Οι Ελληνες και η θάλασσα: Με κιούρτους, κοφίνια και αστακόμαντρες
οι-ελληνες-και-η-θάλασσα-με-κιούρτους-563663692
Αλιευτικά στην Κέρκυρα, το 1926. Ηδη από τον 19ο αιώνα το νησί του Ιονίου μαζί με την Yδρα, τη Σκιάθο, τη Σύρο, την Κύμη και τον Πειραιά είχαν δραστηριότητα στην αλιεία αστακού. [KEYSTONE-FRANCE/Gamma-Rapho via Getty Images]

Οι Ελληνες και η θάλασσα: Με κιούρτους, κοφίνια και αστακόμαντρες

Η αλιεία του αστακού είχε εξελιχθεί σε πολύ επικερδή δραστηριότητα ήδη από τον 19ο αιώνα. Οι πολλές και ευφάνταστες μέθοδοι ψαρέματος και συντήρησης του αλιεύματος που είχαν αναπτυχθεί σε Ιόνιο και Αιγαίο

Αλιευτικά στην Κέρκυρα, το 1926. Ηδη από τον 19ο αιώνα το νησί του Ιονίου μαζί με την Yδρα, τη Σκιάθο, τη Σύρο, την Κύμη και τον Πειραιά είχαν δραστηριότητα στην αλιεία αστακού. [KEYSTONE-FRANCE/Gamma-Rapho via Getty Images]
Νίκος Ε. Αλεβυζάκης

Η αριστοτελική ονομασία του αστακού έμελλε να διαγράψει ένα μακρύ ταξίδι στον χρόνο και στον χώρο, παραμένοντας ζωντανή μέχρι τις μέρες μας. Ο αρχαίος ελληνικός κάραβος, ξεπερνώντας την αρχική του σημασία, που ήταν ο αστακός, πέρασε στη λατινική γλώσσα ως carabus και χρησιμοποιήθηκε ως όρος που δήλωνε ένα είδος ελαφρού πλοίου. Στη συνέχεια εμφανίστηκε στα γαλλικά ως caravelle ή στα πορτογαλικά ως caravela, όροι που συνδέθηκαν με τα ιστιοφόρα πλοία της εποχής των ανακαλύψεων.

Ενώ στην ελληνική γλώσσα, η ίδια ρίζα διαμορφώθηκε ως καράβιον, καταλήγοντας στη σύγχρονη μορφή της λέξης καράβι [Pierre Chantraine, Dictionnaire étymologique de la langue grecque και Henry George Liddell – Robert Scott – Henry Stuart Jones (LSJ), A Greek-English Lexicon]. Ωστόσο, ο αστακός δεν ήταν μόνο μια λέξη με ενδιαφέρουσα ετυμολογική πορεία, αλλά και ένα πολύτιμο αλίευμα που τροφοδότησε τοπικές οικονομίες και αλιευτικές κοινότητες.

Τόποι και τρόποι

Στον ελληνικό χώρο η αλιεία του αστακού δεν ήταν άγνωστη δραστηριότητα. Αντιθέτως, φαίνεται πως σε ορισμένες περιοχές είχε αναπτυχθεί, λαμβάνοντας μάλιστα αξιόλογες διαστάσεις. Στις αλιευτικές εκθέσεις του 1879-1880, οι αστακοί αναφέρονταν ονομαστικά ως αλιεύματα από τα λιμάνια της Κέρκυρας, του Πειραιά, της Yδρας, της Σκιάθου, της Κύμης και της Σύρου. Ειδικότερα, ο λιμενάρχης Κέρκυρας πληροφορεί ότι η αλιεία του αστακού προσείλκυε έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό αλιέων και σκαφών, καθώς συγκέντρωνε πάνω από διακόσιους ψαράδες, με τη συνδρομή είκοσι αλιευτικών πλοίων.

Επίσης, η έκθεση γνωστοποιούσε πως η αλιεία του συγκεκριμένου μαλακόστρακου λάμβανε χώρα κατά κύριο λόγο τον Ιούνιο και πραγματοποιούνταν με χρήση παραγαδιών, μιας μεθόδου που δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη και καταγράφεται ως μοναδική περίπτωση για εκείνη την περίοδο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι στον κατάλογο των αλιευμάτων που παραθέτει η λιμενική αναφορά και περιελάμβανε πενήντα έξι είδη, η τιμή πώλησης του αστακού ήταν η υψηλότερη καταγεγραμμένη, τρεισήμισι δρχ. ανά οκά, όταν για παράδειγμα στο ίδιο νησί ο τόνος και το μπαρμπούνι κόστιζαν μία δραχμή και είκοσι λεπτά, η σαρδέλα και το σαυρίδι σαράντα λεπτά ή η μαρίδα τριάντα λεπτά ανά οκά.

Οι Ελληνες και η θάλασσα: Με κιούρτους, κοφίνια και αστακόμαντρες-1
Εικονογράφηση αστακού σε γερμανική επιστημονική έκδοση του 1893. Ο αρχαίος ελληνικός κάραβος, ξεπερνώντας την αρχική του σημασία (που ήταν ο αστακός), πέρασε στη λατινική γλώσσα ως carabus και χρησιμοποιήθηκε ως όρος που δήλωνε ένα είδος ελαφρού πλοίου.

Μια ιδιαίτερη περίπτωση αναδεικνύεται το νησί της Σκιάθου. Αν και από την αλιευτική έκθεση του υπολιμενάρχη προκύπτει πως το συγκεκριμένο μέρος δεν εμφάνιζε ούτε αξιοσημείωτο αριθμό αλιέων, μόλις τριάντα πέντε τον αριθμό, ούτε σημαντικό αλιευτικό στόλο, αφού είχαν καταγραφεί έξι αλιευτικά σκάφη, η αλιεία του αστακού είχε ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή, με διόλου αμελητέα κέρδη από την πώλησή του. Η αλιεία τους διεξαγόταν από τις αρχές Μαρτίου μέχρι τα τέλη Απριλίου, με κύριο αλιευτικό εργαλείο τα αστακόδιχτα. Η αξιοποίηση της αλιευτικής παραγωγής δεν περιοριζόταν μόνο στην άμεση κατανάλωση, καθώς φαίνεται πως είχε αναπτυχθεί κάποιο είδος εμπορίου αστακών, οι οποίοι δεν πωλούνταν ζωντανοί αλλά ταριχευμένοι.

Οι αλιείς της Σκιάθου είχαν αναπτύξει και εξασκούσαν μια ολόκληρη τεχνική ξήρανσης στον ήλιο και τον αέρα, προκειμένου να αφαιρεθεί η υγρασία από τα ουραία τμήματα των αστακών. Oταν η διαδικασία ολοκληρωνόταν και με τη χρήση του αλατιού, τότε τα ταριχευμένα προϊόντα διοχετεύονταν στο εμπόριο σε ιδιαίτερα υψηλή τιμή, καθώς η κάθε οκά πωλούνταν από οκτώ μέχρι δώδεκα δραχμές. Μάλιστα, η λιμενική υπηρεσία της Σκιάθου το 1879 έκανε λόγο για παραγωγή 2.500 οκάδων αστακού, ποσότητα που δυνητικά θα μπορούσε να αποφέρει έσοδα από 20.000 έως και 30.000 δραχμές.

Μια διαδεδομένη μέθοδος αλιείας των αστακών ήταν η χρήση παγίδων. Επρόκειτο για πλεκτά κλουβιά, κατασκευασμένα από λυγαριά, βούρλο, καλάμια ή ακόμη και από σύρμα κασσίτερου. Τα πιο διαδεδομένα είδη, που δεν περιορίζονταν όμως μόνο στην αλιεία των αστακών, ήταν οι κιούρτοι και τα κοφίνια ή κοφινέλλα. Οι κιούρτοι τοποθετούνταν στον πυθμένα της θάλασσας και είχαν σφαιρική μορφή, ενώ τα κοφίνια χρησιμοποιούνταν κυρίως στα μεσόνερα και είχαν ωοειδές σχήμα.

Οι παγίδες αυτές διέθεταν, κατά κανόνα, μόνο ένα στόμιο εάν υπήρχε και δεύτερο, τότε αποκαλούνταν δίστομες. Επιπλέον, κατασκευάζονταν και ειδικές παγίδες αποκλειστικά για τη σύλληψη των αστακών, γνωστές ως αστακοπαγίδες. Η αλιευτική διαδικασία με παγίδες διεξαγόταν κατά τη διάρκεια της νύχτας, με την τοποθέτησή τους κοντά στα καταφύγια των αστακών. Για την προσέλκυσή τους τοποθετούνταν, εκτός από φρέσκο λευκό δόλωμα, ένα κομμάτι λευκού υφάσματος ή μερικά θραύσματα λευκού πιάτου. Το συγκεκριμένο χρώμα λειτουργούσε ως δέλεαρ, προσελκύοντας τους αστακούς.

Η σημασία των παγίδων για την αλιεία του αστακού στις ελληνικές θάλασσες αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος επέλεξε να αποστείλει δείγματα αστακοπαγίδων στη μεγάλη αλιευτική έκθεση του Λονδίνου το 1883, στην οποία συμμετείχε. Στη Γηραιά Αλβιώνα, επιπλέον, εστάλησαν και ουρές αστακών από τη Σκόπελο, ως εξαιρετικά δείγματα του συγκεκριμένου είδους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιστολή του πλωτάρχη του Ελληνικού Ναυτικού, Ηλία Κανελλόπουλου, που απέστειλε στο υπουργείο Εσωτερικών, έπειτα από την επίσκεψή του στο ελληνικό εκθεσιακό τμήμα. Σε αυτήν επισήμανε την ανεπαρκή παρουσία εκθεμάτων και πρότεινε, μεταξύ άλλων, την αποστολή πετρόβυθων αστακών, καθώς υποστήριζε ότι το συγκεκριμένο είδος απαντάται αποκλειστικά στις ελληνικές θάλασσες.

Η αλιεία του αστακού αποτελούσε συχνή πρακτική και από τους σφουγγαράδες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αστακοαλιεία εμφανίζεται σε περιοχές όπου είχε αναπτυχθεί και η σπογγαλιεία, όπως, για παράδειγμα, στο νησί της Υδρας ή στο Τρίκερι της Μαγνησίας. Τόσο οι βουτηχτάδες όσο ακόμη περισσότερο οι δύτες με σκάφανδρο μπορούσαν να εντοπίσουν με ευκολία τους αστακούς στον βυθό, να τους συλλάβουν με τα χέρια τους και να τους τοποθετήσουν μέσα σε διχτυωτούς σάκους. Οι ποσότητες που αλίευαν ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες από εκείνες των επαγγελματιών αστακοαλιέων. Για τον λόγο αυτό οι ψαράδες διαμαρτύρονταν έντονα και ζητούσαν την κρατική παρέμβαση, προκειμένου να απαγορευθεί η συγκεκριμένη πρακτική από τους σπογγαλιείς.

Σε έκθεση του λιμενάρχη Κέρκυρας αναφέρεται ότι η τιμή πώλησης του αστακού ήταν η υψηλότερη – τρεισήμισι δρχ. ανά οκά, όταν ο τόνος και το μπαρμπούνι κόστιζαν μία δραχμή και είκοσι λεπτά.

Η «προδοσία» του χταποδιού

Η λαϊκή παράδοση έχει καταγράψει, σε πολλές παραλλαγές, τη σχέση αστακού και χταποδιού. Σύμφωνα με μια εκδοχή, υπήρξαν κάποτε στενοί φίλοι. Ζούσαν αρμονικά, βοηθώντας ο ένας τον άλλο να βρίσκουν τροφή και να αποφεύγουν τους κινδύνους. Ωστόσο, η προδοσία του πονηρού χταποδιού διέρρηξε τη φιλία τους, μετατρέποντάς τους σε θανάσιμους εχθρούς. Κατά μια άλλη αφήγηση, ο αστακός πρωτοστάτησε στον κύκλο των μαλακόστρακων, δηλαδή μεταξύ των καβουριών, των καραβίδων και των γαρίδων, προκειμένου να τα προστατεύσει από την απειλή του χταποδιού, και προσφέρθηκε να πολεμήσει εναντίον του. Eτσι, άρχισε να αρματώνεται για τη μεγάλη αναμέτρηση.

Σύμφωνα με τη θαλασσινή παράδοση, η προετοιμασία του διήρκεσε πολλά χρόνια, με ορισμένους ψαράδες να την υπολογίζουν σε σαράντα, ενώ άλλοι σε εκατό. Κατασκεύασε λοιπόν ισχυρές δαγκάνες, γέμισε το κεφάλι του με αγκάθια και βελόνες και ενίσχυσε το καβούκι του, ώστε να γίνει σκληρό και ανθεκτικό. Με αυτή την προετοιμασία ξεκίνησε για τη μάχη. Oταν, όμως, αντίκρισε το χταπόδι, κυριεύτηκε από φόβο και παραδόθηκε αμαχητί. Το χταπόδι τον τύλιξε με τα πλοκάμια του, τον έπνιξε και τον έφαγε. Εκτοτε δημιουργήθηκε ένας αξεπέραστος φόβος, με αποτέλεσμα κανένας αστακός να μην τολμήσει ξανά να αντιμετωπίσει το χταπόδι.

Οι Ελληνες ψαράδες ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη τεχνική αλιείας αστακών, εκμεταλλευόμενοι ακριβώς αυτή την αδυναμία τους προς τα χταπόδια. Συγκεκριμένα, έδεναν ένα ζωντανό χταπόδι στην άκρη ενός μακριού καλαμιού και το κατέβαζαν μπροστά στα ενδιαιτήματα του αστακού. Η παρουσία του χταποδιού διατάρασσε τη συμπεριφορά του αστακού, προκαλώντας του σπασμωδικές κινήσεις. Στην προσπάθειά του λοιπόν να αποφύγει το χταπόδι, ο αστακός κινούνταν πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπου, όμως, τον περίμενε ο ψαράς, συνήθως με απόχη ή καμάκι.

Το συγκεκριμένο είδος αλιείας μνημονεύεται από τον υπολιμενάρχη της Σκιάθου, ο οποίος έκανε λόγο για αλιεία αστακού στο νησί του και… διά κάμακος και οκταποδίων. Η σημαντική ανάπτυξη της αστακοαλιείας στη θαλάσσια περιοχή των Σποράδων κατέστησε αναγκαία τη χρήση ειδικής απόχης, η οποία διέθετε σιδερένιο δακτύλιο, ενώ ο διχτυωτός σάκος της έφερε πάντοτε στο κέντρο ένα κομμάτι φελλού. Το τελευταίο επέτρεπε στον σάκο να παραμένει ανοιχτός κατά την πόντισή του στο νερό, διευκολύνοντας τον εγκλωβισμό του αστακού.

Οι αστακοψαράδες της Σκύρου

Μια ξεχωριστή περίπτωση αποτέλεσαν οι ψαράδες από το νησί της Σκύρου, οι οποίοι ασχολήθηκαν συστηματικά με την αλιεία των αστακών. Δεν περιορίστηκαν στις τοπικές διαθεσιμότητες του νησιού τους, αλλά δραστηριοποιήθηκαν σ’ ολόκληρη τη θαλάσσια περιοχή των Σποράδων και του Βόρειου Αιγαίου. Η αστακοαλιεία αναπτύχθηκε ως επαγγελματική δραστηριότητα με σημαντικό οικονομικό αποτύπωμα και εξυπηρέτησε ένα εμπορικό δίκτυο που εκτεινόταν από τις ιχθυαγορές του Πειραιά και της Αθήνας έως εκείνες της Αλεξάνδρειας. Οι αστακοψαράδες της Σκύρου χρησιμοποίησαν και εξειδικεύτηκαν στα αστακόδιχτα με τα μεγάλα χαρακτηριστικά ανοίγματα.

Αστακούς αλίευαν και σφουγγαράδες σε ποσότητες ασύγκριτα μεγαλύτερες από εκείνες των επαγγελματιών αστακοαλιέων. Ετσι, οι τελευταίοι διαμαρτύρονταν έντονα και ζητούσαν κρατική παρέμβαση. 

Στο πλαίσιο της αποθήκευσης, της διατήρησης και της εμπορίας των αστακών, κατασκεύαζαν τις λεγόμενες αστακόμαντρες, καβουρόμαντρες ή, αλλιώς, αστακολίβαδα, εξαιρετικά δείγματα θαλασσινής – αλιευτικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Επρόκειτο για πέτρινες, στρογγυλές κατασκευές χτισμένες σύμφωνα με την τεχνική της ξερολιθιάς. Βρίσκονταν στην ακτή, πάντοτε δίπλα στη θάλασσα και σε βραχώδη μέρη.

Στη βάση τους διέθεταν μικρά ανοίγματα απαραίτητα για τη συνεχή ανανέωση του νερού, ενώ για την προστασία των αστακών από την ηλιακή ζέστη οι κατασκευές αυτές σκεπάζονταν με φρέσκα κλαδιά δέντρων. Μέσα σε αυτές μπορούσαν να διατηρηθούν για δυο, τρεις μήνες, ή ακόμη και περισσότερο, καθώς οι ψαράδες τάιζαν τους αστακούς με μικρά ψάρια ή φρέσκους αχινούς. Η έντονη ενασχόληση των Σκυριανών με την αστακοαλιεία και η αξιοσημείωτη παραγωγή της, χάρισε στο νησί το προσωνύμιο αστακομάνα του Αιγαίου, ενώ το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε και στη λαϊκή ρήση: η Σκύρος είναι εύφορος και όπου κι αν πας τ’ ακούς, παράγει επιστήμονας, φάβα και αστακούς.

*Ο δρ Νίκος Ε. Αλεβυζάκης εργάζεται στο Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίας, Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, Iδρυμα Τεχνολογίας και Eρευνας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT