Η Πηνελόπη ∆έλτα γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 24 Απριλίου 1874 και ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του μεγαλεμπόρου βαμβακιού, με καταγωγή από τη Χίο, Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη. Η οικογένεια κατείχε εξέχουσα θέση στην ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας και η Πηνελόπη μεγάλωσε κάτω από την αυστηρή διαπαιδαγώγηση των γονέων της. Απέκτησε τις γνώσεις της κατ’ οίκον.
Ο ευαίσθητος χαρακτήρας και η προσωπικότητά της την έκαναν να ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα αδέρφια της και την αποξένωσαν από τους γονείς της, των οποίων η παρεμβατική συμπεριφορά την ακολούθησε μέχρι τον θάνατό τους. Παντρεύτηκε τον Φαναριώτη Στέφανο ∆έλτα το 1895 και μετακόμισε στην Αθήνα, όπου και συνδέθηκε, μέσω του συζύγου της, με το κίνημα του ∆ημοτικισμού, γεγονός που επηρέασε βαθιά και το συγγραφικό έργο της. Συνδέθηκε με όλες τις μεγάλες προσωπικότητες του πνευματικού και πολιτικού κόσμου της εποχής. Όταν το 1905 η οικογένεια ∆έλτα μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια, γνώρισε τον Ίωνα ∆ραγούμη, ο οποίος είχε διοριστεί τότε υποπρόξενος. Ανάμεσά τους δημιουργήθηκε ένας μεγάλος αλλά ανεκπλήρωτος έρωτας, ο οποίος όμως βασάνισε την Πηνελόπη ∆έλτα, μαζί με τα επακόλουθα προβλήματα υγείας, μέχρι τον θάνατό της στις 2 Μαΐου 1941.
Παιδικά βιβλία
Έγινε γνωστή για τα παιδικά της βιβλία, όπως Για την πατρίδα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου, Τα μυστικά του βάλτου, Ο Τρελαντώνης, Ο Μάγκας, ενώ η ίδια προσέφερε απλόχερα σε όλες τις δύσκολες στιγμές της Ελλάδας, από τον Μακεδονικό Αγώνα και τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα
Ο πρώτος έρωτας, το συνοικέσιο και ο πόνος πίσω από τη λαμπερή ζωή.
Η ζωή της Πηνελόπης Μπενάκη, μετέπειτα ∆έλτα, διαμορφώθηκε σύμφωνα με το αυστηρά επιβεβλημένο πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης των γονέων της. Ο πατέρας της, Εμμανουήλ Μπενάκης, γεννημένος στη Σύρο το 1844, αλλά με καταγωγή από τη Χίο, αφού εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1865, εξελίχθηκε σε μεγάλο έμπορο βαμβακιού, το οποίο ήταν ένα από τα κατεξοχήν προϊόντα εξαγωγής προς την Αγγλία και τη Γαλλία. Γύρω από τον στενό οικογενειακό κύκλο που διαμορφώθηκε, απλωνόταν η πλούσια, κοσμοπολίτικη παροικία της Αλεξάνδρειας, η οποία κατείχε εξέχουσα θέση μέσα στη πόλη.

Και ενώ η πολιτική και οικονομική κατάσταση του τότε μικρού Ελληνικού Βασιλείου ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τον πλούτο του παροικιακού ελληνισμού, ο Εμμανουήλ Μπενάκης συνδέθηκε αρχικά με τον Χαρίλαο Τρικούπη, στο πρόσωπο του οποίου διείδε το όραμα εξευρωπαϊσμού της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο, διετέλεσε πρώτος πρόεδρος του Επιμελητηρίου της Αλεξάνδρειας, καθώς και πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας (1901-1911). Επιπλέον, μετέφερε τα γραφεία του ΕΚΑ στο κτίριο όπου βρίσκονται ακόμα και σήμερα στην Αλεξάνδρεια και αναβάθμισε τα παροικιακά ιδρύματα. Πλούσιο ήταν και το φιλανθρωπικό του έργο. Μετά την Επανάσταση στου Γουδή το 1909 και την άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αθήνα, ο Εμμανουήλ Μπενάκης συνδέθηκε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1910, όπου και διορίστηκε υπουργός στο νεοσυσταθέν υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ενώ το 1914 εκλέχθηκε δήμαρχος Αθηναίων.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η Πηνελόπη μεγάλωσε μαζί με τα αδέρφια της, αλλά από νωρίς είδε τη διαφορά αντιμετώπισης των αδερφών της από την ίδια και τις αδερφές της. Τα αγόρια συνέχιζαν γυμνασιακές και εμπορικές σπουδές, ενώ τα κορίτσια μάθαιναν μουσική και οικοκυρική, δηλαδή τις ελάχιστες γνώσεις για την εποχή εκείνη, οι οποίες προετοίμαζαν τις γυναίκες για τη δημιουργία της οικογένειας. Η έλλειψη επικοινωνίας της Πηνελόπης Μπενάκη ιδιαίτερα με τη μητέρα της την οδήγησε να αναζητήσει το μητρικό πρότυπο στο πρόσωπο της Γαλλίδας δασκάλας της, Mademoiselle Duffay. Τις συνέδεσε βαθιά φιλία καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της. Η ίδια χαρακτήριζε τον εαυτό της μέσα στις Ενθυμήσεις της ως εξής: «[…] Εγώ επαναστάτης, πάντα ταραγμένη, φουρτουνιασμένη, έτοιμη να δω παντού αδικίες, ζηλιάρα, γκρινιάρα, μπερδεμένη […]».
Πέρα από την αυστηρότητα των γονέων, η οποία πλήγωσε τα παιδικά της αισθήματα, η Πηνελόπη ∆έλτα επίσης συνειδητοποίησε και πόσο κατώτερη ήταν η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, περιορισμένη μόνο στον ρόλο της οικοδέσποινας και της μητέρας. (Αυγουστής, 2019, 16)

«Ελευθερία δράσεως, θελήσεως, ακόμα και σκέψεως δεν είχαν. Οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες στον άντρα. Θέληση δική τους δεν είχαν, ούτε γνώμη, ούτε σκέψη ανόμοια με τη σκέψη του αντρός. Και μια φορά παντρεμένη, έπαυε να υπάρχει ως άτομο. Κινούνταν, δρούσε, μιλούσε, φέρουνταν στον κόσμο όπως ήθελε ο αφέντης της. Αν ήταν κοσμικός, έπρεπε να είναι και κείνη κοσμική, είτε της άρεζε ο κόσμος είτε όχι. Αν την ήθελε στο σπίτι κλεισμένη ο άντρας της, έπρεπε να κλειστεί και ας τρελαίνουνταν τον κόσμο». (Αρχείο της Π. Σ. ∆έλτα: Γ΄ Πρώτες Ενθυμήσεις, ό.π., σ. 38)
Πέρα από την αυστηρότητα των γονέων, η οποία πλήγωσε τα παιδικά της αισθήματα, η Πηνελόπη Δέλτα επίσης συνειδητοποίησε και πόσο κατώτερη ήταν η θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, περιορισμένη μόνο στον ρόλο της οικοδέσποινας και της μητέρας.
Στα δεκαεπτά της χρόνια, το 1891, έκανε το ντεμπούτο της στην υψηλή κοινωνία της Αλεξάνδρειας, που κάθε μέρα ήταν γεμάτη με χοροεσπερίδες και βεγγέρες, μια φαινομενικά ανέμελη ζωή, μακριά από το αυστηρό βλέμμα των γονιών της. Ωστόσο για εκείνους δεν έλειπαν οι συζητήσεις για τον γάμο και τα συνοικέσια, συνήθης πρακτική της εποχής στους κύκλους των πλούσιων οικογενειών, οι οποίες δεν περνούσαν απαρατήρητες από την Πηνελόπη, στην οποία, όμως, δεν επιτρεπόταν να έχει λόγο σε καμία απόφαση των γονέων της. Σε αυτό το πλαίσιο, κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια από την Αθήνα ο Αντώνης Μαυροκορδάτος, που εργαζόταν στις επιχειρήσεις Μπενάκη και τον οποίο η οικογένεια υποδέχτηκε σχεδόν σαν επίσημο γαμπρό για την Πηνελόπη.
Η ίδια τον ερωτεύτηκε και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας πλατωνικός έρωτας, τον οποίο ωστόσο διέλυσαν με πολύ σκληρό τρόπο οι γονείς της. Απέλυσαν τον Αντώνιο από τις επιχειρήσεις, δεν ήταν πλέον δεκτός στην οικία Μπενάκη και αθετήθηκαν οι όποιες υποσχέσεις για συνοικέσιο. Η Πηνελόπη ξέσπασε και αρνήθηκε να παντρευτεί άλλον, και σε μία από τις διαφωνίες με τους γονείς της δήλωσε πως θα έμενε ανύπαντρη και θα ζούσε στο πατρικό της με τους γονείς της. Η απάντηση του πατέρα της ήταν: «Τρώγε, πίνε, σάπισε».

Το 1895, με συνοικέσιο η Πηνελόπη Μπενάκη γνώρισε και παντρεύτηκε τον Στέφανο ∆έλτα (1863-1947). Φαναριώτης με οξυδέρκεια και μόρφωση, επέδρασε θετικά στην πνευματική εξέλιξη της Πηνελόπης και την εισήγαγε στο πνεύμα του ∆ημοτικισμού. ∆ίπλα του η ίδια έμαθε ελληνικά και το 1909 δημοσίευσε το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο Για την πατρίδα, ένα έργο μεστό γλωσσικά, το οποίο έδειχνε τη θετική επιρροή που είχε στην ψυχοσύνθεσή της ο Στέφανος. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, μαζί με την πεθερά της Πηνελόπης ∆έλτα. Αρχικά το ζευγάρι έμενε στην οικία Πεσμαζόγλου στη γωνία Ηρώδου Αττικού και Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από το σημερινό Μουσείο Μπενάκη. Ωστόσο, το 1897 ο Στέφανος ∆έλτα κατατάχθηκε ως εθελοντής στον πόλεμο και μετά το τέλος του πολέμου η οικογένεια επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια, όπου ο ∆έλτα εργάστηκε στον εμπορικό οίκο Χωρέμη – Μπενάκη. Απέκτησαν τρεις κόρες, τη Σοφία, τη Βιργινία και την Αλεξάνδρα, τις οποίες ανέθρεψε υποδειγματικά η ίδια, χωρίς να βασιστεί στο πρότυπο των ξένων δασκάλων της εποχής, όπως η ίδια μεγάλωσε.
Ίων Δραγούμης: ο ανεκπλήρωτος έρωτας
Η εσωτερική πάλη, οι απόπειρες αυτοκτονίας, η απελπισία αλλά και αίσθηση καθήκοντος προς την οικογένεια.
Το 1905 διορίστηκε υποπρόξενος στην Αλεξάνδρεια ο Ίων ∆ραγούμης, θείος του Παύλου Μελά, και γνωρίστηκε με την Πηνελόπη ∆έλτα όταν εκείνη ήταν 31 ετών και εκείνος 26. Ανάμεσά τους αυτή η πλατωνική σχέση εξελίχθηκε σε έναν έρωτα τον οποίο μάταια προσπάθησαν να σβήσουν με την απόσταση. Εκείνη στην Αλεξάνδρεια και αργότερα στη Γερμανία, όταν μετακόμισε με την οικογένειά της. Εκείνος στο ∆εδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη ως διπλωματικός ακόλουθος της Ελλάδας (1907-1908).

Συναντήθηκαν ξανά όμως στην Ελλάδα, όταν η οικογένεια της ∆έλτα μετακόμισε στην Κηφισιά, και εκεί το αποτέλεσμα αυτής της συναισθηματικής κατάστασης ήταν οι δύο διαδοχικές απόπειρες αυτοκτονίας από την Πηνελόπη ∆έλτα λόγω της ισχυρής εσωτερικής πάλης που βίωνε. Η απόκρυψη των συναισθημάτων της από τον κοινωνικό της περίγυρο παρέπεμπε σε μια λέξη που τη σημάδεψε: «σιωπή». Λέξη που έδωσε εντολή να γραφτεί και στον τάφο της. Όπως αναφέρει ο Ζάννας (2006:464-465), η «σιωπή» παρέπεμπε στον δικό της εσωτερικό κόσμο, αφού διατηρούσε για τον εαυτό της όλες τις αναμνήσεις της μακριά από την κοινωνική κριτική. Η σιωπή ήταν μια έκφραση της φυγής της, το κλειστό της κάστρο, μέσα στο οποίο έκρυβε την αγιάτρευτη πληγή της. Ο πατέρας της, ο άνδρας της αλλά και τα παιδιά της θεωρούσαν ότι ήταν οι εκφράσεις της καταπίεσης που ένιωθε:
«Ναι [Ίων], η ζωή μου πρέπει να τελειώσει εδώ, γιατί ν’ αφήσω τα παιδιά μου, να σκοτώσω τον πατέρα μου, να σπάσω τον άνδρα μου, δεν έχω τη δύναμη να το κάνω, είναι άσχημο και είναι άγριο…» (∆έλτα 2007:391)
Ο Ίων ∆ραγούμης έγραψε στο ημερολόγιό του γι’ αυτήν: «Πάντα, σε κάθε στιγμή, είναι έτοιμη να πεθάνει, γι’ αυτό είναι τόσο έμορφη». (∆έλτα 1996:335)
Και η ∆έλτα ανέφερε σε διάλογό της μαζί του: «“Σ’ αγαπώ με κάτι άλλο από αγάπη. Σ’ αγαπώ σα Θεό”. Μου είπε επίσης ήσυχα, “Γιατί σου έφερα το θάνατο”. “Ναι. […] Γιατί μ’ αγάπησες έτσι, που μπόρεσες να μου φέρεις το θάνατο”». (∆έλτα 1996:123-124)
Όταν ο ∆ραγούμης έφυγε για την Αθήνα, η Πηνελόπη ∆έλτα συνέχισε την αλληλογραφία της μαζί του. (Ζάννας, 1988, 26-35)

Ομολόγησε τον έρωτά της στον Στέφανο ∆έλτα, γιατί ήθελε να είναι τίμια απέναντί του και του ζήτησε διαζύγιο, ελπίζοντας πως θα έπαιρνε πίσω την ελευθερία της. Όμως οι δικοί της ηθικοί φραγμοί και η αίσθηση του καθήκοντός της απέναντι στην οικογένειά της και στα παιδιά της, ταυτόχρονα με τις παρεμβάσεις της οικογένειας Μπενάκη, σταμάτησαν τις όποιες συζητήσεις περί διαζυγίου, με την απειλή να μην αφήσουν την Πηνελόπη ∆έλτα να δει ποτέ ξανά τα παιδιά της.
Συγκεκριμένα, η οικογένεια Μπενάκη επέβαλε στον Στέφανο ∆έλτα να μη δώσει το διαζύγιο και από τότε η Πηνελόπη ∆έλτα άρχισε να φοράει μαύρα ρούχα και να «πενθεί» τον Ίωνα ∆ραγούμη, ως ένδειξη της ψυχικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει. Η Πηνελόπη ∆έλτα αποφάσισε να μείνει πιστή στη μοναδικότητα του έρωτά της, ο οποίος όμως παρέμεινε ανεκπλήρωτος. Η ∆έλτα βίωσε σαν μαρτύριο έναν έρωτα ο οποίος ήταν καταδικασμένος (∆άνδολος, 2013). Το αποτέλεσμα γι’ αυτήν ήταν μια νεκρή ζωή, γιατί στον έρωτα η συγγραφέας έβρισκε διαρκώς μπροστά της το εμπόδιο των οικογενειακών αντιλήψεων και πρακτικών:
«Πεθαμένα ήταν τα καμένα μου γράμματα, τα νιάτα μου, τα όνειρά μου, η αγάπη μου, το ενδιαφέρον μου για τη ζωή». (∆έλτα 1996:258)
Σε επιστολή της ∆έλτα προς τον ∆ραγούμη, που απόκειται στο Ιστορικό Μουσείο Μπενάκη, εμφανίζεται απελπισμένη. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψαꞏ αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ίων μου, αν θέλεις τότε πάρε με […] τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποτε σε φωνάξω […]».

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στην Ελλάδα ο ∆ιχασμός ως συνέπεια των γενικότερων γεωπολιτικών καταστάσεων, εκεί πλέον εκδηλώθηκε και μια απόρριψη στο πρόσωπο της Πηνελόπης ∆έλτα από τον Ίωνα ∆ραγούμη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η σχέση της με τον Ίωνα ∆ραγούμη να τελειώσει το 1908 και εκείνος να συνδεθεί με την ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη, με την οποία παρέμειναν μαζί μέχρι τη δολοφονία του το 1920, ως αντίποινα για την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι, μία μέρα πριν. Η Πηνελόπη ∆έλτα έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του ∆ραγούμη αποφάσισε να ξεκινήσει τη συγγραφή των αναμνήσεών της οι οποίες αφορούσαν την πολυτάραχη σχέση της με εκείνον.
Η Ελλάδα μέσα από τα μάτια της Πηνελόπης
Ο Μακεδονικός Αγώνας, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Διχασμός, η Μικρασιατική Καταστροφή.
Η Πηνελόπη ∆έλτα έζησε όλες τις ιστορικές στιγμές που καθόρισαν την εξέλιξη της σύγχρονης Ελλάδας. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1916 και έμενε στην Κηφισιά, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα, το 1914, ο Εμμανουήλ Μπενάκης είχε εκλεγεί δήμαρχος Αθηναίων. Η οικογένεια ∆έλτα ανέπτυξε επίσης στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον οποίο και προσκαλούσαν συχνά στην εξοχική τους οικία στην Κηφισιά.

Ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908) έγινε το επίκεντρο στα βιβλία της Πηνελόπης ∆έλτα Ο Μάγκας (1936) και Τα μυστικά του βάλτου (1937), τα οποία δημοσιεύτηκαν ύστερα από μια μακρά περίοδο έρευνας και έριξαν άπλετο φως σε άγνωστες πτυχές της περιόδου των Μακεδονομάχων. Τα γεγονότα της εποχής ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό και η Πηνελόπη ∆έλτα δεν βιάστηκε να συγκεντρώσει το υλικό που χρειαζόταν. Χάρη στους οικογενειακούς δεσμούς και στις επαφές που ανέπτυξε με τους Μακεδονομάχους, όπως ο Ιωάννης ∆εμέστιχας, ο καπετάν Νικηφόρος της λίμνης των Γιαννιτσών και ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, η Πηνελόπη ∆έλτα συγκρότησε ένα δικό της αρχείο από το 1915 έως το 1935, από το οποίο επέλεξε ό,τι έκρινε απαραίτητο για τη σύνθεση του βιβλίου της. Ακόμη και στο βιβλίο της Ο Μάγκας έγινε αναφορά στο τελευταίο του μέρος για τον Μακεδονικό Αγώνα και συγκεκριμένα στον Παύλο Μελά, ενώ στα Μυστικά του βάλτου ήρωας ήταν ο καπετάν Άγρας. Το αρχείο της αποτελούνταν επίσης από επιστολές και φωτογραφίες, αντίγραφα προξενικών εγγράφων και γράμματά της με Μακεδονομάχους στα οποία απαντούσαν σε απορίες της συγγραφέως (Λαούρδας, 1958, 22-23). Μετά τον θάνατό της, η οικογένειά της κατέθεσε αυτό το αρχείο στο Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου στη Θεσσαλονίκη.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) και ο μετέπειτα ελληνοβουλγαρικός πόλεμος του 1913-1914 ώθησαν την Ελλάδα σε μια νέα περίοδο. Τα εδάφη της χώρας διπλασιάστηκαν και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας το οποίο εκπροσωπούσε ο Βενιζέλος άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Ωστόσο, όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος (1914-1918), η χώρα βρέθηκε σε πολιτικό αδιέξοδο. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, γαμπρός του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄, επέλεξε την ουδετερότητα, καθώς στο πλευρό των Κεντρικών ∆υνάμεων, δηλαδή της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, πολεμούσαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ωστόσο, επιθυμούσε την είσοδο της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ, καθώς έτσι θα κατάφερνε να εξασφαλίσει την εδαφική επέκταση της Ελλάδας προς τις αλύτρωτες πατρίδες.

Επικράτησε ο ∆ιχασμός, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου και δημιούργησε την Κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας, ενώ ταυτόχρονα μαινόταν και το Ανατολικό Μέτωπο του πολέμου, με τη Θεσσαλονίκη να είναι το επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων της Αντάντ. Για την Πηνελόπη ∆έλτα, αυτή η περίοδος υπήρξε τεταμένη σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο. Οι δυνάμεις των Συμμάχων της Αντάντ εισέβαλαν στην Αθήνα με σκοπό να επιτάξουν οπλισμό ως αντάλλαγμα για την αμαχητί παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ και την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία από τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Ιωάννη Μεταξά, τον Μάιο και τον Αύγουστο του 1916 αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια των Νοεμβριανών του 1916, αντιβενιζελικό στρατιωτικό σώμα επιτέθηκε και συνέλαβε τον Εμμανουήλ Μπενάκη. Το ίδιο βράδυ, η ∆έλτα κατέστρεψε τρομοκρατημένη το πρώτο πολιτικό της ημερολόγιο, το οποίο περιλάμβανε πολλές σημαντικές μαρτυρίες και εμπιστευτικές αφηγήσεις, ενώ άρχισε να το ξαναγράφει τον Ιανουάριο του 1917. Ο αποτροπιασμός της Πηνελόπης γι’ αυτό το έγκλημα την απομάκρυνε από τη φιλοβασιλική παράταξη και την έστρεψε προς την πλευρά του Βενιζέλου. (Αρχείο της Π. Σ. ∆έλτα: Α΄ Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος. Ημερολόγιο – Αναμνήσεις – Μαρτυρίες – Αλληλογραφία, επιμ. Π. Α. Ζάννας, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1978)
Ταυτόχρονα, η επισιτιστική και η ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε εις βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής κατοχής των ελληνικών εδαφών (1916-1918) διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση αυτών των περιοχών. Σε αυτόν τον αγώνα, πολύτιμη υπήρξε η συνδρομή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού με επικεφαλής την Πηνελόπη ∆έλτα, η οποία χρηματοδότησε με τεράστια για την εποχή ποσά το έργο, και την Έλλη Αδοσίδου που ανέλαβε τον συντονισμό της ανακουφιστικής προσπάθειας. Ήταν σύζυγος του Αναστασίου Αδοσίδη, ο οποίος το 1918 ταξίδεψε στη Μακεδονία, ύστερα από εντολή της κυβέρνησης Βενιζέλου, για να συντονίσει την ανθρωπιστική αποστολή για τον ελληνικό πληθυσμό των περιοχών που είχαν πληγεί από τη βουλγαρική κατοχή. Η συντονισμένη δράση τους αποδείχθηκε καθοριστική στην οργάνωση συσσιτίων, στην ανέγερση πρόχειρων νοσοκομείων και στη διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού. Ωστόσο, η βεβαρυμένη υγεία της την ανάγκασε να εγκαταλείψει τελικά την αποστολή.

Ακόμη, καθοριστική ήταν η συμβολή της Πηνελόπης ∆έλτα στην ενεργοποίηση του κρατικού μηχανισμού καθώς και στον σχεδιασμό, στην οργάνωση και στην εκτέλεση του δύσκολου έργου της παλιννόστησης των χιλιάδων Ελλήνων από την Ανατολική Μακεδονία, οι οποίοι ήταν όμηροι και βρίσκονταν σε βουλγαρικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, εργαζόμενοι σε καταναγκαστικά έργα στο εσωτερικό της Βουλγαρίας την περίοδο 1917-1918. Σε υπόμνημά της προς το αγγλικό περιοδικό The Balkan Review, τον Αύγουστο του 1919, κατήγγειλε τις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων κατά του ελληνικού στοιχείου, την απάθεια των Γερμανών διοικητών και περιέγραψε μαρτυρίες φρίκης από τους παλιννοστούντες (Πικραμένου, 2016, 257-263).
Στις 31 Ιουλίου 1920, η Πηνελόπη ∆έλτα έζησε τις συνέπειες του ∆ιχασμού σε προσωπικό επίπεδο. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές, την ίδια ημέρα που έφτασαν τα νέα της απόπειρας δολοφονίας που έγινε εις βάρος του στο Παρίσι και χωρίς ακόμη να έχει γίνει γνωστό ότι ο Βενιζέλος επέζησε της επίθεσης, φανατικοί βενιζελικοί έπιασαν τον Ίωνα ∆ραγούμη, ο οποίος ήταν μετριοπαθής αντιβενιζελικός και οπαδός του Λαϊκού Κόμματος, και τον εκτέλεσαν στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας για αντίποινα. Το τραγικό συμβάν ήταν διπλό χτύπημα για τη ∆έλτα, διότι, εκτός από το ότι ο χαρισματικός ∆ραγούμης υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, αυτουργός στη δολοφονία του ήταν ο ταγματάρχης Παύλος Γύπαρης, φανατικός οπαδός του Βενιζέλου και έμπιστος του Εμμανουήλ Μπενάκη (Σακελλαρίου, 1997, 19-23). Η απώλειά του την πλήγωσε βαθιά και γι’ αυτό παρατηρήθηκε συγγραφική σιγή από την ίδια κατά την περίοδο αυτή.

Η ανθρωπιστική και φιλανθρωπική δράση της Πηνελόπης ∆έλτα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Όταν κατέρρευσε το ελληνικό μέτωπο στην Τουρκία και έληξε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος (1919-1922), πλήθος κατοίκων από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς. Το 1922, η ίδια ανέλαβε δράση, με τη συμβολή της οικογένειάς της, για την ανακούφιση των αναγκών και την αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μάλιστα, στο κτήμα του πατέρα της, στην Κηφισιά, αλλά και στο σπίτι τους, φιλοξενήθηκαν δεκάδες οικογένειες Μικρασιατών προσφύγων, στους οποίους παρείχαν και συσσίτιο με κάθε δυνατό μέσο. Ακολουθώντας την πολιτική αλλαγή που είχε επέλθει με την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές, ο Εμμανουήλ Μπενάκης ακολούθησε τον Βενιζέλο στην εξορία του στο Παρίσι το 1920. Η Πηνελόπη ∆έλτα προσπάθησε να συμπαρασταθεί με κάθε τρόπο στους πρόσφυγες, διαθέτοντας 1.500.000 δραχμές από την προσωπική της περιουσία αλλά και με τη χρηματική βοήθεια που της έστελνε ο πατέρας της. Με δική της χρηματοδότηση και πρωτοβουλία, έχτισε ένα μικρό περίπτερο στο προαύλιο της Βουλής των Ελλήνων, από την πλευρά της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, στο οποίο οι πρόσφυγες μπορούσαν να πωλούν διάφορα εργόχειρα για να ενισχύσουν το εισόδημά τους. Το κτίριο αυτό σήμερα αποτελεί φυλάκιο της Βουλής.

Μετά τον θάνατο των γονιών της, το σπίτι των ∆έλτα ήταν πάντα ανοιχτό προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος τους επισκεπτόταν συχνά και απροειδοποίητα. Στις 6 Μαρτίου του 1933 έγινε απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου, κατά την επιστροφή του από γεύμα στο σπίτι των ∆έλτα. Η Πηνελόπη περιέγραψε γλαφυρά το περιστατικό αυτό στα ημερολόγιά της. Ο θάνατος του Βενιζέλου στις 18 Μαρτίου 1936, για τη ∆έλτα ήταν το πραγματικό τέλος της Ελλάδας που ονειρεύτηκε. Με τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου έσβησε συναισθηματικά για την Πηνελόπη ∆έλτα η Μεγάλη Ιδέα, αφού χάθηκε η προσωποποίησή της. Χαρακτηριστικά η ∆έλτα έγραψε στο ημερολόγιό της: «Finis Greciae» (Το τέλος της Ελλάδος). (Αρχείο της Π. Σ. ∆έλτα: Α΄ Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος. Ημερολόγιο – Αναμνήσεις – Μαρτυρίες – Αλληλογραφία, ό.π., σ. κβ΄).
Δημοτικισμός
Η πνευματική απελευθέρωση, το συγγραφικό έργο και η αλληλογραφία της Πηνελόπης Δέλτα.
Από το 1906 έως το 1912, η οικογένεια ∆έλτα εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη, όπου ο Στέφανος ∆έλτα διηύθυνε το γραφείο Κεντρικής Ευρώπης του εμπορικού οίκου Χωρέμη-Μπενάκη. Με τη συμπαράσταση του δημοτικιστή συζύγου της, αλλά και μετά τη γνωριμία της με τον ∆ραγούμη, η ∆έλτα συνδέθηκε με τον κύκλο των πρώτων δημοτικιστών, όπως ο Αλέξανδρος Πάλλης, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Πέτρος Βλαστός, ενώ στη Φρανκφούρτη γνώρισε τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος την έφερε σε επαφή με τη νεότερη γενιά των δημοτικιστών εκπαιδευτικών και συγγραφέων, με τον κύκλο του Γληνού και του Αλέξανδρου ∆ελμούζου. Με τους παραπάνω συνέπραξε αργότερα στην έκδοση του ∆ελτίου του «Εκπαιδευτικού Ομίλου», του οποίου έγινε μέλος το 1910. Ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» ιδρύθηκε το 1910 στην Αθήνα με σκοπό την υποστήριξη της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στα εκπαιδευτικά προγράμματα. (Αυγουστής, 2019, σ. 17, 40-41)
Τα κρίσιμα χρόνια των Βαλκανικών Πολέμων, η ∆έλτα ενθουσιάστηκε από τον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας και αντάλλαξε επιστολές κυρίως με τους εκπροσώπους του δημοτικισμού για γλωσσικά ζητήματα, στις οποίες ήταν εμφανής η θλίψη της για την πνευματική παρακμή των Ελλήνων. Γι’ αυτή την κατάσταση η Πηνελόπη ∆έλτα κατηγορούσε την καθαρεύουσα και την τότε ακόμη ισχύουσα διγλωσσία, που δεν έδινε τη δυνατότητα στον λαό να μορφωθεί πραγματικά, διαβάζοντας και γράφοντας στη δημοτική.

Η ίδια είχε διατυπώσει την άποψη ότι «η γλώσσα δεν είναι σκοπός αλλά μέσον». Κάτι τέτοιο ερχόταν σε αντίθεση με τις απόλυτες απόψεις των αυστηρών δημοτικιστών, που έδιναν βαρύτητα στην προσήλωση στους γλωσσικούς τύπους της δημοτικής, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο λογοτεχνικό έργο τους και το οποίο τόνισε η ∆έλτα προς τον Γιάννη Ψυχάρη και σε προσωπική τους αλληλογραφία. (Αλληλογραφία 1906-1940, Λευκοπαρίδης, σ. 352)
Στο αλληγορικό έργο της ∆έλτα Παραμύθι χωρίς όνομα, το οποίο θεωρήθηκε ότι γράφτηκε με αφορμή το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί το 1909, στάθηκε κριτικά απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις της σύγχρονης Ελλάδας και υποδείκνυε κυρίως στον διάδοχο Κωνσταντίνο να ταχθεί υπέρ της αναμορφωτικής προσπάθειας της επανάστασης του 1909, όπου μέσα σε αυτή είχαν ενταχθεί και οι δημοτικιστές. (Σταυροπούλου, 1998, 93-94)
Το 1910 ξεκίνησε η μακρόχρονη αλληλογραφία της ∆έλτα με τον Γάλλο βυζαντινολόγο Gustave Schlumberger, από το έργο του οποίου η Πηνελόπη ∆έλτα άντλησε ιστορικές πληροφορίες για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων της Για την πατρίδα (1909) και το αφήγημα Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου (1911). Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα αναφέρονταν στην περίοδο της βασιλείας του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου (976-1025). (Schlumberger, 1896-1905)
Χαρακτηριστικό ήταν πως η αναβίωση των παλαιών βυζαντινών χρόνων συνδεόταν με τη σύγχρονη πραγματικότητα της εποχής της Πηνελόπης ∆έλτα, καθώς ο αγώνας του Βουλγαροκτόνου εναντίον των Βουλγάρων συνδέθηκε με τον Μακεδονικό Αγώνα, ενώ το φρόνημα των Ελλήνων τονωνόταν με την αναφορά σε μια εποχή ακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ωστόσο, και τα δύο βιβλία δέχτηκαν επικρίσεις ως «αντιπαιδαγωγικά» και «υπερεθνικιστικά» από τους λόγιους της εποχής. Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη και η χρονική συγκυρία κατά την οποία δημοσιεύτηκαν τα συγκεκριμένα βιβλία. Η Ελλάδα του 1897 είχε υποστεί μια ταπεινωτική ήττα στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου, ενώ το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό κλίμα της εποχής ήταν ιδιαίτερα ασταθές. Από την άλλη, το πρόβλημα της δράσης των κομιτατζήδων (1900-1908), που είχαν ως στόχο τον αφελληνισμό της Μακεδονίας, ήταν υπαρκτό και η Πηνελόπη ∆έλτα έζησε στον κοινωνικό περίγυρο του Ίωνα ∆ραγούμη και του Παύλου Μελά, οι οποίοι εξέφραζαν το χρέος προάσπισης της ελληνικότητας της Μακεδονίας. (Σακελλαρίου, 1997)
Ένα ακόμη γνώρισμα του ευαίσθητου χαρακτήρα της Πηνελόπης ∆έλτα ήταν ο θαυμασμός της προς τον συγγραφέα Στρατή Μυριβήλη. Οι δυο τους συναντήθηκαν «δι’ αλληλογραφίας» το 1930. Η ∆έλτα τού έγραψε από το Λονδίνο την 1η Αυγούστου του 1930, χωρίς να τον γνωρίζει προσωπικά. Αφορμή γι’ αυτό στάθηκε η ανάγνωση του βιβλίου του Μυριβήλη Η ζωή εν τάφω, το οποίο είχε εκδοθεί το 1924 και είχε ενθουσιάσει τη Πηνελόπη ∆έλτα. Ομολόγησε πως της έκανε εντύπωση η δύναμή του, αλλά και η ποιητικότητα που απέπνεε. Παρέθεσε και τα λόγια του Ελευθερίου Βενιζέλου για το βιβλίο, ο οποίος της εμπιστεύτηκε ότι το θεωρούσε «εφάμιλλο του βιβλίου του Remarque, ίσως και δυνατώτερο». Αναφερόταν στο εμβληματικό αντιπολεμικό έργο του Ε. Μ. Remarque Ουδέν νεώτερον από το ∆υτικό Μέτωπο (1929). Χαρακτηριστικό της φιλίας μεταξύ των δύο συγγραφέων ήταν οι έπαινοι του Μυριβήλη προς τη ∆έλτα, όταν στις 15 Ιουλίου 1937 ο Μυριβήλης τής έγραψε με συγκινητικά λόγια για το έργο της Στα μυστικά του βάλτου. Οι έπαινοί του είχαν και βιωματική φόρτιση, καθώς ο ίδιος έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου και τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι, αλλά και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετέχοντας στην πολεμική επιχείρηση της προκάλυψης του Μοναστηρίου, όπως και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. (Αλληλογραφία 1906-1940, Λευκοπαρίδης, σ. 388)
Μία από τις μακροβιότερες αλληλογραφίες της Πηνελόπης ∆έλτα (1914-1939), η οποία είχε ιδιαίτερη σημασία, ήταν η αλληλογραφία της με τον Μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθο (1881-1949) και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδας, στο πλαίσιο της συγγραφής του έργου της Η ζωή του Χριστού. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος κατόρθωσε να αποτρέψει στην επαρχία του τον διωγμό του ελληνικού στοιχείου από τους Τούρκους και να προστατεύσει τους κατοίκους κατά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους και έπειτα από τους Τούρκους. Μάλιστα επέκτεινε την προστασία του στους κατοίκους των γειτονικών επαρχιών και βοήθησε ακόμη και τους Τούρκους της περιοχής, που μετά τη ρωσική επανάσταση του 1917 διέτρεξαν μεγάλο κίνδυνο από τους Αρμένιους που υπηρετούσαν στον ρωσικό στρατό. (Αρχείον Πόντου, 2007, τόμ. 4-5)
Ο Χρύσανθος, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ενθρονίστηκε ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος στις 18 ∆εκεμβρίου 1938. Και οι δύο ήταν επηρεασμένοι από τις κοινές ιδέες του δημοτικισμού, τον ελληνοκεντρισμό και την αναγεννητική ισχύ που έχει η λογοτεχνία για το ελληνικό φρόνημα.

Το 1925 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Η ζωή του Χριστού. Πρόθεση της Πηνελόπης ∆έλτα ήταν να ζωντανέψει το πρόσωπο του Ιησού μέσα από τις μαρτυρίες των Ευαγγελίων και συγχρόνως να διαπαιδαγωγήσει τον αναγνώστη, παρότι η ίδια δεν ήταν θρησκευόμενη. Ένα μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας της με τον Μητροπολίτη Χρύσανθο αφορούσε την εξακρίβωση των πηγών για τη ζωή του Χριστού μέσα από τα ευαγγελικά κείμενα. Ο Χρύσανθος τη συμβούλεψε με υπομονή και προέβη σε διασαφηνίσεις αρκετών σημείων των ευαγγελικών κειμένων.
Η Πηνελόπη ∆έλτα τάφηκε στον κήπο του σπιτιού της στην Κηφισιά. Στην ταφόπλακά της χαράχτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία της, μόνο η λέξη «ΣΙΩΠΗ». Ωστόσο, η νεκρώσιμη ακολουθία διαβάστηκε για την αυτόχειρα, έστω κι αν η ίδια δεν το ζήτησε, από τον αγαπημένο της φίλο, τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο. (Πεσμαζόγλου, 2009, 23-50)
Η παιδαγωγός Πηνελόπη Δέλτα
Ο ρόλος της ως γυναίκα συγγραφέα.
Η Πηνελόπη ∆έλτα ήταν η μόνη ανάμεσα στους λογοτέχνες της εποχής της που έγραψε βιβλία για παιδιά, τα οποία μπορούν ακόμη και σήμερα να διαβαστούν ευχαρίστως και από τους ενήλικες. Ο ρόλος της ήταν καθοριστικός στη διαμόρφωση των γνωρισμάτων της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας και αγαπήθηκε από πολλές γενιές παιδιών και εφήβων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Roderick Beaton, αναφερόμενος στους Έλληνες αναγνώστες, χαρακτήρισε τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου ως «το πιο επιτυχημένο παιδικό μυθιστόρημα όλων των εποχών». (Beaton, 1996, 145)
Για την Πηνελόπη ∆έλτα, η πνευματική αναγέννηση ξεκινούσε από τα «θεμέλια», δηλαδή τα παιδιά, και γι’ αυτό επιχείρησε να ανανεώσει το παιδικό εξωσχολικό βιβλίο. Μέχρι τότε τα Ελληνόπουλα διάβαζαν λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες μεταφράσεις ξένων παιδικών βιβλίων. Ασχολήθηκε αποκλειστικά με το παιδί, γράφοντας μόνο σελίδες παιδικής λογοτεχνίας και έχοντας ως βασικό σκοπό να ψυχαγωγήσει και να καλλιεργήσει πνευματικά τα Ελληνόπουλα. (Ζοπόγλου, 2006, 16)

Η Πηνελόπη ∆έλτα έβλεπε την παιδική λογοτεχνία ως ένα μέσο με το οποίο θα μπορούσε να «χτίσει» συνειδήσεις. Οραματιζόταν δηλαδή μια “παιδαγωγικού” τύπου παιδική λογοτεχνία, η οποία ως κύριο σκοπό είχε να διδάξει και να καθοδηγήσει τα παιδιά-αναγνώστες ηθικά και εθνικά. Την εποχή που έγραψε η Πηνελόπη ∆έλτα τα βιβλία της, η παιδική λογοτεχνία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στον ελληνικό χώρο, επομένως τα έργα της βοήθησαν κατά πολύ στην ανάπτυξη του λογοτεχνικού είδους (Σακελλαρίου, 1994, 105). Επίσης εκείνη την εποχή, κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο η «Μεγάλη Ιδέα», και πραγματοποιούνταν προσπάθεια από τους Έλληνες για την αφύπνιση της εθνικής τους συνείδησης. Σε αυτή την προσπάθεια, αναγκαίος ήταν ένας φωτισμένος ηγέτης, και για τους περισσότερους αυτός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Η αλληλογραφία της αποδεικνύει ότι υπερασπίστηκε με σθένος την επιλογή της να γράφει με σκοπό να εμφυσήσει υψηλά ιδανικά στα Ελληνόπουλα και να υπηρετήσει την ιδέα του έθνους και της συνέχειας της ελληνικής φυλής.
Ταυτόχρονα, αξίζει να σημειωθεί η παρρησία με την οποία εξέφραζε τις απόψεις της και κυρίως τις διαφωνίες της η Πηνελόπη ∆έλτα, στην αλληλογραφία και στο έργο της, ανεξάρτητα με το ποιον είχε «απέναντί της» και ανεξάρτητα με το κοινωνικό ή πολιτικό κύρος του συνομιλητή της. Η αλληλογραφία της αποδεικνύει ότι υπερασπίστηκε με σθένος την επιλογή της να γράφει με σκοπό να εμφυσήσει υψηλά ιδανικά στα Ελληνόπουλα και να υπηρετήσει την ιδέα του έθνους και της συνέχειας της ελληνικής φυλής. Ακόμη και όταν της υποδεικνυόταν από τους συγχρόνους της ότι έπρεπε να μειώσει τους τόνους ή να αποφύγει την ωμή περιγραφή της φρίκης του πολέμου, όπως έγινε για παράδειγμα στο βιβλίο της Τα μυστικά του Βάλτου, έμεινε ουσιαστικά ανεπηρέαστη και επέμενε στον τρόπο που η ίδια έκρινε ότι έπρεπε να παρουσιαστούν τα γεγονότα. Η στάση της ήταν ενδεικτική του δυναμισμού της προσωπικότητάς της, σε μια εποχή που οι γυναίκες συνήθως δεν είχαν καν δική τους γνώμη ή, και αν είχαν, δίσταζαν να την υπερασπιστούν δημοσίως. (Αυγουστής 2019, σ. 87)
Με το έργο της η Πηνελόπη ∆έλτα πέτυχε τον δικό της θετικό αυτοκαθορισμό (Βαρίκα 2004:184). Η αναγνώριση αυτή, σε συνδυασμό με την οικονομική και κοινωνική της επιφάνεια, της έδωσαν τη δυνατότητα να αναπτύξει περισσότερο την κοινωνική της δράση. Επιπλέον, προσέφερε τη γραφή της και σε γυναικείο αναγνωστικό κοινό δίνοντας έτσι, στις γυναίκες της εποχής της, τη δυνατότητα να βιώσουν χώρους μακριά από την ανδρική καταπίεση (Βαρίκα 2004:202) και να γίνουν κοινωνοί των μηνυμάτων της. Οι βιωματικές εμπειρίες της Πηνελόπης ∆έλτα στάθηκαν αφορμή για να ασχοληθεί τόσο με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών αλλά και με τον σωστό τρόπο με το οποίο εκείνα έπρεπε να μεγαλώνουν. Τα βιβλία της Περί ανατροφής των παιδιών και Τ’ ανεύθυνα αποτέλεσαν ένα τέτοιο συγγραφικό εκπόνημα προς αυτή τη κατεύθυνση, καθώς έδινε συμβουλές προς τις Ελληνίδες μητέρες επισημαίνοντας τα τραύματα που δημιουργούνταν καθημερινά στις ψυχές των παιδιών. Η ίδια υπήρξε υπόδειγμα μητρικού προτύπου προς τα παιδιά της. Και έτσι, από γυναίκα-μητέρα, εξυψώθηκε από την καλλιτεχνική αξία του έργου της. Το όνομά της συνδέθηκε αποκλειστικά με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «εθνική παιδαγωγός» από τον Πέτρο Χάρη (Ζερβού 1999:113). Η Πηνελόπη ∆έλτα δεν αποζήτησε ποτέ τη μοναδικότητα που της προσέφερε ο ρόλος της ως συγγραφέα, αλλά την ισότητα σε έναν ανδροκρατούμενο συγγραφικό χώρο.

Η Πηνελόπη ∆έλτα διήνυσε εξήντα τρία χρόνια μέχρι την έκδοση του βιβλίου της Τα μυστικά του βάλτου, το 1937, ασχολούμενη ενεργά με το ιστορικό μυθιστόρημα και το παιδικό παραμύθι. Αδιαμφισβήτητα, η ζωή και το έργο της αποτέλεσαν έναν συνδυασμό ιστορίας, ιδεολογίας, προσωπικής μαρτυρίας, καταγραφής και συλλογής στοιχείων, προσωπικής τοποθέτησης της ίδιας και ανάπτυξης συναισθημάτων και σχέσεων με υπαρκτά πρόσωπα της εποχής. Η πατριδολατρία και η ύπαρξη του χαρισματικού ηγέτη ήταν οι βασικοί πυλώνες των έργων, τα οποία είχαν ως σκοπό να παιδαγωγήσουν και να αφυπνίσουν το εθνικό φρόνημα και συνείδηση.
Η Πηνελόπη ∆έλτα υπήρξε μία από τις σημαντικότερες συγγραφείς του 20ού αιώνα. Το έργο της έκλεισε μέσα του το θάρρος των ηρώων του, που έγινε πρότυπο για τους αναγνώστες της, την αγάπη για την πατρίδα και την ηγετική ικανότητα των πραγματικών ιστορικών προσώπων. Όλα τα παραπάνω αποκτούν νόημα σήμερα όταν τοποθετηθούν στο πρίσμα της δικής της σύγχρονης ιστορίας και ερμηνευτούν μέσα από τη λατρεία της στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου και της πίστης της στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας.


