Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής

«[…] δεν υπάρχει σπιθαμή γης ελληνικής την οποίαν να μη επεσκέφθη και να μη ηρεύνησε, δεν υπάρχει μνημείον εθνικόν το οποίον να μη προσεκύνησε, δεν υπάρχει εθνικός προμαχών εις τας επάλξεις του οποίου να μη ανήλθεν ενθουσιώδης και συγκεκινημένος εύελπις και υπερήφανος». εφημ. Αλήθεια, 27 Ιανουαρίου 1908

κωνσταντίνος-παπαμιχαλόπουλος-οδο-563730466 Φωτογραφικό πορτρέτο του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου (Φωτογραφικά Αρχεία ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).
Φωτογραφικό πορτρέτο του Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου (Φωτογραφικά Αρχεία ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ).

Μέλος πολυμελούς και επιφανούς οικογένειας πολιτικών και στρατιωτικών με καταγωγή από την επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς, γεννήθηκε το 1852. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου αναγορεύθηκε διδάκτωρ Νομικής. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε πλάι στον πατέρα του Νικόλαο, ο οποίος ήταν βουλευτής. Ο Κωνσταντίνος εκλέχθηκε και ο ίδιος οκτώ φορές βουλευτής Επιδαύρου Λιμηράς. ∆ιετέλεσε μάλιστα για βραχύ διάστημα υπουργός Παιδείας και Εκκλησιαστικών. Την περίοδο 1910-1911 χρημάτισε νομάρχης Αττικοβοιωτίας. Ακολούθως διορίστηκε γενικός διευθυντής της Πανελληνίου Ενώσεως εν Αμερική, όπου ασχολήθηκε ενεργά με την οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων και την ενίσχυση των δεσμών τους με τη μητέρα-πατρίδα. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος επί σειρά ετών. Ήταν μέλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος αλλά και του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». ∆ιετέλεσε επίσης γραμματέας της Επιτροπής του Εθνικού Στόλου, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στη διοργάνωση εράνων για τη συλλογή χρημάτων προς ενίσχυση και δημιουργία στόλου. Θερμός υποστηρικτής του αθλητισμού, υπήρξε μέλος και μετέπειτα πρόεδρος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου. Υποστήριξε με θέρμη τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, υπήρξε μάλιστα μέλος της επιτροπής «προς παρασκευήν αθλητών» των Ολυμπιακών Αγώνων που διεξήχθηκαν το 1896, αλλά και εμπνευστής της έκδοσης των Ολυμπιακών γραμματοσήμων (1895). Ανέπτυξε μεγάλη εθνική δράση, επισκεπτόμενος ελληνικές κοινότητες της διασποράς στον Πόντο, στην Κύπρο, στην Οδησσό, στην Αίγυπτο κ.α. Τέλος, ανέπτυξε σημαντικό συγγραφικό έργο, γράφοντας περιηγητικά βιβλία και ιστορικές πραγματείες. Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1923, σε ηλικία 71 ετών.

Ο «Χαλασμός» της Χίου

Ο φονικός σεισμός που ισοπέδωσε τα 3/4 του νησιού.

«Η εικών της καταστροφής διά των επιστολών του κ. Παπαμιχαλόπουλου κείται πλέον πλήρης ενώπιόν μας».

(Εφημερίς, 31 Μαρτίου 1881)

Την Κυριακή 22 Μαρτίου 1881, στις 13.40, ισχυρός σεισμός μεγέθους 6,5 μονάδων της κλίμακας Ρίχτερ με επίκεντρο τα Μαστιχοχώρια συγκλόνισε το νησί της Χίου. Ο σεισμός αυτός, ο οποίος έμεινε στη συλλογική συνείδηση των Χιωτών ως «Χαλασμός» ή «Καταστροφή», προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον 3.600 ανθρώπων και σοβαρούς τραυματισμούς σε περισσότερους από 7.000, καταστρέφοντας τα τρία τέταρτα του νησιού. Χωριά όπως τα Νένητα, το Βουνό, τα Φλάτσια, η Καλαμωτή, η Κοινή, η Καλλιμασιά, τα ∆ίδυμα, το Νεοχώρι, τα Θυμιανά, ο ∆αφνώνας, ο Καταρράκτης, το Βερβεράτο και το Θολοποτάμι καταστράφηκαν ολοσχερώς. Ανυπολόγιστες καταστροφές υπέστη επίσης ένα μεγάλο μέρος της Χώρας της Χίου, με το κάστρο να έχει πληγεί σοβαρά και την παραλιακή ζώνη να έχει υποχωρήσει κατά 80 εκατοστά. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, από τις 22 Μαρτίου έως τις 7 Απριλίου σημειώθηκαν 422 σεισμικές δονήσεις.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-1
Αντίτυπο ομολογίας του «Πατριωτικού Δανείου των Ελλήνων της Αμερικής», την οποία εξέδωσε η «Πανελλήνιος Ένωσις εν Αμερική» το 1912 για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης (Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Αθήνα).

Η είδηση του σεισμού αλλά και των τραγικών αποτελεσμάτων του γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά και στην Ελλάδα, η οποία έστειλε προς κάλυψη των επιτακτικών αναγκών που είχαν ανακύψει οικονομική βοήθεια ύψους 30.000 δραχμών, καθώς και 200 σάκους με παξιμάδια, λάδι, ρύζι και άλλα απαραίτητα εφόδια. Μέσα σε κλίμα συγκίνησης και αλληλεγγύης, ένα κύμα συμπαράστασης προς τους πληγέντες άρχισε να διαμορφώνεται, γεγονός που παρακίνησε την ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει πιο δραστήριο και ουσιαστικό ρόλο για την ανακούφιση των σεισμοπαθών.

Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, γιος του τότε υπουργού των Εσωτερικών, μετέβη στη Χίο με το πολεμικό πλοίο «Σαλαμινία» και, όπως γράφτηκε στην εφημερίδα Εφημερίς στις 31 Μαρτίου 1881, αποστολή του ήταν να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την τραγική κατάσταση των πληγέντων και να μεταφέρει άμεσα στον πατέρα του τις ανάγκες τους, με στόχο την καλύτερη οργάνωση της βοήθειας προς τους δυστυχείς κατοίκους της Χίου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα καταγράψει επίσης τις εντυπώσεις του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του και θα τις δημοσιεύσει στην εφημερίδα Εφημερίς σε οκτώ επιστολές, στην ανάγνωση των οποίων, σύμφωνα με τον Νεολόγο Κωνσταντινουπόλεως, «μαλάσσεται και η ατεγκτοτέρα καρδία».

«Άπειροι οικίαι κρημνίζονται μετά πατάγου, χιλιάδες φωνών διασχίζουσι τον αιθέρα και νέφη πυκνά κονιορτού υψούνται εφ’ όλης της πόλεως. Πάντες ερριγήσαμεν!».

Το πολεμικό πλοίο «Σαλαμινία» ξεκίνησε από τον Πειραιά στις 26 Μαρτίου 1881. Στο πλοίο επέβαιναν επίσης οι Αθ. Πινότσης και Γ. Κριεζής ως εκπρόσωποι της κυβέρνησης, εξήντα σκαπανείς του 3ου Τάγματος Μηχανικού υπό τις οδηγίες του διοικητή τους, υπολοχαγού Ιω. Τζαβέλλα, αλλά και μια ομάδα Χίων, οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος, «μετά βαρυαλγούσης ψυχής και στεναγμών μεταβαίνουσιν εις τον τόπον της καταστροφής αγνοούντες αν θα εύρωσιν τους οικείους αυτών ζώντας και υγιείς, ή δεινώς τετραυματισμένους, ή και τεθαμμένους υπό τα ερείπια».

Επιπλέον, το πλοίο μετέφερε πεντακόσιες σανίδες και ανάλογο αριθμό δοκών για την κατασκευή παραπηγμάτων, εκατό κλινοσκεπάσματα για τους αστέγους, δέκα διαφορετικά είδη φαρμάκων, άλλο φαρμακευτικό υλικό (επιδέσμους, βαμβάκι, πάγο και σπληνία), έξι φορεία και δύο σκηνές, και κυρίως τρόφιμα (ψωμί, προπαρασκευασμένο κρέας, ζωμό, αλάτι, κ.ά.). Για τις εργασίες ανέγερσης των παραπηγμάτων στάλθηκαν επίσης δύο μηχανικοί, ενώ την αποστολή ενίσχυαν τρεις γιατροί, ένας εκ των οποίων ήταν εκπρόσωπος του Ερυθρού Σταυρού, συνοδεύοντας τη βοήθεια που είχε συγκεντρωθεί από τον ίδιο τον οργανισμό για τη Χίο.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-2
Χαρακτικό με θέμα τον καταστροφικό σεισμό στη Χίο το 1881. Δημοσιεύθηκε στο Journal des Voyages, 26 Ιουνίου 1881 (Bianchetti/leemage/AFP/Visualhellas.gr).

Το πλοίο έφτασε στη Χίο την επόμενη ημέρα. Στο λιμάνι ο Παπαμιχαλόπουλος αντίκρισε περισσότερα από δέκα πολεμικά σκάφη (τουρκικά, γαλλικά, αμερικανικά, αγγλικά) και πολλά εμπορικά ιστιοφόρα. Στρεφόμενος προς την πόλη, δεν αντιλήφθηκε αμέσως το μέγεθος της καταστροφής, φτάνοντας όμως στην προκυμαία το βλέμμα του έπεσε σε ένα «αθλιέστατον» θέαμα: «Άνθρωποι παντοειδείς την τάξιν και την ηλικίαν, σάκκοι πλήρεις, κιβώτια, χύτραι, ανάκλιντρα, τράπεζαι, κλίναι, τρόφιμα συνεφύροντο ατάκτως. Εις τα πρόσωπα πάντων, επικάθηται αναισθησία και ενεότης μάλλον, ή λύπη». Περπατώντας στους κυριότερους δρόμους της πόλης, ένιωσε φρίκη. Από τις 18.000 κατοίκους της κανείς δεν κατοικούσε πλέον σε οικία, καθώς η συντριπτική τους πλειονότητα είχε καταρρεύσει. Η κατάσταση ήταν χειρότερη στο νότιο τμήμα του νησιού, όπου πλήθος χωριών ισοπεδώθηκαν.

Ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος γράφει: «Οιανδήποτε σκηνήν δυνηθήτε να φαντασθήτε, την μάλλον φρικώδη και μάλλον αποτρόπαιον, αποδώσατε αυτήν εις τα ερείπια της Χίου κατά την ώραν του σεισμού και δεν απέχετε ποσώς της αληθείας». Συχνά στις επιστολές του καταγράφει πληροφορίες σχετικά με επιζώντες, όπως η περίπτωση ενός βρέφους 32 ημερών, το οποίο έμεινε κάτω από τα ερείπια για 60 περίπου ώρες και απεγκλωβίστηκε ζωντανό, αλλά και τις τραγικές ιστορίες εκείνων που δεν τα κατάφεραν. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την ιστορία μιας οικονομικά ευκατάστατης γυναίκας του νησιού, η οποία καταπλακώθηκε από σανίδες και πέτρες μέχρι τον λαιμό. Η γυναίκα φώναζε για βοήθεια λέγοντας «Σώσατέ με! Λυτρώσατέ με! Είμαι πλουσιωτάτη, είμαι γεμάτη χρυσόν, σώσατέ με και δίδω ό,τι μου ζητήσετε», αλλά, όπως γράφει ο Παπαμιχαλόπουλος, «η ζωή εκάστου ην δι’ εαυτόν πολυτιμοτέρα όλου του χρυσίου του κόσμου». Ο φόβος για νέες καταρρεύσεις κατά τη διάρκεια των συνεχών μετασεισμών έκανε το έργο της διάσωσης των εγκλωβισμένων πολύ δύσκολο. Η γυναίκα αυτή, αν και απεγκλωβίστηκε, μερικές ώρες αργότερα εξέπνευσε. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που τραυματίστηκαν σοβαρά, όπως ένα δεκάχρονο κορίτσι, του οποίου οι γιατροί για να το σώσουν αναγκάστηκαν να του ακρωτηριάσουν το ένα του πόδι, ή ένα δίχρονο αγόρι το οποίο απεγκλωβίστηκε με ακρωτηριασμένο το ένα του χέρι. Σύμφωνα με τον Παπαμιχαλόπουλο, περιπτώσεις σαν αυτές «θα φέρωσι την σφραγίδα της σκληρότητος […] θα ζώσιν […] οικτροί μάρτυρες της οικτράς καταστροφής!».

Στις 30 Μαρτίου, νέος ισχυρός μετασεισμός έπληξε το νησί. Ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος μόλις είχε επιστρέψει στο πλοίο όταν αισθάνθηκε δύο σεισμικές δονήσεις που όμως δεν του προκάλεσαν αρχικά ανησυχία. ∆ύο λεπτά αργότερα, όμως, ένιωσε τη θάλασσα να αναπηδά και τη «Σαλαμινία» να κουνιέται σαν φρύγανο, ενώ μια δυνατή βοή τον συντάραξε: «Άπειροι οικίαι κρημνίζονται μετά πατάγου, χιλιάδες φωνών διασχίζουσι τον αιθέρα και νέφη πυκνά κονιορτού υψούνται εφ’ όλης της πόλεως. Πάντες ερριγήσαμεν!».

Ο νέος αυτός ισχυρός σεισμός και η μετέπειτα επικράτηση της φήμης ότι το νησί θα καταποντιζόταν οδήγησαν όσους είχαν διασωθεί να αναζητήσουν καταφύγιο στα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι. Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Εκατοντάδες, παίρνοντας μαζί τους ό,τι κατάφεραν να περισώσουν, επιβιβάζονταν στην πρώτη διαθέσιμη λέμβο, με προορισμό τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Σύρο, την Αλεξάνδρεια, τον Πειραιά ή όπου αλλού. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παπαμιχαλόπουλος: «Η πρώτη σκέψις είναι να φύγωσιν εκ της νήσου, τελευταία δε είναι το πού μεταβαίνουσιν!». Μέσα σε 12 ημέρες, περίπου 7.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν το νησί αναζητώντας ασφαλέστερο καταφύγιο διαβίωσης.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-3
Χαρακτικό με θέμα τον σεισμό του 1881 στη Χίο. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Graphic, 30 Απριλίου 1881 (πηγή: 1842-1885. Ελλάδα, ιστορική, εικονογραφημένη. Μια πλήρης συλλογή ιστορικών, τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουμέντων. Με 280 γκραβούρες εποχής, Αθήνα, Nikolas Books, 1984).

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι άσχημες καιρικές συνθήκες επέτειναν την τραγική κατάσταση των σεισμόπληκτων. Όσοι έμεναν σε πρόχειρα παραπήγματα και σκηνές είχαν να αντιμετωπίσουν, μεταξύ άλλων, και το κρύο. Ο Παπαμιχαλόπουλος έγινε μάρτυρας τραγικών σκηνών, ανάμεσα στις οποίες μια μητέρα που προσπαθούσε να βρει τρόπο να ζεστάνει τα ελλιπώς ενδεδυμένα παιδιά της. Αυτή και άλλες ανάλογες σκηνές τον ανάγκασαν πολλές φορές να αποστρέψει το πρόσωπό του «μετά δακρύων», ενώ, όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε, δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωσε ότι το θάρρος του τον εγκατέλειψε.

Ολοκληρώνοντας την αποστολή του, γράφει από το ιταλικό πλοίο “Peloro” απευθυνόμενος στη Χίο: «Βαρυαλγής Σ’ Εγκαταλείπω… Κλαίε και οδύρου, μέχρις ότου η Ευσπλαγχνία του Θεού και η αγάπη των ανθρώπων επουλώσωσι τας χαινούσας πληγάς Σου και Σοι αποδώσωσι την προτέραν γαλήνην και ηρεμίαν!». Ταυτόχρονα απευθύνεται σε όλους τους απανταχού συμπατριώτες, ομοεθνείς και φιλανθρώπους, καλώντας τους να προσφέρουν από το περίσσευμα ή το υστέρημά τους τον οβολό τους στα ταμεία εισφορών υπέρ των Χίων.

Το όνειρο της Κρήτης

Η άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου ως Yπατου Αρμοστή στην Κρήτη.

«Κρήτη! Γενού νυν οδηγός τοις λοιποίς Έλλησιν εν συνέσει προς ευνομίαν και πολιτικήν ευδαιμονίαν, ως εγένου εν τω μέχρι του νυν υπόδειγμα ηρωισμού και φιλοπατρίας».

(Κ. Ν. Παπαμιχαλόπουλος)

Η Κρητική Επανάστα­ση του 1897, σε συνδυασμό με τον «Ατυχή» Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του ίδιου έτους οδήγησαν τις Μεγάλες ∆υνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ρωσία) να ανακοινώσουν, μέσω των ναυάρχων των ευρωπαϊκών στόλων που βρίσκονταν στα κρητικά ύδατα, την απόφασή τους για πλήρη αυτονομία της Κρήτης υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Για τη διαχείριση της νέας αυτής κατάστασης και την εγκαθίδρυση σταθερής διοίκησης και ειρήνης στο νησί, όρισαν στις 18 Νοεμβρίου 1898 ύπατο αρμοστή, με τριετή θητεία, τον δευτερότοκο γιο του Έλληνα βασιλιά, τον Γεώργιο Β΄. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 9 ∆εκεμβρίου, ο πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβάστηκε στη Σούδα, όπου τα διεθνή στρατεύματα τον υποδέχθηκαν με τιμές. Η άφιξή του προκάλεσε ενθουσιασμό στους χριστιανούς κατοίκους του νησιού, οι οποίοι τη θεώρησαν προάγγελο της πολυπόθητης Ένωσης με την Ελλάδα, που έμοιαζε πλέον να είναι θέμα χρόνου.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-4
Χαρακτικό με θέμα τον σεισμό του 1881 στη Χίο. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Graphic, 30 Απριλίου 1881 (πηγή: 1842-1885. Ελλάδα, ιστορική, εικονογραφημένη. Μια πλήρης συλλογή ιστορικών, τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουμέντων. Με 280 γκραβούρες εποχής, Αθήνα, Nikolas Books, 1984).

Από τις αρχές ∆εκεμβρίου, σε πολλές αθηναϊκές εφημερίδες δημοσιευόταν υπό τον τίτλο «Μεγάλη Εθνική Εορτή» γνωστοποίηση της ελληνικής ατμοπλοΐας ∆. Π. Γουδή με την οποία ανακοινωνόταν ότι το ταχύπλοο ατμόπλοιο «Κρήτη», υπό τον πλοίαρχο Γεώργιο Λεμπέση, θα αναχωρούσε εκτάκτως από τον Πειραιά την Κυριακή 6 ∆εκεμβρίου με τελικό προορισμό τη Σούδα. Σκοπός του ταξιδιού ήταν να μεταφέρει όσους ήθελαν να συμμετάσχουν στους πανηγυρικούς εορτασμούς της επίσημης υποδοχής του πρίγκιπα Γεωργίου, οι οποίοι θα λάμβαναν χώρα το πρωί της 9ης ∆εκεμβρίου. Ανάμεσα στους επιβάτες θα βρεθεί, «αντιπροσωπεύσας αν και όλως ανεπισήμως την δημοσίαν της Ελλάδος γνώμη», όπως χαρακτηριστικά έγραψε η εφημερίδα Εστία στις 11 ∆εκεμβρίου 1898, και ο βουλευτής της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος.

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο δημοσιογράφος Ιωάννης Κονδυλάκης πρότεινε τη δημιουργία ενός λευκώματος στο οποίο όλοι οι επιβαίνοντες θα κατέγραφαν μια ιδέα, μια γνώμη, μια σκέψη περί της ελεύθερης πλέον Κρήτης ή, γενικότερα, τα συναισθήματα που τους προκαλούσε η συμμετοχή τους σε αυτό το συγκινητικό ταξίδι. Την εκτέλεση της ιδέας αυτής ανέλαβε ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος, ο οποίος μεταξύ 7 και 8 ∆εκεμβρίου και ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω, κατήρτισε ένα πρόχειρο λεύκωμα «εις ανάμνησιν του ευφροσύνου γεγονότος» της άφιξης του Γεωργίου Β΄, ως πρώτου ηγεμόνα της Κρήτης.

Από τις τριάντα μία σύντομες εγγραφές παραθέτουμε ενδεικτικά εκείνη της Μαργαρώς χήρας του Κ. Παπαδογιάννη: «Η Κρήτη ελπίζει και υπόσχεται ότι τη ομονοία και συνέσει της θ’ αποκτήση εκείνο, όπερ οι προπάτορές μου διά πολλών θυσιών επιδιώξαντες δεν ηυτύχησαν να ιδώσιν, ήτοι την εκτέλεσιν των προαιωνίων πόθων μας».

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-5
Αποβίβασις και εγκαθίδρυσις της Α.Β.Υ. του πρίγκιπος Γεωργίου, Υπάτου Αρμοστού εις Κρήτην. Χρωμολιθογραφία (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Μεταξύ άλλων, στο λεύκωμα έγραψε και ο πλοίαρχος της «Κρήτης», Γ. Ν. Λεμπέσης: «Ποτέ δεν υπήρξα τόσον ευτυχής όσον σήμερον κομίζων ενθουσιώντας λάτρεις της ελευθερίας εις το σεμνόν αυτής τέμενος την υπερήφανον Κρήτην. Και η θάλασσα γαληνιώσα συνεορτάζει και ο ουρανός φαιδρώς και ακτινοβολών συμμερίζεται την χαράν μας. Ζήτω η Κρήτη, Ζήτω η Ελλάς!».

Ανάμεσα στις εγγραφές επιφανών ανδρών και γυναικών συναντά κανείς και εκείνη ενός μαθητή Γυμνασίου, του Στυλιανού Στυλιανίδη, ο οποίος γράφει: «Φιλτάτη μοι Κρήτη! Εκ της δούλης καταγόμενος έρχομαι ίνα ασπασθώ το υπό των τέκνων Σου βαφέν χώμα Σου και προσκυνήσας αυτό θ’ απέλθω ίνα μεταδώσω το ιερόν της ελευθερίας φίλημα και εις υπό τον ζυγόν, Φευ, εισέτι διατελούσαν ιδιαιτέραν πατρίδα μου Προύσαν».

Ο 19χρονος ∆ημήτριος Γαλάνης, επιβάτης και ο ίδιος του πλοίου, κόσμησε το λεύκωμα σχεδιάζοντας με πενάκι μια αλληγορική σύνθεση υπό τον τίτλο «Το όνειρό της», στην οποία η Κρήτη, με τη μορφή μιας νέας γυναίκας, απεικονίζεται να περιβάλλεται από τις σημαίες της Ελλάδας και της Κρητικής Πολιτείας.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Κ. Παπαμιχαλόπουλος περιέγραψε τις εντυπώσεις του για όσα έζησε στην Κρήτη σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως, στις 11 ∆εκεμβρίου 1898. Εκεί μίλησε για τις εκδηλώσεις χαράς των κατοίκων της Κρήτης, οι οποίοι αναφωνούσαν «Χριστός Ανέστη» και αγκαλιάζονταν κλαίγοντας, αλλά και για τη σημασία που απέδιδαν στο εν λόγω γεγονός και η οποία έγκειτο στο ότι ο Ελληνισμός πέτυχε με την ανακήρυξη της Κρητικής Πολιτείας μια επιτυχία και μια νίκη πρωτοφανή, σηματοδοτώντας μια ημέρα-σταθμό στον αγώνα τους για ελευθερία, όχι όμως και το τέρμα.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-6
Σελίδα από το αναμνηστικό λεύκωμα της άφιξης του Γεωργίου Β΄, ως πρώτου ηγεμόνα της Κρήτης. Διακρίνεται η αλληγορική σύνθεση Το όνειρό της του Δημητρίου Γαλάνη. Επί του ατμοπλοίου «Κρήτη», 7-8 Δεκεμβρίου 1898 (Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Αθήνα).

Μετέφερε επίσης τις εντυπώσεις που αποκόμισε ο πρίγκιπας Γεώργιος, καθώς είχε την ευκαιρία να τον συναντήσει και να συζητήσει για λίγο μαζί του. Σύμφωνα με τον Παπαμιχαλόπουλο, ο πρίγκιπας έδειχνε πολύ ευχαριστημένος τόσο από την εγκάρδια υποδοχή των Κρητών και τις ειλικρινείς εκ μέρους τους εκδηλώσεις χαράς, όσο και από τη διακόσμηση της πόλης, την καθαριότητα και την τάξη που τηρήθηκε, παρά το πολύ μεγάλο πλήθος που παρευρέθηκε στην υποδοχή. Ιδιαίτερα χάρηκε για την αντίδραση των Οθωμανών προκρίτων που τον υποδέχθηκαν στο διοικητήριο. Ενώ έκανε ειδική αναφορά στην προκήρυξή του, με την οποία επιχείρησε να διαλύσει κάθε πιθανή υπόνοια περί μεροληπτικής διοίκησης υπέρ του χριστιανικού στοιχείου. Εξέφρασε δε την ελπίδα του ότι όλοι οι Κρήτες θα ξεπεράσουν τις όποιες διαφορές του παρελθόντος και θα τον βοηθήσουν να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο που έχει αναλάβει, διαβεβαιώνοντας ότι κάθε ενέργειά του θα αποβλέπει στη γενική ευημερία όλων των Κρητών ανεξαιρέτως.

Στη συνέντευξη αυτή ο Παπαμιχαλόπουλος μίλησε επίσης και για τα δικά του συναισθήματα, λέγοντας ότι ένιωσε ευλογημένος καθώς είχε την ευκαιρία να απολαύσει μία από τις ωραιότερες ημέρες στη ζωή κάθε ανθρώπου, «τον συνεορτασμόν της ημέρας της ποθεινής Ελευθερίας μετ’ αδελφού λαού».

Στα βήματα των Μυρίων

Ταξίδι στον Πόντο με οδηγό τον Ξενοφώντα.

Στις 11 Αυγούστου 1901, ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος ξεκίνησε από τον Πειραιά με το ατμόπλοιο «Αφροδίτη» με προορισμό την Κωνσταντινούπολη, από όπου αναχώρησε λίγες ημέρες αργότερα, με στόχο να πραγματοποιήσει ένα οδοιπορικό στον Πόντο. Σύμφωνα με τον ίδιο, οδηγήθηκε στην απόφαση να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι παρακινούμενος αφενός από την επιθυμία του να γνωρίσει από κοντά τους ομοαίματους και ομόδοξους κατοίκους του Πόντου και αφετέρου από την ευλαβική του πρόθεση να επισκεφθεί τις περίφημες μονές του Πόντου. Επιπλέον, καταλυτικός παράγοντας ήταν η ζωηρή περιέργεια που τον διακατείχε για επιτόπια έρευνα της διαδρομής που ακολούθησαν οι Μύριοι, υπό την ηγεσία του στρατηγού Ξενοφώντα, γνωστής ως «Κάθοδος των Μυρίων».

Πρόκειται για την προσπάθεια χιλιάδων Ελλήνων μισθοφόρων οι οποίοι συμμετείχαν στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Κύρου εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη (401 π.Χ.), να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, μετά τη μάχη στα Κούναξα της Βαβυλώνας. Στην πορεία τους, η οποία ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 401 π.Χ. από τη Βαβυλώνα έως τον Εύξεινο Πόντο, αντιμετώπισαν αμέτρητες δυσκολίες, στερήσεις και εμπόδια, που οφείλονταν στις άσχημες καιρικές συνθήκες, στα κακοτράχαλα όρη αλλά και στις συνεχείς επιθέσεις που δέχονταν από λαούς όπως οι Καρδούχοι, οι Ταόχοι, οι Χάλυβες, οι Σκυθηνοί, οι Μάκρωνες, οι Κόλχοι, κ.ά.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-7
Χάρτης του Πόντου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Είχαν περάσει αρκετοί μήνες όταν έφτασαν στην κορυφή του όρους Θήχη, από όπου αντίκρισαν τη θάλασσα και αναφώνησαν την παροιμιώδη φράση «θάλαττα, θάλαττα!». Ο Παπαμιχαλόπουλος, ευρισκόμενος στην Τραπεζούντα, θέλησε να επισκεφθεί τον τόπο αυτόν και να δει με τα μάτια του τη θάλασσα, ως να ήταν ο ίδιος ένας από τους Μυρίους. Η ανεύρεση όμως και ο καθορισμός του ακριβούς σημείου ήταν ένα αρκετά δύσκολο έργο. Έλαβε υπόψη του περισσότερο ή λιγότερο πιθανές εκδοχές, χωρίς καμία όμως να τον ικανοποιεί, καταλήγοντας ότι για εκείνον το θέμα αυτό «δεν διεσαφήθη» και συνεχίζοντας: «Εάν ποτέ επανέλθω εκείσε προς συμπλήρωσιν των παρατηρήσεων και μελετών μου, πιθανόν να εξακριβώσω κάλλιον το πράγμα».

Από το όρος Θήχη, οι Μύριοι ακολούθησαν πορεία καθόδου και μετά από περίπου οκτώ ώρες έφτασαν στην Τραπεζούντα, όπου στρατοπέδευσαν για περίπου έναν μήνα. Ο Παπαμιχαλόπουλος τοποθετεί το σημείο, όπου βρήκαν κατάλυμα, στην περιοχή που ορίζεται από τη συνοικία ∆αφνούντας, τον Φαιό Λόφο (Μποζ-Τεπέ) και τον Πυξίτη ποταμό. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς την Κερασούντα, όπου έμειναν δέκα ημέρες. Την ίδια πορεία ακολούθησε και εκείνος, σημειώνοντας σχετικά: «Χαίρων ηδυνάμην να παρακολουθώ συνεχώς και κατά πόδας τα της ιστορικής εκείνης πορείας, ήτις υπήρξε μία των κυριωτάτων αιτιών του ταξειδίου μου τούτου».

Από την Κερασούντα, όσοι από τους Μυρίους δεν κατάφεραν να αναχωρήσουν με πλοία, αναχώρησαν διά ξηράς κατευθυνόμενοι προς τα Κοτύωρα, όπου έμειναν για 45 ημέρες, έως τις 19 Μαΐου του 400 π.Χ. Ακολουθώντας την πορεία των Μυρίων, ο Παπαμιχαλόπουλος επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο «Ιωνία» με προορισμό τα Κοτύωρα, όπου θα τους «συναντούσε» για τελευταία φορά, καθώς εκεί, όπως έγραφε, «έληγε η δυσχερεστάτη, η κοπιωδεστάτη και κινδυνωδεστάτη πορεία, ην υπέστη ποτέ στρατιά εν τω κόσμω». Από τα Κοτύωρα οι Μύριοι επιβιβάστηκαν σε πλοία με προορισμό την Ηράκλεια του Πόντου και από εκεί κατευθύνθηκαν μέσω ξηράς στη Χαλκηδόνα και στη συνέχεια διαπεραιώθηκαν στις διάφορες ελληνικές πόλεις από όπου κατάγονταν.

Η με βιωματικό τρόπο μελέτη της διαδρομής που ακολούθησαν οι Μύριοι δεν ήταν ο μόνος σκοπός του ταξιδιού του Παπαμιχαλόπουλου στον Πόντο. Κατά την περιήγησή του επισκέφθηκε επίσης τις σημαντικότερες μονές της ευρύτερης περιοχής. Ανάμεσά τους η Μονή της Παναγίας Σουμελά, η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα και η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Βαζελώνος. Ιδιαιτέρως στην Παναγία Σουμελά επισκέφθηκε τη Βιβλιοθήκη, το Κειμηλιοφυλάκιο αλλά και τα πολυάριθμα παρεκκλήσιά της, δύο από τα οποία μάλιστα βρίσκονταν σε μεγάλο ύψος, σε ρωγμές του βράχου θυμίζοντας φωλιές χελιδονιών. Σε ένα από αυτά βρήκε «κατακειμένην παλαιοτάτην κανδύλαν εξ ορειχάλκου» την οποία ζήτησε, έλαβε και έφερε στην Αθήνα ως ενθύμιο.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-8
Ορειχάλκινο καντήλι από παρεκκλήσι της Ιεράς Μονής της Παναγίας Σουμελά του Πόντου (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Επισκέφθηκε επίσης τον ναό της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα, αλλά και τον ναό της «Χρυσοκεφάλου» Παναγίας, η οποία είχε μετατραπεί σε τέμενος. Ο ναός αυτός είχε πάρει το όνομά του από τον πλούσιο χρυσό διάκοσμο της κεφαλής της εικόνας της Παναγίας. Στο παρελθόν καλυπτόταν με ψηφιδωτά μεγάλης αξίας τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Τον καιρό όμως που την επισκέφθηκε ο Παπαμιχαλόπουλος σωζόταν ένα μικρό τμήμα του ψηφιδωτού που κοσμούσε τον τοίχο του αριστερού γυναικωνίτη. Το τελευταίο λείψανο του εξωτερικού ψηφιδωτού διακόσμου είχε πρόσφατα εκείνη την εποχή καταρρεύσει. Επρόκειτο για ψηφιδωτή εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Όσες από τις ψηφίδες είχε διασώσει ο τότε χότζας του τεμένους τις δώρισε στον Παπαμιχαλόπουλο, ο οποίος τις έφερε στην Αθήνα και τις φύλαξε «ως προσφιλές ενθύμημα της ιστορίας» αλλά και της επίσκεψής του στην Τραπεζούντα.

Κατά την περιήγησή του στον Πόντο, που κράτησε περίπου έναν μήνα, επισκέφθηκε, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, πολλές πόλεις και χωριά, ανάμεσά τους την Τραπεζούντα, την Κερασούντα, τα Κοτύωρα, την Αμισό, την Πάφρα, γνώρισε πολλούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, και κατέγραψε πολλές πληροφορίες για τους διάφορους τόπους, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό τους. Ο Παπαμιχαλόπουλος, αν και δεν είχε αρχικά πρόθεση να δημοσιεύσει τις εντυπώσεις του, τελικά προχώρησε στην έκδοσή τους υπό τον τίτλο Περιήγησις εις τον Πόντον το 1903. Κλείνοντας το πόνημά του και με μια δόση εξομολογητικού τόνου, αναφέρει: «Εκ των πλείστων ταξειδίων, όσα επεχείρησα άχρι τούδε εις διαφόρους χώρας, τούτο… εις τον Πόντον, υπήρξε μοι το ευαρεστότατον και διδακτικώτατον πάντων». Παράλληλα εξέφραζε τη διαφωνία του προς το απόφθεγμα της Madame de Staël ότι «η περιήγησις είναι η θλιβερωτέρα των ηδονών!».

Προσκυνητής στη Μονή Σινά

Ένας ελληνορθόδοξος θύλακας στους πρόποδες του θεοβάδιστου όρους..

Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος επισκέφθηκε την Ιερά Μονή του Όρους Σινά για πρώτη φορά το 1904. Παρά το γεγονός ότι το επόμενο έτος δημοσίευσε τις εντυπώσεις του από αυτό του το ταξίδι στο Γεωγραφικό ∆ελτίον, ο ίδιος επιθυμούσε να προχωρήσει στη συγγραφή ενός βιβλίου σχετικού με το Σινά. Η επιθυμία του αυτή συνέπεσε, από μια ευτυχή σύμπτωση, με την πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Σιναίου, Πορφυρίου Β΄, να επισκεφθούν από κοινού το Όρος Σινά. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Παπαμιχαλόπουλος ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1907 το δεύτερο ταξίδι του για το Θεοβάδιστο Όρος.

Αφού έφτασε στο Σουέζ, κατευθύνθηκε με ατμόπλοιο στην Τορ, από όπου στις 6 Νοεμβρίου 1907 ξεκίνησε, μαζί με τον Σιναίου Πορφύριο Β΄ και με τη συνοδεία ενός καραβανιού αποτελούμενου από δεκαοχτώ Βεδουίνους, δεκαέξι καμήλες, δύο γαϊδούρια, σκηνές και καθετί άλλο απαραίτητο, τη δύσκολη πορεία που τους περίμενε. Τρεις ημέρες αργότερα έφτασαν στην Ιερά Μονή του Όρους Σινά, όπου έγιναν δεκτοί με κανονιοβολισμούς και κωδωνοκρουσίες. Σύμφωνα με τον Παπαμιχαλόπουλο, «το παν εκεί είναι ελληνικόν», γεγονός που προκαλεί ρίγη συγκίνησης σε κάθε Έλληνα επισκέπτη.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, η οποία διήρκεσε τρεις εβδομάδες, είχε την ευκαιρία να γίνει μέτοχος δύο ακόμα συγκινησιακά φορτισμένων θρησκευτικών τελετουργιών: του πανηγυρικού εορτασμού της Αγίας Αικατερίνης στις 25 Νοεμβρίου και της επίσημης δοξολογίας υπέρ των Ελλήνων βασιλέων και του Ελληνικού Έθνους, που έλαβε χώρα στις 21 του ίδιου μήνα. Όπως ο ίδιος περιγράφει, η εικόνα της ελληνικής σημαίας δίπλα σε εκείνη της Αγίας Αικατερίνης, καθώς και ο ήχος των κανονιοβολισμών, προκάλεσαν στους παρευρισκομένους «βαθύ ενδόμυχον κλονισμόν, εκδηλωθέντα εις δάκρυα, ων θερμότερα σπανίως ύγραιναν άλλα Ελληνικά ή ελληνίζοντα εδάφη!».

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-9
Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά (Φωτογραφικό Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Αθήνα).

∆ιακατεχόμενος από την έξαψη της έρευνας και της μελέτης των κειμηλίων, επισκέφθηκε τη Βιβλιοθήκη της Μονής. Εκεί, μελέτησε τον περίφημο «αχτιναμέ» του Μωάμεθ, τον οποίο η Μονή του Σινά είχε εξασφαλίσει από το 623 μ.Χ. Επικυρωμένος με το αποτύπωμα της παλάμης του Προφήτη, εξασφάλιζε στους Σιναΐτες μοναχούς την απερίσπαστη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, αλλά και την προστασία της Μονής και της περιουσίας της από οποιαδήποτε απειλή. Επιπλέον, ο Παπαμιχαλόπουλος επισκέφθηκε το άδυτο του Σκευοφυλακίου, όπου φυλάσσονται ιερά σκεύη και άμφια. Προχώρησε μάλιστα στη μεταγραφή ορισμένων αναγραφών, χαραγμένων επί των αφιερωμάτων της Μονής, από τις οποίες προέκυψαν ενδιαφέροντα συμπεράσματα, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τα πρόσωπα που προέβησαν σε δωρεές προς τη Μονή, αλλά και το είδος των δωρημάτων τους.

Φυσιολάτρης και φυσιοδίφης, ανέβηκε στις δύο υψηλότερες κορυφές του Σινά. Η ανάβαση στην κορυφή της Αγίας Αικατερίνης πραγματοποιήθηκε συνοδεία πολυάριθμων κληρικών και Βεδουίνων υπηρετών. Σύμφωνα με τον Παπαμιχαλόπουλο, το θέαμα από αυτό το σημείο δεν περιγράφεται με λόγια: «Από του ύψους εκείνου των 2.602 μέτρων, όπου έμεινα επί 22 ώρας, φαίνεται ως υπό τους πόδας του παρατηρητού ολόκληρος ο τεράστιος όγκος του Σινά, ποικιλόχρους κατά τας διαφόρους οροσειράς αυτού, στιζόμενος υπό τεραστίων αλλοχρόων γεωλογικών φλεβών, παρουσιάζων εξαίσια θεάματα φωτοσκιάσεων επί οξυτάτων κορυφών και ακανθωδών πλευρών και αποτομωτάτων χαραδρών και βαθυτάτων φαράγγων». Την επόμενη ημέρα, σειρά είχε η Αγία Κορυφή, γνωστή στους Άραβες και τους γεωγράφους ως Όρος του Μωυσέως. Κατά τον Παπαμιχαλόπουλο το όρος αυτό διαφέρει «πάντων των άλλων ορέων του Σιναϊτικού συμπλέγματος, η δε κορυφή αυτού διακρίνεται και διαφέρει πασών των άλλων κορυφών του Σινά».

Όταν πια συμπληρώθηκαν οι ημέρες του ταξιδιού του, ξεκίνησε να προετοιμάζει την αναχώρησή του. Πρωταρχικό του μέλημα ήταν να συσκευάσει και να τακτοποιήσει στις αποσκευές του τις διάφορες συλλογές, τις οποίες πρόχειρα είχε καταρτίσει για τα μουσεία των Αθηνών, συνήθεια που τηρούσε σε κάθε του ταξίδι. Ορισμένα από τα αντικείμενα που συνέλλεξε σε αυτό το ταξίδι του τα δώρισε στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Ανάμεσά τους ένα αντίγραφο του αχτιναμέ του Μωάμεθ προς τη Μονή Σινά, ένα τεμάχιο γρανίτη, που αποσπάστηκε από το ψηλότερο σημείο της κορυφής του Όρους Σινά, καθώς και δύο τεμάχια λίθου από τον λεγόμενο «δενδρίτη», τα οποία προέρχονται από τις πλαγιές του Όρους Σινά, κοντά στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, μία φωτογραφία εκμαγείου παλαιότατης ξυλογλυφικής επιγραφής, η οποία κοσμούσε τον άμβωνα του τεμένους του Σινά κ.ά.

Το ταξίδι της επιστροφής ξεκίνησε στις 28 Νοεμβρίου 1907. Κατά τη διάρκειά του στρατοπέδευσε σε καταυλισμό Βεδουίνων στην έρημο, όπου έζησε μια μοναδική εμπειρία: την παρακολούθηση μιας θεατρικής παράστασης στην έρημο. Ήταν λίγο μετά τον απογευματινό καφέ, όταν του ανακοίνωσαν ότι οι Βεδουίνοι επρόκειτο να παρουσιάσουν κάποιο θεατρικό δρώμενο. Αρχικά, ο Παπαμιχαλόπουλος βρήκε την ιδέα αυτή αστεία, σύντομα όμως διαπίστωσε ότι έκανε λάθος που είχε υποτιμήσει τους ευφυέστατους αυτούς ανθρώπους. Στο έργο, το οποίο θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Η βοσκός και ο λύκος», πρωταγωνιστικό ρόλο είχε μια ηλικιωμένη βοσκός, την οποία υποδυόταν άνδρας, και ένας λύκος, τον οποίο υποδυόταν ένας μικρόσωμος και ευκίνητος Βεδουίνος ονόματι Ντεϊτάλλα, ο οποίος φορούσε κεφαλή λύκου και ουρά. Στη «σκηνή», η οποία φωτιζόταν από το φως του φεγγαριού, βρίσκονταν επίσης ένα μικρό κοπάδι από κατσίκες, τις οποίες υποδύονταν οι πιο μικρόσωμοι εκ των Βεδουίνων, και ένας σκύλος, ο οποίος έδινε έναν κωμικό τόνο σε μια δραματική παράσταση. Σχετικά με την υπόθεση, εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ο λύκος σταδιακά αφάνισε το κοπάδι της βοσκού, «έγκλημα» που επέσυρε την παραδειγματική του τιμωρία. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Παπαμιχαλόπουλος, ο λύκος «εφονεύθη διά βαρυβρόντου πυροβολισμού, όστις διέκοψε τη μεγαλοπρεπή σιγή της νυκτός και της χαράδρας και εσημείωσε την λήξιν της παραστάσεως». Ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει πως έμεινε για περισσότερο από μία ώρα «προσηλωμένος μετ’ άκρας προσοχής εις την όντως δραματικήν εκείνην παράστασιν, πιστοτάτην αντιγραφήν εκ της φύσεως».

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-10
Αντίγραφο του περίφημου αχτιναμέ του Προφήτη Μωάμεθ προς τους μοναχούς της Ιεράς Μονής Αγίας Αικατερίνης του Όρους Σινά (Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Αθήνα).

Γι’ αυτή και άλλες πολλές εντυπώσεις που αποκόμισε από το ταξίδι του κλήθηκε να μιλήσει και να γράψει, αμέσως μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα. Έδωσε διαλέξεις στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό, ενώ δημοσίευσε σε συνέχειες τα όσα έζησε στην εφημερίδα Αλήθεια. Ο διευθυντής της εφημερίδας, Ευάγγελος Λαχανοκάρδης, έγραφε για τον Παπαμιχαλόπουλο: «Του Σινά ο γόης και ευσεβής υμνητής, διά της αρχαιοπρεπώς γλαφυράς και ευχρώμου και ευτόνου γραφίδος του, ως διά μαγικής ράβδου, διά των εξόχων περιγραφών αυτού ανήρπασεν και ανύψωσεν αληθώς την Ελληνικήν κοινωνίαν από της Α. Μ. της Βασιλίσσης μέχρι του τελευταίου των πολιτών εις την υψίστην Κορυφήν του Σινά, οπόθεν το Φως της Ελληνικής Πίστεως και της Ελληνικής Πατρίδος αστραπηβόλον ακτινοβολεί εφ’ όλον τον κόσμον».

Ολοκληρώνοντας τις εντυπώσεις του, παρακινούσε τους αναγνώστες, αν όχι όλους τουλάχιστον εκείνους που είχαν τη δυνατότητα και τα μέσα, να επιχειρήσουν το ταξίδι αυτό, είτε κινούμενοι από θρησκευτικό ζήλο είτε αναγνωρίζοντας την ιστορική σημασία της Μονής, είτε ακόμα και για να θαυμάσουν τις φυσικές ομορφιές αυτών των «Ελληνικών Άλπεων». Τόνιζε όμως έναν ακόμη σημαντικό λόγο: για να αφουγκραστούν τον θερμό πατριωτισμό που κυριαρχεί εκεί και για να πεισθούν ότι όσοι κατηγόρησαν επιπόλαια και απερίσκεπτα τους Έλληνες του Σινά για δήθεν μειωμένο εθνικό φρόνημα, έσφαλαν. Και έκλεινε με τη φράση: «Ω ωραίον και Ελληνικόν Σινά, πότε θ’ αξιωθώ να Σ’ επισκεφθώ πάλιν!».

Τελικά τα ταξίδια του αυτά στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Όρος Σινά θα του δώσουν το απαραίτητο υλικό για τη συγγραφή του βιβλίου που τόσο επιθυμούσε. Ωστόσο, αυτό θα εκδοθεί μετά τον θάνατό του, το 1932, υπό τον τίτλο Η Μονή του Όρους Σινά με την πρόνοια του Αρχιεπισκόπου Σινά, Φαράν και Ραϊθώ, Πορφυρίου Γ΄.

Μια υπερατλαντική εθνική αποστολή

Οι Έλληνες μετανάστες στην υπηρεσία της μητέρας-πατρίδας.

Από τη δεκαετία του 1890 έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, χιλιάδες Έλληνες από την Ελλάδα και τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετανάστευσαν στην Αμερική, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά ζητημάτων, με πιο σημαντικά αφενός την ενσωμάτωσή τους σε ένα περιβάλλον που σε ορισμένες περιπτώσεις έμοιαζε εχθρικό και αφετέρου τη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας και των δεσμών τους με την πατρίδα. Το ελληνικό κράτος με τη σειρά του, θεωρώντας ότι οι Έλληνες μετανάστες θα μπορούσαν δυνητικά να αποτελέσουν έναν μοχλό πίεσης προς την εκάστοτε αμερικανική κυβέρνηση αλλά και ένα μέσο διαμόρφωσης της κοινής γνώμης με σκοπό την προώθηση των ελληνικών ζητημάτων, επιθυμούσε να τους θέσει υπό τον έλεγχό της.

Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύεται το 1908 η «Πανελλήνιος Ένωσις» εν Αμερική, η οποία, αν και αρχικά είχε ως στόχο την παροχή κάθε δυνατής βοήθειας προς τους Έλληνες μετανάστες για την απρόσκοπτη προσαρμογή τους στην αμερικανική κοινωνία, εξελίχθηκε σε όργανο άσκησης ελέγχου, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, των ελληνικών κοινοτήτων της Αμερικής και προώθησης μιας ενιαίας εθνικής ιδεολογίας.

Η εκλογή νέου ∆ιοικητικού Συμβουλίου και η απόφαση δημιουργίας μιας θέσης Γενικού ∆ιευθυντή κατά τη Γενική Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1911 στη Βοστώνη αποτέλεσε ορόσημο για την ιστορία του εν λόγω σωματείου, καθώς σηματοδότησε την απαρχή μιας νέας περιόδου δράσης με στόχο την ανάπτυξη και την πρόοδό του προς εκπλήρωση της εθνικής του αποστολής. Αναλυτικότερα προβλεπόταν η ίδρυση ειδικού γραφείου για την προστασία των Ελλήνων μεταναστών και εργατών της Αμερικής, η ίδρυση σχολείων όπου τα παιδιών των μεταναστών θα γίνονταν μέτοχοι ελληνοπρεπούς μόρφωσης, αλλά και η διανομή των εσόδων της Ένωσης: 25% θα διατίθεντο σε εθνικούς σκοπούς εκτός Αμερικής και 75% για τις ανάγκες των Ελλήνων της Αμερικής.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-11
Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Αλήθεια, 27 Ιανουαρίου 1908 (https://lekythos.library.ucy.ac.cy).

Τη νέα αυτή θέση, του Γενικού ∆ιευθυντή, αποφάσισαν ομόφωνα να την προσφέρουν σε έναν άνδρα από την Ελλάδα, του οποίου γνώριζαν «τον ακραιφνή ενθουσιασμό υπέρ πάντος ελληνικού, τον αδαμάντινο χαρακτήρα, την προς τα πάτρια προσήλωσιν, την φλόγα αυτού υπέρ του Εθνικού μεγαλείου, την ακλόνητον πίστιν του και τας θρησκευτικάς του πεποιθήσεις, αλλά και την πεφωτισμένην αυτού διάνοιαν και την ελληνικωτάτην εγκυκλοπαιδική μόρφωσίν του». Ο άνδρας αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, ο οποίος την εποχή εκείνη διατελούσε Νομάρχης Αττικής.

Η απόφαση του κοινοποιήθηκε διά τηλεγραφήματος του προέδρου της Πανελληνίου Ενώσεως Αυγ. Σιναδινού, ο οποίος τον παρακαλούσε θερμά να δεχθεί τη θέση, εκφράζοντας μάλιστα την άποψη ότι η μετάβασή του στην Αμερική ήθελε «εξυπηρετήσει υψηλά… εθνικά συμφέροντα και συντελέσει εις την ταχίστην διοργάνωσιν του Ελληνισμού της Αμερικής». Για να εξασφαλίσουν τη θετική απάντησή του, ζήτησαν τη μεσολάβηση της ίδιας της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Υπουργός Εξωτερικών Ιω. Γρυπάρης κάλεσε τον Παπαμιχαλόπουλο προκειμένου να τον πείσει να δεχθεί αυτή την πρόταση, καθώς επρόκειτο «περί διοργανώσεως, ποδηγετήσεως, φρονηματισμού και ηθικής εξυψώσεως υπέρ 300.000 Ελλήνων». Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Παπαμιχαλόπουλος δέχθηκε με προθυμία την ανάληψη της νέας του θέσης.

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Εμπρός, στις 11 Οκτωβρίου 1911, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η διαμονή του στην Αμερική θα είναι τουλάχιστον τριετής και ότι το «μέγα, βαρύ, πολυσχιδές και επίπονον» έργο που θα αναλάβει περιλαμβάνει περιοδείες σε κάθε περιοχή της Αμερικής, όπου υπάρχουν Έλληνες, με στόχο την εγγραφή όσο το δυνατόν περισσότερων μελών στην «Πανελλήνιον Ένωσιν». Επιπρόσθετα, στους στόχους του συγκαταλεγόταν η διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων μεταναστών καθώς και του πόθου της παλιννόστησης, η προστασία της θρησκευτικής τους πίστης από αμερικανικές αιρέσεις και η εξύψωση του ηθικού τους.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-12
Έλληνες μετανάστες αναχωρούν με το πλοίο “Madonna” για την Ελλάδα, το 1912 (Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, Ουάσιγκτον).

Ο Παπαμιχαλόπουλος έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 30 Νοεμβρίου 1911 με το υπερωκεάνειο «Θεμιστοκλής» και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1912 και μετά από πολυήμερη περιοδεία σε διάφορες πόλεις της Αμερικής, ανέλαβε και επισήμως τη γενική διεύθυνση της Πανελληνίου Ενώσεως. Η νηφαλιότητα, η αξιοπρεπής και αντικειμενική στάση του προκάλεσε τον βαθύ σεβασμό των Ελλήνων της Αμερικής, οι οποίοι ήταν διαιρεμένοι σε διάφορες ομάδες και δεν ήταν εύκολο να φανταστούν ότι θα μπορούσε να βρεθεί ένας άνθρωπος που θα έρθει σε επαφή με όλους, χωρίς να τάσσεται με τη μία ή την άλλη πλευρά.

Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια να δημιουργηθεί, μέσω της Πανελληνίου Ενώσεως, μια ενιαία ελληνική κοινότητα με ενιαία ταυτότητα απαλείφοντας τις υπάρχουσες διαιρέσεις στους κόλπους των επιμέρους ελληνικών κοινοτήτων δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο Παπαμιχαλόπουλος συχνά έγινε στόχος «επιθέσεων» εκφραστής των οποίων ήταν ο Σ. Βλαστός, δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας Ατλαντίς. Ο Βλαστός, υποστηρικτής αρχικά του έργου της Ένωσης, μετέστρεψε την άποψή του φοβούμενος πιθανότατα ότι το έργο της θα περιόριζε την επιρροή του στους Έλληνες μετανάστες. Η σύγκρουση Παπαμιχαλόπουλου-Βλαστού δεν θα αναστείλει το έργο της Ένωσης, το οποίο θα περάσει σε μια πιο έντονη φάση με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων.

Η Πανελλήνια Ένωση με τα πολυάριθμα παραρτήματά της διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην κινητοποίηση των Ελλήνων της Αμερικής που ήθελαν να πολεμήσουν στους Βαλκανικούς Πολέμους. Αφενός λειτούργησε ως ανεπίσημο στρατολογικό γραφείο για τον ελληνικό στρατό, οργανώνοντας την επιστροφή των εθελοντών στην Ελλάδα, και αφετέρου ως μηχανισμός συγκέντρωσης χρημάτων για την κάλυψη ποικίλων αναγκών του πολέμου.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-13
Η «Πανελλήνιος Ένωσις εν Αμερική» ενημερώνει τους ομογενείς σχετικά με την επιστράτευση και την αποστολή εθελοντών στην «αγωνιζόμενη» Ελλάδα. Νέα Υόρκη, 21 Οκτωβρίου 1912 (Αρχείο Ιστορικών Εγγράφων Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος, Αθήνα).

Σε προκήρυξή της προς τους αγαπητούς ομογενείς, στις 21 Οκτωβρίου 1912, γράφει για την ανταπόκριση των Ελλήνων μεταναστών στο έργο της: «Ουδείς… των εν Αμερική Ελλήνων ανέμενε παρακίνησιν παρ’ ημών. Πάντες έρχονται… εις το ενταύθα στηθέν πρόχειρον γραφείον ημών, ρίπτουσι τον οβολόν αυτών εις την υπερτάτην ανάγκην ταύτην της Πατρίδος πάραυτα δε ρίπτονται και αυτοί εις το πλοίον και σπεύδουσι, ίνα φθάσωσιν, ίνα μη υστερήσωσι του αγώνος. Ούτω δε κατωρθώσαμε εντός των 15 πρώτων ημερών να πέμψωμεν δι’ επτά ατμοπλοίων προς την μαχόμενην Πατρίδα τρεις και ημίσειαν χιλιάδας μαχητών».

Σε νέα της προκήρυξη προς άπαντας τους Έλληνας, με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1912, αναφέρονται στις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες που αναφύονται, οι οποίες δεν αφορούν μόνο την αποστολή εθελοντών στην Ελλάδα για να πολεμήσουν αλλά και τη φροντίδα των χήρων και των ορφανών όσων δεν καταφέρουν να γυρίσουν πίσω. Ζητούν λοιπόν από «τα απανταχού της γης τέκνα» της Ελλάδας άτοκο πολεμικό δάνειο ενός εκατομμυρίου δολαρίων, το οποίο θα καλυπτόταν από ομόλογα εξοφλητέα μέσω κλήρωσης στα επόμενα δέκα χρόνια.

Τον Φεβρουάριο του 1913, σε δημοσιεύματα του Τύπου άρχισαν να διαρρέουν πληροφορίες σχετικά με τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί για το ελληνικό πολεμικό δάνειο, εκφράζοντας υπόνοιες περί πιθανής κατάχρησης. Κατατέθηκαν ακόμα και ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της Ένωσης, με την κατηγορία ότι οι ενέργειές της είχαν υπερβεί όσα προέβλεπε το καταστατικό της, συγκεντρώνοντας χρήματα κινούμενη από πολιτικά κίνητρα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Παπαμιχαλόπουλος θα αναχωρήσει για την Ελλάδα επιτείνοντας το κλίμα καχυποψίας. Ωστόσο, παρά τις όποιες προσπάθειες να φτάσει αυτή η υπόθεση στις αμερικανικές δικαστικές Αρχές, δεν έχουν βρεθεί προς το παρόν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό το ζήτημα απασχόλησε τη ∆ικαιοσύνη, αποδεικνύοντας ότι πιθανότατα επρόκειτο για ένα ακόμη επεισόδιο στην κόντρα μεταξύ των μελών της Πανελληνίου Ένωσης και των αντιπάλων της και όχι κάτι που επέφερε ανεπανόρθωτη ζημιά στη δημόσια εικόνα του Κ. Παπαμιχαλόπουλου.

Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος – Οδοιπόρος, ερευνητής, προσκυνητής-14
Ο Κωνστ. Παπαμιχαλόπουλος κατά την επιστροφή του από το Σινά. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Αλήθεια, 30 Μαρτίου 1908 (https://lekythos.library.ucy.ac.cy).
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT