Η Έλενα Βενιζέλου έχει μείνει στην ιστορία ως η σύζυγος του κορυφαίου Έλληνα πολιτικού του 20ού αιώνα, με τον οποίο μοιράστηκε 15 χρόνια κοινής ζωής. Η ίδια έχει γράψει συνοπτικές αναμνήσεις με τίτλο Στη σκιά του Βενιζέλου. Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Πρόκειται για μια δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα, της οποίας η ζωή ξέφυγε από τους περιορισμούς της εποχής της.
Γεννημένη στο Λονδίνο, έζησε κυρίως εκεί μέχρι τον γάμο της. Με τον Βενιζέλο παντρεύτηκαν όταν εκείνος βρισκόταν μακριά από την πολιτική και εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι. Με την επάνοδο του Βενιζέλου στην Ελλάδα, το 1927, η Έλενα τον στηρίζει με κάθε τρόπο και του παρέχει κάθε αναγκαίο μέσο, τον συνοδεύει τόσο στις επίσημες εκδηλώσεις και στα ταξίδια στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του το διάστημα 1928-1932, όσο και σε ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές. Είναι δίπλα του στο αυτοκίνητο κατά τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του στη διαδρομή από το σπίτι των ∆έλτα στην Κηφισιά προς την Αθήνα, το 1933, τρώγοντας τις σφαίρες που προορίζονταν για εκείνον, ζει μαζί του στην Κρήτη τις συνέπειες του αποτυχημένου βενιζελικού κινήματος του 1935 και τον ακολουθεί στα ιταλοκρατούμενα ∆ωδεκάνησα, μέχρι να καταφέρουν να καταλήξουν πάλι στο Παρίσι, είναι κοντά του όταν εκείνος πεθαίνει το 1936 και είναι εκείνη που συνοδεύει τη σορό του για να ταφεί στη γενέτειρά του. Μετά τον θάνατό του ζει κυρίως μακριά από την Ελλάδα.

Η Έλενα Βενιζέλου άφησε μεγάλο κοινωφελές έργο, με κορυφαία τη δημιουργία του μαιευτηρίου που φέρει σήμερα το όνομά της. Σύστησε το ίδρυμα «Μαρίκα Ηλιάδη» με στόχο την παροχή υποτροφιών για σπουδές στο εξωτερικό σε επιστήμες σχετικές με τη φροντίδα μητέρας και παιδιού. Συνέβαλε οικονομικά στην περίθαλψη των προσφύγων. ∆ώρισε το σπίτι της στο Mayfair του Λονδίνου, 51 Upper Brook Str., στο ελληνικό κράτος – πρόκειται για την πρεσβευτική κατοικία. Έχτισε επίσης την πρωθυπουργική κατοικία στην οδό Λουκιανού 2, την οποία δεν επρόκειτο να χαρούν για πολύ: έναν μήνα μετά τον θάνατο του Βενιζέλου, την πούλησε στο βρετανικό κράτος – σήμερα στεγάζει την αγγλική πρεσβευτική κατοικία.
Η δεσποινίς Σκυλίτση
«Γεννήθηκα στο Λονδίνο, είμαι όμως Ελληνίδα».
«Οι πρόγονοί μου είχαν τις καταβολές τους στο Βυζάντιο και οι γονείς μου κατάγονταν από τη Χίο. Γεννήθηκα στο Λονδίνο, είμαι όμως Ελληνίδα», γράφει η Έλενα Βενιζέλου στην αρχή των αναμνήσεών της. Ανάμεσα στους επιζώντες των σφαγών της Χίου το 1822 είναι και ο εκ πατρός παππούς της, Ζαννής Στεφάνοβικ Σκυλίτσης (1806-1886). Γεννημένος στη Χίο, αιχμαλωτίστηκε στην Επανάσταση, απελευθερώθηκε και κατέληξε στην Τεργέστη και κατόπιν στο Λιβόρνο, αποκτώντας ιταλική υπηκοότητα. Το 1824 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη τον κραταιό εμπορικό οίκο Στεφάνοβικ Σκυλίτση (το πατρωνυμικό Στεφάνοβικ απηχεί σχέση με τη Ρωσία), δραστηριοποιούμενο από το Λονδίνο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Επεκτείνοντας τις επιχειρήσεις του στον τραπεζικό τομέα, ο Ζαννής κατέστη ένας από τους ισχυρότερους τραπεζίτες της Κωνσταντινούπολης. Η επιρροή του δεν περιοριζόταν στην ελληνική κοινότητα της Πόλης. Έμεινε γνωστός ως μέγας ευεργέτης – έργο του το Σκυλίτσειο Νοσοκομείο στη Χίο, που δεν πρόλαβε να το δει να λειτουργεί.

Σύζυγος του Ζαννή έγινε το 1834 η Ελένη (1816-1873), το γένος ∆ημητρίου Μαχαιρά ή Βούρου, γεννημένη στην Πόλη – το βαπτιστικό της όνομα πήρε η Έλενα Βενιζέλου, που γεννήθηκε τη χρονιά του θανάτου της. Το ζευγάρι απέκτησε οκτώ παιδιά, από τα οποία ανδρώθηκαν τρία, ο ∆ημήτριος (1839-1893), ο Ιωάννης (1840-1908) και ο Παύλος (1842-1901). Από αυτούς, μόνο ο Παύλος έμεινε στην Κωνσταντινούπολη, στο πλευρό του πατέρα του, συνεχίζοντας τις επιχειρήσεις και το κοινοτικό και φιλανθρωπικό του έργο. Ο Παύλος δώρισε στο ελληνικό κράτος πολλά κτήματα, όπως το Στεφανοβίκειο στη Θεσσαλία. Σε εκείνον η ελληνική κοινότητα της Πόλης χρωστά την ανακατασκευή και επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης μετά τον σεισμό του 1894.
Ο ∆ημήτριος δημιούργησε τεράστια περιουσία σε Λονδίνο και Παρίσι. Ανάμεσα στις ευεργεσίες και στα κληροδοτήματά του περιλαμβάνονται η ανοικοδόμηση του ναού της Αγίας Σοφίας στο Bayswater, του ναού της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου, το μνημείο για τον Λόρδο Βύρωνα, γλυπτό του Alexandre Falguière, τοποθετημένο μέχρι σήμερα στο Ζάππειο, καθώς και η ανέγερση ελληνορθόδοξου ναού στο Παρίσι. Ο ναός του Αγίου Στεφάνου της οδού Bizet, η μητρόπολη της ελληνικής κοινότητας του Παρισιού, εγκαινιάστηκε το 1895. Η νεαρή Έλενα ήταν εκεί οικογενειακώς, χωρίς να μπορεί να φανταστεί ότι 41 χρόνια αργότερα εκεί θα ψαλλόταν η νεκρώσιμη ακολουθία για τον σύζυγό της Ελευθέριο Βενιζέλο.
Από τους τρεις γιους του Ζαννή, μόνο ο Ιωάννης απέκτησε οικογένεια – είναι ο πατέρας της Έλενας. Παντρεύτηκε τη Βιργινία (1849-1929), κόρη των Παντιά Παρασκευά Σεκιάρη (1816-1880) και Υπατίας Εμμανουήλ Σκυλίτση (1819-1889). Η εκ πατρός γιαγιά της Βιργινίας, Αργυρώ, ήταν το γένος Ράλλη, ενώ η εκ μητρός, Βιερού, το γένος Αργέντη – όλες ισχυρές χιώτικες οικογένειες. Το ζεύγος Ιωάννη και Βιργινίας αμέσως μετά τον γάμο τους το 1871 στην Πόλη εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου ο Ιωάννης ανέλαβε τις εκεί οικογενειακές επιχειρήσεις. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Στέφανο (1872-1961) και την Έλενα, που γεννήθηκε το 1873. Η Βιργινία πέθανε το 1929, ούσα μία από τις 47 εκατομμυριούχους της Μ. Βρετανίας.

Η Έλενα την περιγράφει: «Η λεπτή, κομψή μητέρα μου ήταν μια μεγάλη κυρία, ένα είδος που χάνεται […]. Υπομονετική σύζυγος, έξοχη μητέρα και τέλεια οικοδέσποινα, χαιρόταν να συγκεντρώνει γύρω της τη νεολαία, που τη λάτρευε». Ο πατέρας της, από την άλλη, «ήταν ένας άνθρωπος με υψηλό ήθος, φιλικός στους δικούς του, κατά καιρούς οξύθυμος, έτοιμος όμως πάντα να αναγνωρίσει τα λάθη του. Είχε ορθή κρίση και μια αξιοσημείωτη επιχειρηματική διαίσθηση».
Κι ακόμη: «Μεγαλώνοντας δίπλα σ’ έναν αδελφό ελάχιστα μεγαλύτερό μου, πέρασα τα παιδικά μου χρόνια ευτυχισμένα και ανέμελα» σε μεγαλοαστικό περιβάλλον με χορούς και δεξιώσεις, ξένες γκουβερνάντες και εκπαίδευση κατ’ οίκον – κυρίως γλώσσες, γεωγραφία, ιστορία, λογοτεχνία, μουσική. Στα 15 της αρρωσταίνει βαριά από τύφο. Μετά την ανάρρωσή της, «μια ασίγαστη δίψα για ζωή ξύπνησε μέσα μου: ήθελα να τα διαβάσω όλα, να τα γνωρίσω όλα. Για την εποχή εκείνη ήταν αρκετά επαναστατικό […]. Στα δεκαέξι μου χρόνια είχα το αίσθημα πως η ζωή και ο κόσμος ανοίγονταν απέραντοι μπροστά μου. Ταυτόχρονα ένιωθα πως η ζωή είναι πολύ σύντομη για να προλάβεις να θαυμάσεις όλες τις ομορφιές του κόσμου και πως μια καρδιά δεν μπορεί να χωρέσει όλη τη χαρά και όλο τον σπαραγμό του κόσμου».
Ταξιδεύει πολύ. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου από το 1889 περνά τρία χρόνια στην έπαυλη του θείου της Παύλου στον Μαρμαρά, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Ελβετία. Στα 20 διαλύει έναν αρραβώνα σχεδόν στα σκαλιά της εκκλησίας. «Στη μητέρα μου δεν άρεσε ο γάμος αυτός […] ήταν ευτυχής για τη διάλυση. Όσο για τον πατέρα μου, που με λάτρευε, θαύμαζε ό,τι κι αν έκανα, ό,τι κι αν ξέκανα». Η συντηρητική φραγκοχιώτικη κοινωνία του Λονδίνου τής γυρνά την πλάτη. Εκείνη δεν χολοσκά: «Απέκτησα τη φήμη ενός χαλασμένου και καπριτσιόζικου κοριτσιού, που ίσως να μην απείχε πολύ από την αλήθεια, αλλά λίγο μ’ ενδιέφερε […] ∆εν ήμουν στ’ αλήθεια αυτό που λένε, μια πλούσια κληρονόμος; […] Ήμουν είκοσι ετών, όμορφη και κεφάτη, ήξερα ωστόσο να ξεχωρίζω ένα αληθινό αίσθημα από εκείνο του συμφέροντος και δεν είχα καμία διάθεση να χρυσώσω ξεθωριασμένα οικόσημα!». Το καλοκαίρι του 1895 παντρεύεται στο Παρίσι τον Αύγουστο Αργέντη, γιο του Λεωνίδα και της Τζούλιας Ράλλη. Ο γάμος διαλύεται γρήγορα και η ίδια δεν αναφέρεται σε αυτόν καθόλου στις αναμνήσεις της. Τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει, φλερτάρει και διασκεδάζει.

Στις αρχές του αιώνα, έχει ζήσει γεγονότα που έχουν σημαδέψει τη ζωή της και την έχουν «ενηλικιώσει». Έχει εξελιχθεί σε μια γυναίκα δυναμική, που ξέρει τι θέλει, με την ανεξαρτησία που της χαρίζει η κολοσσιαία περιουσία της, ενώ διαθέτει την κρίση και την ικανότητα να τη διαχειριστεί αποτελεσματικά.
Ποια ήταν η Μαρίκα Ηλιάδη;
Η καλύτερη φίλη της Έλενας και η σχέση των δύο οικογενειών.
Ολοκληρώνοντας την αφήγηση των ανέμελων νεανικών της χρόνων στην Ευρώπη της Belle Époque, η Έλενα σημειώνει λακωνικά στις Αναμνήσεις της: «∆ύο ήταν τα γεγονότα που σημάδεψαν τα επόμενα χρόνια: η γνωριμία μου με μια εξαίρετη γυναίκα, τη Μαρίκα Ηλιάδη, την καλύτερή μου φίλη έως τον θάνατό της, και ο χαμός του πατέρα μου στο Λονδίνο το 1908». Ποια ήταν άραγε η γυναίκα αυτή, που το όνομά της έμεινε γνωστό μέσω του μαιευτηρίου που κληροδότησε η Έλενα στους Αθηναίους;
Η Μαρίκα (Μαρία) ήταν το ένα από τα δέκα παιδιά του Σμυρνιού Σωκράτη Ομήρου (1815-1899) και της Πολυξένης, το γένος Αντωνίου Λεκατσά. Ο πατέρας της, γόνος της σημαντικής οικογένειας Ομήρου της Σμύρνης, έζησε και εργάστηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία ως τραπεζίτης. Η Μαρίκα γεννήθηκε εκεί το 1862. Ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερη από την Έλενα και μόλις 13 χρόνια νεότερη από τη μητέρα της, Βιργινία. Σε άρθρο στα Μικρασιατικά χρονικά του 1957 αναφέρεται ως φίλη και συγγενής της Έλενας «εκ πατρικής γραμμής». Πράγματι, είναι μικρανιψιά της Ελισάβετ (Ζαμπέττας) Ομήρου (1763-1822), συζύγου Κωνσταντίνου Π. Σκυλίτση.
Η Μαρίκα παντρεύτηκε τον –επίσης από τη Σμύρνη– έμπορο Ηλία Μιχ. Ηλιάδη (1843-1928), εγκατεστημένο στο Λίβερπουλ. Μετά τον γάμο τους εγκαταστάθηκαν στο Λονδίνο, όπου απέκτησαν τρία παιδιά, τον Όμηρο (γενν. 1882), την Ντομινί (∆ομινίκη, 1884-1963), μετέπειτα λαίδη Κρώσφηλντ, και την Ντόροθι (∆ωροθέα), μετέπειτα Παπαλεξοπούλου. Για την Ντόροθι, δεν είναι γνωστές οι ημερομηνίες γέννησης και θανάτου. Φαίνεται πάντως ότι ήταν η μικρότερη· θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 1895 ή λίγο νωρίτερα, καθώς γνωρίζουμε ότι πήρε μέρος σε τουρνουά τένις γυναικών στο Wimbledon τα έτη 1911 και 1914, όπως και η αδελφή της.

Η Μαρίκα, όσο ζούσε, αλλά και η οικογένειά της έγιναν η οικογένεια της Έλενας και στάθηκαν δίπλα της έως το τέλος. Όταν το ζεύγος Βενιζέλου εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μετά τον γάμο του, στην πολυκατοικία της rue Beaujon 22, το ζεύγος Ηλιάδη αγόρασε έναν όροφο στο ίδιο οίκημα. Ο θάνατος της Μαρίκας στις 26 ∆εκεμβρίου 1924 υπήρξε ισχυρό πλήγμα για την Έλενα. Έτσι αποφάσισε να δώσει το όνομα της φίλης της στο έργο ζωής της, το μαιευτήριο που ίδρυσε στην Αθήνα. Ίσως γιατί σχετιζόταν με ένα –ανεπιβεβαίωτο– προσωπικό της τραυματικό βίωμα.
«Η νονά σου», μου είπε, «μου είχε εμπιστευτεί το μεγάλο της μυστικό. Πριν από τον γάμο της με τον Ελευθέριο Βενιζέλο είχε αποκτήσει μια κόρη, την οποία είχε αναλάβει η Μαρίκα Ηλιάδη».
Η βιογράφος της Έλενας παραθέτει τη μαρτυρία του Χανιώτη μουσικού Γιώργου Καλούτση, βαφτισιμιού της Έλενας. Η μητέρα του Φλωρεντίνη, στενή φίλη της Έλενας, του είχε εκμυστηρευτεί προς το τέλος της ζωής της: «”Η νονά σου”, μου είπε, “μου είχε εμπιστευτεί το μεγάλο της μυστικό. Πριν από τον γάμο της με τον Ελευθέριο Βενιζέλο είχε αποκτήσει μια κόρη, την οποία είχε αναλάβει η Μαρίκα Ηλιάδη”. Η είδηση ήταν κεραυνός. Θυμάμαι ότι μου διηγήθηκε αρκετά για την ιστορία αυτή και είμαι σίγουρος ότι μου είπε και το όνομά της, όμως ήταν τόση η έκπληξή μου και το βάρος της ευθύνης […] που δεν θυμάμαι καμιά άλλη λεπτομέρεια».
Γεγονός είναι ότι η Έλενα διατηρούσε στενότατες σχέσεις και με τις δύο κόρες της Μαρίκας Ηλιάδη. Η Ντόροθι, που παντρεύτηκε λίγο μετά τον γάμο της Έλενας με τον Βενιζέλο, εγκαταστάθηκε, όπως οι γονείς της, κι εκείνη με τον σύζυγό της, ∆ημήτρη Παπαλεξόπουλο (1878-1959), ναυτικό ακόλουθο στην ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι, στην πολυκατοικία της οδού Beaujon 22 στο Παρίσι. Τα τρία τους παιδιά ήταν τα καμάρια της Έλενας: η κόρη τους Ντομινί-Μαρία (π. 1922-2016, μετέπειτα σύζυγος ναυάρχου Νικολάου Σαρρή), που αφοσιώθηκε στην εθελοντική κοινωφελή δράση, η Έλενα (γενν. 1923, μετέπειτα σύζυγος Αλέξανδρου Σικιαρίδη), βαφτισιμιά και συχνή συντροφιά της, και ο γιος τους Θεόδωρος (1926-2020), μετέπειτα επιχειρηματίας και πρόεδρος του ΣΕΒ.

Σε επιστολή της Κάθλην, συζύγου του Σοφοκλή Βενιζέλου, το 1923 διαβάζουμε: «Οι Παπαλεξόπουλοι απέκτησαν κόρην και […] η Έλενα ανήγγειλε την γέννησιν ως εάν επρόκειτο διά το πλέον ευτυχές γεγονός επί της γης». Την ίδια εποχή, η νύφη του Βενιζέλου είχε μια δύσκολη εγκυμοσύνη και ο σύζυγός της, ο μικρότερος γιος του Βενιζέλου, έτρεμε για την υγεία της, καθώς κουβαλούσε την τραυματική εμπειρία να έχει χάσει τη μητέρα του αμέσως μετά τη γέννησή του. Ο βιογράφος του Σοφοκλή, Γρηγόριος ∆αφνής, γράφει σχετικά: «Ενώ όμως ήτο τόσον ενθουσιασμένη διά το μωρό της κόρης της φίλης της Ηλιάδη, [η Έλενα] ηγνόει τελείως την εγκυμοσύνην της Κάθλην. ∆ικαίως η τελευταία επίστευεν ότι η μητριά του συζύγου της ησθάνετο μίσος εναντίον της και εναντίον του Σοφοκλή».
Εξίσου στενές σχέσεις είχε η Έλενα με την άλλη κόρη της Μαρίκας, Ντομινί, λαίδη Κρώσφηλντ, δεινή τενίστρια, όπως και η ίδια, που είχε μάλιστα πάρει μέρος στη Μεσολυμπιάδα του 1906, στην Αθήνα. Το 1907, η Ντομινί παντρεύτηκε τον μεγιστάνα και πολιτικό Σερ Άρθουρ Κρώσφηλντ (1865-1938). Εξαίρετη οικοδέσποινα με τεράστια κοινωνική δράση, ιδρύτρια της Παιδικής Στέγης στην Ελλάδα, υπήρξε χαρισματική προσωπικότητα που δέσποζε στους αριστοκρατικούς κύκλους του Λονδίνου. Το ζεύγος δεν απέκτησε παιδιά. Υιοθέτησαν τον Παύλο Όμηρο (1929-2000), συγγενή της Ντομινί, γεννημένο στην Αθήνα. Bon viveur, αθλητής (αγωνίστηκε σε δρόμο 110 μέτρων μετ’ εμποδίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948 στο Λονδίνο), ηθοποιός και παραγωγός ταινιών, ο Πωλ Κρώσφηλντ ανήκε επίσης στον κύκλο της Έλενας Βενιζέλου.
Η βιογράφος της Έλενας κάνει την υπόθεση ότι, αν το μυστικό που απεκάλυψε ο γιος της Φλωρεντίνης Καλούτση ισχύει, το πιθανότερο είναι η κόρη της Έλενας να είναι η λαίδη Κρώσφηλντ. Σύμφωνα με τα παραπάνω πάντως, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις και προς την Ντόροθι. Σε κάθε περίπτωση, η Μαρίκα Ηλιάδη ήταν ο άνθρωπος που, αναλαμβάνοντας το μωρό της Έλενας, την έβγαλε από μια δύσκολη θέση, χαρίζοντάς της παράλληλα μια αφοσιωμένη οικογένεια.
Η επιμένουσα νικά
Η στήριξη και η αφοσίωση της Έλενας στον Βενιζέλο τα χρόνια που προηγήθηκαν του γάμου τους.
Τον Σεπτέμβριο του 1910, το πολιτικό κλίμα στην Αθήνα είναι τεταμένο. Ο Κρητικός επαναστάτης Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο ανερχόμενος πολιτικός που ηλεκτρίζει τα πλήθη μιλώντας από εξώστη ξενοδοχείου στην πλατεία Συντάγματος. Στις 6 του μήνα, όλες οι εφημερίδες δημοσιεύουν τον λόγο του, που αντανακλά την αγάπη και το όραμά του για την πατρίδα.
Στο Λονδίνο, η 37χρονη Έλενα διαβάζει τα νέα στις εφημερίδες: «Η δομή του λόγου ήταν ρωμαλέα, η σκέψη τόσο ευγενική και ανώτερη, που με συνάρπασε και χωρίς τον μαγνητισμό της παρουσίας του». Η αγάπη για την Ελλάδα, η φλόγα και η ορμή του –στοιχεία που συμμεριζόταν και η ίδια– τη γοητεύουν αμέσως. «Ο Βενιζέλος ήταν μια ύπαρξη που ανταποκρινόταν στην ανάγκη της αφοσίωσης, στην κρυφή επιθυμία κάθε ψυχής να δοθεί ολοκληρωτικά σε κάποιους στόχους. Αυτή η συναισθηματική πλευρά, που αποκάλυπτε τη δυνατή και γενναιόδωρη φύση του ανδρός, μαζί με το κύρος του, είναι, νομίζω, τα δύο στοιχεία που έκαναν τη σκέψη μου να προσηλωθεί στον άνθρωπο που επρόκειτο να παντρευτώ». Και: «Η προοπτική μιας γεμάτης ζωής, με εξάρσεις και κινδύνους, νίκησε τους ενδοιασμούς», γράφει πολύ εκ των υστέρων.

Η στιγμή να τον γνωρίσει από κοντά θα έλθει δύο χρόνια αργότερα, τo 1912. Ο Βενιζέλος είναι πρωθυπουργός από τα τέλη του 1910 και υπό την ηγεσία του η Ελλάδα έχει ήδη απελευθερώσει με τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο τη Θεσσαλονίκη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται στην Ήπειρο, στο Λονδίνο αρχίζει τον ∆εκέμβριο η Συνδιάσκεψη Ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων. Η ελληνική κοινότητα του Λονδίνου υποδέχεται θριαμβευτικά τον Βενιζέλο. Η Έλενα θα τον γνωρίσει στην ελληνική μητρόπολη, μαζί με όλη την παροικία. Και θα τον βλέπει σχεδόν καθημερινά σε δείπνα και εσπερίδες σε ελληνικά σπίτια, ακόμη και στης μητέρας της.
Πιθανότατα έγινε τότε έμμεσα λόγος για γάμο, γιατί στην Ελλάδα κυκλοφόρησε η σχετική φήμη, δημοσιεύτηκε μάλιστα και στον Τύπο. Ένας από τους πρώτους φίλους του Βενιζέλου στην Αθήνα, ο Στάθης Λάμψας, ιδιοκτήτης της «Μεγάλης Βρεταννίας», σχολιάζει με χαρά στον γαμπρό του, Θεόδωρο Πετρακόπουλο, ότι με τον γάμο του ο Βενιζέλος θα προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στη χώρα, αφού μια μεγάλη ελληνική περιουσία που φαινόταν να μένει στο εξωτερικό θα προσετίθετο στον εθνικό πλούτο. Ο Πετρακόπουλος αναφέρει το γεγονός στον Βενιζέλο, συγχαίροντάς τον με την επιστροφή του τελευταίου από το Λονδίνο. «Να πης στον πεθερό σου πως πρέπει να ευρεθούν άλλοι γαμβροί για να φέρουν απ’ έξω προίκες, γιατί εγώ δεν είμαι καθόλου κατάλληλος», απαντά γελώντας εκείνος, διαψεύδοντας την είδηση. Ο Βενιζέλος είναι κοντά 50 ετών, χήρος με δύο γιους 20 και 17 ετών. Είχε με μεγάλη δυσκολία ξεπεράσει τον χαμό της γυναίκας του στη δεύτερη γέννα της. Γοητευτικός και ευγενής, απολάμβανε τη γυναικεία συντροφιά αποφεύγοντας δεσμεύσεις, αφοσιωμένος στο όραμά του για τη χώρα.
Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Βενιζέλος πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας. Ο Μεγάλος Πόλεμος, ο Εθνικός ∆ιχασμός, η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο: η Έλενα παρακολουθεί τα γεγονότα από μακριά, χωρίς να μένει άπραγη: «Είχα επιτέλους βρει την ευκαιρία να υπηρετήσω μιαν υπόθεση που άγγιζε την καρδιά μου». Ιδρύει κέντρο για αποστολή βοήθειας στην Ελλάδα, συγκεντρώνει φάρμακα, ρούχα, σκηνές για το μέτωπο της Μακεδονίας. Της ζητούν ένα ασθενοφόρο για τον στρατό· εκείνη στέλνει κινητό εξοπλισμένο χειρουργείο. Στέλνει καθημερινά μακροσκελή τηλεγραφήματα από τον αγγλικό Τύπο που δημοσιεύονται μεταφρασμένα στη βενιζελική εφημερίδα Πατρίς.

Ακολουθούν οι διεκδικήσεις στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης το 1919, η απόβαση στη Σμύρνη, η Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Λίγους μήνες πριν από τις μοιραίες εκλογές του 1920, η Έλενα φτάνει με τη μητέρα της στην Αθήνα. ∆εν μοιράζεται την αισιοδοξία των βενιζελικών και θέλει να είναι παρούσα για να προσφέρει τη βοήθειά της σε περίπτωση αναζωπύρωσης των πολιτικών παθών. Μεσάνυχτα γίνεται γνωστή η ήττα του Βενιζέλου· το ίδιο βράδυ η Έλενα ετοιμάζει τις αποσκευές της και το πρωί ενοικιάζει τη θαλαμηγό «Νάρκισσος» του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου. Η ίδια αφηγείται: «Με κόπο πείσαμε τον Πρόεδρο να φύγει με περίπου εκατό οπαδούς και τις οικογένειες που είχαν εκτεθεί πολιτικά. Μοιράστηκαν σε δεκατέσσερις καμπίνες. Οι γυναίκες κοιμήθηκαν στα κρεβάτια και οι άνδρες ξάπλωσαν καταγής. Τρεις από αυτούς βρίσκονταν στα πόδια της κουκέτας μου. Ο καπετάνιος για λόγους ασφαλείας δεν γνώριζε, όταν φύγαμε, ούτε τον σημαντικότερο επιβάτη του ούτε τον προορισμό του ταξιδιού.
»Πήγαμε στη Μεσσήνη. Μας έλειψε το κάρβουνο και συναντήσαμε μια φοβερή καταιγίδα που μας ταρακουνούσε με τις ώρες. Όλοι οι επιβάτες έπαθαν ναυτία, κάτι που είχε και την καλή του πλευρά, γιατί είχαμε έλλειψη τροφίμων […].
Το βράδυ του γάμου, σε πολλά αθηναϊκά σπίτια άνοιξαν σαμπάνιες εις υγείαν των νεονύμφων. Τις επόμενες ημέρες, συγχαρητήρια τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο κατακλύζουν την οικία Crosfield.
»Το ταξίδι μάς φάνηκε ατέλειωτο… και κράτησε τρεις μέρες. Φθάσαμε αλαλιασμένοι και διαλελυμένοι βράδυ στη Μεσσήνη. Εγκατασταθήκαμε όλοι στην αίθουσα αναμονής του σιδηροδρομικού σταθμού για να περάσουμε τη νύχτα, ώσπου να ετοιμαστεί η ειδική αμαξοστοιχία που θα μας μετέφερε στη Νίκαια. Ο Πρόεδρος, με ένα κλεφτοφάναρο στο χέρι, διάβαζε όλη τη νύχτα, καθισμένος σ’ έναν άβολο ξύλινο πάγκο.
Στη Νίκαια, την επομένη, ο καθένας μας βολεύτηκε ανάλογα με τα οικονομικά του μέσα. Πολλοί είχαν φύγει χωρίς χρήματα και χωρίς αποσκευές. Ο Βενιζέλος φιλοξενήθηκε από την κ. [∆έσποινα Εμμ.] Ζερβουδάκη, μητέρα της αρραβωνιαστικιάς του Σοφοκλή, γιου του Βενιζέλου, που ήταν μαζί μας. Με τη μητέρα μου και την κυρία Ηλιάδη έμεινα στο ξενοδοχείο Négresco. Η κυρία Ζερβουδάκη, που ήξερε από καιρό τα αισθήματά μου για τον Βενιζέλο, του μίλησε σχετικά […].

»Παρ’ όλο που ήταν ευγνώμων που μ’ έβρισκε πάντα δίπλα του στις δύσκολες ώρες, παρ’ όλο που γνώριζε τον θαυμασμό μου, περίμενε τα γράμματά μου και χαιρόταν όταν συναντιόμαστε, δεν είχε ποτέ σκεφθεί την πιθανότητα να γίνω η σύντροφός του […], έτοιμη να δεχθεί τη γεμάτη αβεβαιότητα και περιπέτειες ζωή του» […]. Στην εξορία, στη Νίκαια, βλεπόμαστε καθημερινά και αποφασίσαμε να αντιμετωπίσουμε ως ζεύγος ό,τι είχαμε ξεκινήσει να αντιμετωπίζουμε ως φίλοι».
Αυτό δεν έγινε αμέσως. Τους μήνες που μεσολάβησαν από τον Νοέμβριο του 1920 μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 1921, που τελέστηκε ο γάμος, ο Βενιζέλος θα ζύγισε με πολλή προσοχή τα δεδομένα, τους διαφορετικούς κόσμους τους, την ηλικία, τη θέση τους. Ασφαλώς τον συγκινούσαν η στήριξη και η αφοσίωση της Έλενας όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν, αλλά και η πρόσφατη πρωτοβουλία της μετά τις εκλογές. Γεγονός είναι ότι η πρώτη φορά που η Έλενα αναφέρεται ως μνηστή του Βενιζέλου στις επιστολές του είναι τον Ιούλιο του 1921.
Ο γάμος έγινε στο Λονδίνο, σε εποχή που η πόλη άδειαζε για το καλοκαίρι, με μεγάλη διακριτικότητα, αποφεύγοντας την ελληνική μητρόπολη, καθώς υπήρχαν προειδοποιήσεις για επεισόδια. Το μυστήριο τελείται στην έπαυλη Witanhurst στο Highgate, στην επιβλητική Αίθουσα Μουσικής με τη χρυσοποίκιλτη ξυλεπένδυση στους τοίχους. Οικοδεσπότες είναι η Ντομινί και ο λόρδος Crosfield και μάρτυρας η Μαρίκα Ηλιάδη. Από την πλευρά του Βενιζέλου, παρευρίσκεται μόνο ο έμπιστός του, Κλέαρχος Μαρκαντωνάκης. Μετά την τελετή, το ζευγάρι φυτεύει στον κήπο της έπαυλης ένα δενδρύλλιο εις ανάμνησιν του γεγονότος. Ο γαμπρός είναι 58 ετών και η νύφη 10 χρόνια νεότερή του – μήνες νωρίτερα, τον ∆εκέμβριο του 1920, είχε παντρευτεί ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ενώ τρεις εβδομάδες αργότερα παντρεύτηκε η Ντόροθι Ηλιάδη.

Στην εφημερίδα Εστία (3/16.9.1921) δημοσιεύεται ότι, το βράδυ του γάμου, σε πολλά αθηναϊκά σπίτια άνοιξαν σαμπάνιες εις υγείαν των νεονύμφων. Τις επόμενες ημέρες, συγχαρητήρια τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο κατακλύζουν την οικία Crosfield. Τον Οκτώβριο, το ζεύγος Βενιζέλου αναχωρεί για ένα πολύμηνο ταξίδι του μέλιτος στην Αμερική – παντού ο Βενιζέλος γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από την ομογένεια: Νέα Υόρκη, Σικάγο, Σαν Φρανσίσκο, Καλιφόρνια, Σάντα Μπάρμπαρα, Χόλιγουντ, Ουάσιγκτον, Κολοράντο, Αβάνα, Παναμάς, Λίμα, Αρεκίπα, Άνδεις, Κούσκο. Το ταξίδι διακόπτεται απότομα όταν η Έλενα αρρωσταίνει. Με την επιστροφή στην Ευρώπη, η Έλενα αγοράζει το διαμέρισμα στο Παρίσι, όπου στήνει το νέο τους σπίτι. Ο Βενιζέλος ορκίζεται ότι έχει εγκαταλείψει την πολιτική· «όρκος αλκοολικού» σχολιάζει στις αναμνήσεις της η Έλενα.
Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους χαρακτηρίστηκαν από οικογενειακές τριβές. Η Έλενα ήρθε συχνά σε σύγκρουση με τους γιους του Βενιζέλου. Γράφει ο ∆αφνής: «[Η Έλενα] διετύπωσεν οργίλα παράπονα εις τον Ελευθέριον, που απέληξαν εις βίαιαν μεταξύ των σκηνήν. Ήτο η πέμπτη εις διάστημα 14 μηνών εγγάμου βίου. Ηνωχλήθη τόσον διά το όλον επεισόδιον ο πατήρ Βενιζέλος, ώστε ανεχώρησεν μόνος διά την Λωζάννην, όπου επρόκειτο να ηγηθή της ελληνικής αντιπροσωπείας». Στη βάπτιση της κόρης του Σοφοκλή, ο Βενιζέλος ζητά από τον γιο του να προσκαλέσει γραπτώς την Έλενα και την οικογένεια Ηλιάδη. Έτσι και γίνεται, η Έλενα όμως δεν παρίσταται στη βάπτιση. Στα 1926, μετά από ανταλλαγή έντονων επιστολών μεταξύ Έλενας και Σοφοκλή, ο Βενιζέλος γράφει στον γιο του: «Εννοείς ότι και μετά την εξήγησιν ταύτην αι σχέσεις μας με την γυναίκα παραμένουν τεταμέναι και επί του παρόντος τουλάχιστον πρόκειται να ζήσωμεν χωριστά. Ως εκ τούτου δεν θα έλθω εις Παρισίους προ του προσεχούς τουλάχιστον χειμώνος». Το επόμενο έτος, μετά από χρόνια ο Βενιζέλος επιστρέφει στη Χαλέπα, που δεν είχε πάψει να νοσταλγεί. Η ηρεμία επέρχεται μετά την επάνοδο του Βενιζέλου στην Ελλάδα το 1927 και κατόπιν στην πολιτική. Μετά τον θάνατο του Βενιζέλου, η Έλενα θα διατηρήσει άριστες σχέσεις και επαφή με την οικογένειά του, ενώ θα επικρατήσει η αμοιβαία αλληλοεκτίμηση με τον Σοφοκλή.
Η Eλενα Βενιζέλου και η Κρήτη
«Σημαιοστολισμένη η πόλη την περιμένει σαν αυτοκράτειρα».
Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1927. Η Έλενα ταξιδεύει από το Παρίσι με τελικό προορισμό την Κρήτη, που δεν την έχει αντικρίσει ποτέ «παρά μονάχα από πολύ μακριά, στη θαμπάδα του ορίζοντα, όταν κάποτε –κι αυτή δεν θυμόταν πια πότε– ταξίδευε για την Αίγυπτο». Ο Βενιζέλος, παντοτινός νοσταλγός του τόπου του, έχει επιστρέψει από τον Μάρτιο κατευθείαν στην Κρήτη μετά από χρόνια στα ξένα, με σκοπό να επισκευάσει το πατρικό του σπίτι. Η Έλενα είχε πρόθυμα διαθέσει τα μέσα γι’ αυτόν τον σκοπό. Γράφει ο Γ. Μανωλικάκης: «Σημαιοστολισμένη η πόλη την περιμένει σαν αυτοκράτειρα. Με σημαία και η βάρκα που τη μεταφέρει από το πλοίο στην αποβάθρα. Καπεταναίοι περιμένουν. Συγγενείς, φίλοι, οπαδοί, γέροι, νέοι, γυναίκες, παιδιά».
Η Έλενα τα χάνει. Και τις επόμενες μέρες, όταν άνθρωποι παρελαύνουν ατελείωτα από το σπίτι να τη γνωρίσουν, εκείνη παραμένει επιφυλακτική και «κουμπωμένη». Αυτό που στ’ αλήθεια δεν μπόρεσε ποτέ να εννοήσει ήταν ο τρόπος που οι Κρητικοί οικειοποιούνταν τον Βενιζέλο, πώς του απευθύνονταν με τρόπο που κόντραρε πολύ στην ανατροφή της και στον σεβασμό της στην ιεραρχία. Την ξένιζαν οι μακριές «τάβλες» που στρώνονταν προς τιμήν του στα χωριά για τα καλωσορίσματα, οι έντονες εκδηλώσεις λατρείας και αφοσίωσης. ∆εν μπορούσε να εξηγήσει πώς «αυτός ο άνθρωπος, που έπαιζε στο μικρό του δαχτυλάκι τους μεγαλύτερους πολιτικούς άνδρες της ∆ύσεως, έβρισκε ευχαρίστηση να κουβεντιάζη, σαν ίσος προς ίσο, με τους αφελείς καπεταναίους, που, φεύγοντας, αφίνανε στο σαλόνι της μια μυρωδιά θυμαριού και μπότας», γράφει ο Στεφάνου. Η διαφορά νοοτροπίας μεταξύ του Έλληνα Κρητικού και της Ευρωπαίας Ελληνίδας πουθενά αλλού δεν γινόταν τόσο αισθητή όσο στην ίδια την Κρήτη.
Από την αρχή, πολλοί από τους παλιούς συμπολεμιστές δεν είχαν δει με καλό μάτι τον γάμο του Βενιζέλου με την «Εγγλέζα». Πολλές αποδοκιμασίες ακούστηκαν και γράφτηκαν, ακόμη και οι συγγενείς του Βενιζέλου είχαν τις επιφυλάξεις τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αντίδραση του καπετάν Γιάννη Καλογερή, που είχε σώσει τη ζωή του Βενιζέλου στις Αρχάνες το 1897, εν μέσω διαφωνιών των επαναστατών: «Μουρμούρισε κάτω απ’ τις μουστάκες του: “∆εν μας τα κατάφερες καλά, Λευτεράτσι!”». Επιπλέον, η κοινωνία των Χανίων αποδοκίμασε την απόρριψη της χήρας συνεργάτη του, με την οποία ο Βενιζέλος διατηρούσε πολύχρονο διακριτικό δεσμό. Στην πραγματικότητα η Έλενα δεν επικοινώνησε ουσιαστικά στ’ αλήθεια ποτέ με τους συμπατριώτες του συζύγου της στα χρόνια που επισκεπτόταν την Κρήτη.
Παραθέτουμε σε αυτό το σημείο μια χαρακτηριστική διήγηση του δημάρχου Ρεθύμνου Τίτου Πετυχάκη (1874-1966), όπως τη διέσωσε ο Μανούσος Μανουσάκης, σχετικά με την ατμόσφαιρα στο σπίτι του Βενιζέλου, στο πρωθυπουργικό μέγαρο που έχτισε η Έλενα στην Αθήνα, και όπου ο απλός Κρητικός ένιωσε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό. Η διήγηση αφορά ένα περιστατικό γύρω στο 1933-1934:

«Ο Τίτος βρέθηκε στην Αθήνα. Στο Σύνταγμα, έξω απ’ τη Βουλή και μπροστά στ’ ανθοπωλεία, πρωί πρωί τον περίμενε μια έκπληξη. Απέναντί του με βήμα, όπως πάντα, γοργό ο επιστήθιος φίλος του Ελευθέριος Βενιζέλος! Αν και βιαστικός, σταματά και τον χαιρετά εγκάρδια:
»“Τίτο μου, είσαι στην Αθήνα και δεν ήρθες να με δεις;”
»“Μα, κ… κύριε Π… Πρόεδρε”, ψελλίζει ο Τίτος αιφνιδιασμένος.
»“∆εν έχει μα και ξεμά, το μεσημέρι σε περιμένω στο σπίτι για φαγητό. Θα είναι μόνο η Έλενα και ο Σκουλάς ο γιατρός”.
»“Ήντα να γενώ ο κακορίζικος”, μονολογεί ο κύριος ∆ήμαρχος, που διηγείται στον Μανούσο. “Πάω σ’ ένα σιδερωτήριο και μου σιδερώνουν τα ρούχα, πάω και σ’ ένα στιλβωτήριο και μου γυαλίζουν τα παπούτσια και το μεσημέρι στη μία η ώρα εχτύπουνα το κουδούνι… Μου ανοίγει ένας ψηλός παπιγιωνάτος.
»“Χαίρετε, τι κάνετε”, του λέω. Εθάρρουνα πως ήταν Υπουργός, μα εκείνος ήτανε φαμέγιος [υπηρέτης] γιατί μου πήρε την καπαρντίνα και τη ρεπούμπλικα!
»Μπαίνω μέσα και τι να δω: Φώτα από πάνω, φώτα από κάτω. […] Και ώστε να μπω, τρώγω μια γλίστρα…! Και ακούω τον Πρόεδρο να λέει: “Τίτο, πρόσεχε το παρκέ!”.
Η Έλενα προωθεί το έργο της φίλης της στο εξωτερικό, προβάλλοντας έτσι και τη γενέτειρα του συζύγου της στους αριστοκρατικούς κύκλους του Λονδίνου και δικαιώνοντας την καταγωγή του, κατά κάποιον τρόπο.
»Σ’ εκείνηνα την κάμαρα κάτσαμε και ήπιαμε τα ούζα μας… Και σε λιγάκι, ανοίγει μια πόρτα και ο ψηλός, ο παπιγιωνάτος, λέει: “Κύριε Πρόεδρε, το γεύμα είναι έτοιμο!”.
»Κάθομαι στο τραπέζι και ήντα να δω μπροστά μου! Μια μποτήρα, ένα ποτηράκι, ένα ποτηροκλακάκι. Ένα μαχαίρι, ένα μαχαιράκι, ένα μαχαιροκλακάκι… Ένα πιρούνι, ένα πιρουνάκι, ένα τσαταλοπίρουνο…! Ήντα θα γενείς εδά, Τίτο, επαέ θα μπερδευτείς, μόνο να θωρρείς ήντα κάνουνε οι άλλοι και θα κάνεις και συ.
»Κι έρχεται ο ψηλός, ο γεβεντισμένος [αφιλότιμος], ο παπιγιωνάτος κι αρχίζει από μένα. “Από τον Κύριο Πρόεδρο”, του κάνω.
»“Όχι, Τίτο, εσύ είσαι ο μουσαφίρης”, λέει ο Πρόεδρος.
»Ο παπιγιωνάτος εβάστα μια πιατέλα που είχε μέσα πατές [κροκέτες ψαριού]. Χουφτώνω δυο, τση βάνω στο πιάτο ντελόγγως [αμέσως] κι επορήσανε [βγήκαν] όξω, τση ξαναχουφτώνω, τση ξαναγαέρνω στο πιάτο, είδασί με δε μ’ είδασι, δεν κατέω να σας πω!
»Το δεύτερο πιάτο ήταν πατωσιές και συκωτάκια πουλιών! Και πάλι ο παπιγιωνάτος αρχίζει από μένα. Κι ύστερα φέρανε σύκα! Τούτανα τα κάτεχα και τα φχαριστήθηκα!
»Κι ύστερα φέρανε ένα λεκανιδάκι με νερό, πού ’χε και κάτιντις άλλο μέσα, κι εγώ εθάρρουνα πως ήτανε γλυκό, κι ώστε να δω πως οι άλλοι σφουγγίζανε τα χέρια τονε, το ’χα εγώ και καταπιωμένο! Και μού ’κατσε λοδά στο λαιμό, και […] ξημερώθηκα στην οδό Αγίου Μελετίου […] τρώγοντας γιαούρτι για να πάει κάτω…!».

Ξεχωριστή περίπτωση σχετικά με την επαφή της Έλενας με την Κρήτη και το περιβάλλον του Βενιζέλου αποτέλεσε η Φλωρεντίνη Καλούτση, το γένος Γεωργίου Σκουλούδη (1890-1911) – ο πατέρας της ήταν παλιός φίλος και ομοϊδεάτης του Βενιζέλου. Η Ρεθυμνιώτισσα ζωγράφος προερχόταν από καλλιεργημένο και καλλιτεχνικό περιβάλλον· η ίδια είχε σπουδάσει στο Λονδίνο από το 1906 έως το 1911. Στα Χανιά εγκαθίσταται μετά τον γάμο της με τον ναυτικό πράκτορα Τζώρτζη Καλούτση και το 1914 ανοίγει εργαστήριο ζωγραφικής. Σταδιακά δημιουργεί γύρω της έναν σημαντικό πνευματικό και καλλιτεχνικό κύκλο. Επηρεασμένη από τα ευρήματα που έρχονται στο φως στην Κνωσό από τις ανασκαφές του Άρθουρ Έβανς, αποτυπώνει τα μινωικά σχέδια σε χαρτί και κατόπιν στον αργαλειό. «Η ιδέα της είχε έρθει βλέποντας τη μεγάλη φτώχεια των χωρικών της Κρήτης. Άρχισε με τη βοήθεια ενός μόνο υφαντή. Χρειάστηκε πολλή υπομονή και επιμονή για να εκπαιδευτούν οι γυναίκες αυτές, συνηθισμένες στις σκληρές δουλειές των αγρών, να χρησιμοποιούν τις λεπτές κλωστές και να αντιγράφουν τα σχέδια που η ίδια αποτύπωνε στο Μουσείο της Κνωσού από αρχαία αγγεία. Ήταν μεγάλη επιτυχία και τα προϊόντα που φέρουν το σήμα του ∆ιπλού Πέλεκυ απασχολούν εκατοντάδες γυναίκες που εκτελούν τις παραγγελίες από την Ελλάδα και ολόκληρο τον κόσμο», γράφει η Έλενα. Έναν χρόνο πριν γνωριστούν, η Φλωρεντίνη είχε πραγματοποιήσει την πρώτη της έκθεση στην Αθήνα, κατακτώντας την πρωτεύουσα.
Το σπίτι των Καλούτση στη Χαλέπα γειτονεύει με του Βενιζέλου. Πολύ γρήγορα οι δύο γυναίκες καταλαβαίνουν ότι μιλούν την ίδια «γλώσσα» και γίνονται επιστήθιες φίλες. Η Έλενα προωθεί το έργο της φίλης της στο εξωτερικό, προβάλλοντας έτσι και τη γενέτειρα του συζύγου της στους αριστοκρατικούς κύκλους του Λονδίνου και δικαιώνοντας την καταγωγή του, κατά κάποιον τρόπο. Η βιογράφος της Έλενας σημειώνει: «Τα εργόχειρα της Φλωρεντίνης, χάρη στην Έλενα, φτάνουν να ντύνουν τις μικρές πριγκίπισσες του Μπάκιγχαμ και να στολίζουν σαλόνια στο Παρίσι και στο Witanhurst του Λονδίνου». Η Έλενα διοργανώνει εκθέσεις, παραγγέλλει προϊόντα, προμηθεύει υλικά με ζήλο και συνέπεια, ανοίγοντας τον δρόμο προς την επιτυχία του ∆ιπλού Πέλεκυ, γεγονός που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα.
Από τη γνωριμία τους το 1927 έως τις παραμονές του θανάτου της Έλενας, με μόνη διακοπή τα χρόνια του πολέμου, οι δύο γυναίκες αλληλογραφούν σταθερά. Από αυτές τις επιστολές αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για την προσωπική ζωή της Έλενας. Η Έλενα δείχνει επίσης ζωηρό ενδιαφέρον για τα παιδιά της Φλωρεντίνης και βαφτίζει τον γιο της Γιώργο. Η Φλωρεντίνη θα αναλάβει τη φροντίδα του σπιτιού του Βενιζέλου όσο οι ιδιοκτήτες ζουν μακριά – και όχι η αδελφή του Βενιζέλου. Εκείνη επίσης, όταν έρθει η ώρα, θα σχεδιάσει τον τάφο του Βενιζέλου και θα τον φροντίζει, όπως θα φροντίζει για τα μνημόσυνα τα προσεχή χρόνια.
Ας σημειωθεί ότι η Έλενα Βενιζέλου προσέφερε οπωσδήποτε πολλά στα Χανιά. Το Βενιζέλειο Στάδιο (σημ. Εθνικό Στάδιο Χανίων «Έλενα Βενιζέλου»), το Βενιζέλειο Ωδείο (αρχικά Κρητικόν Ωδείον Χανίων), το Γηροκομείο στη Χαλέπα, οι παιδικές εξοχές των Αγίων Αποστόλων για τα φτωχά και υποσιτισμένα παιδιά των Χανίων, το Υδραγωγείο στις Μουρνιές είναι δικά της έργα, ενώ με χρήματα της Βιργινίας Σκυλίτση πρωτοάνοιξε ο δρόμος από τα Χανιά στο Θέρισο.
Το μαιευτήριο, ένα έργο ζωής
«Ένα αληθινό θαύμα».
Το 1926, κάποιους μήνες μετά τον θάνατο της Μαρίκας Ηλιάδη, η Έλενα Βενιζέλου σε επίσκεψή της στη Λωζάννη εντυπωσιάζεται από το σύγχρονο μαιευτήριο της πόλης που διηύθυνε ο καθηγητής Guillaume Rossier, ένα από τα καλύτερα στην Ευρώπη εκείνη την εποχή. To νοσοκομείο, έργο του καταξιωμένου αρχιτέκτονα της Λωζάννης Georges Épitaux (1873-1957), είχε ολοκληρωθεί μόλις το 1916. «“Τι κρίμα”, της είπε ο συνοδεύων αυτήν κατά την επίσκεψιν καθηγητής και διευθυντής του μαιευτηρίου, θερμός δε φιλέλλην, “τι κρίμα που η Ελλάς δεν έχει ένα παρόμοιον ίδρυμα”. “Ε, λοιπόν, θα το έχη”, απήντησε λακωνικώτατα η κ. Βενιζέλου», γράφει ο Τύπος στα εγκαίνια του αθηναϊκού μαιευτηρίου. Αυτό σε μια εποχή που στην Ελλάδα οι γυναίκες γεννούσαν στα σπίτια με βοήθεια συγγενών ή μαμής και ο θάνατος κατά τον τοκετό δεν ήταν σπάνιος.
Από εκείνη τη στιγμή, η Έλενα δεσμεύεται για τη δημιουργία μαιευτηρίου στην Αθήνα, στα πρότυπα εκείνου της Λωζάννης. Απευθύνεται στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό για την αναζήτηση κατάλληλου οικοπέδου. Σύντομα αυτό εντοπίζεται «εις υγιεινοτάτην θέσιν, ολίγον άνω της λεωφόρου Κηφισιάς [σημ. Βασιλίσσης Σοφίας], προ των Αμπελοκήπων» και αγοράζεται με έξοδά της από τον ιδιοκτήτη του, πρίγκιπα Ανδρέα. Ζητά τη συνεργασία του αρχιτέκτονα Épitaux, ο οποίος κάνει τα σχέδια, την υλοποίηση των οποίων αναλαμβάνει ο Έλληνας συνάδελφός του Γεώργιος ∆ιαμαντόπουλος (1890-1944). Η Έλενα δεν φείδεται κόπων και χρημάτων, παρέχοντας τα μέσα για τη δημιουργία ενός υπερσύγχρονου μαιευτηρίου με τον πιο σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό. Ο Τύπος της εποχής γράφει: «Εις το εξωτερικόν του το κτίριον υπενθυμίζει ολίγον το μαιευτήριον της Λωζάννης, έχει όμως προσαρμοσθή τελείως προς τον ελληνικόν ορίζοντα, ώστε να αποτελή συγχρόνως αισθητικόν κόσμημα. […] Αλλ’ αληθινό θαύμα αποτελούν ιδίως αι μηχανικαί, υδραυλικαί, ηλεκτρολογικαί, μικροβιολογικαί κλπ. εγκαταστάσεις του, όμοιαι προς τας τελειοτέρας που υπάρχουν εις την Ευρώπην. […] Η κ. Βενιζέλου επροτίμησε τας ακριβοτέρας, του ελβετικού Οίκου Σούλζερ, διότι παρουσιάζουν εκπληκτικήν τελειότητα ευκολιών. Όταν τας επισκέπτεται κανείς, νομίζει ότι ευρίσκεται μέσα εις υπεωκεάνειον. Λειτουργούν αδιακόπως και αυτομάτως τέσσαρες τεράστιαι πετρελαιομηχαναί, χάρις εις τας οποίας διασπείρεται εις όλον το τεράστιον εκ τεσσάρων ορόφων κτίριον φωτισμός, κεντρική θέρμανσις, ζεστό νερό κλπ.».

Ο αρχικός προϋπολογισμός του κόστους, 100.000 λίρες, ξεπερνιέται κατά πολύ. Επιπλέον, η Έλενα αναλαμβάνει εφ’ όρου ζωής έξοδα περίπου 1.000.000 δραχμών ετησίως για τη λειτουργία του μαιευτηρίου, ενώ του κληροδοτεί 60.000 χρυσές λίρες. Μαζί με δωρεά 30.000 λιρών από τη μητέρα της, Βιργινία, το ίδρυμα αποκτά μια περιουσία που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά του. Ενόσω οι εργασίες προχωρούν, η Βιργινία Σκυλίτση πεθαίνει. Παρ’ όλα αυτά, η Έλενα δεν δίνει το όνομά της στο μαιευτήριο, αλλά εκείνο της Μαρίκας Ηλιάδη. ∆ημιουργεί τη Σχολή Μαιών «Βιργινία Σκυλίτση», που λειτουργεί εντός του μαιευτηρίου, στη μνήμη της μητέρας της. Το έργο ολοκληρώνεται στα τέλη του 1932 και εγκαινιάζεται στις 16 Φεβρουαρίου 1933. Το μαιευτήριο στελεχώνεται με άριστους επιστήμονες, εκπαιδευμένους στο εξωτερικό. Οι μαίες εκπαιδεύονταν επί μακρόν στο μαιευτήριο, ενώ οι σπουδάστριες της τριετούς Σχολής Μαιών ήταν υποχρεωμένες να κάνουν την πρακτική τους στο μαιευτήριο. Αρχικά υπήρχαν 130 κρεβάτια, από τα οποία τα μισά προορίζονταν για άπορες γυναίκες. Η παραμονή στο μαιευτήριο διαρκούσε περίπου δέκα ημέρες. Οι επίτοκες εξετάζονταν για μεταδοτικά νοσήματα, ενώ ιδιαίτερη φροντίδα υπήρχε για τις φυματικές γυναίκες και τα βρέφη τους.
Κατά τη διάρκεια του αποτυχημένου φιλοβενιζελικού κινήματος του 1935, το μαιευτήριο θα υφίστατο καταστροφές και θα αναγκαζόταν να διακόψει προσωρινά τη λειτουργία του. Στη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί θα το μετέτρεπαν σε στρατιωτικό νοσοκομείο και θα το λεηλατούσαν κατά την αποχώρησή τους. Η Έλενα σχολιάζει στις Αναμνήσεις της: «Σαν από θαύμα ήρθαν πλήθος δωρεές για να αποδείξουν πως κανένα κύμα βίας και αγριότητας δεν μπορεί να καταστρέψει την καλοσύνη και την ευσπλαχνία στην καρδιά του ανθρώπου. Σήμερα [το μαιευτήριο] δέχεται εκατοντάδες γυναίκες, παντρεμένες και ανύπαντρες, που καταφθάνουν απ’ όλη την Ελλάδα, ευτυχείς γιατί βρίσκουν λίγη θαλπωρή και συνθήκες υγιεινής που πολλές δεν είχαν γνωρίσει ως τότε».
Από όλες τις φιλανθρωπικές δράσεις της, το μαιευτήριο υπήρξε το έργο ζωής της Έλενας. Μέχρι το τέλος της ζωής της, ενδιαφερόταν σταθερά γι’ αυτό και παρακολουθούσε την πορεία του. Μεταπολεμικά, τη διεύθυνση ανέλαβε η εγγονή της Μαρίκας Ηλιάδη, ∆ομινή-Μαρία Ν. Σαρρή. «Υπολογίζω στης Ντομινί την καταπληκτική δύναμη πειθούς για να ξαναφέρει το μαιευτήριο στην προ του πολέμου συνθήκη και κατάσταση», γράφει η Έλενα τον Μάρτιο του 1947 στη Φλωρεντίνη Καλούτση.

Η Έλενα Βενιζέλου πέθανε ξαφνικά στις 7 Σεπτεμβρίου 1959 στο ξενοδοχείο George V στο Παρίσι, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Το ∆ιοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε, μεταξύ άλλων, τη συμβολική ομαδική βάπτιση επτά κοριτσιών που γεννήθηκαν αμέσως μετά το άγγελμα του θανάτου με αναδόχους εκπροσώπους του ∆ιοικητικού Συμβουλίου και του προσωπικού του μαιευτηρίου ‒ στα νεογνά δόθηκε το όνομα Έλενα. Η πλατεία μπροστά στο μαιευτήριο μετονομάστηκε σε Πλατεία Έλενας Βενιζέλου, ενώ στον ναό των Αγίων Ελευθερίου και Ελένης (χτισμένο το 1958) στον κήπο του μαιευτηρίου διαμορφώθηκε κρύπτη όπου εναποτέθηκε η καρδιά της δωρήτριας, σύμφωνα με την επιθυμία της. Τη διαχείριση της περιουσίας της Έλενας ανέλαβε ο αδελφός της, Στέφανος.
Όσο για το μαιευτήριο, μεταπολεμικά επεκτάθηκε και μεγάλωσε. Το 1984, με τη δημιουργία των ΤΕΙ, καταργείται η Σχολή Μαιών «Βιργινία Σκυλίτση». Τέσσερα χρόνια αργότερα, το κράτος εξαγοράζει τις εγκαταστάσεις του μαιευτηρίου από το Ίδρυμα «Μαρίκα Ηλιάδη» και το μετατρέπει σε δημόσιο με την ονομασία Γενικό Νοσοκομείο ‒ Μαιευτήριο «Έλενα Βενιζέλου». Στο κράτος το παραδίδει η επί σχεδόν 30 χρόνια πρόεδρος του ∆ιοικητικού Συμβουλίου, ∆ομινή-Μαρία Σαρρή.
Βιβλιογραφία
Έλενα Βενιζέλου, Στη σκιά του Βενιζέλου, Αθήνα 2002.
Ζωή Μητσοτάκη, Η κυρία Έλενα Βενιζέλου. Πορεία μιας ζωής, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά 2017.
Γιάννης Δ. Μουρέλλος, Βενιζέλος, οι αγάπες του, οι χαρές του, οι οδύνες του, Αθήνα 1964.
Γρηγόριος Δαφνής, Σοφοκλής Ελευθερίου Βενιζέλος, Αθήνα 1970.
Στέφανος Ι. Στεφάνου, Ο Βενιζέλος όπως τον
έζησα από κοντά, Αθήνα 1975.
Γιάννης Μανωλικάκης, Ελευθέριος Βενιζέλος. Η άγνωστη ζωή του, Αθήνα 1985.
Νικόλαος Εμμ. Παπαδάκης, Ελευθέριος Βενιζέλος, ο άνθρωπος, ο ηγέτης, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά 2018.


