Με βαθιές ρίζες στην παράδοση και την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη έχει καταχωριστεί στη συλλογική μνήμη του λαού μας. Η πάροδος των χρόνων, όχι μόνο δεν αποδυναμώνει την αξία των τραγουδιών του, αλλά αντιθέτως αποδεικνύει τη διαχρονικότητά τους. Στους κύκλους της ζωής τα θέματά του είναι πάντα επίκαιρα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν γιος του Κώστα με καταγωγή από την Ηπειρο και της Βικτωρίας, το γένος Λάζου. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 και ήταν το ένα από τα τρία αγόρια και το ένα κορίτσι που επέζησαν από τα δεκατέσσερα που οι γονείς του είχαν φέρει στον κόσμο. Ο πατέρας του έφτιαχνε τα περίφημα σκαφτά τσαρούχια. Περιζήτητα! Είχε όμως και αγάπη για τη μουσική και έπαιζε με ένα παλιό ιταλικό μαντολίνο, ιδιαίτερα κλέφτικα τραγούδια. Δεν επέτρεπε σε κανέναν να αγγίξει το όργανο, που αργότερα το μετέτρεψε σε μπουζούκι από τον σπουδαίο τεχνίτη Καρύδα. Ο μικρός Βασίλης είχε τη λαχτάρα να το πάρει στα χέρια του, αλλά αυτό έγινε μόνο αρκετό καιρό μετά τον θάνατο του πατέρα του, στα δώδεκά του.

Είσοδος στη δισκογραφία
Αυτή η ανεξήγητη έλξη που ασκούσε το μπουζούκι πάνω του, όπως ο ίδιος έχει πει, ήταν η αρχή της μεγάλης του ιστορίας. Μελετούσε ώρες κάθε μέρα μόνος του, αν και τον απαξίωνε ο περίγυρός του για το όργανο που διάλεξε. Στα χρόνια του γυμνασίου, όμως, έμαθε να παίζει βιολί με έναν Ιταλό καθηγητή, και σε λίγο καιρό και αυτό το όργανο στα δάχτυλά του πέταγε. Το 1931 τελείωσε το γυμνάσιο και το 1936 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική Σχολή.
Για να βγάζει τα έξοδά του άρχισε να παίζει σε διάφορα μικρά κέντρα. Η επαφή του με τον χώρο τον έβγαλε στη λεωφόρο της μουσικής. Η γνωριμία του με τον ερμηνευτή Δημήτρη Περδικόπουλο ήταν καθοριστική, ώστε να βρεθεί στη δισκογραφία. Πρώτη του ηχογράφηση ήταν το τραγούδι «Σιγά καλέ την άμαξα» του Περδικόπουλου, παίζοντας μπουζούκι, ενώ το πρώτο δικό του που ηχογράφησε ήταν το «Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε» με τη Γεωργία Μηττάκη.

Τα τραγούδια άρχισαν με γρήγορο ρυθμό να διαδέχονται το ένα το άλλο, μέχρι που ηχογραφείται η «Αρχόντισσα», ενώ είναι φαντάρος, το 1938. Το ερμήνευσε ο Στελλάκης Περπινιάδης και είναι το τραγούδι που καθιερώνει τον Βασίλη Τσιτσάνη. Καινοτόμο συνθετικά και ηχητικά για την εποχή του, το έγραψε μια χειμωνιάτικη βραδιά στο πειθαρχείο του τάγματος στο Ντεπό της Θεσσαλονίκης, και αναφερόταν σε υπαρκτό πρόσωπο, μια πραγματική καλλονή, μια αληθινή αρχόντισσα!
Μέχρι που κηρύχθηκε ο πόλεμος το 1940 ηχογράφησε γύρω στα 110 τραγούδια, που πέτυχαν να διαδώσουν το λαϊκό τραγούδι σε ολόκληρη την Ελλάδα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Η σύνθετη «γραφή» του αποκάλυπτε έναν ιδιοφυή δημιουργό, που ξεχείλιζε μελωδίες. Εδινε μεγάλη σημασία στις εισαγωγές των τραγουδιών. «Δεν φαντάζεσαι πόσο βασανιζόμουνα για να φτιάξω μια εισαγωγή, μπορούσε να μου φάει ολόκληρες βδομάδες», έχει πει.
Μίκης Θεοδωράκης – «Ο Βασίλης Τσιτσάνης κατάφερε να μετουσιώσει μέσα στην ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας την ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες».
Και ακόμη (όπως αναφέρει το βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή «Βασίλης Τσιτσάνης: η ζωή μου, το έργο μου», εκδ. Νεφέλη), μιλώντας για τον τρόπο που δούλευε: «Δεν είναι υπερβολή όταν λέω ότι έφτυνα αίμα για μια εισαγωγή, ότι τα δάχτυλά μου πολλές φορές έσπαζαν και έτρεχαν αίματα. Μίλαγε η ψυχή, και όταν μιλάει η ψυχή μπορείς να τα βάλεις με όλους τους εχθρούς του κόσμου. Εκανα πολύ καιρό για να φτιάξω ένα τραγούδι. Εβγαζα τα μάτια μου για να φτάσει σωστά στα χέρια μου ό,τι έβγαινε από την ψυχή μου».
Είναι βέβαιο ότι αυτή την αρτιότητα εμείς οι ακροατές ίσως να μην την αντιλαμβανόμαστε τεχνικά, αλλά σίγουρα τη νιώθουμε στη δική μας ψυχή.

Η μεταπολεμική ανάδειξη
Η Κατοχή βρήκε τον Βασίλη Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη και εκεί πέρασε τα δύσκολα αυτά χρόνια, αλλά και «την πιο συγκλονιστική περίοδο του λαϊκού τραγουδιού», όπως ο ίδιος τη χαρακτήρισε. Το διάστημα αυτό δεν σταμάτησε να γράφει τραγούδια που σημάδεψαν τα επόμενα χρόνια. Το 1946, που λειτούργησαν ξανά τα στούντιο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου άρχισε μαζί με καινούργια, να τα ηχογραφεί. Στους στίχους του, καταφέρνοντας να ξεγελάσει την αυστηρή λογοκρισία, καταγράφει το σκληρό κλίμα της εποχής και τους προβληματισμούς των απλών ανθρώπων για ό,τι συνέβαινε.
Ιδιοφυής συνθέτης – Η σύνθετη «γραφή» του αποκάλυπτε έναν δημιουργό που ξεχείλιζε μελωδίες. «Μίλαγε η ψυχή. Εκανα πολύ καιρό για να φτιάξω ένα τραγούδι. Εβγαζα τα μάτια μου για να φτάσει σωστά στα χέρια μου ό,τι έβγαινε από την ψυχή μου».
Παράλληλα υπήρξαν και ανακατατάξεις στους συνεργάτες του. Μετά τον Στράτο Παγιουμτζή, βασικό του ερμηνευτή προπολεμικά, συναντά τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, τη Σωτηρία Μπέλλου και τη Μαρίκα Νίνου. Με τις δύο τελευταίες ο Τσιτσάνης άλωσε τα λαϊκά πάλκα και ειδικά με τη Νίνου έγραψε μια ξεχωριστή, χρυσή ιστορία: «Το κέφι που δημιουργούσε η Μαρίκα στο πάλκο», όπως ο ίδιος έχει πει, «έφτιαχνε μια ατμόσφαιρα που χάλαγε ο κόσμος στο μαγαζί. Είχε τέτοια εκφραστικότητα και μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω ότι δεν θα γεννηθεί άλλη».
Ταυτόχρονα εκείνη την εποχή η αξία του έργου του Βασίλη Τσιτσάνη αναγνωρίζεται ευρύτερα μέσα από δημοσιεύματα και διαλέξεις από προσωπικότητες του μουσικού χώρου, όπως η Σοφία Σπανούδη και ο Μάνος Χατζιδάκις, ενώ ο ίδιος προχωράει σε συνεργασίες με νεότερους ερμηνευτές, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου κ.ά.
Στέκι του για 15 χρόνια το «Χάραμα» της Καισαριανής
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Βασίλης Τσιτσάνης αποφασίζει να ερμηνεύει ο ίδιος τα τραγούδια του και στο στούντιο και στο πάλκο. Το κέντρο «Χάραμα» στην Καισαριανή έγινε το στέκι του για 15 χρόνια. Εμφανιζόταν εκεί έως τον Δεκέμβριο του 1983, ένα μήνα πριν φύγει από τη ζωή, 18 Ιανουαρίου 1984, την ημέρα των γενεθλίων του στα 69 του χρόνια.
Ομως, την πραγματική ιστορία των μεγάλων δημιουργών τη μαρτυράει το ίδιο το έργο τους. Η παράθεση μερικών μόνο τίτλων τραγουδιών του αρκεί για να καταλάβουμε τη σημασία της προσφοράς του. Τραγούδια περασμένα στο DNA μας, αφού συντονίζονται με την Ιστορία και τον ψυχισμό του λαού μας.
Αρχόντισσα, 1938. Αραπίνες (Νύχτες μαγικές), 1946. Χωρίσαμε ένα δειλινό, 1947. Αχάριστη, 1947. Κάποια μάνα αναστενάζει, 1947. Κάνε λιγάκι υπομονή. Πέφτεις σε λάθη, 1948. Συννεφιασμένη Κυριακή, 1948. Τα καβουράκια, 1951. Γεννήθηκα για να πονώ, 1953. Σεράχ, 1951. Τα λιμάνια, 1962. Αργοσβήνεις μόνη, 1947. Ακρογιαλιές δειλινά, 1948. Ο,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ, 1940. Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα, 1954. Αντιλαλούνε τα βουνά, 1951. Καΐκι μου Αϊ Νικόλα, 1950. Σαν απόκληρος γυρίζω, 1969. Της γερακίνας γιος, 1975.
Το αποτύπωμα στον πολιτισμό
Ο Βασίλης Τσιτσάνης παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα. Τη δεκαετία του ’70 ηχογράφησε δύο μόνο άλμπουμ με καινούργια τραγούδια, ενώ η εταιρεία που συνεργαζόταν για σαράντα χρόνια του έδωσε απαλλακτικό. Ετσι, μια παραγωγή που οργάνωσε γι’ αυτόν η UNESCO για το κλασικό του ρεπερτόριο, κυκλοφόρησε σε μια μικρή δισκογραφική.
Πολλοί μέσα στα χρόνια εξέφρασαν τον θαυμασμό τους και την αγάπη τους για τον Βασίλη Τσιτσάνη και τόνισαν τη σημασία του έργου του στον ελληνικό πολιτισμό. Ο Νίκος Γκάτσος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και μεγάλοι δημιουργοί που τον θεωρούν δάσκαλό τους. Ο Μίκης Θεοδωράκης ανάμεσά τους σε μια προσφώνησή του σε εκδήλωση για τον Βασίλη Τσιτσάνη, είπε:
«Πώς έγινε αυτό το θαύμα και το παιδί αυτό από τα Τρίκαλα να μετουσιώσει μέσα στην ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας την ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες μουσικές φόρμες. Πόσες δεκάδες χιλιάδες τραγούδια κάθε είδους δεν γράφτηκαν μετά τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Ποιος τα θυμάται;».
*Ο κ. Ξενοφών Ραράκος είναι ραδιοφωνικός παραγωγός.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
