«Κατά την χθεσινήν επίσημον πληροφορίαν το Ελληνικόν ατμόπλοιον “Βιργινία” ενώ έπλεε προς την Τεργέστην την παρελθούσαν Παρασκευήν προσέκρουσε επί τορπίλλης… εις απόστασιν τριών ωρών από της Τεργέστης [και ανατιναχθέν] το πλοίον κατεβυθίσθη αύτανδρον. Εκ του πληρώματος διασώθησαν μόνον δύο βαρέως ασθενείς…», ανέφερε η εφημερίδα «Εμπρός» στις 13 Μαΐου 1916. Δέκα μέρες μετά η εφημερίδα «Σκριπ» έγραφε: «Κατά νεώτερον τηλεγράφημα… ο πλοίαρχος μετά της οικογενείας του και του πληρώματος επνίγησαν… Τα πτώματα των πνιγέντων δεν ανευρέθησαν ακόμη». Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός από τους διασωθέντες, ο πλοίαρχος, η σύζυγός του και πέντε αρχικά επιζώντες βρέθηκαν σε σωσίβια λέμβο, «αλλά ανατραπείσης και ταύτης, η σύζυγος και το τέκνον του πλοιάρχου κατόπιν απεγνωσμένης πάλης επνίγησαν». Από τους υπόλοιπους, ο πλοίαρχος πέθανε λόγω τραυμάτων, ενώ «εις ανθρακεύς παραφρονήσας έπεσεν εις την θάλασσαν και εύρεν εκούσιον θάνατον». Το α/π «Βιργινία» υπήρξε το δεύτερο τορπιλισμένο ελληνικό πλοίο στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου –το πρώτο ήταν το α/π «Ελλήσποντος» χωρίς θύματα– και είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι το πρώτο πολύνεκρο ελληνικό ναυάγιο από πολεμική αιτία, με την απώλεια ολόκληρου σχεδόν του πληρώματός του.
Εκείνο που δεν ήξεραν ακόμη οι εφημερίδες ήταν ότι η σύζυγος του πλοιάρχου, Βιργινία, έπειτα από μια οδύσσεια στη θάλασσα είχε καταφέρει να διασωθεί. Πρόσφατη έρευνα στα αρχεία μας αποκαλύπτει ότι σχεδόν πενήντα μέρες μετά το τραγικό συμβάν, ο Λάμπρος Κορομηλάς, Ελληνας πρέσβης στην Ιταλία, αναφέρει προς το υπουργείο Εξωτερικών στην Ελλάδα: «Εχω την τιμήν ν’ ανακοινώσω υμίν ότι το εν Βενετία προξενείον εμερίμνησε περί της διασωθείσης Βιργινίας Φώκια, ήτις εκ Βενετίας μετέβη εις Νεάπολιν, οπότε ανεχώρησε δι’ Ελλάδαν 24 Ιουλίου, εγνώρισέ μοι ο εκεί ημέτερος Γενικός Πρόξενος». Τι συνέβη πράγματι; Πώς διασώθηκε η «καπετάνισσα» Βιργινία και πώς «προσέκρουσε σε τορπίλη» το ατμόπλοιο «Βιργινία», ένα ελληνικό φορτηγό ατμόπλοιο που έπλεε με την ελληνική σημαία το 1916, όταν η Ελλάδα ήταν ουδέτερη ακόμη και δεν συμμετείχε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Το ατμόπλοιο «Βιργινία» ανήκε στον πλοίαρχο και πλοιοκτήτη Αγγελή Φώκια, τρίτη τουλάχιστον γενιά καραβοκύρηδων από παραδοσιακό ναυτότοπο, τη Λίμνη της Εύβοιας. Παρόλο που η Χαλκίδα παρέμεινε το οικονομικό κέντρο της Εύβοιας, στη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι τον 20ό αναπτύχθηκαν τρία ναυτικά κέντρα στο νησί με σημαντικούς στόλους ιστιοφόρων τον 19ο αιώνα και αργότερα ατμοπλοίων τον 20ό αιώνα. Το πρώτο ήταν στον νότο, η Κάρυστος, το δεύτερο ναυτικό κέντρο η Κύμη, στο πιο ανατολικό σημείο του νησιού, και το τρίτο στον βορρά, η Λίμνη.

Η Λίμνη, η αρχαία Ελυμνος, προστατευμένη μέσα στον βόρειο Ευβοϊκό κόλπο, ανέπτυξε σημαντικό εμπορικό στόλο μαζί με τους άλλους σημαντικούς ναυτοτόπους της ευρύτερης περιοχής, το Τρίκερι, τη Σκιάθο και τη Σκόπελο. Εκτός αυτού, η Λίμνη ανέπτυξε και σημαντική ναυπηγική δραστηριότητα με παραγγελίες από όλο τον αιγαιακό χώρο. Mέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η έρευνα αναδεικνύει άνω των 25 Ελύμνιων οικογενειών πλοιοκτητών μεγάλων ιστιοφόρων στο ποντοπόρο διεθνές εμπόριο και τριπλάσιο, τουλάχιστον, αριθμό ναυτικών οικογενειών με πλοιοκτησία μικρότερων ακτοπλοϊκών και αλιευτικών μικρών σκαφών.
Στροφή στον ατμό
Στις αρχές του 20ού αιώνα ορισμένες Ελύμνιες πλοιοκτητικές οικογένειες επένδυσαν σε ατμοπλοϊκά σκάφη. Το ατμόπλοιο «Βιργινία» ήταν το πρώτο εμπορικό φορτηγό ατμόπλοιο της οικογένειας Φώκια, των αδελφών Αγγελή και Ιωάννη Φώκια. Πιο συγκεκριμένα, ο πλοίαρχος Αγγελής Φώκιας αγόρασε στο Λονδίνο στις 25 Μαρτίου του 1911 το αγγλικό εμπορικό φορτηγό ατμόπλοιο «Etna», 1.200 κ.ο.χ., το οποίο μετονόμασε «Βιργινία» από το όνομα της συζύγου του. Και, όπως αναφέρεται σε έγγραφο της εποχής, ξεκίνησε από την Αγγλία «υψώσας την ελληνικήν σημαίαν», αφού συμπλήρωσε τα αντίστοιχα δικαιολογητικά και του το επέτρεψε ο Ελληνας πρόξενος στην Αγγλία. Φόρτωσε κάρβουνο στην Αγγλία με ναύλο για Ρουμανία και από εκεί θα έπιανε ένα ελληνικό λιμάνι για να νηολογήσει το πλοίο του και στην Ελλάδα.
Ο καπετάν Αγγελής αγόρασε με τον αδελφό του Ιωάννη το πλοίο του σε πολύ καλή εποχή για τη ναυτιλία. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι το 1912-1913 και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που ακολούθησε εκτόξευσαν τους ναύλους και τα κέρδη των Ελλήνων που κατείχαν ατμόπλοια. Το πλοίο είχε προορισμό την Τεργέστη, μεταφέροντας άλευρα, αλλά λόγω του αποκλεισμού των αυστριακών λιμένων (ως εμπόλεμο κράτος), το ταξίδι ήταν ιδιαίτερα επικερδές, ταυτόχρονα όμως και αρκετά επικίνδυνο. Καθώς όλα τα πλοία των ουδέτερων κρατών έπλεαν με τη σημαία τους ζωγραφισμένη στα πλευρά του σκάφους, έτσι και τα ελληνικά φορτηγά πλοία συνέχιζαν τις μεταφορές τους και προς ουδέτερα και προς εμπόλεμα κράτη γιατί το κέρδος ήταν μεγάλο. Γι’ αυτό στη διάρκεια των ταξιδιών είχαν πολλές νηοψίες από τους εμπολέμους εκατέρωθεν με πολλές φορές την κατάσχεση των εμπορευμάτων τους. Ο καπετάν Αγγελής πήρε το ρίσκο έχοντας την οικογένειά του πάνω στο πλοίο, αλλά και τη βεβαιότητα ότι λόγω της ουδετερότητας της ελληνικής σημαίας δεν θα εβάλετο το σκάφος του.
Λάθος λόγω σκότους
Και όντως, ο τορπιλισμός ήταν ένα τραγικό λάθος από αυστριακό υποβρύχιο, λόγω σκότους. Το αυστριακό υποβρύχιο βύθισε ένα πλοίο που έφερνε πολύτιμη τροφοδοσία στην αποκλεισμένη από τους συμμάχους πόλη τους, την Τεργέστη. Τορπίλισε το «Βιργινία» με αποτέλεσμα μετά την τεράστια έκρηξη, να τραυματιστεί ή και να σκοτωθεί το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος. Ως εκ θαύματος σώθηκαν η σύζυγος και το παιδί του πλοιάρχου, ο πλοίαρχος βαριά τραυματισμένος και μερικά μέλη του πληρώματος που κατάφεραν να βγουν σε μια σωσίβια λέμβο. Αλλά η τύχη δεν βοήθησε. Ενα πλοίο όταν βυθίζεται δημιουργεί μεγάλα κύματα και αναταραχή. Ετσι η σωσίβια λέμβος του «Βιργινία» ανατράπηκε και έπεσε στη θάλασσα η Βιργινία και το παιδί της. Οι ναύτες που έμειναν κοντά στη λέμβο, από ό,τι συνάγεται από τις καταθέσεις, μάλλον κατάφεραν να επαναφέρουν τη βάρκα και τον πληγωμένο καπετάνιο. Εκείνος όμως στη συνέχεια πέθανε από τα τραύματα, ενώ ένας από τους διασωθέντες θερμαστές, πριν καταφέρουν να πιάσουν στεριά, έχασε τα λογικά του και πήδηξε στη θάλασσα όπου πνίγηκε.
Δεινή κολυμβήτρια
Αυτό που δεν ήξεραν οι δύο διασωθέντες ναυτικοί είναι ότι η Βιργινία ήταν ακόμη ζωντανή. Εκείνη, αφού θα προσπάθησε εις μάτην να βρει το παιδί της, το οποίο θα χάθηκε στο σκοτάδι και στα κύματα, βρέθηκε μόνη μέσα στα μαύρα κρύα νερά. Ηταν όμως «καπετάνισσα», όπως συνήθιζαν να αποκαλούν τις γυναίκες των καπετάνιων, και προφανώς εξοικειωμένη με τη θάλασσα. Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι πρέπει να ήταν και δεινή κολυμβήτρια και δυνατός χαρακτήρας. Κολύμπησε επί 48 ώρες, «δύο μερόνυχτα», ώσπου έφθασε μάλλον σε κάποιες ερημικές ιταλικές ακτές. Εκεί συνεχίστηκε η οδύσσεια. Επειτα από ταλαιπωρία επτά ημερών εντοπίστηκε σε κακή κατάσταση από τις τοπικές αρχές. Υστερα από 20ήμερη νοσηλεία κατάφερε να έρθει σε επαφή με τις ελληνικές προξενικές αρχές οι οποίες, όπως και σε άλλες περιπτώσεις ναυαγών, φρόντισαν για την επιστροφή της. Eτσι, όπως αναφέρει η πειραιώτικη εφημερίδα «Σφαίρα» στις 29 Ιουνίου, «αφίκετο εις την πόλιν μας διά ιταλικού πλοίου της γραμμής η σύζυγος του πλοιάρχου του ελληνικού α/π “Βιργινία” το οποίο κατεβυθίσθη εις τον κόλπο της Τεργέστης υπό υποβρυχίου».
Ο πλοίαρχος πέθανε από τα τραύματά του στη λέμβο, ενώ ένας από τους διασωθέντες θερμαστές, πριν καταφέρουν να πιάσουν στεριά, έχασε τα λογικά του και πήδηξε στη θάλασσα όπου πνίγηκε.
Η διαστρέβλωση
Την ιστορία της Βιργινίας Φώκια ανέδειξε χρόνια αργότερα, τον Μάρτιο του 1929, μια σειρά δημοσιευμάτων σχετικά με τη δράση του Ναυτικού μας στον Μεγάλο Πόλεμο του 1914-1918 η εφημερίδα «Ακρόπολις», που εγκαινίασε ένα αφιέρωμα στην εμπορική ναυτιλία για την ίδια περίοδο με τίτλο «Προς τον βέβαιον θάνατον επάνω εις τα φορτηγά ελληνικά σκάφη. Αι τραγικαί ιστορίαι 400 τορπιλλισμών ελληνικών πλοίων». Το κεφάλαιο πάντως του «Βιργινία» διανθίζεται με διάφορες διαστρεβλώσεις. Η ιστορία της διάσωσης της «καπετάνισσας» και του ναυαγίου διορθώνεται πέρα από δημοσιεύματα στον Τύπο, από επίσημες πηγές σχετικά με τα όσα συνέβησαν τον Μάιο του 1915, χάρη σε έγγραφα που έχουν διατηρηθεί στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών.

Oπως αποδεικνύεται, το πλοίο ήταν ναυλωμένο νομίμως από Ελληνα έμπορο (Οθωμανό πολίτη και όχι από τον Αυστριακό πρέσβη όπως είχε γραφεί), υπέστη πολλαπλούς ελέγχους από ιταλικά και αυστριακά πολεμικά πλοία και πλέοντας χωρίς εμπόδια, έφτασε λίγο έξω από το λιμάνι της Τεργέστης. Λόγω της νύχτας δεν μπορούσε να μπει (από τον φόβο των ναρκών) και αναγκαστικά αγκυροβόλησε λίγα μίλια μακρύτερα, έχοντας αναμμένους φανούς και διακριτικά του πλοίου (σημαία και όνομα) αναρτημένα στα πλευρά. Παρ’ όλη την επιμονή των αυστριακών αρχών ότι επρόκειτο για ατύχημα οφειλόμενο σε νάρκη, η διαπιστωμένη παρουσία του αυστριακού υποβρυχίου εκεί έκανε αδύνατη πλέον την απόκρυψη του τορπιλισμού. Σύμφωνα με τον Ελληνα πρόξενο, ένας ανώτατος αξιωματικός του αυστριακού ναυτικού παραδέχτηκε εμπιστευτικά τον τορπιλισμό και προσέφερε αποζημίωση εκ μέρους της κυβέρνησής του, αρχίζοντας από τους επιζώντες, υπό τον όρο όμως της «τήρησης απολύτου εχεμύθειας, απαραίτητον προφανώς διά στρατιωτικούς και ηθικούς λόγους», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Ο πρόξενος δέχεται την εξήγηση περί λάθους και αναφέρει ότι αποδέχτηκε τους όρους αυτούς, ενώ ζητάει οδηγίες σχετικά με τη διαδικασία αποζημιώσεως των θυμάτων, καθώς και πληροφορίες σχετικά με το πλοίο, καθώς τα έγγραφά του χάθηκαν κατά τον τορπιλισμό. Μέσω της αλληλογραφίας του υπουργείου Εξωτερικών γνωρίζουμε τα διαδοχικά αιτήματα για αποζημίωση από το αυστριακό κράτος τόσο της Βιργινίας όσο και του φορτωτή και των υπολοίπων συγγενών των θυμάτων, αλλά, δυστυχώς, όχι και πού κατέληξαν.
Ανώτατος αξιωματικός του αυστριακού ναυτικού παραδέχτηκε εμπιστευτικά τον τορπιλισμό και προσέφερε αποζημίωση εκ μέρους της κυβέρνησής του, αρχίζοντας από τους επιζώντες, υπό τον όρο της «τήρησης απολύτου εχεμύθειας».
*Ο κ. Απόστολος Τόντι είναι υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης, Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίας Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – ΙΤΕ.

