Ο Ανδρέας Συγγρός (1830-1899) υπήρξε μια σημαντική φυσιογνωμία που δέσποσε στον επιχειρηματικό τομέα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Έχοντας από παιδί το εμπορικό δαιμόνιο, ξεκίνησε από το μηδέν και κατόρθωσε να αποκτήσει τεράστια περιουσία. Τραπεζίτης, μεγαλογαιοκτήμονας, επιχειρηματίας, με την οικονομική του ισχύ να τον καθιστά σταδιακά ισότιμο συνομιλητή όχι μόνο με τον πρωθυπουργό, αλλά και με τον βασιλιά Γεώργιο Α΄. Η εκλογή του ως βουλευτή το 1885 και το 1890 συμπληρώνει το μεγάλο εύρος της προσωπικότητάς του. Μολονότι υπήρξε από τους σημαντικότερους εθνικούς ευεργέτες, η συχνά παρασκηνιακή δραστηριότητά του συγκέντρωσε πυκνά πυρά κριτικής τόσο κατά τη διάρκεια της ζωής του, όσο και από την ιστοριογραφία. Συνδέθηκε με οικονομικά σκάνδαλα και τυχοδιωκτικές κινήσεις, οι οποίες απέβησαν κερδοφόρες για τον ίδιο, αλλά ζημιογόνες για το ελληνικό ∆ημόσιο, με κορυφαία περίπτωση τη χρεοκοπία της χώρας το 1893. Πάντως, όποια ερμηνευτική προσέγγιση και αν ακολουθήσει κανείς, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα άφησε ανεξίτηλο στίγμα, με το οποίο ασφαλώς καθίσταται δυνατή η κατανόηση της πραγματικότητας του ελληνικού κράτους.
«Έκαστος εφ’ ω εκλήθη»
Οικογένεια και σπουδές.
Ο Ανδρέας Συγγρός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1830 από Χιώτες γονείς, οι οποίοι έζησαν την τρομερή σφαγή του νησιού το 1822 και αναζήτησαν, μέσα από πολλές περιπέτειες, καταφύγιο σε ασφαλέστερα μέρη. Ο πατέρας ήταν γιατρός, με σπουδές στην Πίζα, ενώ η μητέρα του, το γένος Νομικού, προερχόταν από οικογένεια που καταγινόταν με το εμπόριο του μεταξιού. Ο ∆ομένικος Τσιγγρός, όπως ήταν το αρχικό επίθετο, και η Νικολέτα νυμφεύθηκαν το 1820 και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γεώργιο και τον Ανδρέα. Όπως συνηθιζόταν τότε, οι εντολές του πατέρα αποτελούσαν έναν γενικά αποδεκτό οδηγό –ένα είδος εντολής– για την επαγγελματική ενασχόληση των παιδιών. Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρωτότοκος προοριζόταν για το εμπόριο, ενώ ο Ανδρέας για να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κανόνας αυτός ανατράπηκε, αφού έγινε το αντίστροφο. Κι αυτό γιατί ο μικρός Ανδρέας είχε επιδείξει έφεση και αγάπη προς το εμπόριο. Η μαρτυρία του είναι χαρακτηριστική όταν αναφέρεται στη ζωή του στη Σύρο, εκεί που είχε μετακομίσει η οικογένειά του από τον Απρίλιο του 1840, στο νησί δηλαδή όπου «είχε συγκεντρωθή» σχεδόν όλος ο εμπορικός κόσμος «πάσης της Ελληνικής φυλής ελευθέρας και δούλης», όπως περιγράφει την πράγματι σπουδαία ανάπτυξη που γνώριζε τότε η πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Την ίδια στιγμή, λοιπόν, που «έβλεπε τα βιβλία ως εχθρούς», θυμόταν με πόση ευχαρίστηση στεκόταν έξω από τα παράθυρα του υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης, «εκεί όπου εμετρούντο συνήθως τάλληρα πολλά» και αισθανόταν μεγάλη «ηδονήν εις το άκουσμα του ήχου αυτών». Συνεπώς, η έντονη αυτή προδιάθεσή του θα υπερνικήσει τις έντονες αντιρρήσεις του πατέρα του, θα ακολουθήσει τον δρόμο του εμπορίου, ενώ ο αδελφός του, ίσως γιατί δεν είχε την «επιμονήν» του ή την «αυθάδειάν» του, θα υπακούσει στην πατρική εντολή και θα γίνει εκείνος γιατρός.

Αλλά πριν απ’ όλα αυτά αξίζει, συνοπτικά ίσως, να αναφερθούμε στις περιπέτειες της οικογένειάς του, απείκασμα μιας ταραγμένης περιόδου, μέσα στην οποία θα γεννηθεί και θα γαλουχηθεί ο Συγγρός. Μετά τις σφαγές στη Χίο, οι γονείς θα βρουν καταφύγιο στην Τήνο, όπου η νέα προσφυγική ζωή τους δεν θα έχει καμία σχέση με τις ανέσεις που απολάμβαναν μέχρι τότε στο νησί τους. Από την Τήνο θα μεταβούν στη Μύκονο και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, με ψεύτικο αγγλικό διαβατήριο, ως δήθεν κάτοικοι της αγγλικής Ιονίου Πολιτείας. Οι πολυπληθείς Χιώτες που κατοικούσαν στην Πόλη θα περιποιηθούν το ζευγάρι και η φήμη του ∆ομένικου ως καλού γιατρού με σπουδές στην Εσπερία δεν θα αργήσει να του αποφέρει πελατεία και μια καλύτερη ζωή. Μάλιστα, θα κερδίσει και την εμπιστοσύνη του σουλτάνου, ο οποίος θα του αναθέσει την ιατρική φροντίδα της αδελφής του και θα του εξασφαλίσει δωρεάν εξαιρετική κατοικία. Αλλά όταν αρνήθηκε να συνοδεύσει τον σουλτάνο σε μια εκστρατεία, ως προσωπικός γιατρός, φοβήθηκε και διέφυγε στο Ταϊγάνιο της Ρωσίας. Το ψυχρό κλίμα της πόλης αλλά και η σφοδρή επιθυμία του πατέρα να τύχουν τα δύο παιδιά τους μιας καλής ελληνικής παιδείας οδήγησαν την οικογένεια στην Άνδρο το 1834, στο νησί που είχε αποκτήσει φήμη για τη Σχολή του Θεόφιλου Καΐρη.

Τα δύο παιδιά θα εγγραφούν στη σχολή και σε ηλικία οκτώ ετών ο Ανδρέας θα παρακολουθήσει τα μαθήματα, τα οποία χαρακτηρίζονταν από ένα μεγάλο εύρος γνωστικών πεδίων, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες τάξεις: φυσική, μεταφυσική, λογική, θεολογία και άλλα φιλοσοφικά μαθήματα. Η μαθητική εμπειρία του νεαρού Συγγρού αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τη ζωή της σχολής, που συντάραξε το πανελλήνιο στα μέσα του 19ου αιώνα και προκάλεσε τον διωγμό του Καΐρη. Η φήμη του δασκάλου, ενός εκ των τελευταίων εκπροσώπων του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού, προκάλεσε την αθρόα εγγραφή στη σχολή από πολλές περιοχές της Ελλάδας. Ωστόσο, οι θεολογικές και φιλοσοφικές δοξασίες που υιοθέτησε ο Καΐρης, όντας ιερομόναχος της ελληνικής Εκκλησίας, και οι οποίες προσέγγισαν περισσότερο τον ντεϊσμό, άρχισαν να προκαλούν συζητήσεις στο νησί και γρήγορα σε ολόκληρη τη χώρα. Η μαρτυρία του Συγγρού αναφέρεται στην αντικατάσταση των ακολουθιών και των λειτουργιών της ορθόδοξης Εκκλησίας από ύμνους και τελετές στη σχολή, στο όνομα του «ενός Θεού». Ο δεκαετής σπουδαστής είχε την περιέργεια να ανοίξει κρυφά τα τετράδια κάποιων από τους δασκάλους της σχολής, όπου διάβασε προσευχές, άγνωστες μέχρι τότε, αναφερόμενες σε ένα υπέρτατο ον, κάτι που του προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και σε συνδυασμό με τα «κρυφομιλήματα» των γονιών του για το θέμα, την «έμφυτη παιδική πονηρία» του, τον ενέβαλαν σε σκέψεις «ότι κάτι τρέχει». Από τη στιγμή που οι ιδέες του Καΐρη άρχισαν να διαδίδονται μεταξύ των κατοίκων του νησιού, το θέμα προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις και επέσυρε τον διωγμό του. Ο Συγγρός υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του επεισοδίου, όταν δηλαδή πολεμικό πλοίο έφτασε στην Άνδρο για να συλλάβει τον Καΐρη, πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που οι εντεταλμένοι αξιωματικοί μετέβησαν στο σπίτι του για να γευματίσουν και συνομίλησαν για το θέμα με τον πατέρα του.

Μετά το κλείσιμο της Σχολής Καΐρη, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Σύρο το 1840, οπότε τα δύο αδέλφια γράφτηκαν στο Γυμνάσιο του νησιού. Ο Ανδρέας εντυπωσιάστηκε από την πρώτη στιγμή από την οικονομική ανάπτυξη της Σύρου, το αγκυροβολημένο εμπορικό ατμόπλοιο που έβλεπε για πρώτη φορά και τη σφύζουσα αγορά με το πλήθος των εμπόρων και των πωλητών. Το νησί στα μέσα του 19ου αιώνα γνώριζε πρωτοφανή ανάπτυξη και αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά λιμάνια της Μεσογείου. Ήταν ίσως ο καταλληλότερος χώρος για να διαπλαστεί ο χαρακτήρας του μετέπειτα επιχειρηματία, δεδομένου ότι οι ποικίλες εκδηλώσεις της αστικής τάξης του νησιού συνδύαζαν την πολυτελή κοσμική επίδειξη με τις εργώδεις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η μαθητεία του στο Γυμνάσιο διήρκεσε από το 1840 έως το 1845, διάστημα κατά το οποίο διαπίστωσε ότι η παρεχόμενη παιδεία δεν είχε κάτι «εξαιρετικώς ενδιαφέρον». Η επιμονή του και η πεισματική άρνηση στον πατέρα του να σπουδάσει ιατρική θα τον οδηγήσουν ως μαθητευόμενο υπάλληλο στην επιχείρηση του Ροδοκανάκη στη Σύρο και τρεις μήνες μετά, στην Κωνσταντινούπολη. Η πλατωνική ρήση που έμαθε από τον γυμνασιάρχη του, το «έκαστος εφ’ ω ετάχθη», θα βρει πλήρη εφαρμογή, και το ταξίδι του νεαρού Ανδρέα στον επιχειρηματικό κόσμο μόλις ξεκινούσε.
Κορυφαίος επιχειρηματίας
Από τα πρώτα βήματα στο εμπόριο στην καταξίωση και στον αμύθητο πλουτισμό.
Η τρίμηνη εργασία του Συγγρού στο εμπορικό του Ροδοκανάκη στη Σύρο θα αποτελέσει ένα πρώτο «σχολείο» για τον εμπορικό κόσμο, στον οποίο θέλησε να ξανοιχτεί. Τον Οκτώβριο του 1845 θα εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Στήριγμα και ξεναγός του τον πρώτο καιρό στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ο αδελφός του, ο οποίος προσπάθησε να τιθασεύσει κάπως την ανυπομονησία του για την πρώτη επαφή με τον μέλλοντα εργοδότη του. Μάταιος κόπος. Ο νεαρός Ανδρέας ήταν διψασμένος να γνωρίσει τον νέο χώρο όπου θα εργαζόταν, να καταπιαστεί όσο γινόταν πιο γρήγορα με τον τομέα των επιχειρήσεων, κι ας ήταν μόλις 15 ετών. Θα περάσει με επιτυχία τις «εξετάσεις» στις οποίες τον υπέβαλε ο μεγαλέμπορος της Πόλης Νικόλαος ∆αμιανός, γνώσεις «εγκυκλοπαιδικές», «εμπορικές», «καταστιχογραφίας» και αριθμητικής με υπολογισμούς πράξεων. ∆ιορίστηκε ως «τρίτος γραμματικός», με προϊστάμενο τον Κωνσταντίνο Ρουκάκη. Ξεκινούσε μια νέα ζωή με πολλαπλές απαιτήσεις και θα έπρεπε να προσαρμόσει τη ζωή του σύμφωνα με τις νέες συνθήκες, απογαλακτισμένος από τη δεδομένη μέχρι τότε οικογενειακή θαλπωρή. Αλλά κι αν ακόμη έρχονταν στον νου του νοσταλγικές σκέψεις για την πατρική του εστία και τις ανέσεις της, ήταν αποφασισμένος να επιτύχει. Αναγκάστηκε, όπως παραδέχεται, να υιοθετήσει και νέες συνήθειες, όπως το κάπνισμα και ο καφές, γιατί ήθελε να τον θεωρούν πολιτισμένο και όχι «αγροίκον».

Η επιχείρηση του ∆αμιανού είχε δύο γραφεία, το ένα στο κέντρο της Πόλης, το οποίο ρύθμιζε τις εισαγωγές υφασμάτων από την Αγγλία και την εξαγωγή μεταξιού, ενώ το άλλο είχε έδρα στη συνοικία του Γαλατά και καταπιανόταν με την εισαγωγή αποικιακών και την εξαγωγή «παντοίων» τουρκικών προϊόντων. Ταυτόχρονα, είχε υποκαταστήματα στη Βράιλα, στο Γαλάτσι, στην Τεργέστη και στο Μάντσεστερ. Συνεπώς, αναφερόμαστε σε έναν εξαιρετικά μεγάλο εμπορικό οίκο, με ανάλογα κέρδη. Ο μεγάλος ζήλος που επέδειξε ο νεαρός υπάλληλος του επέτρεψε σύντομα να αναλάβει και άλλα καθήκοντα, πέραν των γραμματειακών, όπως διαπραγματεύσεις αγοραπωλησιών, εκτελωνισμός εμπορευμάτων ή εισπράξεις χρημάτων. Ο ίδιος άρχισε να αντιλαμβάνεται κάποια ζηλοτυπία από το εργασιακό περιβάλλον για την πρόοδο που σημείωνε. Στις αλλεπάλληλες προσβλητικές παρατηρήσεις του προϊσταμένου του, του Ρουκάκη, ότι «δεν θα γίνη ποτέ άνθρωπος!», δεν δίστασε να απαντήσει με θάρρος ότι «μίαν ημέραν θα είμαι αυθέντης σου». Πάντως, η φιλεργατικότητά του προκάλεσε σύντομα τη συμπάθεια της συζύγου του ∆αμιανού, η οποία τρόπον τινά τον είχε λάβει υπό την προστασία της και σε κάθε ευκαιρία τον προσκαλούσε να απολαύσουν με τον σύζυγό της μια θεατρική παράσταση ή κάποια κοσμική εκδήλωση.
Αλλά η μεγάλη ευκαιρία τού δόθηκε όταν ο Ρουκάκης παραιτήθηκε, οπότε άδραξε την ευκαιρία να αποδεχθεί την πρόταση του ∆αμιανού να αναλάβει τη θέση του προϊσταμένου. Με περηφάνια ο ίδιος θυμάται: «Ήμην ήδη πρώτος γραμματικός», σε ηλικία μόλις 17 ετών, με τον όχι ευκαταφρόνητο μισθό των 6.000 γροσίων, οπότε είχε πλέον και κάποιο περίσσευμα, άρχισε δηλαδή να έχει «περιουσίαν […] γλυκυτάτην». Αλλά η καθοριστική στιγμή για τον Συγγρό θα είναι ο θάνατος του ∆αμιανού, ο οποίος λόγω της ασθενείας του είχε προλάβει ήδη να του αναθέσει τη διεύθυνση της επιχείρησης. Σε ηλικία 19 ετών ξεκίνησε ένα δύσκολο έργο το οποίο θα έφερνε εις πέρας, κάτι που οφειλόταν, σύμφωνα με τον ίδιο, στην αγάπη που έτρεφε για το συγκεκριμένο επάγγελμα. Μεγάλη ευθύνη αλλά και μεγάλος ο μισθός, αφού η θέση του διευθυντή τού απέφερε πλέον μισθό 30.000 γροσίων, όπως του ανακοίνωσε ο ένας από τους μετόχους της επιχείρησης, ο σιόρ Στρατής. Το νέο επαγγελματικό στάτους τον έκανε αποδέκτη προσκλήσεων σε κοινωνικές εκδηλώσεις των μεγαλεμπόρων και των τραπεζιτών της Πόλης. Νέες συναναστροφές, πολυτελείς δεξιώσεις, μια διαφορετική ζωή ξεκινούσε.
Ο πόλεμος όχι μόνο δεν ζημίωσε την επιχειρηματικότητά του, αλλά απεναντίας την ευνόησε, αφού διευρύνθηκε ο καταναλωτικός κύκλος της Πόλης από τα πολυπληθή πληρώματα των αγγλικών και γαλλικών πολεμικών πλοίων.
Το 1852 δεν θα αφήσει να πάει χαμένη μια ευκαιρία που του παρουσιάστηκε και αφορούσε τη μεταφορά σιταριού από την Κωνσταντινούπολη στη Ζάκυνθο. Με το κεφάλαιο των 40.000 γροσίων που είχε συγκεντρώσει, προχώρησε στην προαγορά της επικείμενης παραγωγής σε χαμηλή τιμή, ναύλωσε πλοίο και στο τέλος της εμπορικής αυτής πράξης υπερηφανευόταν ικανοποιημένος ότι είχε υπερτριπλασιάσει το αρχικό του κεφάλαιο και διπλασιάσει το «όλον της τότε περιουσίας» του. Και σπεύδει να εκφράσει τα συναισθήματά του, αποκαλύπτοντας συνάμα τη νοοτροπία που τον χαρακτήριζε και θα τον συνοδεύει στο υπόλοιπο του βίου του: «Μόνον όστις ειργάσθη ως έμπορος δύναται να εννοήση την ηδονήν τοιούτου κέρδους εξ εμπορικής πράξεως τόσον μικράς, ως επίσης την ευτυχίαν, ην αισθάνεται ο νέος εν τη αρχή του σχηματισμού περιουσίας…». Παράλληλα, συνέχισε την εργασία του στην εταιρεία, αλλά πλέον ως συνέταιρος, σε ηλικία 22 ετών.

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) θα προκαλέσει την απέλαση των Ελλήνων της Πόλης, οπότε ο Συγγρός υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Ελλάδα και, εξασφαλίζοντας πλαστό ολλανδικό διαβατήριο, επανήλθε στην επιχειρηματική του έδρα. Και όπως συμβαίνει σε περιόδους κρίσεων, ο πόλεμος όχι μόνο δεν ζημίωσε την επιχειρηματικότητά του, αλλά απεναντίας την ευνόησε, αφού διευρύνθηκε ο καταναλωτικός κύκλος της Πόλης από τα πολυπληθή πληρώματα των αγγλικών και γαλλικών πολεμικών πλοίων. Και η ναύλωση πλοίων, το ίδιο διάστημα, για μεταφορά ρωσικού κριθαριού μέσω Ρουμανίας και Σύρου, ούτως ώστε να παρακαμφθούν οι απαγορεύσεις που είχε επιβάλει το τσαρικό καθεστώς, απέφερε τεράστια κέρδη στον εμπορικό κόσμο της Πόλης, ευκαιρία που δεν άφησε ανεκμετάλλευτη ο Συγγρός. Μέσα στην κερδοσκοπική αυτή παραζάλη πολλοί βρέθηκαν αιφνιδιασμένοι και απροετοίμαστοι την επομένη της λήξης του πολέμου και πτώχευσαν. Όχι όμως ο ίδιος, ο οποίος αποτιμά θετικά την περίοδο, αφού «απεκτήθη κέρδος άξιον λόγου». Το επόμενο βήμα, το 1857, αφορούσε το εμπόριο του μεταξιού. Το συγκεκριμένο προϊόν παραγόταν σε Μικρά Ασία, Θράκη, Θεσσαλία και Περσία και εξαγόταν κυρίως στη Γαλλία. Ο Συγγρός, «μεταχειριζόμενος πολυειδή τεχνάσματα», κατόρθωσε να εξασφαλίσει καλύτερη ποιότητα σε πολύ καλές τιμές και να κυριαρχήσει στη γαλλική αγορά. Από τις συναλλαγές αυτές η εταιρεία του είχε κέρδη υπολογιζόμενα σε πάνω από ένα εκατομμύριο φράγκα, ενώ στον ίδιο αντιστοιχούσαν 70.000, δεδομένου ότι πλέον το μερίδιό του στην επιχείρηση είχε ανέβει στο 7%.
Φαίνεται ότι ο κύκλος της κοσμοπολίτικης Κωνσταντινούπολης περιόριζε τους ορίζοντες των επιχειρηματικών του σχεδίων, οπότε αποφάσισε να γνωρίσει την Ευρώπη. Επισκέφτηκε πολλές πόλεις πριν καταλήξει στην Αγγλία, τη χώρα που στα μέσα του 19ου αιώνα βρισκόταν με ταχείς ρυθμούς στην πρωτοπορία της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Η Αγγλία θα αποτελέσει αποκάλυψη και «σχολείο», καθώς αναφέρεται στο «μεγαλείον» του ελεύθερου εμπορίου, θαυμάζει την οργάνωση και χαρακτηρίζει την οικονομία της «τελείαν μηχανήν». Η τελευταία στάση του ήταν στη Γαλλία και από τις σαγήνες του κοσμικού Παρισιού στη Μασσαλία, όπου και το μεγαλύτερο κατάστημα της εταιρείας του. Εκεί, συζητώντας με τον βασικό μέτοχο Ζωρζή Πετροκόκκινο, του εκμυστηρεύτηκε το σχέδιό του για ίδρυση τράπεζας στην Κωνσταντινούπολη. Στις επιφυλάξεις του συνομιλητή του ο Συγγρός φάνηκε βέβαιος: «Η τέχνη έγκειται εις το να φαίνηταί τις ότι δίδει εις τους Τούρκους και αντί τούτου να λαμβάνη». Ήταν έτοιμος για το μεγάλο άλμα.

Το 1861 η εταιρεία θα διαλυθεί, όταν παρουσιάστηκε σχετική υστέρηση εσόδων. Ο Συγγρός έκλεινε αυτό το στάδιο της επιχειρηματικότητας με κέρδη 500.000 φράγκων και 100.000 σε ακίνητα. Θα ακολουθήσει η εταιρεία «Συγγρός, Κορωνιός και Σία» με τη συμμετοχή Ελλήνων της διασποράς, μεταξύ των οποίων και ο Στέφανος Σκουλούδης. Το 1869, επί πρωθυπουργίας Θρασύβουλου Ζαΐμη, το ελληνικό κράτος αδυνατούσε να διευθετήσει το δημοσιονομικό αδιέξοδο και η εταιρεία του Συγγρού θα ανταποκριθεί στην έκκληση για παροχή, με πρώτη δόση τα 500.000 φράγκα. Ήταν η πρώτη σημαντική συναλλαγή με το ελληνικό ∆ημόσιο. Σύντομα η εταιρεία θα διαλυθεί, με εισήγηση του Συγγρού, και θα ιδρυθεί η Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως. Το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα, εκμεταλλευόμενο την προϊούσα οικονομική δυσπραγία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα χορηγήσει δάνεια με όρους δυσμενείς για το κράτος και θα εκτοξεύσει την περιουσία του Συγγρού. Με την αυτοπεποίθηση που του έδινε το υψηλό οικονομικό στάτους, θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Οι αγορές τεράστιων εκτάσεων γης στην Αττική και οι υψηλές πολιτικές γνωριμίες θα τον καταστήσουν έναν άνθρωπο με υψηλότατο κύρος και καθοριστικό ρόλο στις οικονομικές κα πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Το 1881, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας, θα σπεύσει να αγοράσει σε χαμηλή τιμή πολλά τσιφλίκια από τους ανασφαλείς πλέον Οθωμανούς ιδιοκτήτες. Η Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας αλλά και η σύσταση της Πανελληνίου Ατμοπλοΐας θα τον διατηρήσουν στη θέση τού, μακράν από τους υπολοίπους, κορυφαίου επιχειρηματία.
Ο «Λαυριοφάγος»
Μια «πατριωτική εξαγορά», που χαρακτηρίστηκε από πολλούς σκάνδαλο.
Στην αγωνιώδη προσπάθεια του ελληνικού κράτους να δοθεί λύση στη χρόνια βιομηχανική υπανάπτυξη της χώρας μπορεί να ενταχθεί και η ψήφιση νόμου το 1867 «Περί μεταλλείων και ορυκτών». Ο στόχος του νόμου ήταν να προσελκύσει το επενδυτικό ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων επιχειρηματιών, προκειμένου με την εκμετάλλευση του υπεδάφους να τονωθεί η οικονομία, μέσω των εξαγωγών πρώτων υλών για τις βιομηχανικά αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Τα αποτελέσματα υπήρξαν ενθαρρυντικά: από το 1867 έως το 1875 κατατέθηκαν 1.086 αιτήσεις για παραχώρηση μεταλλευτικών δικαιωμάτων, εγκρίθηκαν 359 και ενεργοποιήθηκαν 40 σε ολόκληρη τη χώρα.
Η σημαντικότερη, ίσως, επένδυση ήταν αυτή των ορυχείων του Λαυρίου. Επενδυτής ήταν η ιταλογαλλική εταιρεία Σερπιέρι – Ρου, η οποία είχε ιδρυθεί το 1864 και ξεκίνησε τις εργασίες της ήδη από το 1865, πριν από την ψήφιση του προαναφερθέντος νόμου. Η παραγωγική δραστηριότητα υπήρξε άκρως ικανοποιητική, τόσο που κατέστησε την περιοχή «εστίαν βιομηχανικής ενεργείας και δραστηριότητος», ικανή «να κατασταθή κέντρον σημαντικού εμπορίου και ν’ αποτελέση μίαν των ανθηροτέρων ελληνικών πόλεων», όπως τόνιζε ο τμηματάρχης της ∆ημόσιας Οικονομίας του Υπουργείου Εσωτερικών Αλέξανδρος Μανσόλας το 1867. Σύντομα, η συγκεκριμένη κωμόπολη της Αττικής συγκέντρωσε πλήθος εργατών, όχι μόνο από τα γύρω χωριά, αλλά και από άλλες περιοχές της χώρας, από τη στιγμή που η ανάγκη για εργασία ήταν μεγάλη. Εκεί εργάζονταν κάτω από άθλιες συνθήκες, στυγνής εκμετάλλευσης.

Στα ορυχεία Λαυρίου υπήρχαν αργυρούχα μεταλλεύματα μολύβδου, γνωστά από την αρχαιότητα. Η εκμετάλλευση, όμως, των επιφανειακών αποθεμάτων από την ιταλογαλλική εταιρεία προκάλεσε την αντίδραση της αντιπολίτευσης, κυρίως του Επαμεινώνδα ∆εληγιώργη, ο οποίος υποστήριξε ότι το δικαίωμα περιοριζόταν μόνο στην εξόρυξη και όχι στην εκμετάλλευση των επιφανειακών μεταλλευμάτων. Το θέμα πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενώ οι φήμες ότι στις εκβολάδες του ορυχείου βρέθηκε χρυσός οργίαζαν. Και ενώ ο νόμος του 1867 δεν προσδιόριζε ακριβώς τα δικαιώματα της εταιρείας, η κυβέρνηση Αλέξανδρου Κουμουνδούρου ψήφισε νόμο στις 15 Μαΐου του 1871, με τον οποίο αποσαφηνιζόταν ότι οι εκβολάδες αποτελούσαν περιουσία του ελληνικού κράτους. Η αντίδραση της Εταιρείας ήταν άμεση και οξεία. Προσέφυγε -κατά πάγια τακτική σε ανάλογες περιπτώσεις που θίγονταν συμφέροντα ξένων- στις πρεσβείες της Γαλλίας και της Ιταλίας. Το ζήτημα, έτσι, προσέλαβε διπλωματικές και εθνικές διαστάσεις. Οι απαιτήσεις της εταιρείας, μέσω των πρεσβειών, έφτασαν τα 15.000.000 δραχμές ως αποζημίωση. Τόσο η κυβέρνηση Κουμουνδούρου όσο και αυτή του ∆ημητρίου Βούλγαρη που ακολούθησε δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Τότε ο Γεώργιος ανέθεσε την πρωθυπουργία στον ∆εληγιώργη, σε εκείνον δηλαδή που είχε πρωτοστατήσει στην καταγγελία κατά της εταιρείας.
Ο πρωθυπουργός παρέπεμψε το θέμα στη δικαιοσύνη, αλλά η ιταλογαλλική πλευρά αρνήθηκε, θεωρώντας ότι κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης τα ελληνικά δικαστήρια θα μεροληπτούσαν. Αντιπρότεινε η υπόθεση να εκδικαστεί από τρίτη χώρα, την Αυστρία εν προκειμένω. Κάτι τέτοιο η ελληνική κυβέρνηση το αρνήθηκε, θεωρώντας ότι αποτελεί απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων, αφού στην ουσία θα εφαρμοζόταν η ήκιστα τιμητική για το κύρος της χώρας πρακτική της ετεροδικίας. Η ένταση κορυφώθηκε και απειλήθηκε ακόμη εμπορικός και διπλωματικός πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών.
Ο ∆εληγιώργης, ο οποίος έμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του, έχοντας και τη συμπαράσταση του Γεωργίου, είδε ως κατάλληλη λύση την εξαγορά της εταιρείας από Έλληνες επιχειρηματίες. Πράγματι, μετά από βολιδοσκοπήσεις και παρασκηνιακές συζητήσεις, βρέθηκε ο Έλληνας επενδυτής στο πρόσωπο του Συγγρού, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον, θεωρώντας πως το ζήτημα ήταν κυρίως διπλωματικό «ή τουλάχιστον εσωτερικής πολιτικής», όπως αντέτεινε στον κυβερνητικό απεσταλμένο και διαμεσολαβητή Βασίλειο Μελά. Ακολούθησε συζήτηση με τον πρεσβευτή της Γαλλίας, ο οποίος τον πίεσε για να δώσει λύση, υποσχόμενος μάλιστα να του δοθεί το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής του γαλλικού κράτους. Ανάλογη πίεση ασκήθηκε και από τον Αυστριακό πρεσβευτή, πλην όμως ο Συγγρός ενέδωσε μόνο στις παρακλήσεις του νομάρχη Αττικής Γ. ∆ρακόπουλο. Ο τελευταίος παρουσίασε το θέμα ως «εθνικόν», αναφέρθηκε στη «στεναχώρια» του Γεωργίου και τους φόβους του για διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Ιταλία και τη Γαλλία. Αποφασιστικής σημασίας υπήρξε και η συνάντηση του Συγγρού με τον ίδιο τον πρωθυπουργό, στη δεδομένη συγκυρία τον ∆εληγιώργη, του οποίου η επιχειρηματολογία έκλεισε ως εξής: «Το ζήτημα δεν είναι περί χρημάτων, είναι περί της φιλοτιμίας της Ελλάδος, και η εθνική φιλοτιμία πάση θυσία πρέπει να σωθή», υποσχόμενος να τον στηρίξει στο επιχειρηματικό του εγχείρημα με κάθε τρόπο, αρκεί οι Γάλλοι και οι Ιταλοί ανταπαιτητές «να παν εις την οργήν του Θεού και να ησυχάσωμεν». Συνεπώς, ο Συγγρός αποδίδει την εμπλοκή του στο ζήτημα των ορυχείων -ανεξάρτητα από την ειλικρίνειά του ή μη- στην πατριωτική του διάθεση, με σκοπό να απεμπλέξει το ελληνικό κράτος από τις αφόρητες διπλωματικές πιέσεις.

Τελικά, ο Συγγρός, «πιεσθείς πολυειδώς», τέθηκε τον Φεβρουάριο του 1873 επικεφαλής ομάδας Ελλήνων επενδυτών και εξαγόρασε το 50% της εταιρείας, καταβάλλοντας 11,5 εκατομμύρια φράγκα. Συνιδιοκτήτης παρέμενε ο Σερπιέρι και δημιούργησαν την Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου. Το αρχικό κεφάλαιο της εταιρείας ορίστηκε στα 14.000.000 φράγκα, το οποίο αντιστοιχούσε σε 100.000 μετοχές. Άρχισε να διαχέεται ένα κλίμα εμπιστοσύνης και οικονομικής ευφορίας στη χώρα, ενώ η δημόσια εγγραφή για τις 50.000 μετοχές ξεπέρασε τις 600.000 αιτήσεις. Το νέο επιχειρηματικό σχήμα μπορούσε τώρα να εκμεταλλεύεται τόσο το υπέδαφος όσο και τις εκβολάδες. Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις της Ελλάδας με την Ιταλία και τη Γαλλία είχαν αποκατασταθεί, και έτσι το ζήτημα έκλεισε ως προς τη διεθνή του πλευρά.
Στο εσωτερικό της χώρας, όμως, τα ορυχεία Λαυρίου έμελλε να γίνουν το πρώτο μεγάλο σκάνδαλο του νεοσύστατου τότε οιονεί ελληνικού χρηματιστηρίου, το οποίο στεγαζόταν στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς». Συγκεκριμένα, ολοένα και περισσότερες φήμες κυκλοφορούσαν ότι είχε βρεθεί φλέβα χρυσού, συνεπώς οι μετοχές της εταιρείας άρχισαν μια ξέφρενη ανοδική πορεία, καθώς οι αγοραστές -κάθε κοινωνικής κατηγορίας- έσπευσαν να επενδύσουν. Στο σημείο αυτό ο Συγγρός, μάλλον απολογούμενος, τονίζει πως ο ίδιος ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψε στις φήμες «περί αμυθήτου πλούτου του εκ των εκβολάδων αναμενομένου» και σε όσους τον πλησίαζαν για πληροφορηθούν από πρώτο χέρι και να επωφεληθούν, συνιστούσε «σύνεσιν». Αλλά αυτό ενέτεινε τις φήμες, διότι ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια του Συγγρού να αποκρύψει την αλήθεια και να σφετεριστεί αδιάθετες μετοχές. Με τις φήμες να παίρνουν κατακλυσμιαία μορφή, ο ίδιος βρέθηκε στο επίκεντρο σφοδρών επικρίσεων, ιδιαίτερα από τον Τύπο. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτές οι διαδόσεις και οι φήμες διαψεύστηκαν από την πραγματικότητα: η τιμή της μετοχής ακολούθησε κάθετη πτώση. Οι νεόκοποι επενδυτές, όμως, είχαν απολέσει τα χρήματά τους, τις αποταμιεύσεις τους, αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, και τα κτήματά τους, τα οποία είχαν ήδη πωλήσει προκειμένου να αποκτήσουν ρευστότητα και να επενδύσουν στην Εταιρεία Λαυρίου. Επρόκειτο για μια βίαιη αναδιανομή του πλούτου εις βάρος των μικρών και μεσαίων στρωμάτων. Από την υπόθεση ο Συγγρός θεωρεί ότι υπήρχαν αυτοί που εκποίησαν έγκαιρα τις μετοχές και «τσέπωσαν σπουδαίαν ωφέλειαν» και αυτοί που έχασαν εξαιτίας της «απληστίας», υπερτιμώντας την αξία των μετοχών τους. Ο ίδιος δεν κατατάσσει τον εαυτό του σε αυτές τις κατηγορίες, αφού η Τράπεζά του, από την οποία άντλησε τα κεφάλαια, δεν «απεκόμισε κέρδος». Το παράπονό του ήταν ότι του αποδόθηκε από την κοινή γνώμη και τον Τύπο ο χαρακτηρισμός «Λαυριοφάγος».
Η πτώχευση του 1893
Με τον Τρικούπη και απέναντι στον Δηληγιάννη στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Το 1885, ο Συγγρός εγκαινίασε την πολιτική του σταδιοδρομία, εκλεγόμενος βουλευτής Σύρου. Επανεξελέγη το 1890, με σταθερή άποψη για τον πολιτικό του ρόλο: όχι την ένταξη σε ένα από τα υπάρχοντα κόμματα αλλά κινούμενος «αμερολήπτως» για να υποστηρίζει ό,τι θεωρούσε «συμφέρον» στην Πολιτεία. Αυτό ισχυρίζεται ο ίδιος, ωστόσο εξετάζοντας την εικοσαετή πολιτική του δράση, διαπιστώνουμε σύγκλιση με την πολιτική του Τρικούπη, σίγουρα πάντως εναντίωση στην πολιτική του ∆ηλιγιάννη. Ο τελευταίος κέρδισε στις εκλογές του 1890 και σχημάτισε κυβέρνηση μέσα σε βαρύ κλίμα, καθώς η οικονομική δυσπραγία σκίαζε το πολιτικό σκηνικό. Η κυβέρνηση αντιμετώπιζε πρόβλημα εξευρέσεως του αναγκαίου εξωτερικού συναλλάγματος, προκειμένου να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια των εξωτερικών δανείων. Ταυτόχρονα, στις αρχές της δεκαετίας του 1890 άρχισε να εμφανίζεται πτώση των εξαγωγών, ενώ ξεκίνησε και η σταφιδική κρίση. Η επιδείνωση των οικονομικών δεικτών υποχρέωσε τον ∆ηλιγιάννη να λάβει μέτρα σκληρής λιτότητας, ενώ παράλληλα άνοιξε μέτωπο και με τους μεγαλομετόχους της Εθνικής Τράπεζας. Η κίνηση αυτή υπήρξε η απαρχή της ρήξης του με το μεγάλο κεφάλαιο.

Στον πόλεμο των κεφαλαιούχων εναντίον του Γορτύνιου πολιτικού προΐσταται ο Συγγρός και ο φίλος του Αντώνιος Βλαστός, αντιπρόεδρος της Τράπεζας Προεξοφλήσεων του Παρισιού. Επωφελούμενοι της δημοσιονομικής καχεξίας, επιδίωξαν την ίδρυση Τραπέζης του Κράτους, διεκδικώντας το προνόμιο να εισπράττουν ορισμένες δημόσιες προσόδους, κάτι ανάλογο με αυτό που είχε γίνει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τη δύναμη που θα αποκτούσε η συγκεκριμένη τράπεζα θα μπορούσε να απορροφήσει τις μικρότερες, καθιστώντας την κολοσσό στον πιστωτικό τομέα και ελέγχοντας το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας. Με δεδομένη την εχθρότητα του ∆ηλιγιάννη προς τους εκπροσώπους του παροικιακού κεφαλαίου, η άρνησή του ήταν αυτονόητη. Από εκεί και μετά ξεκίνησε ένας αδυσώπητος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων κεφαλαιούχων εναντίον της κυβέρνησης με κερδοσκοπικά παιχνίδια. Το αποτέλεσμα ήταν μέσα σε τρεις μήνες η αξία των ελληνικών χρεογράφων στο εξωτερικό να σημειώσει ραγδαία πτώση.

Η οικονομική κρίση διαχύθηκε και στην πολιτική και αναζητήθηκε εναλλακτική λύση. Ως ενδιάμεση λύση στα δύο μεγάλα κόμματα άρχισε να κυοφορείται η ίδρυση ενός άλλου κόμματος, του Τρίτου. Πρωταγωνιστής για την ίδρυσή του ο Συγγρός, διότι, όπως υποστήριζε, «η διαίρεσις της Βουλής εις δύο μόνον κόμματα απετέλει παντοδυναμίαν» εκείνου που ήταν στην κυβέρνηση, την οποία και καταχρόταν με την ψήφιση νόμων «αμελετήτων και ως επί το πολύ προσωπικών». Το εν λόγω κομματικό μόρφωμα δεν είχε αρχηγό, αφού «δεν επρόκειτο ν’ αποτελέση κόμμα αυτοτελές αποβλέπον προς μονομερή κατάληψιν της εξουσίας, αλλ’ […] ομάδα μετριάζουσαν εκάστοτε τας υπερβολάς των ετέρων δύο». Βασική προσδοκία του ήταν ότι το νέο κόμμα θα προωθούσε την ίδρυση της πολυπόθητης Τραπέζης του Κράτους. Από τα παρασκήνια, ο Συγγρός βυσσοδομούσε εναντίον της κυβέρνησης ∆ηλιγιάννη, υπέσκαπτε τον ρόλο του και κατάφερε να πείσει τον Γεώργιο να τον αποπέμψει, κάτι που ο ίδιος όμως διαψεύδει. Με πρωτοβουλία του στέμματος σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Κ. Κωνσταντόπουλο με βάση το νέο Τρίτο Κόμμα και αναζητήθηκαν αποστάτες από τα δύο μεγάλα. Αποστάτες δεν βρέθηκαν, και έτσι η πολιτικά άκομψη παρέμβαση του Γεωργίου όχι μόνον απέτυχε, αλλά δημιούργησε πολιτική αναταραχή με εκτεταμένα επεισόδια στην πρωτεύουσα. Το πείραμα Κωνσταντόπουλου απέτυχε και, συνεπώς, το σχέδιο του Συγγρού έμεινε μετέωρο. Μόνη λύση πια ήταν οι εκλογές.
Αυτές πραγματοποιήθηκαν το 1892 και ο Τρικούπης κατάφερε με συντριπτική νίκη να επανέλθει στην εξουσία. 0ι κρίσιμες οικονομικές περιστάσεις υποχρέωσαν τον Τρικούπη να κρατήσει ο ίδιος το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Οικονομικών. Εννοείται ότι πρώτιστο μέλημα της νέας κυβέρνησης ήταν η εξεύρεση λύσης για τα οικονομικά πράγματα της χώρας, τα οποία ολοένα χειροτέρευαν. Για τον πρωθυπουργό η λύση ήταν γνωστή: σύναψη δανείων από το εξωτερικό και εφαρμογή μιας πολιτικής σκληρής λιτότητας, που έπληττε κυρίως τη δωρεάν εκπαίδευση. Ως προς τον εξωτερικό δανεισμό, οι όροι που άρχισαν να προβάλλονται ήταν δυσμενέστατοι, απόδειξη της χαμηλής πλέον πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Ως προς τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική, ο Τρικούπης έπρεπε να αντιμετωπίσει την οργή των λαϊκών στρωμάτων, ιδίως δε της φοιτητικής νεολαίας.
Όμως, στο εξωτερικό είχε αρχίσει να παρατηρείται διχογνωμία ως προς τη σκοπιμότητα ή μη της σύναψης νέου δανείου προς τη χώρα και ενώ ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός ήταν πλέον τετελεσμένο γεγονός. Το δημόσιο χρέος, από 168.000.000 (1876), διπλασιάστηκε (1884), τετραπλασιάστηκε (1887) και επταπλασιάστηκε (1893). Ο δημόσιος τομέας είχε υπερδιογκωθεί, αποτέλεσμα της πελατειακής λογικής που διαχεόταν στην κοινωνία ως κυρίαρχη αντίληψη, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες είχαν υπερδιπλασιαστεί μεταξύ 1879-1883, εν σχέσει με την προηγούμενη πενταετία. Η Ελλάδα δανειζόταν ανεξέλεγκτα, με επαχθέστατους όρους, τα επιτόκια ήταν υψηλά, οι προμήθειες τσουχτερές, οι δόσεις πυκνές, οι περίοδοι χάριτος ανύπαρκτες. Ο Συγγρός είχε ήδη διαβλέψει τη μοιραία εξέλιξη: «να προμακρύνωμεν την πτώχευσιν ναι, αλλά να την αποφύγωμεν όχι», αφού «ουδέν μέτρον ριζικόν προπαρασκευάζον τα υλικά μέσα προς αντιμετώπισιν των αναγκών», λαμβανόταν μπροστά στο «τοσούτον εξογκούμενον δημόσιον χρέος».

Στην περίσταση αυτή οι Άγγλοι, θέλοντας να στηρίξουν τον «έμπιστό» τους Τρικούπη, τάσσονταν υπέρ της χορήγησης νέου δανείου, ενώ οι Γάλλοι τηρούσαν αντίθετη στάση. Τα νήματα από το Παρίσι κινούσε ο Βλαστός και από την Αθήνα ο Συγγρός, οι οποίοι δεν είχαν εγκαταλείψει το σχέδιό τους για την ίδρυση της Τραπέζης του Κράτους και επιδίωκαν την πτώχευση της χώρας, προκειμένου να αναλάβουν το προνόμιο και τον έλεγχο των προσόδων του κράτους. Χαρακτηριστικό των διαθέσεων των πιστωτριών χωρών ήταν οι διαφορετικές εκτιμήσεις που έκαναν η Αγγλία και η Γαλλία. Ο Εδουάρδος Λω διαπίστωσε ότι υπήρχαν οι προϋποθέσεις για σύναψη νέου δανείου με την Ελλάδα. Στην έκθεσή του πάντως τόνιζε την παντελή έλλειψη στατιστικών δεδομένων για την ελληνική οικονομία, την ανάγκη περιστολής των δημοσίων δαπανών την αύξηση της φορολογίας και τη βελτίωση του μηχανισμού είσπραξης των φόρων. Αυτά, με τη σειρά τους, προϋπέθεταν αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης και σταδιακή μείωση του κυκλοφορούντος χρήματος. Ο Γάλλος επιθεωρητής Ρου ισχυριζόταν το αντίθετο και η Γαλλία κίνησε τους μηχανισμούς για την περαιτέρω έκθεση της κακής ελληνικής οικονομίας στην Ευρώπη. Με δεδομένη πάντως την πολιτική βούληση του Λονδίνου να στηρίξει τον Τρικούπη, η Ελλάδα συνήψε δάνειο με την Αγγλία, αξίας 3.500.000 στερλινών. Αλλά οι, αναμενόμενα, επαχθείς όροι προκάλεσαν πολλαπλές αντιδράσεις. Η κύρωση του δανείου καταβλήθηκε προσπάθεια να γίνει απευθείας με Βασιλικό ∆ιάταγμα, χωρίς να πραγματοποιηθεί συζήτηση στη Βουλή. Η αντίδραση της αντιπολίτευσης ήταν σφοδρή, ενώ ο Συγγρός που καιροφυλακτούσε δήλωσε στον Γεώργιο ότι με το συγκεκριμένο δάνειο υποθηκευόταν η εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία της Ελλάδας. Ο Γεώργιος για μία ακόμα φορά δέχτηκε την εισήγηση του Συγγρού, αρνήθηκε να επικυρώσει το δάνειο, το οποίο τελικά ματαιώθηκε. Για τον Τρικούπη δεν έμενε πια παρά η παραίτηση της κυβέρνησής του.

Τότε ο Γεώργιος θέλησε να επαναλάβει το πείραμα το Τρίτου Κόμματος, αναθέτοντας τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Σωτηρόπουλο. Ο τελευταίος ακολούθησε τον δρόμο που είχε πάρει η Αργεντινή δύο χρόνια πριν, προκειμένου να μην πτωχεύσει: μην έχοντας συνάλλαγμα για να ανταποκριθεί στις εξωτερικές υποχρεώσεις, έλαβε δάνειο από τον οίκο του Λονδίνου Χάμπρο, με το οποίο κεφαλαιοποίησε τους καθυστερημένους τόκους, μετατρέποντας τα καθυστερημένα τοκομερίδια προηγούμενων δανείων σε τίτλους νέου δανείου. Επρόκειτο για τέχνασμα, γεγονός που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τις διεθνείς αγορές. Οι φήμες για επικείμενη χρεοκοπία φούντωναν. Τον Οκτώβριο του 1893 ανέλαβε την πρωθυπουργία πάλι ο Τρικούπης. Έσπευσε να ακυρώσει το δάνειο-τέχνασμα του Σωτηρόπουλου για να μην εκτίθεται η χώρα στις ξένες αγορές και προσπάθησε για τη σύναψη νέου. Όμως κάτι τέτοιο ήταν πια αδύνατο. Στις 10 ∆εκεμβρίου του 1893 κηρύχθηκε η πτώχευση της χώρας. Ο πόλεμος του 1897 και η επιβολή του ∆ιεθνούς Οικονομικού Ελέγχου τον επόμενο χρόνο θα αποτελέσουν το συμπλήρωμα μιας τριλογίας που σημάδεψε με μελανά χρώματα την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα.
Εθνικός ευεργέτης
Τεράστιο το φιλανθρωπικό έργο και πλήθος οι δωρεές.
Ο Ανδρέας Συγγρός, ασφαλώς, κατατάσσεται στη χορεία των εθνικών ευεργετών της χώρας, αφού, με την τεράστια περιουσία που απέκτησε, μπόρεσε να προσφέρει εξαιρετικά σημαντικό κοινωνικό έργο, με έργα σπουδαία, ορισμένα εκ των οποίων μέχρι και σήμερα έχουν τη δική τους συμβολή στην ελληνική κοινωνία. Στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι δεν έχουν λείψει ισχυρές αντιρρήσεις από τον χώρο της ιστοριογραφίας ή της δημοσιογραφίας, διατυπωμένες διαχρονικά, οι οποίες αμφισβητούν τον όρο «εθνικός ευεργέτης», με τον ισχυρισμό ότι οι ποικίλες δωρεές προς το ελληνικό κράτος, προϊόν ιδιοτελών στοχεύσεων, αποτελούν απλώς προπέτασμα καπνού για να καλυφθούν άλλες πράξεις, εξόχως παράνομες ή, εν πάση περιπτώσει, κερδοσκοπικές. Αλλά ακόμη κι αν απομακρυνθούμε από εξωραϊστικές υπεραπλουστεύσεις μιας βιογραφικής προσέγγισης ενός προσώπου -κάτι ασφαλώς επιβεβλημένο-, ο ευεργετισμός, μέσω ποικίλων κοινωφελών δωρεών, δεν αναιρεί την ουσία αυτής καθ’ εαυτής της πράξης. Ο τρόπος απόκτησης του πλούτου από των δωρητή-ευεργέτη, θεμιτός ή αθέμιτος, μπορεί να συνεξεταστεί, να αποτιμηθεί ή να επισημανθεί εντόνως, όχι όμως να ακυρώσει με ηθικού ή πολιτικού χαρακτήρα επιχειρήματα, την πράξη της δωρεάς, από την οποία εξάλλου επωφελείται από την πρώτη στιγμή το κοινωνικό σύνολο. Η διευκρίνιση είναι αναγκαία, διότι ειδικά ο Συγγρός έχει συγκεντρώσει πλήθος καταγγελτικών σχολιασμών, όπως «μηχανορράφος» και «λωποδύτης φιλάνθρωπος».

Τώρα, ως προς το φιλανθρωπικό του έργο, αυτό είναι πολύ μεγάλο, όπως προκύπτει και από την ιδιόγραφη διαθήκη, την οποία συνέταξε δύο χρόνια πριν πεθάνει: το κράτος, ιδρύματα, τοπικές κοινότητες ή φυσικά πρόσωπα γίνονται κληρονόμοι της τεράστιας περιουσίας του. Απ’ όλα αυτά ξεχωρίζουν δύο μεγάλα νοσοκομειακά ιδρύματα, ο «Ευαγγελισμός» και εκείνο που αφορά δερματολογικά νοσήματα και φέρει το όνομα του δωρητή. Ως προς το πρώτο, αυτό ιδρύθηκε το 1881, αφού οι προηγούμενες ενέργειες από το 1872 και εντεύθεν είχαν προσκρούσει στην έλλειψη πόρων. Μετά την αποπεράτωση του πρώτου κτιριακού συγκροτήματος, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια στις 25 Μαρτίου 1884. Στο πρώτο ∆Σ, πρόεδρος ορίστηκε η σύζυγος του Συγγρού, Ιφιγένεια, και τα μέλη του ήταν γυναίκες, όλες από οικονομικά εύρωστες οικογένειες. Ο Συγγρός δεν αναφέρει το παραμικρό για δωρεά, ωστόσο γνωρίζουμε ότι το 1897 θεμελιώθηκε ο οίκος των Αδελφών Νοσοκόμων, ο οποίος τελείωσε το 1898 με δωρεά του. Το νοσοκομείο Συγγρού ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1910 και υπήρξε το πρώτο ειδικό νοσοκομείο αφροδισίων και δερματικών νοσημάτων, το μοναδικό στην Ευρώπη, εκείνη την εποχή. Ανεγέρθηκε στην αριστερή όχθη του ποταμού Ιλισού, ως κληροδότημα του Συγγρού, και αρχικά λειτούργησε υπό την εποπτεία της Ιφιγένειας. Άγνωστο γιατί, ο Συγγρός ήταν ο εμπνευστής της δημιουργίας ενός νοσοκομείου προορισμένου ειδικά για τη νοσηλεία των πασχόντων από αφροδίσια νοσήματα. Εκεί μεταφέρονταν κυρίως οι πάσχουσες εκδιδόμενες γυναίκες, οι οποίες νοσηλεύονταν έως τότε σε άθλια κατάσταση σε ένα υποτυπώδες Κρατικό Νοσοκομείο Μεταδοτικών Νοσημάτων μαζί με άλλους αρρώστους που έπασχαν από αφροδίσια και δερματολογικά προβλήματα.
Με την τεράστια περιουσία που απέκτησε, μπόρεσε να προσφέρει εξαιρετικά σημαντικό κοινωνικό έργο, με έργα σπουδαία, ορισμένα εκ των οποίων μέχρι και σήμερα έχουν τη δική τους συμβολή στην ελληνική κοινωνία.
Από τις άλλες δωρεές ξεχωρίζει το πολεοδομικό συγκρότημα που κατασκευάστηκε το 1888 στη συνοικία των Αθηνών, τον Ταύρο, και χρησιμοποιήθηκε ως σωφρονιστικό κατάστημα. Τα επόμενα χρόνια θεωρήθηκαν από τις πιο σκληρές φυλακές -μολονότι στην κτηριακή προμετωπίδα υπήρχε η επιγραμματική φράση «πρέπει κάθε τιμωρημένος να γίνεται καλύτερος»- και λειτούργησαν μέχρι το 1960. Το Κτήμα Συγγρού, στα βόρεια προάστεια της πρωτεύουσας. κληροδότημα προς τη Γεωργική Εταιρεία Αθηνών από την Ιφιγένεια, η οποία στη διαθήκη της εξέφρασε τη ρητή επιθυμία η αξιοποίηση του Κτήματος να συμβάλει στη «μόρφωση καλών γεωργών και κηπουρών». Το κτήμα αγόρασε ο Συγγρός το 1875, την ίδια περίοδο δηλαδή που παντρεύτηκε την Ιφιγένεια. Το Κτήμα αποτελούσε ουσιαστικά τον περιβάλλοντα χώρο της έπαυλης του ζεύγους. Το 1988, η διαχείριση του Κτήματος πέρασε στο Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών, το οποίο αποτελεί μετεξέλιξη της Γεωργικής Εταιρείας Αθηνών και πλέον, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠ∆∆), τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Να προσθέσουμε το Μέγαρο Συγγρού, την κύρια οικία του στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, όπου σήμερα στεγάζεται η κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Με διαθήκη της η Ιφιγένεια το κληροδότησε στο Ελληνικό ∆ημόσιο «ίνα χρησιμεύει διαρκώς ως κατάστημα του Υπουργείου Εξωτερικών». Το εκπληκτικής αρχιτεκτονικής κτίριο κηρύχθηκε το 1976 από το Υπουργείο Πολιτισμού ως προστατευόμενο έργο τέχνης. Τέλος, να σημειώσουμε από τις δωρεές και τη διάνοιξη της λεωφόρου Συγγρού, η οποία συνδέει την Αθήνα με το Φάληρο, έργο το οποίο εντάσσεται στην αναπτυξιακή πολιτική του Τρικούπη, η πραγματοποίησή του όμως ξεκίνησε το 1898, με ποσά προερχόμενα από κληροδοτήματα του Συγγρού.


