Στις 29 Απριλίου 1992, το σώμα ενόρκων του δικαστηρίου στο Σίμι Βάλεϊ της Καλιφόρνια ανακοίνωσε την αθώωση τεσσάρων λευκών αστυνομικών, οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί για τον βίαιο ξυλοδαρμό του Αφροαμερικανού Ρόντνεϊ Κινγκ. Η ετυμηγορία δεν αποτέλεσε απλώς μια νομική απόφαση. Αντιθέτως, λειτούργησε ως θρυαλλίδα για την έκρηξη μαζικών και βίαιων ταραχών στο Λος Αντζελες και σε άλλες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, αποκαλύπτοντας σε όλη της την έκταση την οργή μιας κοινωνίας που βίωνε για δεκαετίες τις συνέπειες της θεσμικής ανισότητας, της αστυνομικής αυθαιρεσίας και της φυλετικής προκατάληψης.
Η υπόθεση του Ρόντνεϊ Κινγκ είχε ήδη προκαλέσει παγκόσμιο σοκ περισσότερο από έναν χρόνο πριν την απόφαση, όταν στις 3 Μαρτίου 1991, ο 25χρονος Αφροαμερικανός, ύστερα από σύντομη καταδίωξη για υπερβολική ταχύτητα, ακινητοποιήθηκε από αστυνομικούς του Λος Αντζελες και ξυλοκοπήθηκε άγρια. Η σκηνή καταγράφηκε σε βίντεο από τον ερασιτέχνη οπερατέρ Τζορτζ Χόλιντεϊ, από το μπαλκόνι του διαμερίσματός του. Το βίντεο, διάρκειας περίπου 80 δευτερολέπτων, έδειχνε τον Κινγκ άοπλο και πεσμένο στο έδαφος, ενώ δεχόταν συνεχή χτυπήματα με γκλομπ από τέσσερις αστυνομικούς, χωρίς καμία εμφανή απειλή εκ μέρους του.
Η προβολή του βίντεο από τα ΜΜΕ προκάλεσε γενικευμένη κατακραυγή. Το περιστατικό θεωρήθηκε σύμπτωμα βαθιά ριζωμένου ρατσισμού και βίας στο εσωτερικό της αστυνομικής δύναμης του Λος Αντζελες, που ήδη κατηγορούνταν από αφροαμερικανικές και λατινοαμερικανικές κοινότητες για αυθαίρετες και βάναυσες πρακτικές. Το υπουργείο Δικαιοσύνης και το FBI κίνησαν άμεσα διαδικασίες για να εξετάσουν την υπόθεση, ενώ οι τέσσερις αστυνομικοί οδηγήθηκαν σε δίκη για χρήση υπερβολικής βίας.
Το σώμα των ενόρκων αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από λευκούς.
Ωστόσο, η δίκη δεν διεξήχθη στην Καλιφόρνια, αλλά μεταφέρθηκε στο Σίμι Βάλεϊ, μια μικρή πόλη στα προάστια του Λος Αντζελες, που κατοικούνταν κατά κύριο λόγο από λευκούς. Το σώμα των ενόρκων αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από λευκούς πολίτες, γεγονός που από την αρχή προκάλεσε ανησυχίες σχετικά με την αμεροληψία της δίκης. Οταν στις 29 Απριλίου 1992 ανακοινώθηκε η ετυμηγορία και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν από όλες τις βασικές κατηγορίες, το σοκ και η αγανάκτηση που ακολούθησαν ήταν άμεσα και εκτεταμένα.
Μέσα σε λίγες ώρες από την ανακοίνωση της απόφασης, ξέσπασαν ταραχές στο νότιο Λος Αντζελες. Οργισμένοι διαδηλωτές συγκρούστηκαν με την αστυνομία, ενώ σημειώθηκαν δεκάδες εμπρησμοί και λεηλασίες επιχειρήσεων, κυρίως σε γειτονιές που είχαν μακρά ιστορία κοινωνικού αποκλεισμού.

Η βία εξαπλώθηκε ραγδαία, με τις Αρχές να χάνουν τον έλεγχο για αρκετές ημέρες. Στην περιοχή του Florence and Normandie, η οποία αποτέλεσε το «σημείο μηδέν» της εξέγερσης, καταγράφηκαν δημόσιοι ξυλοδαρμοί λευκών οδηγών από εξαγριωμένους διαδηλωτές, ενώ επιχειρήσεις και οικίες τυλίγονταν στις φλόγες.
Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1960, ο αμερικανικός στρατός κλήθηκε να παρέμβει.
Η Εθνική Φρουρά κλήθηκε να παρέμβει, ενώ, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1960, ο αμερικανικός στρατός στάλθηκε για να βοηθήσει στην αποκατάσταση της τάξης. Η αστυνομία του Λος Αντζελες, εν μέσω σφοδρής κριτικής για καθυστερημένη και ανεπαρκή αντίδραση, παρέμεινε αποδυναμωμένη καθ’ όλη τη διάρκεια των επεισοδίων.
Ο τελικός απολογισμός ήταν τραγικός: 63 νεκροί, πάνω από 2.000 τραυματίες και ζημιές που ύψος τους ξεπέρασε το 1 δισ. δολάρια. Χιλιάδες επιχειρήσεις, κυρίως κορεατο-αμερικανικής ιδιοκτησίας, καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η έκρηξη οργής ήταν αντίδραση όχι απλώς σε μια αθώωση αλλά σε δεκαετίες καταπίεσης, φτώχειας, φυλετικής ανισότητας και απογοήτευσης από το δικαστικό σύστημα και γενικότερα από το υπάρχον πλαίσιο των ΗΠΑ.

Στις μέρες που ακολούθησαν, ο ίδιος ο Ρόντνεϊ Κινγκ εμφανίστηκε δημοσίως και απηύθυνε μήνυμα ειρήνης, λέγοντας τη φράση που έμεινε στην ιστορία: «Can we all get along?» — «Δεν μπορούμε όλοι να τα πάμε καλά;». Το κάλεσμα αυτό, αν και συμβολικό, υπογράμμισε τον ανθρώπινο πυρήνα πίσω από τα γεγονότα: την ανάγκη για ενότητα, κατανόηση και αλλαγή.
Η υπόθεση του Κινγκ, οι ταραχές του 1992 και οι συνέπειές τους παραμένουν σημείο αναφοράς στη δημόσια συζήτηση για την αστυνομική βία και τη φυλετική δικαιοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρά την παρέλευση τριών δεκαετιών, η 29η Απριλίου εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις, αναλύσεις και συγκρίσεις με σύγχρονα περιστατικά, όπως αυτά που πυροδότησαν το κίνημα Black Lives Matter.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

