Το βράδυ της 14ης Οκτωβρίου 1791, ο Νικολά Ζακ Πελετιέ μαζί με άλλους συνεργούς του επιτέθηκε σε έναν περαστικό στην οδό Μπουρμπόν-Βιλνέβ στο Παρίσι και του έκλεψε το πορτοφόλι, καθώς και τα χρεόγραφα που είχε μαζί του. Αν και υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσον ο ίδιος προκάλεσε και τον θάνατο του περαστικού, ο Πελετιέ συνελήφθη.
Παρά τις προσπάθειες και τις εκκλήσεις του δικηγόρου του για δίκαιη ακρόαση, ο δικαστής επέβαλε θανατική ποινή, με ημερομηνία εκτέλεσης τις 31 Δεκεμβρίου 1791. Στις 24 Δεκεμβρίου, το δεύτερο ποινικό δικαστήριο την επιβεβαίωσε. Ωστόσο, η εκτέλεση αναβλήθηκε, καθώς η Εθνοσυνέλευση αναγνώρισε ως μόνη νόμιμη μέθοδο θανατικής ποινής τον αποκεφαλισμό.
Ετσι, ο Νικολά Πελετιέ αναγκάστηκε να παραμείνει στη φυλακή για περισσότερους από τρεις μήνες. Οσο διάστημα χρειαζόταν δηλαδή για να κατασκευαστεί η γκιλοτίνα στο Στρασβούργο, υπό τη διεύθυνση του Αντουάν Λουί, και ο δημόσιος εκτελεστής Σαρλ Ανρί Σανσόν να κάνει τις απαραίτητες δοκιμές του οργάνου σε πτώματα από το νοσοκομείο Μπισέτρ.
Στις 24 Ιανουαρίου 1792, ένα τρίτο ποινικό δικαστήριο επιβεβαίωσε τη θανατική ποινή για τον Πελετιέ. Ομως, η εκτέλεση καθυστέρησε περαιτέρω και η οριστική έγκρισή της θα ερχόταν στις 23 Μαρτίου 1792, οπότε και η Εθνοσυνέλευση αποφάνθηκε οριστικά υπέρ της νομιμότητας της εκτέλεσης με γκιλοτίνα.
Η γκιλοτίνα τοποθετήθηκε στην Πλας ντε Γκρεβ, έξω από το δημαρχείο, όπου είχαν πραγματοποιηθεί δημόσιες εκτελέσεις κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΕ΄. Παρ’ όλα αυτά, από αρκετούς αξιωματούχους υπήρχε ανησυχία για το κατά πόσο τα πράγματα θα εξελίσσονταν ομαλά, χωρίς να διαταραχτεί η δημόσια τάξη.
Η νέα μέθοδος εκτέλεσης απέκτησε γρήγορα μεγάλη δημοφιλία.
Η εκτέλεση είχε προγραμματιστεί για την 25η Απριλίου, στις 15:30. Ο Πελετιέ οδηγήθηκε στην γκιλοτίνα φορώντας κόκκινο πουκάμισο – το χαρακτηριστικό ένδυμα που φορούσε όποιος είχε καταδικαστεί για φόνο. Ηδη μπροστά από το δημαρχείο, περίμενε συγκεντρωμένο πλήθος πολιτών για να δει τον καινούργιο τρόπο εκτέλεσης. Ο Σανσόν τοποθέτησε τον Πελετιέ στη θέση που έπρεπε και τον αποκεφάλισε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Το πλήθος, ωστόσο, δεν φάνηκε να είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένο από τη διαδικασία. Θεωρήθηκε ότι η μέθοδος ήταν πολύ γρήγορη και «κλινικά αποτελεσματική» –συγκρινόμενη με τις προηγούμενες μεθόδους εκτελέσεων, όπως ο απαγχονισμός ή ο θάνατος με σπαθί– και ότι δεν παρείχε επαρκώς ψυχαγωγία. Φαίνεται δε, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ότι αρκετοί από το συγκεντρωμένο πλήθος ζητούσαν να επανέλθει η αγχόνη.
Ωστόσο, η νέα μέθοδος εκτέλεσης απέκτησε γρήγορα μεγάλη δημοφιλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο εισαγγελέας του τμήματος Σεν-ετ-Ουάζ, ο οποίος ζήτησε από τον συνάδελφό του στο Παρίσι να εξουσιοδοτήσει τον δημόσιο εκτελεστή, ο οποίος γνώριζε πώς να χρησιμοποιεί την γκιλοτίνα, να τη χρησιμοποιεί και για τους καταδικασμένους σε θάνατο στην περιοχή του. Παράλληλα, εγκρίθηκε ειδικός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο προβλεπόταν η μέθοδος αποκεφαλισμού να είναι ομοιόμορφη σε όλο το βασίλειο. Ωστόσο, προέκυπτε ένα σημαντικό πρόβλημα. Υπήρχε μόνο μία γκιλοτίνα ακόμη που θα μπορούσε, αν χρειαζόταν, να μεταφερθεί στις Βερσαλλίες για εκτελέσεις. Η πολυπλοκότητα της συσκευής, όμως, και η υπερβολική βαρύτητα των πλαισίων που χρησίμευαν ως βάθρο της καθιστούσαν αδύνατη τη μεταφορά της σε ολόκληρη τη χώρα. Ετσι, από τις πρώτες μέρες του Μαΐου του 1792, ο κατασκευαστής γκιλοτίνας ξεκίνησε να εργάζεται εντατικά, προμηθεύοντας κάθε τμήμα της γαλλικής επικράτειας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

