Στις 19 Μαΐου 1828, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζον Κουίνσι Ανταμς, υπέγραψε ένα νομοσχέδιο που έμελλε να μείνει στην ιστορία με το αποδοκιμαστικό προσωνύμιο οι «Δασμοί των Βδελυγμάτων» (Tariff of Abominations). Το συγκεκριμένο μέτρο, το οποίο αύξαινε δραστικά τους τελωνειακούς δασμούς σε ξένα προϊόντα, σχεδιάστηκε αρχικά για να προστατεύσει τη βιομηχανία των βόρειων πολιτειών από τον ξένο ανταγωνισμό. Ωστόσο, είχε πολύ ευρύτερες και βαθύτερες συνέπειες: λειτούργησε ως καταλύτης για τη λεγόμενη Κρίση της Ακύρωσης (Nullification Crisis) και ενίσχυσε περαιτέρω τον διχασμό Βορρά-Νότου ο οποίος οδήγησε, τρεις δεκαετίες αργότερα, στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες γνώριζαν μια πρωτοφανή εσωτερική μεταμόρφωση. Οι πολιτείες του Βορρά αναπτύσσονταν ταχύτατα βιομηχανικά, ιδίως στη Νέα Αγγλία και την Πενσιλβάνια, επενδύοντας στην κατασκευή εργοστασίων, υποδομών και στη μεταποίηση. Οι πολιτείες του Νότου, αντίθετα, παρέμεναν κατεξοχήν αγροτικές, βασισμένες στην εξαγωγή βαμβακιού και άλλων προϊόντων προς την Ευρώπη, και εξαρτώμενες από τις εισαγωγές φθηνών βιομηχανικών αγαθών.
Οι βιομήχανοι του Βορρά ζητούσαν δασμούς στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, ενώ οι αγρότες του Νότου ήθελαν ελεύθερο εμπόριο.
Αυτή η ανισορροπία δημιούργησε αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα. Οι βιομήχανοι του Βορρά ζητούσαν δασμούς στις ευρωπαϊκές εισαγωγές, ώστε να προστατεύονται από τον ανταγωνισμό. Οι τοπικές βιομηχανίες σιδήρου, μαλλιού και υφασμάτων αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν τα φθηνότερα προϊόντα από τη Μεγάλη Βρετανία που κατέκλυζαν την αμερικανική αγορά μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Οι βιομήχανοι και τα βόρεια συμφέροντα πίεζαν το Κογκρέσο να λάβει μέτρα. Από την άλλη, οι αγρότες του Νότου ήθελαν ελεύθερο εμπόριο, για να μην αυξηθούν οι τιμές των αγαθών που κατανάλωναν.
Εκείνη τη χρονιά, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν σε προεκλογική περίοδο. Ο πρόεδρος Ανταμς, γιος του ιδρυτή και πρώην προέδρου Τζον Ανταμς, διεκδικούσε δεύτερη θητεία. Ο κύριος αντίπαλός του ήταν ο Αντριου Τζάκσον, στρατηγός με μεγάλη απήχηση στον λαό, εκπρόσωπος του Νότου και των λαϊκών τάξεων.
Οι υποστηρικτές του Τζάκσον στο Κογκρέσο, κυρίως από τις αγροτικές πολιτείες του Νότου, επινόησαν ένα σχέδιο: θα πρότειναν έναν δασμολογικό νόμο υπερβολικά σκληρό και δυσανάλογο, με υψηλούς φόρους σε εισαγόμενα προϊόντα, ελπίζοντας ότι δεν θα εγκριθεί. Ο στόχος τους ήταν να παγιδεύσουν πολιτικά τον Ανταμς: αν στήριζε τον νόμο, θα φαινόταν φίλα προσκείμενος στα βιομηχανικά συμφέροντα του Βορρά και αδιάφορος προς τις αγροτικές πολιτείες· αν τον απέρριπτε, θα φαινόταν αδύναμος απέναντι στα οικονομικά συμφέροντα της βάσης του. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια σκόπιμη πρόταση-καρικατούρα.
Παρά την υπερβολή του, το νομοσχέδιο έτυχε απρόσμενα ευρείας υποστήριξης και εγκρίθηκε από το Κογκρέσο.
Ωστόσο, το σχέδιο δεν εξελίχθηκε όπως το είχαν φανταστεί. Οι βιομηχανικές πολιτείες του Βορρά είδαν τους Δασμούς του 1828 ως ευκαιρία. Παρά την υπερβολή του, το νομοσχέδιο έτυχε απρόσμενα ευρείας υποστήριξης και εγκρίθηκε από το Κογκρέσο.
Ο Ανταμς, αν και προσωπικά επιφυλακτικός ως προς την ένταση του προστατευτισμού, επέλεξε τελικά να το υπογράψει, ελπίζοντας να εξασφαλίσει τη στήριξη της βιομηχανικής βάσης του Βορρά ενόψει των εκλογών. Ηταν μια πολιτική κίνηση υψηλού ρίσκου, και αποδείχθηκε καταστροφική.
Οι νότιες πολιτείες και κυρίως η Νότια Καρολίνα, θεωρούσαν ότι οι δασμοί έπλητταν δυσανάλογα τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Η οικονομία τους βασιζόταν στις εξαγωγές βαμβακιού και άλλων αγροτικών προϊόντων, ενώ οι εισαγωγές ευρωπαϊκών αγαθών ήταν απαραίτητες για την καθημερινή ζωή και την ευημερία τους. Οι υψηλοί δασμοί σήμαιναν ακριβότερα εισαγόμενα προϊόντα, αυξήσεις στο κόστος ζωής και, σε πολλές περιπτώσεις, την απειλή ευρωπαϊκών αντιμέτρων στις εξαγωγές τους. Ο νόμος θεωρήθηκε βλαπτικός, προσβλητικός και ηθικά απαράδεκτος – εξού και το προσωνύμιο «Δασμοί των Βδελυγμάτων». Αντί να ενισχύσει τη θέση του, ο Ανταμς έχασε τις εκλογές από τον Τζάκσον.
Η Νότια Καρολίνα ανακοίνωσε ότι δεν επρόκειτο να εφαρμόσει τους Δασμούς και απείλησε με αποχώρηση από την Ενωση.
Λίγο αργότερα, η Νότια Καρολίνα, υπό την καθοδήγηση του αντιπροέδρου Τζον Κ. Κάλχουν, διατύπωσε θεωρητικά και πολιτικά το «Διάταγμα της Ακύρωσης»: ότι δηλαδή μια πολιτεία είχε το δικαίωμα να ακυρώσει έναν ομοσπονδιακό νόμο εάν τον έκρινε αντισυνταγματικό. Η σύγκρουση κλιμακώθηκε το 1832, όταν η Νότια Καρολίνα ανακοίνωσε ότι δεν επρόκειτο να εφαρμόσει τους Δασμούς του 1828, ούτε τους ελαφρώς ηπιότερους δασμούς που ψηφίστηκαν την ίδια χρονιά, ενώ ταυτόχρονα απείλησε με αποχώρηση από την Ενωση, πυροδοτώντας τη λεγόμενη «Κρίση της Ακύρωσης».
Η Κρίση της Ακύρωσης (1832-1833) υπήρξε η πρώτη σοβαρή συνταγματική σύγκρουση μεταξύ των υποστηρικτών της ομοσπονδιακής εξουσίας και της θεωρίας των δικαιωμάτων των πολιτειών. Ο πρόεδρος Αντριου Τζάκσον, αν και Νότιος και υπέρμαχος της δουλείας, απείλησε τη Νότια Καρολίνα με στρατιωτική επέμβαση (Force Bill). Τελικά, η κρίση εκτονώθηκε με τον συμβιβασμό του Χένρι Κλέι, που περιελάμβανε σταδιακή μείωση των δασμών.
Η ιδέα ότι μια πολιτεία μπορούσε να αγνοήσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ξεχάστηκε.
Ωστόσο, οι πληγές είχαν ανοίξει. Η ιδέα ότι μια πολιτεία μπορούσε να αγνοήσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ξεχάστηκε. Οι οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές μεταξύ Βορρά και Νότου συνέχισαν να βαθαίνουν. Οι δασμοί του 1828, ως σημείο τριβής, αποτέλεσαν έναν από τους πρώτους κρίκους στην αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, το 1861.
Το επεισόδιο αυτό, αν και μικρό σε σχέση με τον Εμφύλιο που θα ακολουθούσε, αποκάλυψε το βάθος του ρήγματος ανάμεσα σε δύο Αμερικές: μία βιομηχανική, προστατευτική (βόρεια) και μία αγροτική και εξαγωγική (νότια). Η διαφωνία γύρω από τους δασμούς δεν ήταν απλώς οικονομική· ήταν υπαρξιακή.
Δύο αιώνες αργότερα, η συζήτηση γύρω από τους τελωνειακούς δασμούς παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη. Η ιστορία του 1828 μάς υπενθυμίζει πως τα δασμολογικά μέτρα σπανίως είναι απλώς εργαλεία οικονομικής πολιτικής. Εμπλέκουν ταξικά συμφέροντα, γεωγραφικές διαφορές, και συχνά γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Οταν συνδυάζονται με ελλείψεις διαλόγου και θεσμικής εμπιστοσύνης, μπορούν να θέσουν σε δοκιμασία ακόμη και την ίδια τη συνοχή μιας χώρας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

