Η περίοδος του α΄ Μισού του 20ού αιώνα παρουσιάζει στην Ευρώπη πολλά κοινά χαρακτηριστικά· ανάμεσά τους και ένα το οποίο δεν έχει μελετηθεί επαρκώς: αυτό της ενασχόλησης των στρατιωτικών –εν ενεργεία και εν αποστρατεία– με την πολιτική. Οι αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων ασχολήθηκαν με την πολιτική είτε με τη συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία, είτε παρεμβαίνοντας μέσω ενός στρατιωτικού κινήματος περιορισμένης ή ευρείας κλίμακας, είτε με την επιβολή μιας στρατιωτικής δικτατορίας. Έτσι, το 1923 στη μεσοπολεμική Ισπανία επιβλήθηκε στρατιωτική δικτατορία από τον στρατηγό Πρίμο ντε Ριβέρα, τον οποίο μιμήθηκε λίγο αργότερα στη γειτονική Πορτογαλία ο στρατηγός μανουέλ ντα Κόστα. Νωρίτερα στην Ουγγαρία, ο ναύαρχος μίκλος Χόρτυ επικράτησε με στρατιωτικό κίνημα το 1920, ανατρέποντας το κομμουνιστικό καθεστώς του μπέλα Κουν.
Σε αντίθεση προς τους πραξικοπηματίες ανώτατους αξιωματικούς, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ στη μεγάλη Βρετανία ακολούθησε πολιτική καριέρα μετά την αποστρατεία του στα τέλη του 19ου αιώνα, σεβόμενος τη μακρά κοινοβουλευτική παράδοση της Γηραιάς Αλβιώνος.

Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στο ευρωπαϊκό αυτό πλαίσιο. μεγάλο μέρος των αξιωματικών της ασχολήθηκε με τη διαχείριση των κοινών, ακολουθώντας τόσο την κοινοβουλευτική οδό όσο και το απολυταρχικό μονοπάτι. Άλλωστε, σύμφωνα με το σύνταγμα του 1864, οι εν ενεργεία αξιωματικοί είχαν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, το οποίο απώλεσαν τυπικά με το αναθεωρημένο σύνταγμα του 1911. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αξιωματικού ο οποίος ενεπλάκη με την πολιτική, τόσο ως εν ενεργεία όσο και ως εν αποστρατεία, αποτελεί ο Στυλιανός Γονατάς.
Καταγωγή και νεανικά χρόνια
Γόνος οικογένειας με στρατιωτική παράδοση.
Ο Γονατάς γεννήθηκε τον Δεκαπενταύγουστο του 1876 στην Πάτρα. Η οικογένειά του καταγόταν από τις Κυδωνίες της μικράς Ασίας, καθώς ο εκ πατρός παππούς του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Πελοπόννησο λόγω των διωγμών που οργάνωσαν οι Τούρκοι ως αντίποινα στο επαναστατημένο ελληνικό έθνος. Ο τελευταίος έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821 με τα τακτικά σώματα του Φαβιέρου, ενώ έπειτα σταδιοδρόμησε στον νεοσυσταθέντα ελληνικό στρατό, από τον οποίο αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του υποστράτηγου. Η γιαγιά του, Ευφροσύνη Οικονομίδου, καταγόταν από την Κύπρο. Ο υιός τους, Επαμεινώνδας Γονατάς, σπούδασε νομικά, εργάστηκε στον δικαστικό κλάδο και χρημάτισε νομάρχης σε διάφορους νομούς της Ελλάδας. Από τον γάμο του με τη Χαρίκλεια Κρητικού απέκτησε έξι τέκνα, με πρωτότοκο τον Στυλιανό.
Πέραν του παππού του, Στυλιανού, και άλλα μέλη του οικογενειακού περιβάλλοντος του Γονατά, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, σταδιοδρόμησαν στις Ένοπλες Δυνάμεις, γεγονός ιδιαίτερα συνηθισμένο για οικογένειες με κοινωνική επιφάνεια και οικονομική άνεση. Άλλωστε, η φοίτηση στις στρατιωτικές σχολές εκείνης της περιόδου απαιτούσε την καταβολή διδάκτρων, με αποτέλεσμα το σώμα των αξιωματικών να προσελκύει γόνους επιφανών οικογενειών. Αποτέλεσμα τούτου υπήρξε η ένταξη του σώματος των αξιωματικών στα λεγόμενα υψηλά στρώματα της υφιστάμενης κοινωνικής πυραμίδας.

Από τα τέκνα της οικογένειας Γονατά, ο Αντώνιος σταδιοδρόμησε ως στρατιωτικός ιατρός, ο Γεώργιος αποστρατεύτηκε ως υποστράτηγος, ενώ τα άλλα δύο αγόρια ασχολήθηκαν με τον δικαστικό και τραπεζικό τομέα. Ο Στυλιανός εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων το 1892 και αποφοίτησε πρώτος το 1897 ως ανθυπολοχαγός Πεζικού, μια και από το προηγούμενο έτος άπαντες οι νέοι ανθυπολοχαγοί κατατάσσονταν υποχρεωτικά στο συγκεκριμένο Όπλο λόγω έλλειψης αξιωματικών. Έως τότε, η συντριπτική πλειονότητα των αποφοίτων επέλεγε το Πυροβολικό και το μηχανικό, τα αποκαλούμενα «τεχνικά» Όπλα, ενώ στο Πεζικό και στο Ιππικό υπηρετούσαν κυρίως αξιωματικοί προερχόμενοι από τον θεσμό των μονιμοποιημένων εθελοντών. Η συγκεκριμένη επιλογή γινόταν από την πλειονότητα των νέων αξιωματικών λόγω της περαιτέρω εκπαίδευσης επί του Όπλου, η οποία αρκετές φορές περιλάμβανε τη μετεκπαίδευσή τους στο εξωτερικό.
Το παραπάνω παράδοξο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ανισότητας μεταξύ των Όπλων του Στρατού στα τέλη του 19ου αιώνα: για παράδειγμα, στο μηχανικό υπηρετούσαν έντεκα συνταγματάρχες, παρότι υφίστατο μόνο ένα Σύνταγμα μηχανικού, ενώ στο Πεζικό υπηρετούσαν οκτώ συνταγματάρχες παρά την ύπαρξη δέκα συνταγμάτων. Επιπλέον, οι αξιωματικοί των «τεχνικών» Όπλων λάμβαναν επίδομα για απόκτηση στρατιωτικών εγχειριδίων, εν αντιθέσει με τους συναδέλφους τους των υπόλοιπων Όπλων.

Ο πόλεμος με την Τουρκία, την άνοιξη του 1897, βρήκε τον Γονατά λίγες ημέρες πριν από την αποφοίτησή του, οπότε δεν έλαβε μέρος σε αυτόν. Οι ευέλπιδες, όμως, χρησιμοποιήθηκαν ως εκπαιδευτές των νεοσύλλεκτων και εθελοντών στρατιωτών. Αξίζει να τονιστεί ότι, όντας στο τελευταίο έτος της σχολής, ο Γονατάς ανέλαβε την εκπαίδευση του πρίγκιπα Ανδρέα, αδελφού του διαδόχου Κωνσταντίνου και μελλοντικού διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού κατά τη μικρασιατική Εκστρατεία. Η συγκεκριμένη αποστολή τον έφερε κοντά στη βασιλική οικογένεια, παρότι ο ίδιος –όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του– αιτήθηκε την απαλλαγή του από τα εν λόγω καθήκοντα, λόγω των δημοκρατικών φρονημάτων της οικογένειάς του.
Ως ανθυπολοχαγός υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες στην Αθήνα και τη Λαμία, μεταξύ των οποίων στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού και στη Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού. Πέραν των επαγγελματικών του καθηκόντων, ασχολήθηκε, από κοινού με τον λοχαγό Αλέξανδρο Κοντούλη, με την ανασύσταση της Πανελλήνιας Σκοπευτικής Εταιρείας. Συγκεκριμένα, ο τελευταίος εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας και ο Γονατάς γενικός γραμματέας. Από το παραπάνω πόστο συμμετείχε στη διοργάνωση των Β΄ Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων (γνωστών και ως «μεσολυμπιάδα»), οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1906, με τη συμμετοχή περίπου 900 αθλητών από 19 χώρες. μάλιστα, πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής διατελούσε ο διάδοχος Κωνσταντίνος.
Η συμμετοχή στους Εθνικούς Αγώνες
Από τον μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς Πολέμους στην Ουκρανία και τη Μικρά Ασία.
Κατά τη διάρκεια του μακεδονικού Αγώνα, μεγάλος αριθμός κατώτατων αξιωματικών εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους προκειμένου να συμμετάσχουν ως οργανωτές ή/και επικεφαλής άτακτων σωμάτων, ως πράκτορες αλλά και σε διάφορες υπηρεσίες των ελληνικών προξενείων. Ορισμένα ζητήματα υγείας, αλλά και η άρνηση της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας να διαθέσει τον Γονατά στο υπουργείο Εξωτερικών, είχαν ως αποτέλεσμα την τοποθέτησή του στο προξενείο Αδριανούπολης, τον μάρτιο του 1907. Όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, ο Γονατάς ήρθε σε επαφή με τη «γλωσσική και θρησκευτική Βαβέλ» της Μακεδονίας. Γνώρισε, δηλαδή, τουρκόφωνους, βουλγαρόφωνους αλλά και αλβανόφωνους ορθοδόξους με ελληνική συνείδηση, πράγμα που έως τότε του φάνταζε περίεργο. Κύρια αποστολή του ήταν να περιοδεύει σε χωριά και πόλεις, προκειμένου να αντλήσει τα απαραίτητα στοιχεία για τη δημιουργία εθνολογικού χάρτη της Θράκης. Παράλληλα, υπέβαλλε υπομνήματα για την ενίσχυση του ελληνικού φρονήματος στην περιοχή.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, έλαβε μέρος στο Κίνημα του Στρατού στου Γουδή, τον Αύγουστο του 1909. Ενστερνιζόμενος τις ανησυχίες μεγάλου τμήματος των κατώτερων αξιωματικών για άμεση δρομολόγηση της εξοπλιστικής αναβάθμισης αλλά και της διοικητικής αναδιοργάνωσης, ο Γονατάς ανέλαβε τα καθήκοντα διαγγελέα του συνταγματάρχη Νικολάου Ζορμπά, επικεφαλής του Κινήματος. Επιπλέον, συμμετείχε στη σύνταξη των αιτημάτων του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» προς την κυβέρνηση, εκτελώντας χρέη γραμματέα.
Νωρίτερα, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η επικράτηση των Νεότουρκων το 1908 και οι διαδόσεις περί επέλευσης και επικράτησης του τρίπτυχου «ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη» σε όλα τα έθνη της οθωμανικής επικράτειας οδήγησαν σε οριστική παύση της αντάρτικης δράσης του μακεδονικού Αγώνα. Σύντομα όμως, οι Οθωμανοί έδειξαν τις πραγματικές τους προθέσεις και, σε συνδυασμό με τις βιαιότητες που διέπραξαν κατά των εθνικών μειονοτήτων, προκάλεσαν τη δυναμική αντίδραση των χριστιανικών κρατών. Αρχικά, συνέπραξαν οι Σέρβοι με τους Βούλγαρους, υπογράφοντας συνθήκη περί αμοιβαίας στρατιωτικής συνδρομής και μελλοντικής διανομής των οθωμανικών εδαφών. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ο Ελληνισμός των οθωμανικών εδαφών, ο νέος πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος πέτυχε τη σύναψη συμμαχίας με τη Βουλγαρία.
Καρπός των παραπάνω συμμαχιών –αλλά όχι μόνο αυτών– υπήρξε η νικηφόρα έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913. Ο ελληνικός στρατός με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο διεξήγαγε νικηφόρες επιχειρήσεις στη μακεδονία και την Ηπειρο και ως εκ τούτου νέα εδάφη εντάχθηκαν στον εθνικό κορμό της Ελλάδας. Ο Γονατάς, ήδη από τον μάιο του 1912, υπηρετούσε στο επιτελείο της Ιης μεραρχίας και συμμετείχε στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο ως σύνδεσμος της μεραρχίας του με το Γενικό Στρατηγείο του Κωνσταντίνου. μάλιστα, παρέλασε κατά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πρωτεύουσα της μακεδονίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι και τα πέντε αδέρφια Γονατά έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, είτε ως μόνιμοι στρατιωτικοί είτε ως επίστρατοι οπλίτες.
Μετά το πέρας του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, δεν έλειψαν οι αψιμαχίες μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών στρατιωτικών τμημάτων. Αλλωστε, η Βουλγαρία πρόβαλε μαξιμαλιστικές θέσεις και δεν έδειχνε διατεθειμένη να συμβιβαστεί με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913), η οποία, πάντως, δεν καθόριζε επακριβώς τον διαμοιρασμό των πρώην οθωμανικών εδαφών, αλλά παρέπεμπε σε διεθνή επιτροπή. Το παραπάνω οδήγησε σε ελληνοσερβική συμμαχία τον Ιούνιο του 1913 και στη διεξαγωγή του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, με εκ νέου νικηφόρα αποτελέσματα για τα ελληνικά Όπλα. Ο Γονατάς ήταν και πάλι παρών στην προέλαση της Ιης μεραρχίας και στις ηρωικές μάχες που διεξήγαγε. Το Ελληνικό Βασίλειο σχεδόν διπλασιάστηκε γεωγραφικά αλλά και πληθυσμιακά, ενώ κομβικής σημασίας παράγοντα αποτέλεσε η συνεργασία του Κωνσταντίνου με τον Βενιζέλο, παρά τις όποιες μεταξύ τους διαφορές.

Όμως το κλίμα του εθνικού ενθουσιασμού δεν θα διαρκούσε για πολύ, καθώς τα σύννεφα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έκαναν την εμφάνισή τους πάνω από τα Βαλκάνια. Ο Βενιζέλος τάχθηκε υπέρ της εξόδου στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ο Κωνσταντίνος επέμενε στην τήρηση «ευμενούς ουδετερότητας» υπέρ των Συμμάχων και το ελληνικό έθνος διαιρέθηκε σε δύο παρατάξεις με μακροχρόνιες συνέπειες. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού, ο Γονατάς υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού και συγκεκριμένα στη Διεύθυνση Επιστρατεύσεως. Η επέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ και η εκβιαστική μέθοδος που υιοθέτησαν προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της Ελλάδας στον μεγάλο Πόλεμο στο πλευρό τους, απέτρεψαν τον Γονατά από την προσχώρησή του στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης. Παρ’ όλα αυτά, η επικράτηση του Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1917 δεν σήμανε την αποστρατεία του Γονατά, ο οποίος παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στο Επιτελείο, κατόπιν επιμονής του στρατηγού Αναστάσιου Χαραλάμπη, πρώην επιτελάρχη του στην Ιη μεραρχία. Αντιθέτως, ευνοήθηκε έως έναν βαθμό από τις αθρόες προαγωγές και από ταγματάρχης το 1913 βρέθηκε συνταγματάρχης μόλις τέσσερα έτη μετά. Να σημειωθεί ότι και αρκετοί νεότεροί του αξιωματικοί προήχθησαν χάρη στο επιπλέον δεκάμηνο χρόνου υπηρεσίας που τους αναγνώρισε ο Βενιζέλος λόγω της συμμετοχής τους στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης.
Το νέο καθεστώς αντιμετώπισε με αυστηρό τρόπο τους αντιπάλους του, αλλά ο Γονατάς τοποθετήθηκε φρούραρχος Ναυπλίου, με αποστολή την εκπαίδευση, την προετοιμασία και την προώθηση στρατιωτών από την Πελοπόννησο στο μακεδονικό μέτωπο. Στη συνέχεια, κατόπιν αίτησής του, πέτυχε να τοποθετηθεί διοικητής της βάσης υποστηρίξεως/διοικητικής μέριμνας του Α΄ Σώματος Στρατού στην Εκστρατεία της Ουκρανίας/μεσημβρινής Ρωσίας, στην οποία ο Βενιζέλος αποφάσισε να συμμετάσχει η Ελλάδα, προκειμένου να αποκομίσει εδαφικά οφέλη στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου. Την περίοδο αυτή –για την οποία και ο ίδιος στις αναμνήσεις του εκφράζεται επικριτικά– ο Γονατάς ήταν υπό σχετική δυσμένεια.
Οι αποστολές που ανέλαβε η βάση του στην Ουκρανία σχετίζονταν με την προμήθεια και την αποθήκευση τροφίμων, τη χορήγηση πυρομαχικών στις μάχιμες μονάδες, τη διακομιδή τραυματιών και ασθενών στα μετόπισθεν. Τα παραπάνω εφόδια προέρχονταν από τη γαλλική βάση Οδησσού, τα ελληνικά πλοία και το εσωτερικό της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη μεσημβρινή Ρωσία, ο Γονατάς ήρθε σε επαφή με αρκετούς βενιζελικών φρονημάτων αξιωματικούς –τους Αλέξανδρο Οθωναίο, Γεώργιο Κονδύλη και Νικόλαο Πλαστήρα–, με τους οποίους θα συνεργαζόταν στενά τα επόμενα χρόνια. Για τις υπηρεσίες του στην Ουκρανία τιμήθηκε με εύφημο μνεία από τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, υποστράτηγο Κωνσταντίνο Νίδερ. Επιπλέον, έλαβε το μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας Γ΄ Τάξης, αλλά και τον γαλλικό Πολεμικό Σταυρό.

Επιστρέφοντας από την Ουκρανία, τον Ιούλιο του 1919, τοποθετήθηκε διευθυντής Πεζικού στην Ιη μεραρχία, μεταβαίνοντας στη Σμύρνη μέσω Ρουμανίας και Κωνσταντινούπολης. Κατά την τριετή του παραμονή στη μικρά Ασία –δεν αποστρατεύτηκε μετά τη νίκη των αντιβενιζελικών στις εκλογές του 1920– συμμετείχε σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της εκστρατείας, ενώ ανέλαβε επίσης καθήκοντα φρουράρχου του Αϊδινίου αλλά και προέδρου διάφορων έκτακτων στρατοδικείων.
Η «Επανάστασις» του 1922 και η πρωθυπουργία Γονατά
Από τη Μικρασιατική Καταστροφή στη Συνθήκη της Λωζάννης.
Η κατάρρευση στο μικρασιατικό μέτωπο αποτέλεσε μεγάλο τραύμα για το σύνολο του Ελληνισμού. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και το ήδη διχασμένο πολιτικά στράτευμα, το οποίο μετά από δέκα έτη συνεχών επιτυχιών γνώρισε την ήττα από τα κεμαλικά στρατεύματα – και μάλιστα με δραματικό τρόπο σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως η παράδοση του Α΄ Σώματος Στρατού και η αιχμαλωσία του ίδιου του διοικητή του, στρατηγού Νικολάου Τρικούπη. Η μεγάλη αυτή ήττα είχε ως απόρροια τη δυναμική επέμβαση των Ενόπλων Δυνάμεων και την επιβολή της πρώτης μορφής στρατοκρατίας στην Ελλάδα.
Στο κίνημα-πραξικόπημα για την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης συμμετείχαν τόσο βενιζελικοί αξιωματικοί, όσο και μια μερίδα των δυσαρεστημένων αντιβενιζελικών, με τους πρώτους να αποτελούν, βέβαια, τη μεγάλη πλειοψηφία. Η λεγόμενη Επανάσταση του Στρατού και του Στόλου ξεκίνησε από τα νησιά της Χίου και της Λέσβου (στην τελευταία ο Γονατάς ανέλαβε επικεφαλής του κινήματος). Στις 13 Σεπτεμβρίου 1922, οι Νικόλαος Πλαστήρας, Στυλιανός Γονατάς, Βασίλειος Κουρουσόπουλος, Αχιλλέας Πρωτοσύγγελος, Παναγιώτης Γαρδίκας, Αλέξανδρος Εδιπίδης, Κωνσταντίνος μαμούρης, μιλτιάδης Κοιμήσης, Αριστείδης Χασαπίδης, Αλέξανδρος Παναγόπουλος, Ιωάννης Πετροπουλάκης, Δημήτριος Φωκάς συγκρότησαν την Επαναστατική Επιτροπή, με τους Γονατά, Πλαστήρα και Φωκά να συγκροτούν την Εκτελεστική Επιτροπή της. Από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου οι επαναστάτες κινήθηκαν θαλασσίως προς το Λαύριο, απαίτησαν και πέτυχαν την παραίτηση της κυβέρνησης και την έκπτωση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, και στη συνέχεια εισήλθαν στην πρωτεύουσα ως θριαμβευτές.

Τα δυναμικά στοιχεία της «Επανάστασης» –δηλαδή, οι Θεόδωρος Πάγκαλος, Γεώργιος Κονδύλης και Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος– απαίτησαν την εκτέλεση της αντιβενιζελικής ηγεσίας, γεγονός που προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης Σωτηρίου Κροκιδά. Έτσι, στις 14 Νοεμβρίου 1922, ο Γονατάς ανέλαβε πρωθυπουργός και σχημάτισε κυβέρνηση. Την επόμενη ημέρα ανακοινώθηκε η ετυμηγορία του ειδικού δικαστηρίου στη λεγόμενη Δίκη των Έξι και έγινε η εκτέλεσή τους στου Γουδή, παρά τις πιέσεις που δέχθηκε η νέα κυβέρνηση από τους πρέσβεις των μεγάλων Δυνάμεων. Την περίοδο που ακολούθησε, αν και πρωθυπουργός ήταν ο Γονατάς, σε ισχυρό άνδρα του καθεστώτος εξελίχθηκε ο Πλαστήρας, ο οποίος έλαβε τον τίτλο του αρχηγού της «Επανάστασης».
Η νέα κατάσταση περιόρισε σε μεγάλο βαθμό τις αρμοδιότητες του βασιλιά Γεωργίου Β΄, που περιορίστηκε στην υπογραφή των βασιλικών διαταγμάτων – τα οποία, μάλιστα, είχαν μικρότερη βαρύτητα από τις αποφάσεις της «Επανάστασης», καθώς πρώτες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τοποθετούνταν οι τελευταίες. Ο Γονατάς κρατούσε τυπικά ενήμερο τον βασιλιά για διάφορα ζητήματα, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του, αλλά ο Γεώργιος Β΄ δεν διέθετε ουσιαστικά καμία εξουσία, ενώ τα ερείσματά του περιορίστηκαν στο ελάχιστο λόγω της αδράνειάς του στην εκτέλεση των Έξι.
Στην κυβέρνηση Γονατά συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, ο Απόστολος Αλεξανδρής, ο Κωνσταντίνος Ρέντης, ο Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά και οι στρατιωτικοί Περικλής μαυρομιχάλης και Λουκάς Σακελλαρόπουλος. Στο έργο της κυβέρνησής του περιλαμβάνεται η ταχεία ανασυγκρότηση του στρατού, η διαπραγμάτευση της ειρήνης, η οποία οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η υιοθέτηση του Γρηγοριανού ημερολογίου και η καταστολή του αντικινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. Η εκδήλωση του τελευταίου είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου αποστρατεία και απόταξη 1.284 αξιωματικών, κυρίως της αντιβενιζελικής παράταξης.

Επιπροσθέτως, η κυβέρνηση Γονατά προχώρησε σε μαζικές εκκαθαρίσεις του κρατικού μηχανισμού, όχι μόνο από τα φιλοβασιλικά στοιχεία, αλλά και από όσα στελέχη δεν προσχωρούσαν στην «Επανάσταση», δίνοντας καθαρά φιλοβενιζελική απόχρωση στο επαναστατικό καθεστώς. Αντιθέτως, προσέφερε αμνηστία σε βενιζελικούς αξιωματικούς που αποχώρησαν από το στράτευμα την επομένη της αντιβενιζελικής εκλογικής νίκης την 1η Νοεμβρίου 1920, ενώ επαναπροσέλαβε όσους δημόσιους υπαλλήλους είχαν απολυθεί κατά τη διετία 1920-1922. Ακόμη, η κυβέρνησή του υιοθέτησε τον εκλογικό νόμο της «στενοευρείας», εμπνεύσεως Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος ευνοούσε απροκάλυπτα τη βενιζελική παράταξη, με αποτέλεσμα να απέχουν από τις εκλογές οι αντιβενιζελικοί.
μία ακόμη πρόκληση –και μάλιστα με διεθνή απήχηση– με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η κυβέρνηση Γονατά ήταν εκείνη του βομβαρδισμού και της κατάληψης της Κέρκυρας από την Ιταλία. Αφορμή για την ιταλική επίθεση αποτέλεσε η δολοφονία εντός ελληνικού εδάφους του επικεφαλής της Διεθνούς Επιτροπής για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων, στρατηγού Τελλίνι, και τριών ακόμη Ιταλών, τον Αύγουστο του 1923. Η κυβέρνηση εξέφρασε τα συλλυπητήριά της και την πρόθεσή της να προβεί στην εξιχνίαση του εγκλήματος, αλλά ο μουσολίνι δεν ικανοποιήθηκε και πρόβαλε μια σειρά υπερβολικών αξιώσεων. Η ελληνική πλευρά δεν έκανε δεκτό το σύνολο των αξιώσεων και στη συνέχεια, στις 30 Αυγούστου, η Κέρκυρα βομβαρδίστηκε από τους Ιταλούς, ενώ ένα ιταλικό σύνταγμα κατέλυσε τις Αρχές.
Ο Πλαστήρας έλαβε την απόφαση αντίστασης από την τοπική φρουρά, όμως η επέμβαση του Γονατά και του Αλεξανδρή –σύμφωνα με τη μαρτυρία του πρωθυπουργού στον Γρηγόριο Δαφνή– απέτρεψε την αποστολή της διαταγής. Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Εξωτερικών θεωρούσαν ότι η προβολή αντίστασης και η σύρραξη με τα ιταλικά τμήματα θα είχαν ως αποτέλεσμα τη μόνιμη κατοχή του νησιού από τους Ιταλούς. Τελικά, οι τελευταίοι αποχώρησαν από την Κέρκυρα έναν μήνα αργότερα, όταν η Ελλάδα έκανε δεκτούς τους όρους της πρεσβευτικής διάσκεψης –και όχι της Κοινωνίας των Εθνών–, οι οποίοι περιείχαν, μεταξύ άλλων, την τέλεση μνημόσυνου των θυμάτων στην Ελλάδα, την απόδοση τιμών στις σημαίες των τριών μεγάλων Δυνάμεων και την καταβολή 50.000.000 λιρετών στην Ιταλία.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση στη Λωζάννη και την απώλεια της Ανατολικής Θράκης, αξίζει να σημειώσουμε ότι τόσο ο Πλαστήρας όσο και ο Γονατάς τάχθηκαν υπέρ του σχεδίου προέλασης ανατολικά του Έβρου, απ’ όπου είχαν υποχωρήσει νωρίτερα τα ελληνικά στρατεύματα. μάλιστα, τηλεγράφησαν στον Βενιζέλο ότι ο στρατός ήταν έτοιμος να προελάσει στις 27 μαΐου, ενώ ο Γονατάς ενημέρωσε σχετικά τον Γεώργιο Β΄, εκφράζοντάς του παράλληλα την πλήρη ανάληψη των ευθυνών για την επανάληψη των εχθροπραξιών. Η παραίτηση, όμως, της Τουρκίας από τις αξιώσεις οικονομικής αποζημίωσης και εδαφικών παραχωρήσεων πέραν του Κάραγατς απέτρεψε την προέλαση, η δε κυβέρνηση αποδέχτηκε τη συμφωνία (εκφράζοντας όμως τη θλίψη της αλλά και την πεποίθησή της για στρατιωτική επιτυχία σε περίπτωση πολέμου), παρά την έντονη αντίδραση των Πάγκαλου και Χατζηκυριάκου, οι οποίοι έκαναν λόγο για «παράβαση εντολής» από την ελληνική αντιπροσωπεία.
Τόσο ο Πλαστήρας όσο και ο Γονατάς τάχθηκαν υπέρ του σχεδίου προέλασης ανατολικά του Έβρου, απ’ όπου είχαν αποχωρήσει νωρίτερα τα ελληνικά στρατεύματα.
μάλιστα, έναντι των δύο τελευταίων, οι ισχυροί άνδρες του καθεστώτος τήρησαν σκληρή στάση: Ο Πλαστήρας μετέβη στη Θεσσαλονίκη και ανάγκασε τους απογοητευμένους αρχηγούς του Στρατού και του Στόλου να ομολογήσουν ότι πλανήθηκαν και να επιδοκιμάσουν τη συμφωνία. Από την πλευρά του, ο Γονατάς εξέφρασε στον Βενιζέλο τη λύπη του για τη συμπεριφορά των δύο ανώτατων αξιωματικών, ενώ διέταξε τον Πάγκαλο να αποστείλει τηλεγράφημα μετάνοιας, να μην εμπλέκεται στα διπλωματικά ζητήματα, να εγκαταλείψει τα σχέδια προέλασης στην Ανατολική Θράκη και να καταστρέψει τα σχετικά επιχειρησιακά έγγραφα.
Η εκλογή σε δημόσια αξιώματα
Η δράση στον μεσοπόλεμο και οι διαφωνίες με τον Βενιζέλο.
Η εκδήλωση του αντικινήματος αποτέλεσε τη θρυαλλίδα εξελίξεων σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αλλά κυρίως λειτούργησε ως καταλύτης για την πολιτειακή μεταβολή. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αναγκάστηκε σε εξορία μέχρι διευθετήσεως του πολιτειακού, ενώ ο Παύλος Κουντουριώτης ανέλαβε αντιβασιλέας. Ο Γονατάς ανήγγειλε στον μονάρχη την πρόταση να μεταβεί στο εξωτερικό υπό μορφή αδείας και τον συνόδευσε κατά την αναχώρησή του στον Πειραιά μαζί με τη σύζυγό του. Λίγες ημέρες πριν, στις εκλογές της 16ης ∆εκεμβρίου 1923, πέτυχε την εκλογή του στο αξίωμα του πληρεξουσίου με τον συνδυασμό των Φιλελευθέρων, εκλογή που σήμανε ουσιαστικά το τέλος της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Οι μονόπλευρες εκλογές του 1923 οδήγησαν στον σχηματισμό βενιζελικής Εθνοσυνέλευσης, στην οποία πρωταγωνίστησαν τα ακραία στοιχεία της ευρύτερης παράταξης. Η «Επανάσταση» παρέδωσε την εξουσία στη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση και οι Πλαστήρας – Γονατάς προήχθησαν τιμητικά στον βαθμό του αντιστρατήγου, κατόπιν ψηφίσματος της Εθνοσυνέλευσης.

Κατά την πρώτη περίοδο της βουλευτικής του θητείας, ο Γονατάς τέθηκε επικεφαλής μιας ομάδας πληρεξουσίων η οποία εξέφραζε τις θέσεις της «Επανάστασης», ενώ αποκάλυψε αφενός την ουδετερότητα του Γεωργίου Β΄ κατά την εκδήλωση του αντικινήματος και αφετέρου ότι κανένας αξιωματούχος δεν είχε ταχθεί υπέρ της πραξικοπηματικής εγκαθίδρυσης της Αβασίλευτης. Επιπλέον, εξήρε το έργο της κυβέρνησής του και τάχθηκε υπέρ της ∆ημοκρατίας, την οποία χαρακτήρισε ως «φυσικό» πολίτευμα της Ελλάδας. Παράλληλα, τάχθηκε υπέρ της έκπτωσης της ∆υναστείας και της κήρυξης της ∆ημοκρατίας από την υφιστάμενη Εθνοσυνέλευση και όχι μέσω ενός δημοψηφίσματος, το οποίο θα αμφισβητούσε ο αντιβενιζελισμός. με τις παραπάνω ενέργειές του, ο πάλαι ποτέ μετριοπαθής βασιλόφρονας είχε μετατραπεί σε δυναμικό δημοκράτη, που βέβαια υπερψήφισε την κυβέρνηση Πάγκαλου τον Ιούνιο του 1925.
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου ανέλαβε διάφορα δημόσια αξιώματα, ενώ η απόφαση του Βενιζέλου να τον συμπεριλάβει στους κόλπους των κυβερνήσεών του κατά τη μεγάλη Τετραετία (1928-1932) προκάλεσε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ του Κρητικού πολιτικού και του προέδρου του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη. Άλλωστε, ο Γονατάς αποτελούσε persona non grata για την ευρύτερη αντιβενιζελική παράταξη, διότι τον ταύτισε με την καταδίκη και την εκτέλεση των Έξι. Παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, όμως, ο απόστρατος στρατηγός διετέλεσε υπουργός Συγκοινωνίας, υπουργός Γενικός ∆ιοικητής Θεσσαλονίκης και υπουργός Γενικός ∆ιοικητής μακεδονίας (έχοντας όμως κακές σχέσεις με την εβραϊκή κοινότητα). Άλλωστε, ο ίδιος ο Βενιζέλος αναγνώριζε δημόσια τις υψηλές υπηρεσίες που προσέφεραν στον τόπο κατά τη διάρκεια της «Επανάστασης» τόσο ο Γονατάς όσο και ο Πλαστήρας, προκαλώντας τη μήνι των αντιβενιζελικών.
Το 1932, ο Γονατάς εξελέγη πρόεδρος του νεοσύστατου νομοθετικού σώματος της Γερουσίας και επέδειξε μετριοπαθή στάση, η οποία εκφράστηκε με την πρωτοβουλία του να στηρίξει την επανεκλογή Ζαΐμη στο αξίωμα του Προέδρου της ∆ημοκρατίας. Συγκεκριμένα, κατάφερε να πείσει τους 17 γερουσιαστές των επαγγελματικών οργανώσεων να υποβάλουν πρόταση στον πρωθυπουργό Τσαλδάρη με την οποία υπόσχονταν την ψήφιση του Ζαΐμη, με όρο την απόσυρση του εκλογικού νόμου της «μπακλαβαδοποιήσεως» – ο συγκεκριμένος νόμος ευνοούσε αυτή τη φορά την αντιβενιζελική παράταξη, καθώς υιοθετούσε τη νομαρχιακή περιφέρεια και ρύθμιζε τις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης υπέρ της κυβέρνησης. μάλιστα, η πρωτοβουλία του προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Βενιζέλου, ο οποίος τηρούσε ιδιαίτερα σκληρή στάση έναντι του πρωθυπουργού επί του συγκεκριμένου ζητήματος.

Η ανάδειξη του Γονατά στην προεδρία της ελεγχόμενης από τον βενιζελισμό Γερουσίας πραγματοποιήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1932. Στη σχετική ψηφοφορία έλαβε 79 ψήφους και διαδέχτηκε τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, πρώην αρχιστράτηγο της Στρατιάς μικράς Ασίας. Η εκλογή του συνέπεσε με την επιστροφή των αντιβενιζελικών στην εξουσία, οι οποίοι όμως δεν διέθεταν την απόλυτη πλειοψηφία στις κοινές συνεδριάσεις Βουλής και Γερουσίας και επομένως το νομοθετικό τους έργο προσέκρουε στη στάση της τελευταίας. Η Γερουσία πρόβαλλε εμπόδια, κυρίως στη νομοθετική πρωτοβουλία για τη ρύθμιση της στρατιωτικής επετηρίδας, αλλά και στο εκλογικό νομοσχέδιο. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, η κυβέρνηση Τσαλδάρη επεδίωκε την κατάργησή της. Παράλληλα με την άσκηση των θεσμικών καθηκόντων του, ο Γονατάς αναδείχθηκε σημαίνων παράγοντας του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Το παραπάνω αποδεικνύεται από την εκλογή του στη θέση του προέδρου της Λέσχης Φιλελευθέρων, αλλά και από την τακτική αλληλογραφία που τηρούσε με τον Βενιζέλο. Τα ζητήματα που έθεταν επί τάπητος οι δύο άντρες αφορούσαν την κατάρτιση ψηφοδελτίων του Εθνικού Συνασπισμού, την υποστήριξη υποψήφιων δημάρχων στις δημοτικές εκλογές, την καταβολή συνδρομών των βουλευτών και γερουσιαστών του κόμματος, τη στάση των Φιλελευθέρων επί του Βαλκανικού Συμφώνου αλλά και διάφορα θέματα εσωτερικής πολιτικής.
Εντούτοις, η καλή σχέση των δύο ανδρών δεν σήμαινε την πλήρη αποδοχή των αποφάσεων του Βενιζέλου από τον Γονατά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούσε η άρνηση του δεύτερου για εκδήλωση στρατιωτικού κινήματος σε περίπτωση που παρουσιαζόταν κίνδυνος για το υφιστάμενο πολίτευμα. Συγκεκριμένα, η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου τον Ιούνιο του 1933 και οι διαδόσεις περί αντιβενιζελικού στρατιωτικού κινήματος προκάλεσαν τον συνασπισμό διάφορων αντιμοναρχικών δυνάμεων για την «προάσπιση» της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας. Οι επικεφαλής των δημοκρατικών κομμάτων ήταν ενήμεροι για τη συγκεκριμένη οργάνωση του βενιζελικού χώρου –όχι άπαντες στον ίδιο βαθμό–, αλλά δεν ήταν όλοι σύμφωνοι με την ανάγκη ενός «προληπτικού» κινήματος. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Γονατάς.
Παρά την αρνητική του στάση, το καλοκαίρι του 1934 το πρωτόκολλο των Καννών, το οποίο συντάχθηκε από τους Βενιζέλο και Πλαστήρα, όρισε τον Γονατά ως πρόεδρο της τριμελούς επιτροπής οργάνωσης του κινήματος εναντίον της κυβέρνησης (τα άλλα δύο μέλη ήταν ο απόστρατος στρατηγός Κωνσταντίνος Πράσσος Βλάχος και ο εν ενεργεία συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης), ενώ, όπως διηγείται ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, έλαβε τον τίτλο του επίτιμου προέδρου της «Πανελλήνιας ∆ημοκρατικής Άμυνας». Ωστόσο, ο Γονατάς δεν αποδέχτηκε με ιδιαίτερη ζέση τον ορισμό του και προσπάθησε να εμποδίσει την εκδήλωση κινήματος, αντιτασσόμενος στα βενιζελικά αφηγήματα περί κινδύνου του πολιτεύματος και πιθανής παλινόρθωσης. μάλιστα, αντικαταστάθηκε στην επιτροπή από τον απόστρατο πλοίαρχο Ανδρέα Κολιαλέξη.

Παρ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να αποτρέψει την εκδήλωση του κινήματος της 1ης μαρτίου 1935. μάλιστα, συνελήφθη από τις αρχές και δικάστηκε από κοινού με τους Γεώργιο Καφαντάρη, Αλέξανδρο Παπαναστασίου, Θεμιστοκλή Σοφούλη και Αλέξανδρο μυλωνά από έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον υποναύαρχο Αλέξανδρο Σακελλαρίου. Στη δίκη παρέστησαν ως μάρτυρες οι πολιτικοί τους αντίπαλοι Κονδύλης, μεταξάς, Ιωάννης Ράλλης, καθώς και ο πρόεδρος της Βουλής, Χαράλαμπος Βοζίκης, με τους περισσότερους να τάσσονται εναντίον της καταδίκης τους. Οι περισσότεροι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν, όχι όμως και ο Γονατάς, ο οποίος καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, ποινή την οποία αποφασίστηκε να εκτίσει στις φυλακές Ωρωπού. Η επιστροφή του Γεωργίου Β΄ τον Νοέμβριο του 1935 συνοδεύτηκε από τη χορήγηση αμνηστίας, μέτρο που οδήγησε στην αποφυλάκιση του Γονατά στις 2 ∆εκεμβρίου του ίδιου έτους.
Κατοχή και μεταπολεμική περίοδος
Τα Τάγματα Ασφαλείας, ο «κίνδυνος του ΕΑΜ» και οι απόπειρες δολοφονίας του στον Εμφύλιο.
Η παλινόρθωση της βασιλείας το 1935 δεν συνοδεύτηκε από πολιτική σταθερότητα και, παρά τις αρχικές ενωτικές του προσπάθειες, ο Ελληνας μονάρχης συνηγόρησε στην επιβολή της δικτατορίας μεταξά. Νωρίτερα, ο αρχηγός των Ελευθεροφρόνων ανήλθε στο αξίωμα του πρωθυπουργού, ως επιλογή του Στέμματος, λόγω της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης, μετά τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, αλλά και τον θάνατο του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου ∆εμερτζή. Στην κάλπη του Ιανουαρίου, ο Γονατάς πέτυχε την εκ νέου εκλογή του στο βουλευτικό αξίωμα με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, λαμβάνοντας τις περισσότερες ψήφους μεταξύ των συνυποψηφίων του. μάλιστα, στις πρώτες του δηλώσεις μετά τις εκλογές εξήρε τον βασιλιά για τη μετριοπάθεια που είχε επιδείξει από την πρώτη κιόλας ημέρα της επιστροφής του.
Ωστόσο η θητεία του, κατά την οποία είχε αναδειχθεί κορυφαίος παράγοντας του κόμματος μαζί με τον Σοφούλη, είχε σύντομη διάρκεια λόγω της αναστολής λειτουργίας του κοινοβουλίου και της επιβολής του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μεγάλο μέρος των βενιζελικών πολιτικών συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν σε διάφορα σημεία ανά την επικράτεια. Αφορμή για τη σύλληψη του Γονατά από τις Αρχές του καθεστώτος υπήρξε η εκδήλωση στάσης στην Κρήτη τον Ιούλιο του 1938. μετά τη σύλληψή του, εκτοπίστηκε αρχικά στη μύκονο και έπειτα στη Σύρο.
Η κατάκτηση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Αξονα βρήκε τον Γονατά πίσω στην Αθήνα, στην οποία είχε επιστρέψει τον Ιανουάριο του 1941. Ο βασιλιάς και η εξόριστη κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού διέφυγαν στην Αίγυπτο και στην Αγγλία και το πολιτειακό ανακινήθηκε εκ νέου στην Ελλάδα. Ο Γονατάς, σε επιστολή του προς τον Βρετανό υπουργό για τη μέση Ανατολή, Όλιβερ Λίτελτον, έκανε λόγο για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία θα προχωρούσε στην εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας μετά την απελευθέρωση της χώρας. Τις απόψεις του στρατηγού υιοθέτησαν και οι υπόλοιποι αρχηγοί των δημοκρατικών κομμάτων, οι οποίοι τάχθηκαν αφενός υπέρ του σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης και αφετέρου κατά της επανόδου του Γεωργίου Β΄. Όμως, η όλο και αυξανόμενη πολιτική επιρροή του ΕΑμ κατά τη διάρκεια της Κατοχής οδήγησε στην υιοθέτηση, από μια μερίδα των δημοκρατικών, διαλλακτικής στάσης σχετικά με το πολιτειακό. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Γονατάς. Από τη συγκεκριμένη αλληλουχία των γεγονότων προέκυψε η πρόταση διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τη μορφή του μεταπολεμικού πολιτεύματος.
Πέραν των πολιτικών του πρωτοβουλιών, ο Γονατάς ενεπλάκη στη σύσταση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», σε συνεργασία με τους Θεόδωρο Πάγκαλο, Βασίλειο Ντερτιλή και άλλους απότακτους αξιωματικούς του κινήματος του 1935. Επιπλέον, τηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον επικεφαλής του Ε∆ΕΣ, συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα, ενώ τάχθηκε υπέρ της συγκρότησης ελληνικών κατοχικών κυβερνήσεων, θεωρώντας ότι θα λειτουργούσαν ως ανάχωμα στην ασυδοσία του κατακτητή. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη των δωσίλογων κυβερνήσεων.

Επιπροσθέτως, ο Γονατάς ενημέρωνε την εξόριστη κυβέρνηση αλλά και τους Βρετανούς για την άνοδο και τη δράση του ΕΑμ: «Οργάνωση καμουφλαρισμένη με πατριωτικό μανδύα, η οποία σκόπευε στην κατάληψη της εξουσίας και δεν δίσταζε να εξοντώσει τις υπόλοιπες αντιστασιακές οργανώσεις», έγραφε. Ακόμη, επεσήμανε τη στενή σχέση του ΕΑμ με αντίστοιχες οργανώσεις των γειτονικών χωρών, ενώ για τη μεταξύ τους αντίθεση ανέφερε χαρακτηριστικά πως «οι ιδικοί μας κομμουνισταί είναι διεθνισταί, ενώ οι άλλοι είναι εθνικόφρονες». Από την πλευρά του, το δημοσιογραφικό όργανο του ΕΑμ, η εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, εξαπέλυσε τον ∆εκέμβριο του 1944 επίθεση εναντίον του με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, όπως «μυστικός αρχηγός των Ταγμάτων Ασφαλείας», «στενός συνεργάτης του Ράλλη και του Βουλπιώτη» και «άνθρωπος του Γλύξμπουργκ στην Ελλάδα».
μετά την Απελευθέρωση, πολιτεύτηκε δυναμικά και τέθηκε επικεφαλής του Κόμματος Εθνικών Φιλελευθέρων, το οποίο αποσπάστηκε από το Κόμμα Φιλελευθέρων του Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο λόγος της διάσπασης ήταν η απόφαση του Σοφούλη να υποστηρίξει ανοικτά την Αβασίλευτη ∆ημοκρατία σε μελλοντικό δημοψήφισμα για το Πολιτειακό. Το νέο κόμμα συμμετείχε στις εκλογές του 1946 στον συνασπισμό της Ηνωμένης Παράταξης Εθνικοφρόνων (ΗΠΕ), η οποία περιλάμβανε φιλομοναρχικά και αντιβενιζελικά κόμματα, με κορωνίδα το Λαϊκό Κόμμα. Από τις 206 έδρες που κατέλαβε η ΗΠΕ, οι 38 κατανεμήθηκαν στο Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων. Η συγκεκριμένη συνεργασία παρουσίασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι, μετά από περίπου 25 έτη, ο πρωθυπουργός της εκτέλεσης των Εξι συνεργάστηκε με τους πολιτικούς τους απογόνους.
Πέραν της εκλογικής σύμπραξης, ο Γονατάς εξέφρασε τις θέσεις του και για τα εθνικά ζητήματα και κυρίως για την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον απόστρατο στρατηγό, τα ζωτικά συμφέροντα της Βρετανίας ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τα ελληνικά και η Ελλάδα έπρεπε να ενταχθεί μεταπολεμικά στη βρετανική σφαίρα επιρροής. Άλλωστε, υποστήριζε ότι η ρωσική πολιτική υπέρ των Σλάβων της Βαλκανικής και των βλέψεών τους στο Αιγαίο δεν θα άλλαζε, αλλά αντίθετα, σε περίπτωση που επικρατούσε, θα μετατρεπόταν σε θανάσιμο κίνδυνο των ελληνικών συμφερόντων.
Οσον αφορά τα δημόσια αξιώματα που κατέλαβε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ο Γονατάς χρημάτισε υπουργός ∆ημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, τον οποίο αντικαθιστούσε στα πρωθυπουργικά καθήκοντα κατά τη διάρκεια απουσίας του στο Συνέδριο της Ειρήνης. μάλιστα, υπό τη δική του αντιπροεδρία διενεργήθηκε το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946, το οποίο αποφάνθηκε υπέρ της Βασιλευομένης ∆ημοκρατίας. Το ίδιο χαρτοφυλάκιο διατήρησε και στην κυβέρνηση ∆ημητρίου μάξιμου. Ανάμεσα στα έργα που υλοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του συμπεριλαμβάνεται η οδική γέφυρα της διώρυγας της Κορίνθου, η οποία εγκαινιάστηκε στις 15 Απριλίου 1947.
Οπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Γονατάς, επικηρύχθηκε ως «προδότης» από τον ∆ημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, ενώ οργανώθηκαν διάφορες απόπειρες δολοφονίας εναντίον του κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Ό,τι δεν κατάφεραν οι κομμουνιστικές απόπειρες αλλά και οι αλλεπάλληλοι κίνδυνοι που αντιμετώπισε κατά τη συμμετοχή του στα πεδία των μαχών, το κατάφερε αναπόφευκτα ο χρόνος. Συγκεκριμένα, στις 29 μαρτίου 1966 άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» όπου νοσηλευόταν. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε την επομένη δημοσία δαπάνη. Αρκετά χρόνια νωρίτερα –το 1950– είχε αποσυρθεί από την πολιτική ζωή και το 1958 εξέδωσε τα απομνημονεύματά του. Η τελευταία του εμπλοκή με τα κοινά σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1965, όταν συμμετείχε στο συμβούλιο του Στέμματος υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄.

