώσεων του Γάλλου προέδρου πλην του «Βιβ λα Γκρες» μετά την «τριμερή» στην Ελούντα προβάλλει στην πρώτη σελίδα η «Κ».

Ωστόσο δεν ήταν άσχετο και με την –αυξανόμενη, με την πάροδο των εβδομάδων– πιθανότητα μιας ελληνικής διαμεσολάβησης στην κρίση του Τσαντ. Ο Καντάφι επιδίωκε τη βελτίωση της διεθνούς εικόνας του μέσω της επίσημης και δημόσιας επιβεβαίωσης της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Γαλλία, που θα αποτυπωνόταν από μια συνάντησή του με τον πρόεδρο Μιτεράν. Ανάλογα ήταν τα κίνητρα και του Παπανδρέου, που επιδίωκε την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή και, κυρίως, την ενίσχυση του προφίλ του ως υπέρμαχου της ειρήνης στη Μεσόγειο και διαμεσολαβητή μεταξύ της Γαλλίας και του Καντάφι (και, ευρύτερα, μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης/ΕΟΚ και του αραβικού κόσμου) και ως ενός ηγέτη διεθνούς εμβέλειας που αναλάμβανε τολμηρές πρωτοβουλίες για την προώθηση της ειρήνης.

Η επιλογή της Κρήτης

Ετσι, η μεσολαβητική προσπάθεια του Παπανδρέου, όπως εκδηλώθηκε στην τριμερή άτυπη συνάντηση κορυφής (Παπανδρέου – Μιτεράν – Καντάφι) στην Ελούντα της Κρήτης, στις 15 Νοεμβρίου 1984, είχε τα εξής εφαλτήρια: Αφενός, την επιθυμία του Παπανδρέου να ενισχύσει τους δεσμούς με τη Γαλλία και προσωπικά με τον Γάλλο πρόεδρο Μιτεράν (κατά την ίδια άλλωστε συγκυρία δημοσιοποιήθηκε η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για την αγορά 40 μαχητικών αεροσκαφών Mirage-2000 από τη Γαλλία). Αφετέρου, την προσπάθεια της Αθήνας να αναβαθμιστεί η Ελλάδα στον χώρο της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου και να προβληθεί ως παράγοντας ειρήνης και σταθερότητας και ως μεσολαβήτρια δύναμη.

Η επιλογή της εν λόγω παραθεριστικής τοποθεσίας, αντί λόγου χάρη της Αθήνας, εξηγείται από το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθούσε να μην επιθυμεί την επίδοση επίσημης πρόσκλησης στον Καντάφι για επίσκεψη (όχι μόνο εξαιτίας της συνεχιζόμενης αρνητικής στάσης του Κων. Καραμανλή, αλλά και λόγω επιφυλάξεων στις τάξεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ). Επίσης, έτσι διευκολυνόταν η συμμετοχή και του Μιτεράν, που δίσταζε να έχει συνάντηση με τον Καντάφι στο πλαίσιο μιας επίσημης επίσκεψης ή συνόδου. Ιδίως εφόσον είχε μόλις αποκαλυφθεί ότι παρότι στις 10 Νοεμβρίου οι λιβυκές αρχές είχαν δηλώσει ότι είχε ολοκληρωθεί η αποχώρηση των λιβυκών δυνάμεων από το Τσαντ (όπως όριζε η συμφωνία του Σεπτεμβρίου 1984), στην πραγματικότητα παρέμεναν εκεί εκατοντάδες Λίβυοι στρατιωτικοί.

Επιδιώξεις Παπανδρέου – Ο Ανδρέας Παπανδρέου επιδίωκε την αναβάθμιση του ρόλου της Ελλάδας στην περιοχή και, κυρίως, την ενίσχυση του προφίλ του ως υπέρμαχου της ειρήνης στη Μεσόγειο και διαμεσολαβητή μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης/ΕΟΚ και του αραβικού κόσμου. 

Οι δεσμεύσεις των δύο πλευρών

Οι διαπραγματεύσεις στην Ελούντα ήταν επίπονες και διήρκεσαν πάνω από τέσσερις ώρες. Παρότι δεν εκδόθηκε επίσημο ανακοινωθέν, υπάρχουν ωστόσο τεκμήρια όπου έχουν καταγραφεί τα διαμειφθέντα, ενώ υπήρξαν και δηλώσεις του Παπανδρέου, καθώς και εκτενής κάλυψη της συνάντησης και των αποτελεσμάτων της από τον ελληνικό και τον διεθνή Τύπο. Ο Παπανδρέου δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι τόσο ο Μιτεράν όσο και ο Καντάφι δεσμεύθηκαν για την πλήρη αποχώρηση των στρατιωτικών τους δυνάμεων από το Τσαντ.

Πρόσθεσε, επίσης, ότι η Γαλλία δεσμευόταν να μην υποστηρίξει μια ένοπλη επέμβαση τρίτης δύναμης στο Τσαντ και αναγνώρισε το δικαίωμα της Λιβύης να υπερασπίσει ένοπλα τα συμφέροντά της στην περιοχή, σε περίπτωση στρατιωτικής επέμβασης τρίτης χώρας εκεί. Ουσιαστικά οι Μιτεράν και Καντάφι συμφώνησαν σε ένα γενικό πλαίσιο αρχών και περαιτέρω συνομιλιών ώστε να βελτιώσουν τις μεταξύ τους σχέσεις και να συνεχίσουν τις επαφές ώστε να επιλύσουν το ζήτημα του Τσαντ (τελικά, το τελευταίο δεν επιλύθηκε παρά μόνο δύο χρόνια αργότερα, κατόπιν νέας γαλλικής στρατιωτικής επέμβασης).

Οι αντιδράσεις για το «ραντεβού» στην Ελούντα

Οι αντιδράσεις στη συνάντηση και στη συμφωνία της Ελούντας ήταν ποικίλες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Περισσότερο ευχαριστημένος εμφανιζόταν ο Παπανδρέου, με τον συμπολιτευόμενο Τύπο να ενισχύει τις θέσεις της κυβέρνησης περί ελληνικής διπλωματικής επιτυχίας και την αντιπολίτευση –ιδίως τη Νέα Δημοκρατία και τον φιλικό της Τύπο– να κάνει λόγο είτε για πρωτοβουλία κενή περιεχομένου, είτε ακόμη και για φιάσκο.    

Ικανοποιημένος υπήρξε και ο Καντάφι, ο οποίος φάνηκε να βελτιώνει προσωρινά τη διεθνή θέση και εικόνα του και να αποφεύγει μια ρήξη με τη Γαλλία. Προτού επιστρέψει στην Τρίπολη από την Κρήτη, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι η συνάντηση με τον Γάλλο πρόεδρο συνιστούσε «θεμέλιο λίθο» για την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου στις διμερείς σχέσεις Λιβύης και Γαλλίας. Στη συνέχεια εξέφρασε τον θαυμασμό του τόσο προς τον Μιτεράν όσο και προς τον Ελληνα πρωθυπουργό, σημειώνοντας ότι είναι «βαθιά ικανοποιημένος που υπάρχουν ηγέτες όπως ο Παπανδρέου και ο Μιτεράν στην περιοχή της Μεσογείου, καθώς αποτελούν εγγύηση για την ειρήνη». Πάντως, το καθεστώς της Λιβύης συνέχισε και το επόμενο διάστημα να μην εφαρμόζει τα συμφωνηθέντα.   

Διαφωνία μεταξύ Γαλλίας και ΗΠΑ   

Η θέση του Μιτεράν και της γαλλικής κυβέρνησης ήταν πιο περίπλοκη. Ο Γάλλος πρόεδρος απέφυγε να προβεί σε δηλώσεις μετά τη συνάντηση στην Ελούντα –αρκούμενος μόνο να αναφωνήσει στα γαλλικά «ζήτω η Ελλάς» καθώς αναχωρούσε για τη Γαλλία– και η συμφωνία προκάλεσε επικριτικά σχόλια από τη γαλλική δεξιά αντιπολίτευση αλλά και σημαντική μερίδα του γαλλικού Τύπου.

Επίσης, τη δυσαρέσκειά τους εξέφρασαν και υψηλόβαθμοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι αντιτίθεντο σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία μπορούσε να ενισχύσει το διεθνές κύρος του Καντάφι και να υποβοηθήσει την ενίσχυση των σχέσεών του με τη Δύση. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν και η κυβέρνησή του αντιμετώπιζαν το λιβυκό καθεστώς ως έναν εκ των κυριότερων υποκινητών της διεθνούς τρομοκρατίας και τη Λιβύη ως «χώρα-παρία» της διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο, παρότι το Παρίσι αναγνώριζε τον προβληματικό χαρακτήρα του λιβυκού καθεστώτος και το ότι οι δεσμεύσεις του Καντάφι έπρεπε να γίνονται δεκτές με μεγάλη επιφυλακτικότητα, Γάλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και διπλωμάτες κατέστησαν σαφές ότι διαφωνούσαν με την προσέγγιση του προέδρου Ρέιγκαν σχετικά με τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης του Καντάφι (οι Αμερικανοί βασίζονταν αποκλειστικά στην επίδειξη στρατιωτικής πυγμής, στην επιβολή κυρώσεων στη Λιβύη και στη διπλωματική της απομόνωση).  

Στη δεδομένη χρονική συγκυρία ο ίδιος ο Μιτεράν εμφανιζόταν να είναι ικανοποιημένος από το γεγονός ότι αποφεύχθηκε μια κλιμάκωση της σύγκρουσης Γαλλίας – Λιβύης. Εξάλλου, αν η Λιβύη δεν τιμούσε το γράμμα και το πνεύμα των συμφωνιών και συνέχιζε τη στρατιωτική ανάμειξή της στο Τσαντ, τότε και η Γαλλία θα μπορούσε να εμπλακεί εκ νέου – όπως πράγματι έπραξε το 1986.   
 
* Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.  

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT