Μέσα σε μερικές εβδομάδες μετά την κήρυξή της, η Επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλη την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου. Αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο στη διάδοση του μηνύματος της Επανάστασης διαδραμάτισε η απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821. Επικεφαλής των ελληνικών δυνάμεων που εισήλθαν στην Καλαμάτα τέθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, στο πλευρό του οποίου βρίσκονταν ο γιος του Ηλίας, ο αδερφός του Κυριακούλης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς και ο Παπαφλέσσας.
Μετά την κατάληψη της Καλαμάτας, ο Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του κατευθύνθηκαν βόρεια προς τη Γορτυνία, κύριο πεδίο δράσης του κατά την περίοδο της νεότητάς του, όταν ζούσε είτε ως κλέφτης στα βουνά της Πελοποννήσου είτε ως κάπος στην υπηρεσία προυχοντικών οικογενειών της περιοχής. Εκεί συναντήθηκε με μέλη της οικογένειας των Δεληγιανναίων, με τους οποίους είχε συγκρουστεί στο παρελθόν, πριν από την εγκατάστασή του στη Ζάκυνθο.
Ο «Γέρος του Μοριά» θεωρούσε πως οι Ελληνες όφειλαν να αποφύγουν την απευθείας σύγκρουση με τα τακτικά στρατεύματα των Οθωμανών.
Στις 28 Απριλίου, ο Κολοκοτρώνης ανέλαβε την αρχιστρατηγία των δυνάμεων της Καρύταινας. Πολύ σύντομα ο «Γέρος του Μοριά» έθεσε σε εφαρμογή το πολεμικό του σχέδιο, το οποίο αποσκοπούσε κυρίως στη συγκέντρωση των Οθωμανών, στρατιωτών και αμάχων, στις μεγάλες πόλεις και τα κάστρα της Πελοποννήσου. Κατά την οπτική του γωνία, οι Ελληνες όφειλαν να αποφύγουν απευθείας σύγκρουση με τα τακτικά στρατεύματα των Οθωμανών, καθότι δεν διέθεταν την απαραίτητη πολεμική πείρα σε τέτοιου είδους πολεμική αναμέτρηση. Αντίθετα, πρόκρινε ως ιδανική τακτική τη διενέργεια ανταρτοπόλεμου, η οποία αποδείχθηκε στην πράξη επιτυχημένη.
Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία για τις ελληνικές δυνάμεις έλαβε χώρα στις 12-13 Μαΐου στο Βαλτέτσι, όταν οι οθωμανικές δυνάμεις επιχείρησαν να αιφνιδιάσουν τους Ελληνες πολιορκητές της Τριπολιτσάς, πραγματοποιώντας επίθεση στο στρατόπεδό τους. Παρά την αρχική δύσκολη θέση στην οποία βρέθηκαν οι Ελληνες αγωνιστές, κατάφεραν να απωθήσουν τους Οθωμανούς στρατιώτες, οι οποίοι κατά την υποχώρησή τους εγκατέλειψαν τον πολύτιμο οπλισμό τους. Η έκβαση της μάχης έδειξε στους Οθωμανούς αξιωματούχους, οι οποίοι είχαν κλειστεί πίσω από τα τείχη της Τριπολιτσάς ότι η Επανάσταση δεν ήταν ακόμα μία εξέγερση των κλεφτών, αλλά η συλλογική προσπάθεια ενός έθνους.
Ο επικεφαλής των οθωμανικών δυνάμεων της Τριπολιτσάς επιχείρησε να πραγματοποιήσει μια ακόμα επίθεση εναντίον των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν περιμετρικά της πόλης.
Μερικές ημέρες αργότερα, ο επικεφαλής των οθωμανικών δυνάμεων της Τριπολιτσάς, Κεχαγιάμπεης, επιχείρησε να πραγματοποιήσει μια ακόμα επίθεση εναντίον των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονταν περιμετρικά της πόλης. Αυτήν τη φορά στο στόχαστρό του βρέθηκε το στρατόπεδο στα Βέρβενα. Υπολόγιζε ότι εξαιτίας του γεγονότος ότι το στρατόπεδο ήταν σχετικά αποκομμένο από τα υπόλοιπα, ευρισκόμενο στα νοτιοανατολικά της πόλης, δεν θα ήταν κατάλληλα επανδρωμένο.
Τη νύχτα της 17ης προς τη 18η Μαΐου 1821 οι άνδρες του Κεχαγιάμπεη εξήλθαν της Τριπολιτσάς και διαιρέθηκαν σε τρία τμήματα. Το πρώτο τμήμα κατευθύνθηκε προς τα Βέρβενα από βορρά, το δεύτερο προς τα Δολιανά, προκειμένου να εισβάλει στο ελληνικό στρατόπεδο από τα ανατολικά και το τρίτο προς το Δραγούνι, το οποίο βρίσκεται κοντά στα Δολιανά. Οι άνδρες του Κεχαγιάμπεη πολιόρκησαν τα Βέρβενα και τα Δολιανά και στη συνέχεια ξέσπασε σφοδρή μάχη. Μόλις πληροφορήθηκε την εκδήλωση της επίθεσης του Κεχαγιάμπεη, ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), ο οποίος πορευόταν προς το Αργος για προμήθειες, μετέβη στα Δολιανά με τους άνδρες του ενισχύοντας την άμυνα των Ελλήνων στο χωριό.
Παρά την αριθμητική υπεροχή τους, οι Οθωμανοί στρατιώτες δεν μπόρεσαν να διασπάσουν την άμυνα των Ελλήνων στην περιοχή.
Παρά την αριθμητική υπεροχή τους, οι Οθωμανοί στρατιώτες δεν μπόρεσαν να διασπάσουν την άμυνα των Ελλήνων στην περιοχή. Οι περίπου δυόμισι χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Αντώνη Μαυρομιχάλη, Παναγιώτη Γιατράκου, Αναγνώστη Κοντάκη, Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου, Νικηταρά και των ντόπιων οπλαρχηγών Μητρομάρα Αθανασίου και Ηλία Κωνσταντόπουλου, πρόταξαν ισχυρή αντίσταση καλυπτόμενοι από τα εχθρικά πυρά εντός των οικιών στα δύο χωριά.
Οταν έφθασαν οι ενισχύσεις από τα υπόλοιπα ελληνικά στρατόπεδα, η πλάστιγγα έγειρε προς το μέρος τους. Η μάχη έληξε με την απώθηση των Οθωμανών στρατιωτών πίσω στην Τριπολιτσά. Επρόκειτο για μια τεράστια νίκη για τους επαναστατημένους Ελληνες, οι οποίοι σε διάστημα μίας εβδομάδας κατάφεραν να εμποδίσουν την έξοδο των Οθωμανών από την Τριπολιτσά, σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από την πόλη.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

