Η ηθική σκευή που εξασθενεί

Αλλες κοινωνίες, και όχι η δική μας, ωρίμασαν και πορεύθηκαν για τις χρυσές πολιτικά δεκαετίες της ∆ύσης μέσα από τον ηθικό σεβασμό του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της αντίστασης των λαών

7' 43" χρόνος ανάγνωσης

Αλλες κοινωνίες, και όχι η δική μας, ωρίμασαν και πορεύθηκαν για τις χρυσές πολιτικά δεκαετίες της ∆ύσης μέσα από τον ηθικό σεβασμό του τέλους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της αντίστασης των λαών. Είτε ως η μεγάλη αντιφασιστική νίκη, στοιχείο μνήμης της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, είτε για την Κεντροδεξιά ως η νίκη κατά της ανθρώπινης βαρβαρότητας και ως η νίκη επί του ναζιστικού δικαίου της φυλής και του αίματος, ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε μια νέα βαθύτατη ηθική επί της οποίας δομήθηκε το σύνολο των κοινωνικών, ανθρωπίνων, ακόμη και εργασιακών δικαιωμάτων που χαρακτήρισαν την έννοια Δύση, από το 1945 έως τις ημέρες μας.

Hδη από το 1989 και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και των δορυφόρων της, η ηθική ιστορική σκυτάλη της Δύσης δείχνει, χρόνο με τον χρόνο, να καθίσταται όλο και πιο αδύναμη. Ο παντοδύναμος αλλά και παντογνώστης (θεωρητικά) οικονομικός καπιταλισμός, χωρίς κανένα φρένο γεννημένο από την αντίληψη της ιστορίας, κινείται εδώ και περισσότερο από τρεις δεκαετίες απελευθερωμένος από το «αντίπαλον δέος» του πάλαι ποτέ «υπαρκτού» σοσιαλισμού. Του καταπιεστικού πολιτεύματος που παρά την απολύτως απάνθρωπη λειτουργία του και παρά τη μέγιστη παραγωγή φόβου στους υπηκόους του, εξακολουθούσε έως την κατάρρευσή του να απειλεί πολιτικά και ίσως ιδεολογικά τη Δύση.

Ανάγκασε(;) τη Δύση ο «υπαρκτός» σοσιαλισμός να φροντίσει για το κοινωνικό κράτος, για την ασφαλή δημόσια υγεία και παιδεία στους λαούς της, που στέναξαν μαζί με τους Εβραίους της Ευρώπης από τον ναζισμό και από τη βαρβαρότητα του γνήσιου αίματος που με καταστροφικό φανατισμό επέβαλε.

Ωστόσο ο σεβασμός στη συμμαχική νίκη, κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες, δεν ίσχυσε στη Δύση μόνο λόγω του φόβου της Αριστεράς. Iσχυσε κυρίως λόγω της γενιάς εκείνων των ηγετών της Δύσης που βίωσαν και χειρίστηκαν για τους λαούς τους τη φρίκη του πολέμου. Ντε Γκωλ, Τσώρτσιλ, Αντενάουερ και πολλοί ακόμη έδωσαν τη σκυτάλη μεταξύ άλλων στον Μιτεράν, στον Κολ, ακόμη και στον πρεσβύτερο Μπους. Ηγέτες που παράλληλα με τον Ψυχρό Πόλεμο φρόντισαν με εκπαιδευτική ηθική να διαμορφώνουν στους λαούς τους την (αυτο)πεποίθηση ότι δομήθηκαν ηθικά από τη νίκη του 1945. Τη νίκη σε έναν πόλεμο που προφανώς δεν δύναται να συγκριθεί με κανέναν άλλον, αφού κριτήριο δεν ήταν η εδαφική επέκταση αλλά και η ριζική καταστροφή ανθρώπων «άλλου» αίματος.

Οι εξετάσεις της Ιστορίας – Η ιστορία, είτε με κεφαλαίο γιώτα, είτε με μικρό γιώτα, δεν μας περνάει από εξετάσεις. Θεωρεί δυστυχώς τις γνώσεις μας δεδομένες και πάει παρακάτω δημιουργώντας ζυμώσεις, εξελίξεις, γεγονότα και κυρίως νοοτροπίες σε επάλληλες στρώσεις, συχνά χωρίς κενό μεταξύ τους. 

Για δεκαετίες οι συζητήσεις για το εάν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε στην Ευρώπη στις 8 Μαΐου κατά τους Δυτικούς ή στις 9 Μαΐου κατά τους Σοβιετικούς, κυριαρχούσαν επί ενός δεδομένου ηθικού κόμβου. Τις τελευταίες δεκαετίες ο εορτασμός στη Δύση κόπασε. Σταδιακά εκλείπει ως ηθική σκευή των μαθητών. Καθίσταται αδύναμου ενδιαφέροντος, στοιχείο ενός αδιάφορου παρελθόντος.

Οι κοινωνίες της Δύσης, λόγω του πολιτισμού που ίσχυε σε αυτή, μεγάλωναν ηλικιακά με αφετηρία τις (συχνότατες) αρετές του παρελθόντος τους. Κάτι αντίστοιχο μπορεί να συμβεί σε οικογένειες που διαχειρίζονται το παρελθόν τους με ειλικρίνεια. Η ιστορία του κοινωνικού πλαισίου που ζούμε δεν είναι «άλλη» μία σκέψη. Είναι μια δεδομένη τομή και μια αφετηρία που ανανεώνεται διαρκώς, φθάνει να μη θεωρούμε ότι το παρελθόν δεν χρήζει φροντίδας. Ευτυχώς ή δυστυχώς για κάποιους, χρήζει και παραχρήζει φροντίδας και μέριμνας.

Η αξία της νίκης – O σεβασμός στη συμμαχική νίκη ίσχυσε κυρίως λόγω της γενιάς εκείνων των Δυτικών ηγετών που παράλληλα με τον Ψυχρό Πόλεμο φρόντισαν με εκπαιδευτική ηθική να δια- μορφώνουν στους λαούς τους την (αυτο)πεποίθηση ότι δομήθηκαν ηθικά από τη νίκη του 1945.

Η ιστορία, είτε με κεφαλαίο γιώτα, είτε με μικρό γιώτα, δεν μας περνάει από εξετάσεις. Θεωρεί δυστυχώς τις γνώσεις μας δεδομένες και πάει παρακάτω δημιουργώντας ζυμώσεις, εξελίξεις, γεγονότα και κυρίως νοοτροπίες σε επάλληλες στρώσεις, συχνά χωρίς κενό μεταξύ τους.

Η πολιτική τείνει να καλλιεργήσει τις δικές της –και επ’ ωφελεία της– νοοτροπίες. Το ζούμε καθημερινά σε μια Δύση που με δική της πρωτοβουλία αποϊστορικοποιείται, αναρωτώμενη διαρκώς γιατί αποσαθρώθηκαν τα θεμέλιά της που απαξίωσε και πυροβόλησε η ίδια.

Μάθαμε, παρά αυτά που μας έλεγαν όταν η Δύση νίκησε πολιτικά τη Σοβιετία, ότι δυστυχώς η αγορά δεν απορρυθμίζεται προς όφελος των πολιτών. Αυτοί είναι πλέον πελάτες και η αγορά τους αντιμετωπίζει μόνον ως τέτοιους και όποιος αντέξει σε ένα μέλλον απολύτως αχαρτογράφητο…

Μήπως όμως δεν είναι μόνον οι πολιτικοί (της αγοράς) που απαξιώνουν τη δημόσια μνήμη, αλλά και οι ιστορικοί την παραβλέπουν έχοντας ως κριτήριο μόνο το εσωτερικό της συντεχνίας τους;

Κάπως, πάντως, η δημόσια μνήμη χρειάζεται ανανέωση της γλώσσας της, αλλιώς οι πολιτικές διαφωνίες θα δώσουν τη θέση τους σε καταστροφικούς πολέμους, κι εμείς θα νομίζουμε ότι είναι το ίδιο.

*Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

Το παράδοξο της ελληνικής μνήμης

Αντώνης Κλάψης

Την εβδομάδα που πέρασε οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης γιόρτασαν την ογδοηκοστή επέτειο από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Γηραιά Ηπειρο, το οποίο υπήρξε το αποτέλεσμα της άνευ όρων παράδοσης της ναζιστικής Γερμανίας. Μάλιστα σε πολλές από αυτές, η επέτειος της λήξης του πολέμου αποτελεί επίσημη ημέρα εθνικής μνήμης ή δημόσια αργία.

Οχι όμως στην Ελλάδα, όπου κανένας εορτασμός δεν γίνεται με αφορμή την ολοκλήρωση του πιο καταστροφικού πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα. Αντίθετα, στην πατρίδα μας γιορτάζουμε το ξεκίνημα της ελληνικής συμμετοχής στην ένοπλη σύρραξη, το οποίο προέκυψε εξαιτίας της εκδήλωσης της ιταλικής επίθεσης τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου. 

Στις 24 Οκτωβρίου 1944, δηλαδή μόλις δώδεκα ημέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου (στην οποία συμμετείχαν και μέλη του ΕΑΜ) κήρυξε την επέτειο της ιταλικής εισβολής ως εθνική γιορτή. Ετσι, στις 28 Οκτωβρίου 1944, πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα ο πρώτος επίσημος εορτασμός, ο οποίος περιελάμβανε και τη διεξαγωγή στρατιωτικής παρέλασης ενώπιον του πρωθυπουργού. Γιατί η Ελλάδα διαφέρει από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης; Γιατί γιορτάζει το ξεκίνημα και όχι την ολοκλήρωση ενός πολέμου; 

Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με την ίδια την εξέλιξη του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940-1941, ο οποίος υπήρξε νικηφόρος για την ελληνική πλευρά. Εστω κι αν μετά τη γερμανική εισβολή που άρχισε τον Απρίλιο του 1941, η Ελλάδα τελικά καθυποτάχθηκε στις δυνάμεις του Αξονα, η αποτελεσματική απόκρουση των Ιταλών γέμιζε με υπερηφάνεια τους Ελληνες, που ήθελαν να θυμούνται ότι είχαν πετύχει την πρώτη στρατιωτική νίκη εναντίον μιας χώρας του Αξονα. Δεν είναι, επομένως, παράδοξο ότι στη συνείδηση του ελληνικού λαού η 28η Οκτωβρίου καθιερώθηκε στην πράξη ως εθνική επέτειος πριν ακόμα οριστεί ως τέτοια από την ελληνική πολιτεία. Το 1941 πρωτοστάτησαν οι φοιτητές και οι φοιτήτριες της Αθήνας, που έδωσαν στον αυθόρμητο εορτασμό χαρακτήρα αντικατοχικής εκδήλωσης. Αντικατοχικές κινητοποιήσεις με αφορμή την 28η Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκαν, συντονισμένες από αντιστασιακές οργανώσεις όπως η ΕΠΟΝ και η ΠΕΑΝ, τόσο το 1942 όσο και το 1943. 

Ο δεύτερος λόγος δεν είναι καθόλου ευχάριστος, καθώς συνδέεται με τη δραματική τροπή που πήρε η ελληνική Ιστορία αμέσως μετά την απελευθέρωση από τις δυνάμεις του Αξονα. Στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, η απελευθέρωση έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1944, δηλαδή έξι και πλέον μήνες πριν από τη γερμανική συνθηκολόγηση. Ωστόσο οι ελληνικοί πανηγυρισμοί δεν κράτησαν πολύ. Στις αρχές Δεκεμβρίου ξέσπασε στην Αθήνα ένοπλη σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων του ΕΑΜ (που βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ) και των κυβερνητικών δυνάμεων (που υποστηρίζονταν από βρετανικά στρατιωτικά τμήματα), η οποία πέντε εβδομάδες αργότερα κατέληξε στην επικράτηση των δεύτερων εις βάρος των πρώτων.

Ενώ για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε την απαρχή μιας ειρηνικής περιόδου, στην περίπτωση της Ελλάδας η λήξη της ξένης κατοχής συνδυάστηκε με την πρόκληση ενός αδελφοκτόνου σπαραγμού.

Ακόμα χειρότερα, το 1946 η Ελλάδα κύλησε στο βάραθρο ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου, ο οποίος διήρκεσε τρία ολόκληρα χρόνια, προκαλώντας πολλές ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες υλικές καταστροφές. Αντί να αφιερωθούν στην ανασυγκρότηση, οι Ελληνες επιδόθηκαν στην αλληλοσφαγή. Ετσι, ενώ για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σηματοδότησε την απαρχή μιας ειρηνικής περιόδου, στην περίπτωση της Ελλάδας η λήξη της ξένης κατοχής συνδυάστηκε με την πρόκληση ενός αδελφοκτόνου σπαραγμού που επισώρευσε μεγάλα δεινά στον τόπο, και μάλιστα σε χρονικό ορίζοντα που υπερέβαινε αυτή καθαυτήν τη διάρκεια του Πολέμου.

Τα έθνη προτιμούν να γιορτάζουν τις ένδοξες στιγμές της ιστορίας τους. Ετσι συνέβη και με τους Ελληνες. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των Ιταλών επίδοξων κατακτητών ήταν μια πράξη γενναιότητας που έκανε τους Ελληνες δικαίως να καυχώνται. Οι νίκες στα πεδία των μαχών του αλβανικού μετώπου θεμελιώθηκαν σε ένα κλίμα μεγάλης ενότητας και σύμπνοιας απέναντι στους εισβολείς (έστω κι αν στην εξουσία βρισκόταν ένας δικτάτορας). Αντίθετα, τον Μάιο του 1945 οι Ελληνες βρίσκονταν βαθιά διχασμένοι και έτοιμοι να αλληλοεξοντωθούν.

Στο περιβάλλον της μετεμφυλιακής Ελλάδας ακόμα και η αναφορά στην εθνική αντίσταση τον καιρό της κατοχής υπόκειτο σε αναγκαστικούς περιορισμούς, οι οποίοι συνδέονταν με το γεγονός ότι σε αυτή την αντίσταση είχαν πρωταγωνιστήσει οι ηττημένοι του εμφυλίου πολέμου. Αν ο εθνικός εορτασμός επικεντρωνόταν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μοιραία η ανάγνωση της Ιστορίας θα έπρεπε να περιλάβει και τα όσα είχαν συμβεί στην Ελλάδα κατά τη διάρκειά του – όμως αρκετοί από τους νικητές του εμφυλίου δεν ήθελαν να τα θυμούνται διότι δεν ήταν απαραίτητα τιμητικά για τους ίδιους. Ο εορτασμός της περικλεούς αρχής ήταν, και από αυτή την άποψη, μια πιο ασφαλής επιλογή.

Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας και Διεθνούς Πολιτικής 
στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης 
και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT