Στις 25 Ιανουαρίου/6 Φεβρουαρίου 1833, ο πρώτος ηγεμόνας της ανεξάρτητης Ελλάδας, ο Βαυαρός πρίγκιπας Οθων, πάτησε το πόδι του για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι του Ναυπλίου για να υποδεχθεί τον Οθωνα, στον οποίο εναπόθεταν όλοι οι κάτοικοι του μικρού Ελληνικού Βασιλείου τις ελπίδες τους για τη βελτίωση της τραγικής κατάστασης που βρίσκονταν. Τα συναισθήματα των Ελλήνων που υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά τον νέο τους βασιλέα συμπυκνώνονται μέσα σε λίγες γραμμές, στα Απομνημονεύματα του Ιωάννη Μακρυγιάννη: «Σήμερα ξαναγεννιέται η πατρίδα κι’ αναστένεται, οπού ήταν τόσον καιρό χαμένη και σβυσμένη. Σήμερα αναστένονται οι αγωνισταί, πολιτικοί, θρησκευτικοί και στρατιωτικοί, ότι ήρθε ο Βασιλέας μας, οπού αποχτήσαμεν με την δύναμη του Θεού».
Οταν αποδέχθηκε ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος Α΄ την πρόταση των Μεγάλων Δυνάμεων να αναλάβει ο δευτερότοκος γιος του το στέμμα της Ελλάδας, ο Οθων ήταν μόλις δεκαέξι ετών. Σύμφωνα με την παράδοση της εποχής, θα ενηλικιωνόταν όταν έκλεινε τα είκοσι, στις 20 Μαΐου/1 Ιουνίου του 1835. Επρεπε λοιπόν να οριστεί μια τριμελής αντιβασιλεία, η οποία θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της Ελλάδας έως ότου ο νεαρός βασιλιάς ενηλικιωθεί. Σύντομα αποκρυσταλλώθηκαν οι τρεις μείζονες πολιτικές παρατάξεις στην Ελλάδα, οι οποίες σχεδίαζαν την πολιτική τους ανάλογα με την πολιτική που ακολουθούσαν οι ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, ασκώντας πιέσεις στην Αντιβασιλεία.
Οι πιο παράτολμοι και λιγότεροι συνετοί στη δράση τους ήταν οι Ναπαίοι, οι υποστηρικτές της ρωσικής πολιτικής στην Ελλάδα. Ηδη από τον Φεβρουάριο του 1833, λίγες εβδομάδες μετά την απόβαση του Οθωνα στην Ελλάδα, οι Ναπαίοι άρχισαν να απεργάζονται την πτώση της Αντιβασιλείας. Μέσω του οργάνου τους, της εφημερίδας Χρόνος, την οποία χρηματοδοτούσαν ο Γέρος του Μοριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Βλασσόπουλος, προσπάθησαν να εξεγείρουν τον λαό κατά της Αντιβασιλείας επικρίνοντας τα μέτρα που ελήφθησαν για τη διάλυση των ατάκτων στην ύπαιθρο. Παράλληλα, εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην εκκλησιαστική πολιτική που ακολουθούσαν τα μέλη της.
Η σύλληψη των θρυλικών καπετάνιων του Αγώνα προκάλεσε βαθιά αίσθηση στην ελληνική κοινωνία.
Αναγνωρίζοντας την επικινδυνότητα της κατάστασης, εάν αφηνόταν να εξελιχθεί σε εξέγερση, τον Σεπτέμβριο του 1833 η Αντιβασιλεία διέταξε τη σύλληψη εκείνων τους οποίους θεωρούσε ως πρωταίτιους της συνωμοσίας εναντίον της. Ανάμεσα στους συλληφθέντες βρίσκονταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο γιος του Γενναίος, ο Κίτσος Τζαβέλας και ο Δημήτριος Πλαπούτας. Η σύλληψη των θρυλικών καπετάνιων του Αγώνα προκάλεσε βαθιά αίσθηση στην ελληνική κοινωνία. Στις στήλες των εφημερίδων εμφανίστηκαν άρθρα που ασκούσαν κριτική στις κυβερνητικές ενέργειες, ενώ άλλα επικροτούσαν την απόφαση να συλληφθούν οι «συνωμότες».
Η δίκη του Κολοκοτρώνη και των υπόλοιπων καπεταναίων ξεκίνησε στις 30 Απριλίου 1834 στο Ναύπλιο. Η ανάκριση πραγματοποιήθηκε από τον Σκωτσέζο φιλέλληνα εισαγγελέα Εντουαρντ Μάσον, ο οποίος είχε ως βοηθό του τον Κανέλλο Δεληγιάννη, πολιτικό αντίπαλο του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα. Στις 25 Μαΐου, οι δικαστές Δ. Σούτσος, Δ. Βούλγαρης και Φ. Φραγκούλης ανακοίνωσαν την απόφασή τους να καταδικάσουν σε θάνατο τους κατηγορούμενους. Εναντίον αυτής της απόφασης τάχθηκαν οι δικαστές Γ. Τερτσέτης και Αθ. Πολυζωίδης, η πρόταση των οποίων μειοψήφησε. Στο άκουσμα της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης είπε: «Χαίρω διότι φονεύομαι άδικα και χαίρω πάλιν διότι η πατρίς εβασιλεύθη από χριστιανόν βασιλέα, και ημείς ας υπάγωμεν εις τον Αδην αδίκως».
Παρά τις διαμαρτυρίες του Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος απαιτούσε την άμεση εκτέλεση της θανατικής καταδίκης, η Αντιβασιλεία μετέτρεψε τις ποινές σε ισόβια κάθειρξη και στη συνέχεια σε φυλάκιση είκοσι πέντε ετών. Οι καταδικασθέντες παρέμειναν έγκλειστοι στο Παλαμήδι για έντεκα μήνες. Στις 20 Μαΐου/1 Ιουνίου 1835 ο Οθων έδωσε χάρη στον Κολοκοτρώνη και στους συντρόφους του με αφορμή την ενηλικίωσή του.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

