Η Νέα Δημοκρατία επικράτησε με σχετική άνεση στις εκλογές του 1977 λαμβάνοντας το 41,84% των ψήφων και εκλέγοντας 171 βουλευτές. Ωστόσο, η παντοδυναμία της στο πολιτικό σκηνικό κλονίστηκε από την άνοδο του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ) του Ανδρέα Παπανδρέου, το οποίο εξέφραζε το αίτημα μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος για αλλαγή. Προϊόντος του χρόνου, κατέστη εμφανής η κόπωση της κυβερνώσας παράταξης. Οι πιθανότητες μιας τρίτης συνεχόμενης εκλογικής επιτυχίας φαίνονταν ισχνές.
Επιχειρώντας να μετριάσει κατά κάποιον τρόπο τη ριζοσπαστική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό, την οποία ευαγγελιζόταν ο Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλαβε την απόφαση να διεκδικήσει την Προεδρία της Δημοκρατίας την άνοιξη του 1980, έπειτα από δεκατέσσερα χρόνια στην πρωθυπουργία (1955-1963 και 1974-1980). Σκοπός του ήταν να εγγυηθεί την πολιτική ομαλότητα που είχε κατακτηθεί μεταξύ άλλων και με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, το 1979, δίχως όμως να προκαλέσει μια σύγκρουση ανάμεσα στην πολιτειακή και την πολιτική ηγεσία, όπως είχε συμβεί την περίοδο του Εθνικού Διχασμού μεταξύ του Ελευθέριου Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου Α΄.
Το αξίωμα του προέδρου του κόμματος διεκδίκησαν οι στενοί συνεργάτες του Καραμανλή, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας και Γεώργιος Ράλλης.
Ο Μακεδόνας πολιτικός έλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα του 1975 έγκριση από την πλειοψηφία της Βουλής, κατά την τρίτη ψηφοφορία στις 5 Μαΐου. Την επόμενη ημέρα υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο. Αμέσως έγιναν οι απαραίτητες διεργασίες για τη διαδοχή του στο κόμμα και κατ’ επέκταση στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Την εκλογή από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας για το αξίωμα του προέδρου του κόμματος διεκδίκησαν οι στενοί συνεργάτες του Καραμανλή, Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας και Γεώργιος Ράλλης.
Στο παρελθόν, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι δύο άνδρες εξέφραζαν δύο διαφορετικές τάσεις εντός του κόμματος, ο Ράλλης μια πιο φιλελεύθερη – κεντροδεξιά, ενώ ο Αβέρωφ μια πιο συντηρητική. Σε μεγάλο βαθμό, όμως, η άποψη αυτή έχει καταρριφθεί δεδομένου ότι και οι δύο άνδρες προέρχονταν από την ίδια σχολή σκέψης, αυτήν της φιλελεύθερης Κεντροδεξιάς, η οποία προσέβλεπε στο ευρωπαϊκό μέλλον της Ελλάδας. Οι διαφορές τους αφορούσαν την τακτική που όφειλε να ακολουθήσει το κόμμα έναντι του ανερχόμενου ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς.
Ο Αβέρωφ εξέφραζε την τάση μιας πιο μαχητικής πολιτικής αντιπαράθεσης με το ΠΑΣΟΚ, ενώ ο Ράλλης ήταν υπέρμαχος της επικράτησης ήπιου πολιτικού κλίματος.
Ο Αβέρωφ φαίνεται πως επιθυμούσε να μην αποξενωθεί το κόμμα από το συντηρητικό του κοινό, θεωρώντας ότι δεν ήταν αναγκαία η διεύρυνση προς το Κέντρο το 1978. Εξέφραζε την τάση μιας πιο μαχητικής πολιτικής αντιπαράθεσης με το ΠΑΣΟΚ. Αντιθέτως, ο Ράλλης ήταν υπέρμαχος της επικράτησης ήπιου πολιτικού κλίματος. Ως εκ τούτου, ο Αβέρωφ αναζήτησε τη στήριξη των συντηρητικότερων μελών της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στην προσπάθειά του να εκλεγεί πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας.
Η ψηφοφορία για την εκλογή του νέου προέδρου της κυβερνώσας παράταξης έγινε στις 8 Μαΐου, στην Αίθουσα της Γερουσίας της Βουλής. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού του κόμματος, ο νέος πρόεδρος θα εκλεγόταν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα με απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των 175 βουλευτών (μετά τις εκλογές του 1977 είχαν προσχωρήσει στη Ν.Δ. ακόμα τέσσερις βουλευτές, μεταξύ των οποίων ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης). Η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας εξέλεξε πρόεδρο και κατ’ επέκταση πρωθυπουργό με 88 ψήφους τον Γεώργιο Ράλλη. Ο Αβέρωφ έλαβε 84 ψήφους, ενώ τρεις βουλευτές έριξαν λευκή ψήφο.
Το αποτέλεσμα προκάλεσε έκπληξη, καθότι εθεωρείτο περισσότερο πιθανή η εκλογή του Μετσοβίτη Αβέρωφ. Εκείνος αναγνώρισε αμέσως το αποτέλεσμα συγχαίροντας τον Ράλλη για την εκλογή του.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

