Εάν θέλει κάποιος να κατανοήσει τη μεταπολεμική ιστορία της Αλβανίας οφείλει να έχει κατά νουν ότι επρόκειτο για το πιο απομονωμένο και «άγνωστο» κράτος της Ευρώπης, τουλάχιστον έως το 1992. Η πορεία της χώρας στον διεθνή στίβο, από τη στιγμή ακόμη της δημιουργίας της (1912), συνιστά μια διαδρομή που ξεκινάει από την εξάρτηση από άλλους, δυνατούς κάθε φορά «παίκτες» στη γεωπολιτική γωνιά της δυτικής Βαλκανικής (προπολεμική Ιταλία, μεταπολεμική Γιουγκοσλαβία, Σοβιετική Ενωση, Κίνα) και καταλήγει στην επιλογή ενός μοναχικού μονόδρομου προς την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στο εσωτερικό, φοβικού και καχύποπτου απέναντι σε υπαρκτούς(;) ή και φανταστικούς εχθρούς και υπονομευτές της εξουσίας. Οσο κι αν διεκήρυττε πως είχε κατακτήσει την αυτάρκεια, οι συνθήκες στο εσωτερικό της Αλβανίας επιδεινώνονταν ραγδαία και κάποια «ανοίγματα» προς τις πιο κοντινές, ουδέτερες ή «καλοπροαίρετες» χώρες κατέστησαν τελικά αναγκαία, ακόμη και για την επιβίωσή της.
Νέες προοπτικές μετά το 1981
Η κυβερνητική μεταβολή του 1981 στην Αθήνα και η εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ υπήρξαν αφετηρία μιας αλλαγής στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Η φυσιογνωμία και η πολιτική τοποθέτηση του Ανδρέα Παπανδρέου φαίνεται πως γίνονταν δεκτές με συμπάθεια από την αλβανική ηγεσία, η οποία ευελπιστούσε πια σε μια προσέγγιση μεταξύ των δύο χωρών. Γι’ αυτό και δεν έλειψαν κάποιες πρώτες χειρονομίες καλής θελήσεως, όπως π.χ. το εγκάρδιο συγχαρητήριο μήνυμα του Αλβανού πρωθυπουργού Μεχμέτ Σέχου προς τον Ελληνα ομόλογό του για την ανάληψη των καθηκόντων του. Η επιλογή του Κάρολου Παπούλια, γνωστού Ηπειρώτη πολιτικού, για τη θέση του υφυπουργού –αρχικά– Εξωτερικών θεωρήθηκε από τα Τίρανα κίνηση πολλά υποσχόμενη.
Τιμή στους πεσόντες – Ο Κάρολος Παπούλιας ευτύχησε να είναι ο πρώτος Ελληνας αξιωματούχος που κατέθεσε στεφάνι στο Υψωμα 731, στον δρόμο Μπεράτι – Κλεισούρα, όπου είχαν διεξαχθεί μερικές από τις πιο φονικές μάχες του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Η Αθήνα, από την πλευρά της, δεν είχε λόγους να είναι αρνητική στην προοπτική μιας ελληνοαλβανικής προσέγγισης. Η παρουσία των Ελλήνων στον Νότο της χώρας ήταν ένας πολύ καλός λόγος ώστε να ενθαρρυνθούν τα πρώτα ανοίγματα προς μια σχέση περισσότερο εποικοδομητική και καρποφόρα: η βελτίωση του κλίματος μεταξύ των δύο χωρών ήταν η καλύτερη εγγύηση για τη βελτίωση και των συνθηκών διαβίωσης της ελληνικής μειονότητας. Eτσι άνοιξε ο δρόμος για κάποια πρώτα μικρά βήματα «διευκόλυνσης της καθημερινότητας» στη μεθόριο, όπως αποκατάσταση της τηλεφωνικής σύνδεσης με την Αλβανία, υπογραφή συμφωνιών για νοσηλεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στο νοσοκομείο Ιωαννίνων, διασύνδεση των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, συμφωνία παραμεθόριου εμπορίου κ.λπ., βήματα που έδιναν κάποια ανάσα στον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό.
Διαφορετικές προτεραιότητες
Οπως συχνά συμβαίνει όμως στις σχέσεις μεταξύ Αθηνών και Τιράνων, η προσέγγιση δεν είναι ανέφελη και ποτέ δεν ήταν μια ευθύγραμμη πορεία· χρειάστηκε να περάσει από τις στενωπούς των υφιστάμενων προβλημάτων και των διαφορετικών προτεραιοτήτων. Αν λοιπόν για την Ελλάδα προτεραιότητα ήταν η μειονότητα, για την Αλβανία προτεραιότητα ήταν η άρση της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δύο χωρών, θέμα που βρισκόταν σε εκκρεμότητα από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και εξής και το οποίο η αλβανική κυβέρνηση έθετε ήδη από καιρό, πριν ακόμη από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Παρά το γεγονός πως ούτε οι προηγούμενες κυβερνήσεις της Ν.Δ. ήταν αρνητικές (αρχικά τουλάχιστον) ως προς την επίλυσή του, τελικά αυτή ναυάγησε αφού προσέκρουσε σε ισχυρές εσωτερικές θεσμικές και πολιτικές αντιδράσεις.
Τελικά, υπερπηδώντας πολλά προσκόμματα και με την προσωπική επιμονή του Παπούλια (ιδίως από τις αρχές Φεβρουαρίου 1984, οπότε ανέλαβε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών) η επιδιωκόμενη προσέγγιση έδωσε τους πρώτους καρπούς: το καλοκαίρι του 1984 επισκέφθηκε την Αθήνα ο Αλβανός υφυπουργός Εξωτερικών Μουχάμετ Καπλάνι για διμερείς συνομιλίες προπαρασκευαστικού χαρακτήρα και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο Παπούλιας ανταπέδωσε τη χειρονομία, πραγματοποιώντας τετραήμερη επίσκεψη στην Αλβανία, την πρώτη επίσκεψη Ελληνα υπουργού στο γειτονικό κράτος, μεταφέροντας στις αποσκευές του μήνυμα φιλίας του Ανδρέα Παπανδρέου.
«Ταξίδι συγκινήσεων» χαρακτηρίστηκε η επίσκεψη από ελληνική εφημερίδα της εποχής, ενώ και σχετική εκπομπή-οδοιπορικό της ΕΡΤ, συνεργείο της οποίας ακολουθούσε την ελληνική αποστολή, απηχεί τον ενθουσιασμό της «ανακάλυψης» του άγνωστου γείτονα, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από την ελληνική επικράτεια. Οι πέντε συμφωνίες οικονομικής, μορφωτικής και τεχνικής συνεργασίας που υπέγραψε ο Παπούλιας στα Τίρανα άνοιξαν τον δρόμο για περαιτέρω εντατικοποίηση των διμερών επαφών.
Συγκίνηση στα ελληνικά χωριά
Ταυτόχρονα, η αλβανική κυβέρνηση εκμεταλλεύθηκε την επίσκεψη ως ευκαιρία προκειμένου να επιδείξει την «πρόοδο» που είχε συντελεστεί σε ό,τι αφορούσε τις συνθήκες διαβίωσης και τη μεταχείριση της μειονότητας, επιτρέποντας στον Παπούλια κατά την επιστροφή του οδικώς προς την Ελλάδα να επισκεφθεί τον νότο και τις μειονοτικές περιοχές. Εκείνες τις ημέρες ήταν που καταγράφηκαν μερικές από τις πιο συγκινητικές στιγμές στην ιστορία των διμερών επαφών. Ο Κάρολος Παπούλιας ευτύχησε να είναι ο πρώτος Ελληνας αξιωματούχος που –συγκινημένος και ο ίδιος– κατέθεσε στεφάνι στο Υψωμα 731, στον δρόμο Μπεράτι – Κλεισούρα, όπου είχαν διεξαχθεί μερικές από τις πιο φονικές μάχες του ελληνοϊταλικού πολέμου και όπου στήθηκε το μνημείο προς τιμήν των πεσόντων Ελλήνων στρατιωτών: «Δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τα δάκρυά μας. Μόνο σαν δει κανείς την τοπογραφία του χώρου, τα ψηλά, απροσπέλαστα, κακοτράχαλα βουνά, που κρύβουν τον ήλιο απ’ τις 2 το μεσημέρι, μπορεί να συλλάβει το μεγαλείο του αγώνα μας κατά του φασισμού».
Στη συνέχεια επισκέφθηκε το Αργυρόκαστρο και μερικά από τα ελληνικά χωριά της περιοχής, την Πωγωνιανή και τη Δερβιτσάνη, και συναντήθηκε με τον έπαρχο Αργυροκάστρου, ελληνικής καταγωγής, με καθηγητές και σπουδαστές της Παιδαγωγικής Σχολής της πόλης, από την οποία αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι των ελληνικών μειονοτικών σχολείων, με ανθρώπους από την ελληνική μειονότητα, αλλά και –όπως ο ίδιος ο Παπούλιας δήλωσε αργότερα– με συμμαθητές και φίλους του από τα παιδικά του χρόνια. Στη Δερβιτσάνη, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού του στα ελληνικά χωριά, οι ομογενείς τού επιφύλαξαν μικρή παραδοσιακή γιορτή.
Οι βασικοί στόχοι – Για την Ελλάδα προτεραιότητα ήταν η μειονότητα, για την Αλβανία προτεραιότητα ήταν η άρση της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δύο χωρών, θέμα που βρισκόταν σε εκκρεμότητα από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου.
Το άνοιγμα των συνόρων
Λίγες ημέρες αργότερα, στα μέσα Ιανουαρίου 1985, και ύστερα από τις επίμονες προσπάθειες της ελληνικής πλευράς, άνοιξε επίσημα και το συνοριακό πέρασμα της Κακαβιάς, έπειτα από περίπου σαράντα χρόνια και μέσα σε κλίμα πανηγυρικό, παρουσία και πάλι του Κάρολου Παπούλια και εκατοντάδων Ελλήνων και Αλβανών. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις προσδοκίες της Αθήνας, τόσο η επίσκεψη Παπούλια όσο και το άνοιγμα του συνοριακού περάσματος θα αποτελούσαν την αφετηρία μιας σταθερής προόδου στις διμερείς σχέσεις και, συνακόλουθα, της βελτίωσης της θέσης των Ελλήνων μειονοτικών εντός του αλβανικού κράτους.
Η προοπτική αυτή δεν στερείτο ρεαλιστικής βάσης εκείνη την εποχή· όταν τον Απρίλιο του 1985 ο νέος Αλβανός ηγέτης Ραμίζ Αλία διαδέχθηκε στην εξουσία τον θανόντα Ενβέρ Χότζα, τα πολιτικά ανοίγματα προς την Ελλάδα πλήθυναν και ο έλεγχος τουλάχιστον επί των μετακινήσεων διά μέσου των συνόρων χαλάρωσε κατά τι, με αποτέλεσμα την αύξηση της ροής των επισκέψεων μεταξύ Ελλήνων και Βορειοηπειρωτών κατά μερικές χιλιάδες, την επανασύνδεση οικογενειών που είχαν αποκοπεί από το 1944, την ενίσχυση των εμπορικών ανταλλαγών και την ανάπτυξη ενός κλίματος αισιοδοξίας στη μειονότητα.
Αποκορύφωμα της διαδικασίας προσέγγισης αποτέλεσε, και πάλι με πρωτοβουλία και συστηματική προετοιμασία του υπουργού –πλέον– Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, η έκδοση της πράξης του υπουργικού συμβουλίου, στις 28 Αυγούστου 1987, για την άρση της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δύο χωρών, πράξη που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τα Τίρανα, αλλά με σκεπτικισμό και αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας, καθώς θεωρήθηκε μονομερής παραχώρηση χωρίς την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων. (Η άρση του εμπολέμου, με τον τρόπο που έγινε και όχι με την έκδοση προεδρικού διατάγματος, έθεσε εν αμφιβόλω τη νομική ισχύ και εγκυρότητα της απόφασης και συνέβαλε στη διαιώνιση του ζητήματος).
Παρά τις αντιξοότητες, τα πολλαπλά εμπόδια και τις συνεχείς παλινδρομήσεις στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών που καταγράφηκαν έκτοτε με αφορμή ποικίλα γεγονότα, οι πρωτοβουλίες Παπούλια συνέβαλαν καθοριστικά στην αλλαγή του κλίματος την εποχή εκείνη. Ανταποκρίνονταν στην ανάγκη να αναλάβει το ελληνικό κράτος πρωτοβουλίες προκειμένου να εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες και ένα πιο αισιόδοξο μέλλον για τη μειονότητα και κατέδειξαν τις δυνατότητες που ανοίγονταν σε διμερές επίπεδο μέσα σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον. Οι αλλαγές που καθόρισαν τις παγκόσμιες εξελίξεις τη δεκαετία του 1990, δυστυχώς, δεν επέτρε-ψαν στο δέντρο να καρπίσει…
*Η κ. Ελευθερία Μαντά είναι επίκουρη καθηγήτρια Νέας Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

