Στις 26 Μαΐου 1879 υπογράφεται η Συνθήκη του Γκανταμάκ μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και του εμίρη Γιακούμπ Χαν του Αφγανιστάν, σε μια κρίσιμη καμπή του Δεύτερου Αγγλο-Αφγανικού Πολέμου. Η συνθήκη αυτή δεν ίδρυσε το αφγανικό κράτος, το οποίο υφίστατο ήδη από τον 18ο αιώνα, αλλά σηματοδοτεί μια ριζική ανατροπή στον χαρακτήρα του: τη μετατροπή του από ανεξάρτητη δύναμη σε κράτος υπό εξωτερικό έλεγχο. Για πρώτη φορά στην ιστορία του το Αφγανιστάν χάνει την αυτονομία του στην εξωτερική πολιτική, παραδίδοντας τον καθορισμό των διεθνών του σχέσεων στη Βρετανία.
Η υπογραφή της συνθήκης ήρθε σε μια περίοδο έντονης γεωπολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Βρετανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας, γνωστής ως «Μεγάλο Παιχνίδι» (The Great Game). Οι Βρετανοί, φοβούμενοι τη ρωσική διείσδυση προς τη νότια Ασία, θεωρούσαν το Αφγανιστάν κρίσιμο προμαχώνα για την ασφάλεια της Ινδίας. Οταν ο προκάτοχος του Γιακούμπ Χαν, Σερ Αλί Χαν, δέχθηκε ρωσική διπλωματική αποστολή αλλά αρνήθηκε να δεχθεί βρετανική, το Λονδίνο απάντησε με στρατιωτική εισβολή το 1878. Ο Σερ Αλί πέθανε εν μέσω της κρίσης και ο γιος του, Γιακούμπ Χαν, υπό την πίεση των στρατιωτικών εξελίξεων και της βρετανικής παρουσίας, υπέγραψε τελικά τη συνθήκη σε μια μικρή τοποθεσία κοντά στο Τζαλαλαμπάντ, το Γκανταμάκ.
Με τη συνθήκη, το Αφγανιστάν παραχωρεί κρίσιμα εδάφη στη Βρετανική Ινδία και στρατηγικά σημεία ελέγχου για τη διακίνηση στρατευμάτων και εμπορευμάτων.
Οι όροι που επιβάλλονται είναι βαρείς. Το Αφγανιστάν παραιτείται ουσιαστικά από το δικαίωμα άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Ενας Βρετανός διπλωματικός εκπρόσωπος εγκαθίσταται μόνιμα στην Καμπούλ, συνοδευόμενος από στρατιωτική φρουρά, γεγονός που θεωρείται ταπεινωτικό από πολλούς Αφγανούς. Επιπλέον, η χώρα παραχωρεί κρίσιμα εδάφη στη Βρετανική Ινδία, όπως το πέρασμα Χαϊμπέρ και την κοιλάδα του Κουράμ – στρατηγικά σημεία ελέγχου για τη διακίνηση στρατευμάτων και εμπορευμάτων. Αν και ως αντιστάθμισμα προβλεπόταν ετήσια οικονομική επιχορήγηση προς τον εμίρη, είναι σαφές ότι το τίμημα της ειρήνης ήταν η απώλεια κυριαρχίας.
Η αφγανική κοινωνία δεν αποδέχτηκε εύκολα αυτή την εξέλιξη. Λίγους μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης, τον Σεπτέμβριο του 1879, ο Βρετανός απεσταλμένος, σερ Λούις Καβανιάρι, δολοφονείται μαζί με ολόκληρη την αποστολή του μέσα στην ίδια την Καμπούλ. Η δολοφονία προκαλεί νέα εισβολή των Βρετανών και επαναφέρει το χάος. Ο Γιακούμπ Χαν χάνει την υποστήριξή τους και εξαναγκάζεται σε παραίτηση. Στη θέση του, οι Βρετανοί τοποθετούν ως νέο εμίρη τον Αμπντούρ Ραχμάν Χαν, με μια άτυπη συμφωνία: απόλυτη εξουσία στο εσωτερικό, αλλά πλήρης υπακοή στην εξωτερική πολιτική που χαράσσει το Λονδίνο.
Η συνθήκη διαμόρφωσε ένα μοντέλο «τυπικής ανεξαρτησίας» που θα επαναληφθεί σε πολλές περιοχές υπό αποικιακή πίεση κατά τον 19ο και 20ό αιώνα.
Η Συνθήκη του Γκανταμάκ, λοιπόν, δεν θεμελίωσε το αφγανικό κράτος· αντίθετα, καθόρισε τα όριά του. Μετακίνησε το κέντρο βάρους από την πλήρη ανεξαρτησία σε μια μορφή ελεγχόμενης κυριαρχίας, διαμορφώνοντας ένα μοντέλο «τυπικής ανεξαρτησίας» που θα επαναληφθεί σε πολλές περιοχές υπό αποικιακή πίεση κατά τον 19ο και 20ό αιώνα. Παράλληλα, άνοιξε τον δρόμο για την οριοθέτηση της λεγόμενης Γραμμής Ντουράντ το 1893 — ενός συνόρου που εξακολουθεί να διχάζει το Αφγανιστάν και το Πακιστάν μέχρι σήμερα.
Η κληρονομιά της συνθήκης είναι βαθιά και διφορούμενη. Από τη μια πλευρά, έδωσε στη Βρετανία τον έλεγχο ενός κράτους με στρατηγική σημασία χωρίς την ανάγκη άμεσης αποικιοκρατίας. Από την άλλη, πυροδότησε κύματα αντίστασης, υπονόμευσε την εσωτερική νομιμοποίηση του εμίρη και εδραίωσε μια διαχρονική καχυποψία των Αφγανών απέναντι σε κάθε ξένη επέμβαση. Η εσωτερική κυριαρχία έμελλε να παραμείνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ εθνικής επιθυμίας και διεθνούς επιβολής.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

