Επί δεκαετίες, οι Βρετανοί και συγκεκριμένα η Βρετανική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, η οποία λειτουργούσε ως κυρίαρχη δύναμη εξ ονόματος του βρετανικού Στέμματος, χρησιμοποιούσαν στην Ινδία μια ποικιλία μεθόδων και τακτικών ώστε να εξασφαλίζουν την κυριαρχία τους και τον έλεγχο των ινδουιστών πριγκιπικών κρατών. Επιπλέον, η παλιά ινδική αριστοκρατία είχε αντικατασταθεί παντού από Βρετανούς αξιωματούχους, ενώ παράλληλα υπήρχε ένας αυξανόμενος ρυθμός δυτικοποίησης.
Αυτή περίπου ήταν η κατάσταση τους πρώτους μήνες του 1857, όταν άρχισε να διαδίδεται μια φήμη μεταξύ των σιπάι (των Ινδών που υπηρετούσαν σε ένοπλα τμήματα ευρωπαϊκών δυνάμεων) ότι το γράσο που χρησιμοποιούνταν για τη λίπανση των φυσιγγίων ήταν ένα μείγμα από λαρδί χοίρων και αγελάδων˙ κατά συνέπεια, η επαφή μαζί του αποτελούσε προσβολή τόσο για τους μουσουλμάνους όσο και για τους ινδουιστές, καθώς βρισκόταν σε αντίθεση με τα θρησκευτικά τους πιστεύω. Και παρότι δεν υπήρξαν πειστικές αποδείξεις ότι ίσχυε κάτι τέτοιο, η φήμη ότι τα φυσίγγια ήταν «μολυσμένα» ενίσχυσε την υποψία ότι οι Βρετανοί προσπαθούσαν να υπονομεύσουν βασικά στοιχεία της παραδοσιακής ινδικής κοινωνίας και κουλτούρας.
Στο πλαίσιο αυτό, στα τέλη Μαρτίου 1857, ο σιπάι Mangal Pandey επιτέθηκε σε Βρετανούς αξιωματικούς στη στρατιωτική φρουρά στο Μπαρακπόρ, όμως, συνελήφθη και εκτελέστηκε από τους Βρετανούς. Τον επόμενο μήνα, οι σιπάι στο Μίρατ αρνήθηκαν να χρησιμοποιήσουν τα φυσίγγια που τους είχαν δοθεί, με αποτέλεσμα την επιβολή μακροχρόνιων ποινών φυλάκισης. Η σκληρότητα της τιμωρίας, όμως, εξόργισε τους συντρόφους τους και είχε ως αποτέλεσμα το γενικότερο ξεσηκωμό των Ινδών εναντίον των Βρετανών.
Με εξαίρεση τον αυτοκράτορα των Μουγκάλ και τους γιους του, κανένας από τους σημαντικούς Ινδούς πρίγκιπες δεν τάχθηκε στο πλευρό των εξεγερμένων.
Στις 10 Μαΐου, η κατάσταση εξελίχθηκε σε εξέγερση. Οι σιπάι πυροβόλησαν τους Βρετανούς αξιωματικούς τους και βάδισαν προς το Δελχί, όπου δεν υπήρχαν ευρωπαϊκά στρατεύματα. Εκεί η τοπική φρουρά των σιπάι ενώθηκε με αυτήν του Μίρατ και μέχρι το βράδυ ο αυτοκράτορας των Μουγκάλ, Μπαχαντούρ Σαχ B΄, είχε αποκατασταθεί στην εξουσία. Η κατάληψη του Δελχί αποτέλεσε έναυσμα για τη γενίκευση της εξέγερσης, που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη βόρεια Ινδία. Ωστόσο, με εξαίρεση τον αυτοκράτορα των Μουγκάλ και τους γιους του, κανένας από τους άλλους σημαντικούς Ινδούς πρίγκιπες δεν τάχθηκε στο πλευρό των εξεγερμένων.
Οι Βρετανοί, οι οποίοι δεν είχαν αντιληφθεί έγκαιρα τη σοβαρότητα της κατάστασης, καλούνταν τώρα να αντιμετωπίσουν τους ξεσηκωμένους Ινδούς. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ξεκίνησαν μάχες στο Δελχί, το Κανπούρ και το Λάκνοου, με το τελευταίο να παραμένει στο επίκεντρο των συγκρούσεων και τον χειμώνα του 1857–58. Οι τελικές μάχες έλαβαν χώρα στο Χιου Ρόουζ στις αρχές του 1858. Η ειρήνη θα κηρυσσόταν επίσημα στις 8 Ιουλίου 1859, κλείνοντας μια περίοδο συγκρούσεων των οποίων βασικό χαρακτηριστικό ήταν η αγριότητα τόσο από την πλευρά των Βρετανών όσο και από την πλευρά των εξεγερμένων.
Αμεσο αποτέλεσμα ήταν η γενικευμένη αναδιοργάνωση του στρατού στην Ινδία και η έναρξη της πολιτικής διαβούλευσης των Βρετανών με τους Ινδούς.
Αμεσο αποτέλεσμα της εξέγερσης ήταν η γενικευμένη αναδιοργάνωση του στρατού στην Ινδία και η έναρξη της πολιτικής διαβούλευσης των Βρετανών με τους Ινδούς, καθώς θεωρήθηκε ότι η έλλειψη επικοινωνίας τους με την ινδική κοινή γνώμη είχε συμβάλει τόσο στην εκδήλωση όσο και στη γενίκευση της κρίσης.
Ταυτόχρονα, όμως, μειώθηκε κάθε σοβαρή ελπίδα για αναβίωση της κοινωνίας και κουλτούρας του παρελθόντος, ή για αποκλεισμό της Δύσης από τα τεκταινόμενα στην Ινδία. Κι αυτό γιατί από τη μια πλευρά οι φορείς της παραδοσιακής κοινωνίας είχαν αποτύχει στην εξέγερση, ενώ παράλληλα οι πρίγκιπες είχαν επιδείξει με τη στάση τους απόλυτη αδυναμία. Ετσι, η παραδοσιακή δομή της ινδικής κοινωνίας θα έδινε σταδιακά τη θέση της σε ένα περισσότερο δυτικοποιημένο κοινωνικό σύστημα, από το οποίο αναδύθηκε μια ισχυρή μεσαία τάξη που διακατεχόταν από ένα αυξημένο αίσθημα εθνικισμού.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

