Στις 21 Ιουλίου 1972, η Βόρεια Ιρλανδία γνωρίζει μία από τις πιο συντονισμένες και πολύνεκρες επιθέσεις στην ιστορία της σύγκρουσης που έμεινε γνωστή ως «Οι Ταραχές» (The Troubles). Μέσα σε λιγότερο από μία ώρα, το κέντρο του Μπέλφαστ πλήττεται από τουλάχιστον είκοσι βόμβες, σε μια επιχείρηση που οργανώθηκε και εκτελέστηκε από τον Προσωρινό Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (Provisional IRA). Ο απολογισμός είναι βαρύς: εννέα νεκροί, περισσότεροι από 130 τραυματίες, και μια κοινωνία σε κατάσταση σοκ. Η ημέρα αυτή πέρασε στην ιστορία ως “Bloody Friday” ή Ματωμένη Παρασκευή.
Η οργάνωση της επιχείρησης ήταν εντυπωσιακή: μέσα σε μόλις 80 λεπτά ενεργοποιήθηκαν τουλάχιστον 22 βόμβες
Οι επιθέσεις ξεκίνησαν λίγο μετά τις 14:00 το μεσημέρι και συνεχίστηκαν μέχρι τις 15:00. Οι εκρήξεις σημειώθηκαν σε εμπορικούς δρόμους, σταθμούς λεωφορείων, γραφεία, ακόμα και σε ένα λεωφορείο γεμάτο επιβάτες. Οι περισσότεροι στόχοι ήταν οικονομικοί ή διοικητικοί, όμως η φύση και ο αριθμός των επιθέσεων, η χρονική εγγύτητά τους και η αστική πυκνότητα του Μπέλφαστ οδήγησαν σε σημαντικές απώλειες αμάχων. Μεταξύ των θυμάτων βρίσκονταν δύο Βρετανοί στρατιώτες, ένας οδηγός λεωφορείου, ένας ταχυδρόμος, ένας οδηγός ταξί και δύο παιδιά.
Η οργάνωση της επιχείρησης ήταν εντυπωσιακή: μέσα σε μόλις 80 λεπτά ενεργοποιήθηκαν τουλάχιστον 22 βόμβες, ενώ άλλες εντοπίστηκαν και εξουδετερώθηκαν. Ο IRA ισχυρίστηκε ότι είχε πραγματοποιήσει τηλεφωνικές προειδοποιήσεις για αρκετές από τις εκρήξεις, υποστηρίζοντας ότι στόχος ήταν οι υποδομές και όχι οι πολίτες. Oμως, η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα καθιστούσε αδύνατη την πλήρη αντίδραση των Αρχών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τηλεφωνικές προειδοποιήσεις ήταν ασαφείς ή εστάλησαν πολύ αργά. Σε άλλες, υπήρχαν ταυτόχρονες ειδοποιήσεις για διαφορετικά σημεία, με αποτέλεσμα σύγχυση και καθυστερήσεις στην εκκένωση περιοχών.
Η Ματωμένη Παρασκευή συνιστά κορύφωση μιας ταραγμένης περιόδου. Το 1972 ήταν ήδη το πιο αιματηρό έτος στη διάρκεια των Ταραχών, της επί δεκαετίες σύγκρουσης ανάμεσα σε ενωτικούς (που επιθυμούσαν την παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας στο Ηνωμένο Βασίλειο) και εθνικιστές (που επιδίωκαν την ένωση με την Ιρλανδία). Στις 30 Ιανουαρίου του ίδιου έτους είχε προηγηθεί η λεγόμενη Ματωμένη Κυριακή, όταν δεκατέσσερις άοπλοι καθολικοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν από πυρά Βρετανών στρατιωτών στο Ντέρι κατά τη διάρκεια πορείας για τα πολιτικά δικαιώματα. Το γεγονός εκείνο προκάλεσε διεθνή κατακραυγή, ριζοσπαστικοποίησε μεγάλο μέρος της καθολικής νεολαίας και αύξησε σημαντικά τις στρατολογήσεις στον IRA.
Ο Προσωρινός IRA, που είχε αποσχιστεί το 1969 από τον «παραδοσιακό» IRA λόγω διαφωνιών σχετικά με την ένοπλη δράση και τη στάση απέναντι στη βία, θεωρούσε ότι βρισκόταν σε πόλεμο με το βρετανικό κράτος. Στο σκεπτικό της οργάνωσης, η Ματωμένη Παρασκευή ήταν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής κλιμάκωσης, με σκοπό να καταδείξει ότι η παρουσία του βρετανικού στρατού στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν ατελέσφορη και να πιέσει για πολιτική διαπραγμάτευση.
Ωστόσο, η αντίδραση της κοινωνίας, ακόμα και μεταξύ υποστηρικτών του εθνικιστικού στρατοπέδου, υπήρξε διστακτική έως εχθρική. Η αίσθηση ότι ο IRA είχε προχωρήσει σε μια επίδειξη ισχύος χωρίς να σταθμίσει το ανθρώπινο κόστος ενίσχυσε τις επικρίσεις περί αδιάκριτης τρομοκρατίας. Ο βρετανικός Τύπος, σχεδόν στο σύνολό του, χαρακτήρισε την ημέρα «μαζική σφαγή». Στο εσωτερικό της Βόρειας Ιρλανδίας, η επίθεση λειτούργησε αποτρεπτικά για πολλούς πολίτες που μέχρι τότε εξέφραζαν συμπάθεια για τους στόχους του IRA αλλά όχι κατ’ ανάγκη για τις μεθόδους του.
Η απάντηση του βρετανικού κράτους ήταν άμεση και συντριπτική. Στις 31 Ιουλίου ξεκίνησε η επιχείρηση Motorman, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 20.000 στρατιώτες και είχε ως στόχο την επανακατάληψη των λεγόμενων «απαγορευμένων ζωνών». Επρόκειτο για περιοχές σε πόλεις όπως το Ντέρι και το δυτικό Μπέλφαστ που ελέγχονταν ανεπίσημα από τον IRA. Hταν η μεγαλύτερη στρατιωτική ανάπτυξη του βρετανικού στρατού στο εσωτερικό της χώρας από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Αν και η Ματωμένη Παρασκευή καταδεικνύει την επιχειρησιακή δυνατότητα του IRA σε εκείνη τη φάση της σύγκρουσης, αναδεικνύει επίσης τα όρια της στρατηγικής της τυφλής βίας. Η πολιτική φθορά ήταν σοβαρή. Δεκαετίες αργότερα, πολλά από τα ιστορικά στελέχη του Σιν Φέιν παραδέχθηκαν ότι η ενέργεια ήταν εσφαλμένη. Το 2002, ο Τζέρι Aνταμς, πρώην μέλος του IRA και μετέπειτα πολιτικός ηγέτης του Σιν Φέιν, δήλωσε πως «ήταν λάθος· τόσο σε στρατηγικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο».
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

