Στις 24 Μαρτίου 1924 ενώπιον της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ανακηρύσσοντας και τυπικά την έναρξη της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, διατύπωσε μια τολμηρή πολιτική πρωτοβουλία: πρότεινε την ίδρυση και δεύτερου πανεπιστημίου στη χώρα, με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Η εξαγγελία αυτή δεν ήταν ένα στιγμιαίο πολιτικό τέχνασμα. Αντιθέτως, αποτελούσε θεμελιώδη προϋπόθεση ενός ευρύτερου σχεδίου εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού της ελληνικής παιδείας, σε μια χρονική στιγμή που η Ελλάδα επιχειρούσε να επαναπροσδιορίσει τις εθνικές, κοινωνικές και επιστημονικές της προτεραιότητες, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η επιδίωξη σύστασης ενός πανεπιστημίου «πρακτικών επιστημών» στη Μακεδονία εντασσόταν σε μια νέα αντίληψη· το ελληνικό κράτος, έχοντας υποστεί δραματική αναδίπλωση, όφειλε να στραφεί στο εσωτερικό του. Η Θεσσαλονίκη, με τον πολυεθνικό χαρακτήρα, τον γεωοικονομικό της δυναμισμό και την πληθυσμιακή έκρηξη, μετά την εγκατάσταση των προσφύγων, διέθετε όλες τις προϋποθέσεις για να εξελιχθεί σε κέντρο δημιουργίας ενός νέου επιστημονικού, πολιτισμικού και αναπτυξιακού μοντέλου.
Ο νόμος είχε τη δική του ιστορία…
Παρά τη σαφή πολιτική βούληση της κυβέρνησης Παπαναστασίου, η πορεία από την εξαγγελία στην υλοποίηση αποδείχθηκε μακρά και επίπονη. Η νομοθετική προετοιμασία, η οποία είχε ανατεθεί στον Δημήτρη Γληνό, γενικό γραμματέα του υπουργείου Παιδείας και κορυφαίο εκπρόσωπο του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, συνάντησε αλλεπάλληλα πολιτικά και διοικητικά εμπόδια. Στο διάστημα των 14 μηνών μέχρι την ψήφιση του ιδρυτικού νόμου 3341 (Ιούνιος 1925), σημειώθηκε εναλλαγή τριών κυβερνήσεων και τεσσάρων υπουργών Παιδείας. Η πολιτική λοιπόν αστάθεια είχε αποτέλεσμα οι διαδικασίες θεσμικής εκκόλαψης του νέου πανεπιστημίου να αποδειχθούν σύνθετες και απρόβλεπτες.
Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αντιμετωπίζοντας το νέο ίδρυμα ως πράξη υπονόμευσης της κυρίαρχης θέσης της, έσπευσε να καταγγείλει το νομοσχέδιο ως «εξάμβλωμα».
Αλλά και μετά την ψήφιση του νόμου για το νέο πανεπιστήμιο, η διαδρομή μέχρι και την έναρξη λειτουργίας της πρώτης του σχολής υπήρξε εξίσου περιπετειώδης. Στους περίπου 16 μήνες που μεσολάβησαν, άλλες τρεις κυβερνήσεις και άλλοι 11 υπουργοί Παιδείας χειρίστηκαν το θέμα με εξόχως πολιτικά και, πάντως, όχι ορθολογικά κριτήρια. Δύο φορές καταργήθηκε ο νόμος του Ιουνίου 1925 σε αυτό το διάστημα και τελικά επανήλθε στη ζωή με ένα δραστικό νομοθετικό διάταγμα της κυβέρνησης Γ. Κονδύλη (21-9-1926, ΦΕΚ 328), στο οποίο αναφερόταν ότι «κατά το ενεστώς σχολικόν έτος 1926-27 θεωρείται λειτουργούσα, άνευ άλλης διατυπώσεως, η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, αι δε γενόμεναι μέχρι σήμερον εγγραφαί ή δηλώσεις εγγραφής, είναι έγκυροι». Υστερα από την ισχυρή πολιτική βούληση που εκδήλωσε η κυβέρνηση και τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος που προσέδωσε στο νομοθετικό της διάταγμα, στένεψαν πλέον ασφυκτικά τα περιθώρια για νέες παλινδρομήσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, τον Νοέμβριο του 1926, άρχισε τη λειτουργία της η Φιλοσοφική Σχολή. Οι ιδέες του Παπαναστασίου και του Γληνού δοκιμάστηκαν, μεταλλάχθηκαν και ενίοτε απειλήθηκαν, όχι μόνο από την αλλαγή κυβερνητικών σχημάτων, αλλά και από την έντονη αντίδραση του Πανεπιστημίου της Αθήνας, που για σχεδόν 90 χρόνια ήταν το μόνο τριτοβάθμιο ίδρυμα της χώρας.

Το νέο ίδρυμα δεν θα εξυπηρετούσε την πολιτική του επεκτατικού μεγαλοϊδεατισμού, που είχε ναυαγήσει οριστικά, αλλά έναν νέο εθνικό ρεαλισμό.
Το εγχείρημα ίδρυσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης βρήκε απέναντί του μια σειρά ενστάσεων από το αθηναϊκό πανεπιστήμιο. Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιμετωπίζοντας το νέο ίδρυμα ως πράξη υπονόμευσης της κυρίαρχης θέσης της, έσπευσε να καταγγείλει το νομοσχέδιο ως «εξάμβλωμα». Η πολεμική ήταν διττή: αφορούσε τόσο το περιεχόμενο όσο και τη διαδικασία. Το γεγονός ότι οι πρώτοι καθηγητές δεν θα προέρχονταν κατ’ ανάγκην από το υπάρχον ακαδημαϊκό προσωπικό, αλλά από ευρύτερους κύκλους δημοτικιστών και προοδευτικών, πυροδότησε καχυποψία και σφοδρές αντιδράσεις. Οι πρωτεργάτες της ιδέας –Παπαναστασίου, Γληνός, Λυμπερόπουλος– επιχείρησαν να συγκροτήσουν ένα ίδρυμα με έντονα κοινωνικά, επιστημονικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Η εμπλοκή των εκπροσώπων του εκπαιδευτικού δημοτικισμού στη στελέχωση των εδρών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εκλήφθηκε ως μια επιθετική κίνηση απέναντι στην παραδοσιακή γλωσσολογική και ακαδημαϊκή ορθοδοξία του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνεπώς, οι λόγοι ήταν αρκετοί και σημαντικοί για να πυροδοτήσουν την αντίδραση –αν όχι εχθρότητα– του πανεπιστημιακού ιδρύματος της πρωτεύουσας.
Επιστημονική πολυμορφία και θεσμική αυτονομία

Οι χειρόγραφες σημειώσεις του Γληνού μαρτυρούν την πρόθεση συγκρότησης μιας νέας επιστημονικής κοινότητας, προσανατολισμένης σε νέα επιστημολογικά παραδείγματα, στην ερευνητική καινοτομία και τη μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης. Ανάμεσα στα ονόματα που προτείνονται για να στελεχώσουν το πανεπιστήμιο περιλαμβάνονται προσωπικότητες όπως ο Μανώλης Τριανταφυλλίδης, ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης και ο Αλέξανδρος Δελμούζος. Η επιλογή των προσώπων αυτών δεν ήταν τυχαία. αντανακλούσε το αίτημα για μια –φιλελεύθερης οπτικής– σύνδεση της επιστήμης με την κοινωνία και τη νεοελληνική πραγματικότητα, για έναν πανεπιστημιακό θεσμό που δεν θα εξυπηρετούσε εθνικές φαντασιώσεις αλλά υπαρκτές ανάγκες. Ο ιδρυτικός νόμος του 1925 και ο μεταγενέστερος οργανισμός του πανεπιστημίου ενσωματώνουν πλήθος νεωτερισμών: από τα προγράμματα σπουδών έως τον τρόπο πρόσληψης καθηγητών, από την επιστημονική πολυμορφία έως τη θεσμική αυτονομία. Ο σχεδιασμός προέβλεπε 24 πτυχία, έναντι εννέα του Πανεπιστημίου Αθηνών, εντάσσοντας για πρώτη φορά στα προγράμματα σπουδών εφαρμοσμένες και κοινωνικές επιστήμες (γεωπονία, δασολογία, πολιτικές επιστήμες), αλλά και ανθρωπιστικές σπουδές με σύγχρονο προσανατολισμό, όπως οι βαλκανικές και ανατολικές γλώσσες.
Το προτεινόμενο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης προοριζόταν, επομένως, να λειτουργήσει ως πεδίο εφαρμογής ενός διαφορετικού επιστημολογικού μοντέλου. Η ενσωμάτωση κοινωνικών και εφαρμοσμένων επιστημών, η διεύρυνση των γνωστικών αντικειμένων και η μέριμνα για τη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας μαρτυρούν την πρόθεση για μεταστροφή από τον ιδεαλισμό στον ακαδημαϊκό πραγματισμό.
Ιδεολογικός νεωτερισμός

Το όραμα Παπαναστασίου ήταν σαφές: το νέο ίδρυμα, σε αντίθεση με το Πανεπιστήμιο της Αθήνας και το βραχύβιο Ιωνικό Πανεπιστήμιο, δεν θα εξυπηρετούσε την πολιτική του επεκτατικού μεγαλοϊδεατισμού, που έτσι κι αλλιώς είχε ναυαγήσει οριστικά, αλλά έναν νέο εθνικό ρεαλισμό. Δεν επρόκειτο να φωτίσει γεωγραφίες με όρους πολιτισμικής υπεροχής, αλλά να λειτουργήσει ως γέφυρα κατανόησης με τους βαλκανικούς λαούς και ως μοχλός ενσωμάτωσης των προσφύγων και των μειονοτήτων στον βορειοελλαδικό χώρο. Σχεδιάστηκε προκειμένου να διαμορφώσει την πνευματική προμετωπίδα μιας Ελλάδας που ήθελε να προχωρήσει μπροστά, να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της γνώσης, της επιστήμης και της παιδείας στην οικοδόμηση ενός κράτους περισσότερο ανοιχτού στις σύγχρονες προκλήσεις.
Ο σχεδιασμός προέβλεπε 24 πτυχία, εντάσσοντας για πρώτη φορά στα προγράμματα σπουδών εφαρμοσμένες και κοινωνικές επιστήμες (γεωπονία, δασολογία, πολιτικές επιστήμες).
Η περιπέτεια της ίδρυσής του και οι πολιτικά ανώμαλες δεκαετίες που ακολούθησαν, αν και αποψίλωσαν όψεις του αρχικού οράματος για το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δεν ανέτρεψαν τον εν πολλοίς φιλελεύθερο χαρακτήρα του και την επιχειρούμενη ακαδημαϊκή ανανέωση της χώρας. Το νεοσύστατο ίδρυμα ενσάρκωνε ένα πρότυπο ανώτατης εκπαίδευσης που δεν αναπαρήγαγε απλώς το παρελθόν, αλλά επιχειρούσε να προετοιμάσει το μέλλον.
*Ο κ. Δημήτρης Φ. Χαραλάμπους είναι καθηγητής του ΑΠΘ.
**Ο κ. Ιωάννης Μπέτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ.
***Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

