«Ο Νικήτας εκ γενετής ενεδύθη ως ιμάτιον την ανδρίαν⸱ τα χείλη αυτού ήσαν δίκαια⸱ κανείς δόλος δεν εκάθητο επί της γλώσσης του⸱ ηγάπα την αλήθειαν υπέρ χρυσίον και τοπάζιον⸱ ως όρος Σιών δεν εσαλεύθη πώποτε προς την ορθόδοξον πίστιν και προς την ελευθερίαν όλου του γένους⸱ ουδεμίαν έχων απαίτησιν δόξης πλούτου ή βαθμών, έζησεν άνευ στέγης, απέθανεν άνευ χιτώνος και ταφήσεται άνευ επιταφίου πέτρας. Αν ο μετριόφρων ανήρ ήκουε την στιγμήν ταύτην τους λόγους μου, ήθελεν ερυθριάσει και νεκρός! ήθελεν ανασηκωθή και ειπεί προς εμέ “παύσε! οι πανηγυρικοί σου λόγοι με τραυματίζουσιν ως μολυβδόβολα”». Τις σκέψεις αυτές εκμυστηρεύεται ο Παναγιώτης Σούτσος στον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε για τη θανή του Νικηταρά και ο οποίος είναι δημοσιευμένος στο φύλλο της 28ης Σεπτεμβρίου 1849 της εφημερίδας Αιών.

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς, γνωστός με το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», υπήρξε γενναία και εμβληματική μορφή της Επανάστασης του 1821 που ξεχώρισε τόσο για τις στρατηγικές του δεξιότητες όσο και για την ηρωική του δράση σε πολλές μάχες κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Αναντίρρητα, παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε όσο ζούσε, κατόρθωσε να διακριθεί και να παραμείνει στη μνήμη των ανθρώπων αφενός για τη γενναιότητα και την αυτοθυσία του και αφετέρου για τη σεμνότητα και την ανιδιοτέλειά του.
«Από 11 χρονών μαζί με τον πατέρα μου έσερνα άρματα»
Η δράση στα Επτάνησα και η μύηση στη Φιλική Εταιρεία.
Στη Μεγάλη Αναστάσοβα του νομού Μεσσηνίας (σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας) πρωτοείδε το φως του ήλιου ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς, ο επονομαζόμενος και «Τουρκοφάγος», εξαιτίας του ολέθρου που προκάλεσε στους Τούρκους. ∆ιαφορετικές απόψεις παρουσιάζονται από τους βιογράφους του σχετικά με το έτος γέννησής του, το οποίο ορίζεται μεταξύ των ετών 1781 και 1787, με επικρατέστερη χρονιά γέννησης το 1787.
Πατέρας του ήταν ο Σταματέλος Τουρκολέκας, ο οποίος έλαβε το επώνυμό του από τον τόπο γέννησής του, το χωριό Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης. Εκείνος συνεργάστηκε με τον καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη και πολέμησε εναντίον των Τούρκων, βρίσκοντας καταφύγιο στην αρχή στην Πάρο και στη συνέχεια στα Επτάνησα. Μητέρα του Νικηταρά ήταν η Σοφία Καρούτσου, αδελφή της Αικατερίνης, γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Επομένως, ο Γέρος του Μοριά ήταν θείος του Νικηταρά. Ο Νικηταράς, όπως σημειώνει ο ∆ιονύσιος Α. Κόκκινος στο έργο του Η Ελληνική Επανάστασις, «[…] προς αυτόν τον μεγάλον θείον έτρεφε θαυμασμόν και αφοσίωσιν που δεν ετελείωσε παρά με τον θάνατον».
Αναμφίβολα, η συνεργασία του πατέρα του με τον καπετάν Ζαχαριά έγινε η αφορμή προκειμένου να αρραβωνιαστεί και στη συνέχεια να νυμφευθεί ο Νικηταράς την κόρη του, Αγγελική ή Αγγελίνα.

Ο Νικηταράς στα Απομνημονεύματά του, τα οποία υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη, διηγείται:
«Εγεννήθηκα εις ένα χωριό, Μεγάλη Αναστάσοβα, απεδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον προεστός και ο πατέρας μου έφυγε 16 χρονών και επήγε με τα στρατεύματα τα ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονοβασιά μαζί μ’ ένα αδελφό μου και μ’ ένα κουνιάδο μου.
Από 11 χρονών μαζί με τον πατέρα μου έσερνα άρματα.
Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λιοντάρι. Ο Τούρκος ήτον κλέφτης και ήτον με τον γερο-Κολοκοτρώνη, κλέφτες εκείνοι, ημείς αρματολοί.
Επήγα εις την Ζάκυνθο 18 χρονών».
Τα πρώτα χρόνια της παιδικής του ηλικίας ο Νικηταράς τα πέρασε στη γενέτειρα του πατέρα του και είναι γεγονός πως ο ίδιος συχνά λεγόταν και υπέγραφε ως «Τουρκολεκιώτης» ή «Τουρκολέκας». Σε μικρή ηλικία και ειδικότερα στα 11 του χρόνια, ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του, ο οποίος ήταν κλέφτης. Κατόπιν, προσχώρησε στο σώμα του Ζαχαριά, όπου ξεχώρισε για τον ηρωισμό του και τη σωματική του διάπλαση.
«Μεταβάς εις την Επτάννησον, υπηρέτησεν υπό διαφόρους σημαίας εν τάξει αξιωματικού, τιμών πανταχού το Ελληνικόν όνομα διά της ατρομήτου ανδρίας αυτού, διά της πίστεως, και διά της τιμιότητος, τριών συστατικών χαρακτήρων των αληθώς πολεμικών ανδρών», υπογραμμίζει ο Νεόφυτος Βάμβας για τον Νικηταρά στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε την ώρα της εξοδίου ακολουθίας και ο οποίος είναι δημοσιευμένος στο φύλλο της 27ης Σεπτεμβρίου 1849 της εφημερίδας Η Ταχύπτερος Φήμη.
Το 1805, σε ηλικία 18 ετών, ο Νικηταράς μετέβη στη Ζάκυνθο, που ήταν υπό την κατοχή των Ρώσων. Κατά την παραμονή του εκεί ενσωματώθηκε στα επτανησιακά τάγματα που μόλις είχαν ιδρυθεί και πήγε στην Ιταλία, όπου πολέμησε μαζί τους εναντίον του Ναπολέοντα. Έπειτα, επανήλθε στη Ζάκυνθο, όπου βρισκόταν και ο θείος του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, και υπηρέτησε τον γαλλικό στρατό, ο οποίος είχε υπό την κατοχή του τα Επτάνησα με τις Συνθήκες του Τιλσίτ.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, το 1808, εκείνος μετέβη μαζί με τον Κολοκοτρώνη στην Πελοπόννησο, προκειμένου να παράσχει βοήθεια προς τον Αλή Φαρμάκη, τον οποίο καταδίωκε ο Βελή πασάς. Στη συνέχεια, καταπιάστηκε με τη στρατολογία των Αλβανών Τσάμηδων σύμφωνα με τα σχέδια των Γάλλων, με στόχο τη δημιουργία ελληνοαλβανικού κράτους.
Ύστερα από τη βρετανική κατάληψη των Επτανήσων, εντάχθηκε ως αξιωματικός στα ελληνικά τάγματα υπό την ηγεσία του Ρίτσαρντ Τσορτς και στάλθηκε στη νότια Ιταλία, για να πάρει μέρος στον πόλεμο εναντίον του Ναπολέοντα. Αφού τα τάγματα καταστράφηκαν, παρέμεινε στη Ζάκυνθο.

Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, ο Νικηταράς μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη και κατόπιν δραστηριοποιήθηκε στη μύηση και άλλων νέων μελών για τους σκοπούς της Εταιρείας, κάνοντας περιοδεία στην Πελοπόννησο μαζί με τον Αναγνωσταρά και τον ∆. Πλαπούτα (Κολιόπουλο).
Τον επόμενο χρόνο, τον Ιούλιο του 1819, επισκέφθηκε πάλι τη Ζάκυνθο και, αφού συμμετείχε σε συνεχείς συναντήσεις και συνεννοήσεις σχετικά με την προετοιμασία της εξέγερσης, τον Φεβρουάριο του 1821 επέστρεψε πανέτοιμος στην Πελοπόννησο και δη στη Μάνη, για να «χρησιμεύση εις την ελευθερίαν της πατρίδος του», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος στο έργο του Βίοι Πελοποννησίων ανδρών. Στη Μάνη ο Νικηταράς ήλθε σε επαφή με τον Αναγνωσταρά και τον Παπαφλέσσα. Στη συγκυρία εκείνη οι προετοιμασίες του Αγώνα στη Μάνη και τη Μεσσηνία είχαν φτάσει στο αποκορύφωμά τους.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει σε ένα γεγονός που συνέβη στις αρχές Μαρτίου του 1821, όπου ο Παπαφλέσσας ενημέρωσε τον Νικηταρά και τον Αναγνωσταρά να παραλάβουν από το λιμάνι του Αλμυρού της Μεσσηνίας πολεμοφόδια τα οποία προέρχονταν από Φιλικούς της Σμύρνης.
Τα πολεμικά κατορθώματα στην Επανάσταση
Από το Βαλτέτσι και τα Δολιανά στο Ναύπλιο και στα Δερβενάκια.
Ο Νικηταράς μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλαν καθοριστικά στην προετοιμασία της Επανάστασης και ύστερα από την απελευθέρωση της Καλαμάτας στις 23 Μαρτίου 1821, η οποία πραγματοποιήθηκε από στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, κινήθηκαν προς την Αρκαδία, έχοντας ως σκοπό την άλωση της Τριπολιτσάς. Εξαίρετης σημασίας ήταν η συμβολή του Νικηταρά στην πολιορκία της πόλης, ενώ η συμμετοχή του σε δύσκολες στιγμές ανέδειξε τις οργανωτικές και τις στρατηγικές του δεξιότητες.
Ο Νικηταράς έλαβε μέρος και στη μεγάλη πολεμική αναμέτρηση του Βαλτετσίου (12-13 Μαΐου 1821). Ο ίδιος βρισκόταν στο Άργος και έφτασε προς το τέλος της πολεμικής αναμέτρησης μαζί με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Π. Γιατράκο, τον Π. Ζαφειρόπουλο, τον Αντ. Μαυρομιχάλη, καθώς και άλλους καπεταναίους, προκειμένου να συνδράμει στη μάχη και να εορτάσει μαζί με τους υπολοίπους την περιφανή νίκη.
«Οι Τούρκοι εβιάσθησαν να φύγουν ούτω χωρίς ημείς να το περιμένωμεν⸱ διότι όλα τα στρατεύματα των Βερβαίνων με τον Νικηταράν, (ο οποίος ερχόμενος από το Άργος έτυχε το βράδυ να περάση από εκεί και μαζί του είχε και τον νέον εξαδελφόν του Γενναίον), με τον Π. Γιατράκον, τον Π. Ζαφειρόπουλον, τον Αντ. Μαυρομιχάλην και τους άλλους καπεταναίους όπου ήταν εκεί, ήρχοντο εις βοήθειάν μας και οι Τούρκοι τούς είδαν εις την λίμνην Τάκαν […] Οι Έλληνες ήρχοντο να πιάσουν την ρευματιάν και τον δρόμον του Βαλτετσίου όπου πάγει εις την Τριπολιτσά, και βεβαίως ήθελαν χαθή όλοι οι Τούρκοι», γράφει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Για τη μάχη στο Βαλτέτσι ο Ιωάννης Φιλήμων στο έργο του ∆οκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως σημειώνει: «Εντεύθεν, εάν η 25 Μαρτίου εγένετο ο ευαγγελισμός της Ελληνικής Επαναστάσεως, ωμολόγηται η 12 Μαΐου ως το Πάσχα της ελληνικής Αναστάσεως. Άνευ της νίκης του Βαλτετσίου αδύνατος, δύναταί τις ειπείν, απέβαινε πλέον η σύστασις ελληνικού στρατοπέδου».

Λίγες ημέρες ύστερα από τη μάχη που διεξήχθη στο Βαλτέτσι και κατόπιν εντολής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Νικηταράς, ενώ κατευθυνόταν μαζί με τον αδελφό του και με δύναμη αγωνιστών προς το Ναύπλιο, πέρασε από τα ∆ολιανά προκειμένου να πάρει τροφές.
«Εις τας 17 Μαΐου εστάλη από τον Κολοκοτρώνην από το στρατόπεδον του Χρυσοβιτσιού ο Νικήτας Σταματελόπουλος και ο αδελφός του Νικόλαος με 150 στρατιώτας (κατ’ αναλογίαν να τους πάρη από όλα τα σώματα της πολιορκίας της Τριπολιτσάς και από το Χρυσοβίτσι, όπου έλαβε τον Κωνσταντίνον Αλεξανδρόπουλον με 58 Στεμνιτσιώτας) να υπάγη να συστήση την πολιορκίαν του Ναυπλίου, η οποία ακόμη δεν είχε πήξει καλά, να ήναι κοντά εις τα Μεγάλα ∆ερβένια να μαθαίνη αν έρχωνται Τούρκοι, να μας ειδοποιή, και να μας στέλνη μολύβι από τα τζαμία των Τούρκων και κριθάρι⸱ διότι τότε άρχισαν να θερίζουν εις το Άργος.
»Ανεχώρησε λοιπόν ο Νικήτας με τους στρατιώτας του και έτυχε να περάση από τα ∆ολιανά, όπου ολίγον εσταμάτησε και επήρεν όσαις τροφαίς του εχρειάζοντο», αφηγείται ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Στη συνέχεια, ενώ ο Νικηταράς αναχωρούσε από τα ∆ολιανά και είχε πάρει τον δρόμο προς το Άργος, οι ∆ολιανίτες, βλέποντας να πλησιάζει δύναμη Τούρκων, τον φώναξαν να γυρίσει πίσω. Ο Φωτάκος στο ίδιο αυτό έργο περιγράφει με γλαφυρότητα το περιστατικό αυτό γράφοντας: «Ο αδελφός όμως του Νικήτα, Νικόλαος, επειδή ήταν θυμωμένος ότι δεν τους έδωσαν οι ∆ολιανίται ένα φόρτωμα κρασί διά τον δρόμον τους, είπε τότε του Νικήτα, πάμε εις τον δρόμον μας και ας μην αφήσουν απ’ αυτούς οι Τούρκοι ούτε ρουθούνι. Ο Νικήτας τότε του λέγει όχι, εγώ διά Περσιάνους πάω εις το Ανάπλι γυρεύοντας, και τώρα που τους ηύρα εδώ να τους αφήσω, δεν το κάμω. Ευθύς εγύρισε και εκλείσθη εις τα σπίτια με τους στρατιώτας του και με τους ∆ολιανίτας υπό τους καπεταναίους Μητρομάραν Αθανασίου, Ηλίαν Κωνσταντόπουλον ή Λιάπην, και τους ευρεθέντας εκεί έως 100 Αγιοπετρίτας με τον Θεόδωρον Αντωνάκην, Θεόδωρον Πολίτην και Αναγνώστην Προεστάκην και άλλους⸱ αλλ’ όλοι οι κλεισμένοι εις τα σπίτια στρατιώται ήσαν κοντά 300».
Τότε, στις 18 Μαΐου 1821 στη μάχη στα Βέρβενα και τα ∆ολιανά, ο Νικηταράς, επικεφαλής μικρής δύναμης, κατόρθωσε με γενναιότητα να αντικρούσει την επίθεση σημαντικής εχθρικής δύναμης υπό την ηγεσία του Κεχαγιάμπεη, σημειώνοντας τραυματισμούς αλλά και σημαντικές απώλειες τόσο σε ανθρώπινες ψυχές όσο και σε πυροβόλα. Ας υπογραμμιστεί ότι η εντυπωσιακή αυτή νίκη προσέδωσε στον Νικηταρά και το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος».
Επιπρόσθετα, ύστερα από τη μάχη του Βαλτετσίου και τη μάχη των ∆ολιανών, αναφέρει ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως ότι «έλαβαν οι Έλληνες τόλμην μεγάλην να μη φοβούνται πλέον τους Τούρκους, και άρχισαν να ερωτούν πού είναι οι Τούρκοι, όχι σαν πρώτα όπου έλεγαν έρχονται οι Τούρκοι και έφευγαν». Πράγματι, οι δύο αυτές νίκες των Ελλήνων συνέβαλαν καθοριστικά στην άλωση της Τριπολιτσάς, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.

Αμέσως μετά τη μάχη στα ∆ολιανά, ο Νικηταράς στάλθηκε από τον Κολοκοτρώνη να ηγηθεί της πολιορκίας του Ναυπλίου. Εκεί παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, διότι αναχώρησε για την Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ειδικότερα, μετέβη στη Λιβαδειά, όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και κατάφερε να παρεμποδίσει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη προς τον Ισθμό.
Ύστερα από την πετυχημένη διαπεραίωση των ελληνικών στρατευμάτων, επανήλθε στην Πελοπόννησο, όπου έλαβε υπό τις διαταγές του Κολοκοτρώνη ενεργό μέρος στην τελική φάση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς. Όταν μετά την άλωση της πόλης ξεκίνησε η σφαγή των Τούρκων και των Αλβανών, εκείνος επιχείρησε να την αποτρέψει, χωρίς όμως ορατά αποτελέσματα. Ακόμη, υπήρξε ένας από τους λίγους αρχηγούς που δεν θέλησε να συμμετάσχει στην αρπαγή και στο μοίρασμα των λαφύρων, γεγονός που φανερώνει την ανιδιοτέλεια του χαρακτήρα του.
Στις αρχές ∆εκεμβρίου του 1821 συμμετείχε μαζί με τον Κολοκοτρώνη στην αποτυχημένη επίθεση εναντίον του φρουρίου του Ναυπλίου. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 1822 πήγε πάλι στη Ρούμελη, συνοδευόμενος από 700 παλικάρια, όπου παρέμεινε για μικρό χρονικό διάστημα και πολέμησε μαζί με τον Ανδρούτσο στη Στυλίδα και την Αγία Μαρίνα.
Στο σημείο αυτό αξίζει ιδιαίτερα να γίνει λόγος για την εντυπωσιακή πολεμική δράση που ανέπτυξε ο Νικηταράς το καλοκαίρι του 1822 στις επιχειρήσεις εναντίον του ∆ράμαλη στην περιοχή των ∆ερβενακίων, κατορθώνοντας να αποκρούσει τους Τούρκους.
Εκείνος, μόλις έφτασε από τη Ρούμελη στον Μοριά, στις 16 Ιουλίου 1822, πήρε την πρωτοβουλία να αντιμετωπίσει τον ∆ράμαλη εμψυχώνοντας τους Πελοποννήσιους, καθώς, όπως υπογραμμίζει ο Ν. Σπηλιάδης στα Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσιν εις την νέαν ιστορίαν της Ελλάδος, «το δ’ όνομα και του Νικηταρά ήτον ωσαύτως η παρηγορία των».
Καθοριστικής σημασίας για την αντιμετώπιση και την πανωλεθρία της στρατιάς του ∆ράμαλη ήταν η δράση του Νικηταρά στη μάχη στον Άγιο Σώστη (26 Ιουλίου 1822), κατά την οποία ο εχθρός υπέστη μεγάλη καταστροφή, καθώς και στη μάχη στο Αγιονόρι (28 Ιουλίου 1822), όπου οι Τούρκοι είχαν σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές.

Σχετικά με τη μάχη στον Άγιο Σώστη, ο Λάμπρος Κουτσονίκας στο έργο του Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως παραθέτει: «Ο Νικήτας λαβών την επιστολήν του Κολοκοτρώνη έτρεξε φθάσας εις τον Άγιον Σώστην εγκαίρως όπου μόλις είχον περάσει αι 10 χιλιάδες της εμπροσθοφυλακής και απέκρουσε τους άλλους, οίτινες και εχάθησαν ολοκλήρως, διότι πολεμηθέντες υπό του Νικήτα και Α. Κολοκοτρώνη εκ των δύω πλευρών δεν ηδύναντο να ανθέξουν, εις δε των Πασιάδων κρυφθείς διενυκτέρευσεν εις την θέσιν ταύτην μετά 28 ανθρώπων και ειδοποίησεν τους εν Κορτέση, οίτινες ήλθον την επιούσαν ημέραν και τον έσωσαν, φονευθέντων περί τους δέκα εξ αυτών».
Ακόμη, ο Ν. Σπηλιάδης αναφέρει: «[…] ο Νικηταράς με τον Νικήτα ∆ικαίον διασπείραντες τον θάνατον και την φρίκην εις τους Τούρκους, συνετέλεσαν ουκ ολίγον εις την καταστροφήν των».
Ο ∆ράμαλης κατάφερε να αντιμετωπίσει στο Αγιονόρι τον Νικηταρά και τον Νικήτα, οι οποίοι είχαν κλείσει το πέρασμά του προς το Άργος. Παρά τις απώλειες και τους τραυματισμούς που υπέστησαν οι Τούρκοι, πέτυχαν να διαφύγουν στην Κόρινθο, διωκόμενοι διαρκώς από τον Νικηταρά.
Αποτελεί πραγματικότητα το γεγονός ότι η πολεμική δράση του «Τουρκοφάγου» συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και την Αττική. Ακόμη, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου πήρε το μέρος του Κολοκοτρώνη και συμμετείχε στις πολιτικές συγκρούσεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τις εμφύλιες διενέξεις.
Υποστηρικτής του Ιωάννη Καποδίστρια
Η απόλυτη εμπιστοσύνη του κυβερνήτη προς την εντιμότητα και την ακεραιότητα του Νικηταρά.
Η άνοιξη του 1827 σηματοδοτείται από δύο μείζονος σπουδαιότητας γεγονότα, άμεσα συνδεδεμένα με τον Νικηταρά: την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας (2 Απριλίου 1827) και τον θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη (23 Απριλίου 1827). Όσον αφορά το πρώτο, ο Νικηταράς υπήρξε ένας από τους πιστούς υποστηρικτές του Ιωάννη Καποδίστρια και σχετικά με το δεύτερο ήταν στο πλευρό του Γεωργίου Καραϊσκάκη τις τελευταίες στιγμές του.
Όταν ο Νικηταράς ξεπέρασε το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε, ύστερα από τη μάχη της Αράχωβας, κατευθύνθηκε προς το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, πλησίον της Ερμιόνης, προκειμένου να συναντήσει την οικογένειά του. Έτσι, στην Α΄ Προκαταρκτική Συνεδρίαση της Γ΄ των Ελλήνων Εθνικής Συνέλευσης, που έλαβε χώρα στην Ερμιόνη στις 18 Ιανουαρίου 1827, ο Νικηταράς εξελέγη φρούραρχος της Εθνικής Συνέλευσης και τα καθήκοντά του τού ανατέθηκαν σχεδόν μετά από έναν μήνα.
Οι διαμάχες που είχαν ξεσπάσει σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής των συνεδριάσεων, λύθηκαν με τη μεταφορά της έδρας από την Ερμιόνη στην Τροιζήνα, όπου στις 19 Μαρτίου 1827 ξεκίνησαν και επίσημα οι εργασίες. Η εκλογή του κυβερνήτη αποτελεί τη σημαντικότερη απόφαση που έλαβε η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας και η ενέργεια αυτή αντιπροσώπευε τη βούληση των πιο σημαντικών στρατιωτικών, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Νικηταράς.
Μετά την εκλογή του κυβερνήτη, ο Νικηταράς απαλλάχθηκε από τα χρέη του φρουράρχου και έλαβε την εντολή να αναχωρήσει για την Αθήνα, προκειμένου να μεταβεί στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη. Στη διαταγή με ημερομηνία 4 Απριλίου 1827, η οποία είναι δημοσιευμένη στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, εκφράζονται και οι ευχαριστίες της Εθνικής Συνέλευσης προς τον Νικηταρά. Ειδικότερα αυτή, μεταξύ άλλων, αναφέρει:

«Αριθ. 104
Προς τον γενναιότατον στρατηγόν Ν. Σταματελόπουλον. […]
Εν τοσούτω, η Εθνική αύτη Συνέλευσις ευγνωμονεί διά την προθυμίαν και πατριωτικήν προσοχήν, όπου έδειξας ως φρούραρχος αυτής, σε συγχαίρει, ευαρεστούντα εις την πατρίδα και εκπληρούντα το ιερόν χρέος σου, ως γνησιώτατον τέκνον της, και σ’ επεύχεται και εις το εξής άξια της ιστορίας κατορθώματα.
Εν Τροιζήνι, 4 Απριλίου 1827».
Στις αρχές Ιουνίου 1827, ο Νικηταράς μεταβαίνει στην Πελοπόννησο, προκειμένου να πάρει μέρος στον αγώνα εναντίον του Ιμπραήμ. Ειδικότερα, στις 5 Ιουνίου διορίζεται από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη πληρεξούσιος αντιπρόσωπός του. Χαρακτηριστικά ο Ν. Σπηλιάδης υπογραμμίζει: «Την 5 Ιουνίου διορίζει τον Νικηταράν πληρεξούσιον αντιπρόσωπόν του και τον στέλλει να στρατολογήση από τας επαρχίας της Λακεδαιμονίας, Λεονταρίου, Μεσσηνίας και Αρκαδίας, να συστήση στρατόπεδον εις Φουρτσαλοκάμαρα, να ενθαρρύνη τους Έλληνας εις το να εγκαρτερήσωσιν εις τον αγώνα της ελευθερίας, ν’ αντικρούη τους εχθρούς, και να εμποδίζη την συγκοινωνίαν των εν Τριπολιτσά με τους εν τοις φρουρίοις εκείνοις».
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1827 χαρακτηρίζονταν από συνεχείς συγκρούσεις με τους Τουρκοαιγυπτίους, παραινέσεις και απειλές προς τους συνεργάτες των Τούρκων, εχθρική στάση των τοπικών αρχόντων προς τον Κολοκοτρώνη και τον Νικηταρά, ενώ παράλληλα ελάχιστη υποστήριξη προσφερόταν από την κυβέρνηση. Τότε, η άφιξη του κυβερνήτη στο Ναύπλιο, στις 8 Ιανουαρίου 1828, αναζωπύρωσε τις προσδοκίες των Ελλήνων για την ελευθερία τους.
Ο Νικηταράς ήταν από τους πρώτους που έσπευσε να υποστηρίξει το έργο του Καποδίστρια. Εξάλλου, ο ίδιος είχε παλέψει για την επιλογή του, διότι τον εκτιμούσε και τον σεβόταν βαθύτατα. Η προσήλωσή του στο πρόσωπο του Κυβερνήτη, τον οποίο οι περισσότεροι οπλαρχηγοί θωρούσαν Ως τον μοναδικό άνθρωπο που μπορούσε να φέρει σε πέρας τη θεμελίωση του ελληνικού κράτους, θα τον οδηγήσει, ύστερα από τη δολοφονία του Κυβερνήτη, σε δύσκολες στιγμές. Επιπλέον, και ο Καποδίστριας, γνωρίζοντας το θάρρος, την τόλμη αλλά και την ανιδιοτέλεια του Νικηταρά, του ανέθεσε δύσκολες αποστολές.
Το Ιούλιο του 1828 ο κυβερνήτης μετέβη στον Μοριά, με σκοπό να ενημερωθεί για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι, ενώ στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου 1828 σημειώνεται η άφιξη γαλλικού εκστρατευτικού σώματος υπό τον στρατηγό Μαιζώνα, προκειμένου να συμβάλει στην αποχώρηση του Ιμπραήμ από τον Μοριά. Τότε, ο κυβερνήτης προτρέπει τον Νικηταρά καθώς και άλλους να συνεργαστούν μαζί του.
Στις 3 Οκτωβρίου 1828, με απόφαση του Καποδίστρια, ο Νικηταράς διορίστηκε προσωρινός φρούραρχος του φρουρίου της Κορώνης. Λέγεται ότι κάποιοι επιδίωξαν να δημιουργήσουν προστριβές ανάμεσα στον κυβερνήτη και τον Νικηταρά. Ωστόσο, ο Καποδίστριας έτρεφε απόλυτη εμπιστοσύνη προς την εντιμότητα και την ακεραιότητα του ανδρός.

Στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου 1829 ο κυβερνήτης πραγματοποιεί νέα περιοδεία στον Μωριά, συνοδευόμενος από τον Νικηταρά. Για τη περιοδεία του αυτή ο Σπυρίδων Τρικούπης σημειώνει στο έργο του Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως: «[…] χαράς δε και παρηγορίας επλήρωσε τας καρδίας των κατοίκων των μερών, όθεν διήλθεν. Η ανόρθωσις των ερειπίων, η εγκαθίδρυσις στοιχειωδών σχολείων και η εμψύχωσις της φιλοπονίας ήσαν το σύνηθες θέμα των λόγων του. Οι λαοί, απολαμβάνοντες μετά την έλευσίν του ευνομίαν και ασφάλειαν, ενθουσιάσθησαν υπέρ αυτού και τον εθεώρουν ως φιλόστοργον πατέρα».
Λίγο αργότερα, στα μέσα Απριλίου, ο Νικηταράς πήγε στη ∆υτική Ελλάδα, με σκοπό να συνδράμει στην προσπάθεια απώθησης των Τούρκων στην Ήπειρο. Κατόπιν, του δίνεται εντολή από τον πληρεξούσιο τοποτηρητή στις επαρχίες της Στερεάς Ελλάδας Αυγουστίνο Καποδίστρια να κινηθεί προς τη Βόνιτσα. Όταν ο Νικήτας έφτασε εκεί, η πολιτεία και το φρούριο είχαν περάσει στα χέρια των Ελλήνων. Στη συνέχεια, ο Νικηταράς, ύστερα από έκκληση του Τσωρτς προς τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, ενσωματώθηκε στα σώματα που είχαν ως στόχο την προστασία του Μακρυνόρους από ενδεχόμενη επίθεση των Τούρκων.
Η επάνοδος του Νικηταρά στον Μοριά γίνεται το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου. Λίγο αργότερα, στις 22 Ιουνίου 1829, τοποθετήθηκε από τον Καποδίστρια ως αρχηγός της φρουράς της ∆΄ Εθνικής Συνέλευσης, η οποία ξεκίνησε τις εργασίες της στις 11 Ιουλίου 1829 στο Άργος. Ακόμη, στην εν λόγω συνέλευση, ο Νικηταράς συμμετείχε και ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου.
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του αποθησαυρίζει: «Άρχισε η Συνέλεψη έξω εις τ’ αφιθέατρο εις τ’ Άργος – τόφκιασε ο Κυβερνήτης αξιόλογα. Κι’ έβαλε καπιστράνες κι’ έδεσε τα γομάρια οπού οδήγησε τους ανθρώπους και σύναξε. Τότε διάταξε τον Νικήτα φρουρά της Συνέλεψης. Πολλοί πληρεξούσιοι θέλαν εμένα. Εγώ τους είπα⸱ “Το ίδιον είναι, ή εγώ είμαι ή ο Νικήτας”. Μου είπε ο Κυβερνήτης νάχω ανθρώπους να προσέχω κι’ εγώ. Ησύχασα τους βουλευτάς, οπού με ζητούσαν, να μη γένη σκίσμα. Άρχισε η Συνέλεψη».
Στη συνάφεια αυτή ας επισημανθεί ότι ο Νικηταράς, προτού διοριστεί ως φρούραρχος της Συνέλευσης και σε συνδυασμό με τις στρατιωτικές του δραστηριότητες, συνεργάστηκε με τον λόγιο αρχιμανδρίτη ∆ιονύσιο Πύρρο, ιδρύοντας μια μικρή μονάδα βιομηχανίας χαρτιού στο Άργος. Ο τελευταίος είχε επιχειρήσει και στο παρελθόν τη διοργάνωση μιας ανάλογης επιχείρησης το 1827 στον Μυστρά, την οποία όμως κατέστρεψε ο Ιμπραήμ. Πίστευε τώρα ότι η συνεργασία του με τον Νικηταρά θα πετύχαινε, διότι θα είχε και τη συμπαράσταση του κυβερνήτη, εφόσον ο Νικηταράς ήταν στενός συνεργάτης του.
Πράγματι, το χαρτοποιείο κατασκευάστηκε κοντά στο Κεφαλάρι του Άργους. Αρχικά για τη λειτουργία του δαπανήθηκαν χρήματα από τον Πύρρο και τον Νικηταρά. Προκειμένου όμως να συνεχίσει τη λειτουργία του και να αυξήσει την παραγωγή του, επιτακτική ανάγκη ήταν η προμήθεια μηχανημάτων από το εξωτερικό. Ύστερα από αίτημα για οικονομική ενίσχυση που υποβλήθηκε προς τον κυβερνήτη, εκείνος, έχοντας πληθώρα προβλημάτων να αντιμετωπίσει σχετικά με τη συγκρότηση του κράτους, δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα. Ως εκ τούτου, το χαρτοποιείο έπαυσε να λειτουργεί και ο εξοπλισμός μεταφέρθηκε στην οικία του Νικηταρά.
Στα μέσα Μαΐου του 1830 ο Νικηταράς γίνεται αρχηγός της Πολιτοφυλακής της Πελοποννήσου. Εκείνος, έχοντας συνεχή επικοινωνία τόσο με τον κυβερνήτη όσο και με τους διοικητικούς παράγοντες των επαρχιών, καθότι είχε παρατηρηθεί μια έξαρση της ζωοκλοπής, αφοσιώθηκε στο έργο που του ανατέθηκε από τον Καποδίστρια και κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια τόσο για την τήρηση της τάξης όσο και για την είσπραξη των φόρων.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1831 έλαβαν χώρα συγκλονιστικά γεγονότα. Πιο συγκεκριμένα, ξέσπασε στη Μάνη μια εξέγερση εναντίον του Καποδίστρια, υποκινούμενη από τους Μαυρομιχαλαίους, και ο Μιαούλης πυρπόλησε στον Πόρο τον ελληνικό στόλο. Όσον αφορά τα δύο αυτά συμβάντα, ο Νικηταράς επιχείρησε να αποσοβήσει τις εμφύλιες ρήξεις.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Για τον χαμό του ο Μ. Οικονόμου στο έργο του Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας ή ο ιερός των Ελλήνων αγών επισημαίνει: «Αλλ’ η Ελλάς εστερήθη ούτω του μεγάλου εκείνου Έλληνος και εξόχου πολίτου του Κυβερνήτου, περί ου ο φιλέλλην Ευινάρδος διεκήρυξεν ευθύς πανταχού εν Ευρώπη τας πυρίνας εκείνας λέξεις.
“Ο δολοφονήσας τον Καποδίστριαν, εδολοφόνησε την Ελλάδα”».
Ο Νικηταράς, αναφέρει ο Ε. Θ. Γρηγορίου στο πόνημά του Ο Νικηταράς: «Επένθησε και έκλαψε τον Κυβερνήτη, σαν πατέρα. Τον χαμό του τον θρήνησε σαν εθνική συμφορά, γιατί καταλάβαινε ύστερα από αυτόν τι θα επακολουθούσε. Η άγρια κομματική πάλη, η αναρχία, τα πάθη και οι σπαραγμοί θα ετάραζαν και θα ρήμαζαν τον τόπο».
Από τη Φιλορθόδοξη Εταιρεία στη φυλάκιση
Η σύλληψη το 1833 και το 1844 και ο μεγάλος κι επώδυνος διωγμός το 1839-1841
Στις 25 Ιανουαρίου 1833 αποβιβάζεται στο Ναύπλιο ο Όθωνας, συνοδευόμενος από τη βαυαρική αντιβασιλεία, η οποία θα εξουσίαζε έως την ενηλικίωσή του. Λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, συνελήφθη ο Νικηταράς για συνωμοσία εναντίον του Όθωνα μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον ∆ημήτριο Πλαπούτα, τον Γενναίο Θ. Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς. Τότε ο Νικηταράς φυλακίστηκε στο Παλαμήδι και σε σύντομο χρονικό διάστημα αφέθηκε ελεύθερος.
Επιπρόσθετα, μία ακόμα περιπέτεια είχε ο Νικηταράς το 1834, κατά την επαναστατική εξέγερση που ξέσπασε στη Μεσσηνία και στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου επεκτάθηκε στον Μοριά. Τα μεσάνυκτα της 5ης προς την 6η Αυγούστου συνελήφθη στο Ναύπλιο ο Νικηταράς, καθώς και κάποιοι άλλοι στρατιωτικοί και πολιτικοί με την κατηγορία της υποκίνησης εξέγερσης εναντίον του Όθωνα και των Βαυαρών στη Μάνη. Ακολούθως, ο Νικηταράς και οι συγκατηγορούμενοί του μεταφέρθηκαν στις φυλακές του φρουρίου του Νεοκάστρου για να δικαστούν, αλλά εν τέλει αφέθηκαν ελεύθεροι.
Το χρονικό διάστημα 1839-1841 πραγματοποιήθηκε ο πιο μεγάλος και επώδυνος διωγμός του Νικηταρά από τον Όθωνα και τους συμβούλους του, ο οποίος επέφερε τραγικές συνέπειες τόσο στον ίδιο όσο και όσο και στην οικογένειά του.
Ειδικότερα, ο ∆ημήτρης Σταμέλος σημειώνει στο πόνημά του Νικηταράς. Πρότυπο παλικαριάς και αρετής: «Ο Νικηταράς, βλέποντας πως η μοναρχία όλο και περισσότερο καταδυνάστευε το λαό και κατάτρεχε τους αγωνιστές, δεν ενδιαφερόταν για τους υπόδουλους Έλληνες, αλλά και δημιουργούσε προβλήματα στην Εκκλησία, με στόχο τη μείωση του ορθόδοξου χριστιανικού φρονήματος που έντονο υπήρχε στον κόσμο, αποφάσισε να δράσει σε όλους αυτούς τους τομείς».

Έτσι, το 1839, ο Νικηταράς, βλέποντας ότι εξακολουθεί να υφίσταται κατατρεγμός των καποδιστριακών, ήλθε σε επαφή με τον αδελφό του κυβερνήτη, Γεώργιο Καποδίστρια. Εκείνοι πήραν την απόφαση να ιδρύσουν τη Φιλορθόδοξη Εταιρεία, στην οποία συμμετείχαν στρατιωτικοί και πολιτικοί. Ανάμεσα στα βασικά μέλη της συγκαταλέγονταν και οι Νικόλαος Ρενιέρης και Μιχαήλ Παπάς. Ο τελευταίος συγκρούστηκε με τον Καποδίστρια, όταν του ζήτησε χρήματα και να μη γίνει η αντικατάστασή του από την αντιπροεδρία, και, επειδή ο Καποδίστριας και ο Νικηταράς δεν αποδέχθηκαν τις προτάσεις του, τους πρόδωσε στον βασιλιά.
Έτσι, στις 22 ∆εκεμβρίου 1839 συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν οι Νικηταράς και Γεώργιος Καποδίστριας, ενώ παράλληλα την ίδια ημέρα συνελήφθη από τις αστυνομικές αρχές των Σπετσών και ο Νικόλαος Ρενιέρης.
Σχετικά με τη Φιλορθόδοξη Εταιρεία ο Μακρυγιάννης αναφέρει:
«Τα 1839 ∆εκέμβριον μήνα ξεσκέπασαν μίαν εταιρείαν ολέθρια διά την πατρίδα και Βασιλέα. ∆ούλευε εδώ μέσα εις το κράτος κι’ έξω εις την Τουρκιά⸱ κι’ εδώ εις την πρωτεύουσα ήταν οι αρχηγοί της. Ένας από τους εταιρίστας έβαλε τον Τζάμη Καρατάσιο και πρόδωσε τα μυστήρια τους και τους πιάσαν τα ένγραφά τους και κατήχησές τους και βούλες τους. Η εταιρεία αυτήνη ονομάζεται Φιλορθόδοξος. Αρχηγός αυτηνής πιάστη ο αδελφός του Καποδίστρια ονομαζόμενος Τζορτζέτος⸱ εκεί στο σπίτι του βρέθηκαν πολλά έγγραφα. Ήταν κι’ ο Νικήτας, ο Κολαντρούζος κι’ άλλοι αρχηγοί. Τους φυλάκωσαν, τον Τζορζέτο και Νικήτα κι’ άλλους. Στο μυστικόν ήταν κι’ ο υπουργός Γλαράκης, ο Οικονόμος, Μιχάλβοντας, Μεταξάς και η συντροφιά, στρατιωτικοί και πολιτικοί. […]».
Ο Νικήτας, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη φυλακή, βίωνε άθλιες συνθήκες. Η εφημερίδα Αιών στις 5 Μαΐου 1840 δημοσιεύει: «[…] Ιδού ο λόγος, διά τον οποίον, εν ω οι άλλοι συνυπόδικοι ετέθησαν υπό φύλαξιν, οπωσούν υποφερτήν, συγκοινωνούντες, επισκεπτόμενοι από Ιατρούς εις περίστασιν ασθενείας, και πάντοτε παρηγορούμενοι από τους συμπολίτας των⸱ ο Στρατηγός Νικήτας εφυλακίσθη εντός του στρατώνος εις δωμάτιον υγρόν, εστερημένος πάσης κοινωνίας, πάσης ομιλίας, πάσης περιποιήσεως, και αυτών ακόμη των ομμάτων της οικογενείας του επί 20 περίπου ημέρας. […]».
Ο Νικηταράς, ο Καποδίστριας και ο Ρενιέρης παραπέμφθηκαν σε δίκη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 12 Ιουλίου 1840. Η απόφαση που έλαβε το δικαστήριο ήταν η ομόφωνη αθώωσή τους.
Όσον αφορά το αποτέλεσμα της δίκης, η εφημερίδα Αιών στο φύλλο της 14ης Ιουλίου 1840 έγραψε: «Τέλος πάντων με την μεγαλητέραν ευχαρίστησιν αναγγέλομεν το αποτέλεσμα της περιφήμου ∆ίκης των 12 Ιουλίου. Ο Συνταγματάρχης Κ. Νικηταράς, ο Κύριος Γ. Α. Καποδίστριας, και συν αυτοίς Ν. Α. Ρενιέρης εκηρύχθησαν παρά του εν Αθήναις ∆ικαστηρίου των Πλημμελειοδικών ΑΘΩΟΙ, προεδρεύοντος του Κυρίου Ι. Μαυρογορδάτου και δικαζόντων των ΚΚ. ∆ιαγγέλου, Γρυπάρη, Βελισαρίου και Σπηλιάδου. Η δίκη ήρχησεν από της 9 π.μ., δικηγορούντων επτά ∆ικηγόρων, η δε απόφασις ανεγνώσθη μόλις τη 11 μ.μ. Το πολυπληθές Ακροτήριον επευφήμησεν ολοψύχως εις τον μέγα τούτον θρίαμβον της ∆ικαιοσύνης».

Ο Όθωνας, ο οποίος δεν ήταν ικανοποιημένος με την απόφαση του δικαστηρίου και θεωρώντας τους επικίνδυνους για τον θρόνο του και τη συνέχιση της απολυταρχίας του, διέταξε την απέλαση του Γεωργίου Καποδίστρια από τη χώρα και την εξορία, με περιοριστικούς όρους, του Νικηταρά στην Αίγινα.
Χαρακτηριστικά ο ∆ημήτρης Σταμέλος αναφέρει ότι: «Άρρωστος, ταλαιπωρημένος και βαθιά πικραμένος, όχι μονάχα για τον προσωπικό του κατατρεγμό, αλλά για τις γενικότερες διώξεις των αγωνιστών, ο Νικηταράς θα μεταφερθεί, με αστυνομική συνοδεία, και θα εξορισθεί στην Αίγινα. Φίλοι του οπλαρχηγοί που είναι κοντά στον Όθωνα ή που μπορούν και τον πλησιάζουν, του θυμίζουν, κάθε τόσο, τη δυστυχία, τη δική του και της οικογένειάς του που ζει κάτω από δύσκολες συνθήκες σ’ ένα φτωχόσπιτο στον Πειραιά».
Η εφημερίδα Αιών στο φύλλο της 22ας Μαρτίου 1841 θα κάνει αναφορά στον Νικήτα, τονίζοντας την επιτακτική ανάγκη να παύσει η εξορία του και η καταπόνησή του:
«Ο Νικήτας στενάζει εις την Αίγιναν έτι υπό την διαθεσιμότητα⸱ ο Νικήτας, το ηρωϊκόν τούτο όνομα της Επαναστάσεως, ζη, αλλ’ ουδέ μνημονεύεται κατά δυστυχίαν απ’ εκείνους, οίτινες απολαύουσιν ήδη τα αγαθά των ιδρώτων του. Τι έπραξεν ούτος απέδειξεν η αθώωσίς του επί της δίκης των 12 Ιουλίου 1840. Ποίος δε ο λόγος του να υπάρχη ήδη καταδεδικασμένος εις την εξορίαν, βλέπων την οικίαν του φθειρομένην και εαυτόν λησμονηθέντα μεταξύ της Ελληνικής κοινωνίας; […]
»Αλλά πρόθεσιν δεν έχομεν ήδη του να δώσωμεν νέα διεύθυνσιν εις πνεύματα, […] Σκοπόν έχομεν του να επικαλεσθώμεν υπέρ του αδίκως πάσχοντος Νικηταρά την συμπάθειαν της Εξουσίας, ως ηπατημένης άλλως από την πλέον καταχθόνιον ραδιουργίαν και συκοφαντίαν. ∆ιά να γνωρισθή δε, αν ομιλώμεν αλήθειαν πραγματικήν, φέρομεν απόδειξιν τον χρόνον, φέρομεν εις απόδειξιν το άθλιον ηθικόν των συκοφαντών του. Αν ζητηθή εγγύησις περί του Νικήτα, και πας Έλλην πρόθυμος είναι να προσφέρη αυτήν χωρίς δισταγμόν, με πλήρη πεποίθησιν. […] Η δόξα του Ιστορικού Νικήτα συκοφαντηθέντος δεν προσεβλήθη βεβαίως⸱ προς τους στρατιωτικούς αγώνας του η Ιστορία ανοίγει υπέρ αυτού στήλην νέαν και διά την εποχήν της Μισορθοδοξίας, κατά την οποίαν έγεινε θύμα της απανθρωποτέρας σκευωρίας ένεκα της απλότητός του⸱ αλλ’ η κατάστασις, το ηθικόν, η ζωή τούτου πάσχει, και κίνδυνος είναι μη άλλως πάθη διά της διαθεσιμότητος και της εξορίας ό,τι δεν έπαθεν εις τας φυλακάς, ό,τι δεν κατώρθωσεν εναντίον του όλη η ανήθικος πολιτική πλεκτάνη».
Τότε ο Μακρυγιάννης επισκέφτηκε τον Όθωνα, στον οποίο μίλησε για τον Νικηταρά και μας διηγείται τα ακόλουθα:

«[…] Τότε σηκώνομαι και πήγα εις τον Βασιλέα. Αφού του ξηήθηκα διά το τραπέζι, του μίλησα και διά τους ανθρώπους που γύρισαν από την Κρήτη⸱ του σύστησα την καλή τους διαγωγή και υποταγή όσ’ ήταν εις την Αίγινα. Μίλησα και την δυστυχία του Νικήτα, οπού ήταν εις την Αίγινα ρέστο και χωρίς μιστόν⸱ και να τον λευτερώση, ότι έγω τον γνωρίζω πολύ καλά και δεν ενέχεται σε ό,τι του είπαν. Ότι πάντοτε ήταν εις το σπίτι μου νύχτα και ημέρα κι’ ένα παρόμοιον δεν μου είπε. Κι’ αφού τόκαμα πολύ ριτζά, μου υποσκέθη και τον έβγαλε ευτύς και τόδωσε κι’ όλους του τους μιστούς. […]».
Είναι γεγονός ότι ο Νικηταράς παρέμεινε εξόριστος στην Αίγινα για περίπου 14 μήνες και στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 του δόθηκε χάρη. Η εφημερίδα Αιών, σε φύλλο στις 21 Σεπτεμβρίου 1841, αναφέρει:
«Τη 18 εωρτάσθη λαμπρώς η επέτειος μνήμη του ονόματος της Α. Μ. του αγαπητού Βασιλέως. Η Α. Μ. απήλθε περί το εσπέρας εις την εξοχήν της Κηφισσίας μετά αρκετής συνοδίας, όπου εδείπνησε.
»Κατά την διάσημον ταύτην ημέραν ο Συνταγματάρχης Κύριος Νικήτας Σταματελόπουλος, μέχρι τούδε διαμένων διαθέσιμος εις Αίγιναν, ανεκτήσατο την ελευθερίαν και τα στρατιωτικά δίκαιά του. Η περίστασις αύτη τιμά την δικαιοσύνην του Βασιλέως ημών και την αμεροληψίαν ολοκλήρου του Υπουργείου. Συγχαιρόμεθα δε εκ καρδίας τον ένδοξον ήρωα του Εθνικού Αγώνος Νικηταράν, και πολύ ελπίζομεν, ότι θέλει είσθαι του λοιπού προσεκτικώτατος εις σχέσεις του».
Η επάνοδος από την εξορία και το τέλος του
Η επιδείνωση της υγείας, η απώλεια της όρασης και η ύστατη «ένεση αισιοδοξίας».
Μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο Νικηταράς, με την κατάσταση της υγείας του να έχει επιδεινωθεί, εξαιτίας της καταπόνησής του κατά τη διάρκεια της απομόνωσης και της στενοχώριας του για τον κατατρεγμό του, μετέβη στο φτωχικό του σπίτι στον Πειραιά. Η υγεία του όμως χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο, όταν εκείνος συνάντησε την οικογένειά του και πληροφορήθηκε ότι η μικρότερή του κόρη, στην οποία εκείνος είχε ιδιαίτερη αδυναμία, έχασε την ψυχική της ισορροπία, λόγω της στενοχώριας της για την ταλαιπωρία και τις περιπέτειες που βίωνε ο πατέρας της.
Σε αυτή την κατάσταση, ο Νικηταράς όφειλε να δείξει καρτερικότητα και πλάι του στάθηκαν η άλλη κόρη του, η Ρεγγίνα, ο γιος του, Γιάννης, αλλά και η σύζυγός του, Αγγελίνα. Αποτέλεσμα τόσο των κακουχιών που πέρασε κατά τη διάρκεια του κατατρεγμού και της εξορίας του όσο και της ανεπιθύμητης κατάστασης της υγείας της κόρης του ήταν αρχικά να χάσει το φως των ματιών του και λίγο αργότερα να τυφλωθεί εντελώς.
Μια «ένεση αισιοδοξίας» δόθηκε στον Νικηταρά όταν αναγνωρίστηκε η προσφορά του από τους συναγωνιστές του, στρατιωτικούς και πολιτικούς, που είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση του 1843. Άλλωστε, εκείνα ήταν άτομα με τα οποία είχε συνεργαστεί ο Νικηταράς κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Έτσι, του απονεμήθηκε από την κυβέρνηση ο βαθμός του υποστρατήγου και το 1847 ο διορισμός του ως γερουσιαστή.

Με επιβαρυμένη την κατάσταση της υγείας του, «[…] μέσα στην πίκρα που τον γυροφέρνει, η πίστη πως έκαμε το χρέος του σαν αληθινός πατριώτης, του δίνει το κουράγιο που χρειάζεται τούτες τις ώρες. Καθώς έχει τυφλωθεί, όλα πια τα βλέπει με το φως που έρχεται από μέσα, από τις ρίζες της ύπαρξής του κι αναμένει το τέλος γαλήνιος, ο τρομερός πολεμιστής, ο ακέριος άνθρωπος, ο αγνός πατριώτης» σημειώνει ο ∆ημήτρης Σταμέλος.
Αξίζει να επισημανθεί ότι ο Νικηταράς τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ήταν άρρωστος και τυφλός και διέμενε στο σπίτι του στον Πειραιά με τη σύζυγό του και την κόρη του που ήταν άρρωστη ψυχικά. Ο γιος του, ο Γιάννης, ήταν ταγματάρχης στην Πελοπόννησο, ενώ η άλλη κόρη του, η Ρεγγίνα, διέμενε με τον σύζυγό της Γιαννίτση στο Ναύπλιο. Τον Νικηταρά στο σπίτι του επισκέπτονταν συχνά συμπολεμιστές του, προκειμένου να τον δουν και να συζητήσουν μαζί του για τις ηρωικές πράξεις τους αλλά και τις διώξεις τους.
«[…] Η ατμόσφαιρα ήταν βέβαια βαριά, μ’ όλη την προσπάθεια της γυναίκας του να δώσει κάποια λάμψη αισιοδοξίας, στην καταιγίδα της πίκρας που είχε απλωθεί στην καρδιά του Νικήτα, έπειτα από τόσες προσωπικές και οικογενειακές δοκιμασίες. Όμως ο θριαμβευτής των ∆ολιανών, ο πολεμιστής που έσπευδε όπου το χρέος προς την πατρίδα τον καλούσε, ο καταδιωγμένος στρατηγός στον εμφύλιο, ο φυλακισμένος σε ανήλιαγα μπουντρούμια γιατί αποζητούσε την απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδελφών του, αντιστεκόταν στην καταιγίδα που τον βρήκε, σαν τα βαριά τα δέντρα που αντιπαλεύουν τους φοβερούς χειμωνιάτικους αγέρηδες. Θύμωνε ξαφνικά για την ανημπόρια του, μα η φωτιά της λεβεντιάς του, που φεγγοβολούσε μέσα του, του ’δινε κουράγιο και δύναμη ν’ αντιπαλέψει το σαράκι που κατάτρωγε το καχεκτικό, τώρα, κορμί του. Κι όπως και τα δέντρα τα τρανά και τα περήφανα, ο φοβερός ανεμοστρόβιλος τα ρίχνει κάτου, έτσι κι ο Νικηταράς δεν άντεξε», υπογραμμίζει με γλαφυρότητα ο ∆ημήτριος Σταμέλος.
Άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849. Η κηδεία του έγινε την επόμενη ημέρα και ετάφη δίπλα στον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε ο Νεόφυτος Βάμβας, ενώ τον επιτάφιο ο Παναγιώτης Σούτσος.

Η κυβέρνηση με το ακόλουθο διάταγμα, το οποίο δημοσίευσε η εφημερίδα Η Ταχύπτερος Φήμη στις 30 Σεπτεμβρίου 1849, διέταξε διήμερο πένθος:
«Αριθ. 16,758.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ.
ΤΟ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
Προς
Απάσας τας Στρατιωτικάς Αρχάς.
Κατά συνέπειαν του κάτωθεν κοινοποιουμένου Υψηλού Βκού ∆ιατάγματος προσκαλούνται άπασαι αι Στρατιωτικαί αρχαί να διατάξωσι τους υπ’ αυτάς διατελούντας Κυρίους αξιωματικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους, να πενθηφορήσωσι επί δύω ημέρας από της παραλαβής και κοινοποιήσεως της παρούσης.
Αθήνησι, τη 26 Σεπτεμβρίου 1849.
Ο Υπουργός
ΚΙΤΖΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ.
Χ. Μελιγγός.
ΟΘΩΝ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ.
Μαθόντες με άκραν της ψυχής Ημών θλίψιν τον θάνατον του υπέρ της αναγεννήσεως της πατρίδος στρατιωτικώς τα μέγιστα συντελέσαντος και εις τον Ημέτερον Υψηλόν Θρόνον αφοσίωσιν και πίστιν αναδείξαντος, Υποστρατήγου και Γερουσιαστού Νικήτα Σταματελοπούλου, διαττάσσομεν να πενθηφορήσωσιν οι αξιωματικοί και υπάλληλοι του Ημετέρου Στρατού της ξηράς επί δύω ημέρας.
Ο Ημέτερος υπουργός των Στρατιωτικών θέλει διατάξει τα προς δημοσίευσιν και εκτέλεσιν του παρόντος ∆ιατάγματος.
Αθήνησι, τη 26 Σεπτεμβρίου 1849.
ΟΘΩΝ.
ΚΙΤΖΟΣ ΤΣΑΒΕΛΛΑΣ
Χ. Μελιγγός».

Παράλληλα, η εφημερίδα Αιών σε δημοσίευμά της στις 28 Σεπτεμβρίου 1849 έκανε λόγο για τον θάνατο του Νικηταρά, καθώς και για τις τιμές που του άρμοζαν, γράφοντας:
«Ασθενών προ πολλού ο υποστράτηγος και Γερουσιαστής Νικήτας Σταματελόπουλος, απεβίωσεν εν Πειραιεί τη ώρα 6 π.μ. της 25 7βρίου κατά το 68 έτος της ηλικίας του. Περιττόν το να αναφέρωμεν, ως οίκοθεν εννοουμένην παρά παντός, την βαθυτάτην λύπην, οποία εκυρίευσε τας καρδίας όλων, ως σεβομένων τον πρωταγωνιστήν και ενάρετον πολίτην. ∆ιά προγράμματος και δημοσίου δαπάνης το Υπουργείον ώρισε την κηδείαν του κατά την ώραν 8 π.μ. της επιούσης, όλοι δ’ οι Υποστράτηγοι και λοιποί Στρατιωτικοί Πελοποννήσιοι καταβάντες εις Πειραιά, ανεβίβασαν τον νεκρόν του μέχρι των προπυλαίων της Καθέδρας, όθεν ο ∆ήμαρχος μετά του ∆ημοτικού Συμβουλίου, διάφοροι των εν τέλει και στρατιωτική παράταξις τον συνώδευσαν μετά των πολιτών εις τον ναόν της αγίας Ειρήνης. Τελεσθείσης της νεκρωσίμου τελετής, ο γέρων και άλλοτε συναγωνιστής του Ν. Βάμβας ωμίλησεν από του άμβωνος λόγον άξιον του ονόματος του νεκρού, ως και επί του μνημείου ο Κύριος Π. Σούτσος.
Ετάφη πλησίον του αοιδίμου Θ. Κολοκοτρώνου, ει και εξηγήθη, ζων έτι, να ταφή εις την Πελοπόννησον, ει και μετά την αποβίωσίν του επεθύμει η ενάρετος και τεθλιμμένη οικογένειά του να ταφή επί του λόφου, όπου ο Αοίδιμος είχε τον προμαχώνα του επί του Καραϊσκάκη».


