Βράδυ Παρασκευής, 14 Απριλίου 1865. Το κοινό που είχε συγκεντρωθεί στο Ford’s Theatre στην Ουάσιγκτον, παρακολουθούσε το σατιρικό θεατρικό έργο «Ο Αμερικανός ξάδελφός μας» (Our American Cousin). Σε αυτό, ένας άγαρμπος και άξεστος Αμερικανός ονόματι Αζα Τρέντσαρντ πηγαίνει στην Αγγλία για να διεκδικήσει κάποια κληρονομιά και καταλήγει να σώσει τους Αγγλους αριστοκράτες συγγενείς του από έναν άπληστο επιχειρηματία.
Εκείνη η βραδιά επιφύλασσε διάφορες εκπλήξεις για τους θεατές. Λίγο μετά την έναρξη της παράστασης, έγιναν αντιληπτοί τέσσερις υψηλοί καλεσμένοι: ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αβραάμ Λίνκολν, η σύζυγός του Μαίρη και ένα φιλικό τους ζευγάρι βρήκαν τις θέσεις τους στο προεδρικό θεωρείο. Με την είσοδο του προέδρου, η παράσταση διακόπηκε και η ορχήστρα έπαιξε τον προεδρικό ύμνο, Hail to the Chief, ενώ οι περίπου 1.700 θεατές χειροκρότησαν τον άνδρα που κατείχε το υψηλότερο αξίωμα της χώρας και είχε έρθει να γιορτάσει τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, η οποία είχε επιτευχθεί μόλις μερικές ημέρες πριν, στις 9 Απριλίου.
Ο Λίνκολν κάθισε σε μια κουνιστή πολυθρόνα και ξεκίνησε να παρακολουθεί την κωμωδία, κρατώντας το χέρι της συζύγου του. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, η Μαίρη γελούσε συχνά με τα ευτράπελα του έργου και «πείραζε» τον σύζυγό της. Κάποια στιγμή τον ρώτησε αστειευόμενη «Τι θα σκεφτεί η δεσποινίς Χάρις [μία από τους καλεσμένους του προεδρικού ζεύγους] βλέποντάς με να σε κρατάω τόσο πολύ;». «Δεν θα σκεφτεί τίποτα», απάντησε ο Λίνκολν. Με βάση μεταγενέστερες μαρτυρίες, αυτά έμελλε να είναι τα τελευταία λόγια του 16ου Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.
***
Η 14η Απριλίου είχε αρχίσει τελείως διαφορετικά για έναν γνωστό ηθοποιό της εποχής, τον Τζον Γουίλκς Μπουθ. «Ο αγώνας μας έχει σχεδόν χαθεί, κάτι αποφασιστικό και σπουδαίο πρέπει να γίνει», έγραφε στο ημερολόγιό του εκείνη την ημέρα. O Μπουθ ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Συνομοσπονδίας των Νότιων Πολιτειών και την έβλεπε να καταρρέει μέρα με τη μέρα. Στις 3 Απριλίου, το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια, η πρωτεύουσα της Συνομοσπονδίας, έπεσε στα χέρια του στρατού της Ενωσης. Λίγες μέρες μετά, ο στρατηγός Ρόμπερτ Ε. Λι και η Στρατιά της Βόρειας Βιρτζίνια παραδόθηκαν στον στρατηγό Οδυσσέα Σ. Γκραντ και στη Στρατιά του Ποτόμακ μετά τη μάχη του Δικαστηρίου του Απόματοξ. Εν τω μεταξύ, ο πρόεδρος της Συνομοσπονδίας Τζέφερσον Ντέιβις και άλλοι αξιωματούχοι της είχαν διαφύγει. Παρ’ όλα αυτά, ο Μπουθ αρνούνταν να εγκαταλείψει. Θεωρούσε ότι η Συνομοσπονδία θα μπορούσε να σωθεί με τη δολοφονία του προέδρου Λίνκολν – και όχι μόνον.
Ο Μπουθ συνέλαβε μια περίπλοκη συνωμοσία, που ως στόχους είχε τον Λίνκολν, τον αντιπρόεδρο Αντριου Τζάκσον και τον υπουργό Εξωτερικών Ουίλιαμ Σιούαρντ. Ο ίδιος θα αναλάμβανε τον Λίνκολν και οι συνεργοί του Τζορτζ Ατσντεροντ και Λιούις Πάουελ θα δολοφονούσαν τους άλλους δύο άνδρες, σε ξενοδοχείο της Ουάσιγκτον και στην οικία του καθενός, αντίστοιχα. Μάλιστα, δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτοί οι τρεις συνεργάζονταν, συνωμοτώντας εναντίον του Λίνκολν. Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου, ο Μπουθ είχε καταστρώσει ένα σχέδιο απαγωγής του προέδρου, η οποία θα χρησίμευε ως μοχλός πίεσης για την απελευθέρωση Νοτίων αιχμαλώτων πολέμου. Οι συνωμότες προσπάθησαν να στήσουν ενέδρα στον Λίνκολν, καθώς εκείνος θα μετέβαινε σε εξοχική κατοικία. Ωστόσο, το σχέδιο ματαιώθηκε όταν ο πρόεδρος άλλαξε το πρόγραμμά του την τελευταία στιγμή.
Μετά την παράδοση του στρατηγού Λη στο Απόματοξ και την ουσιαστική λήξη του πολέμου, ο Μπουθ συνειδητοποίησε πως η απαγωγή δεν είχε πλέον κανένα νόημα. Τότε αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα σχέδιο δολοφονίας, ελπίζοντας πως με τη θανάσιμη επίθεση εναντίον της ηγεσίας της Ενωσης, θα μπορούσε να ανατρέψει τη μεταπολεμική τάξη.
***
Εκείνη τη μοιραία μέρα, ο Μπουθ επισκέφθηκε το Ford’s Theatre γύρω στο μεσημέρι, προκειμένου να πάρει την αλληλογραφία του. Τότε πληροφορήθηκε ότι ο Λίνκολν και ο στρατηγός Γκραντ επρόκειτο να παρακολουθήσουν το ανέβασμα του «Ο Αμερικανός ξάδελφός μας», εκείνο το βράδυ. Αυτή ήταν η ιδανική ευκαιρία για τον επίδοξο δολοφόνο, για πολλούς λόγους. Αρχικά, έχοντας πρωταγωνιστήσει σε πολλές παραστάσεις που ανέβηκαν στο θέατρο, γνώριζε πολύ καλά τους χώρους του και μπορούσε να αποκτήσει πολύ εύκολα πρόσβαση στα θεωρεία. Από την άλλη, ακριβώς επειδή ήταν γνωστός ηθοποιός, μπορούσε να πλησιάσει τον πρόεδρο χωρίς να κινήσει υποψίες ή να τον σταματήσει κάποιος.
Λίγο μετά τις 10 το βράδυ, το έργο έφτανε περίπου στο μέσον της τρίτης και τελευταίας πράξης του με μια ατάκα που συνήθως προκαλούσε πολύ γέλιο στους θεατές. Ο Τζον Γουίλκς Μπουθ επέλεξε εκείνη τη στιγμή για να πυροβολήσει τον Αβραάμ Λίνκολν, πιστεύοντας ότι το γέλιο των παρευρισκόμενων θα κάλυπτε τον θόρυβο του πυροβολισμού. Εχοντας εισέλθει στο προεδρικό θεωρείο (εκείνη την εποχή ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν διέθετε δική του φρουρά και οι κανόνες φύλαξης ήταν πιο χαλαροί) και έχοντας φράξει με ένα κοντάρι την πόρτα, ο Μπουθ πυροβόλησε τον Αμερικανό πρόεδρο. Η σφαίρα εισήλθε στο κρανίο του Λίνκολν πίσω από το αριστερό του αυτί, πέρασε μέσα από τον εγκέφαλό του και ακινητοποιήθηκε στο μετωπιαίο οστό. Ο πρόεδρος σωριάστηκε στην καρέκλα του και έπεσε προς τα πίσω.
Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν δραματικές. Ο καλεσμένος του προέδρου Λίνκολν προσπάθησε να σταματήσει τον Μπουθ, ο οποίος πήδηξε από το θεωρείο αφού πρώτα τον τραυμάτισε. Ο κόσμος νόμιζε ότι ο Μπουθ ήταν συντελεστής της παράστασης. Επικράτησε παντελής σύγχυση και τελικά ο δολοφόνος κατάφερε να ξεφύγει από μια πλαϊνή έξοδο. Στο μεταξύ, ο Τσαρλς Λιλ, ένας στρατιωτικός γιατρός της Ενωσης που βρισκόταν στο κοινό, έσπευσε να βοηθήσει τον τραυματισμένο πρόεδρο. Λίγο αργότερα, ο Λίνκολν μεταφέρθηκε στο πλησιέστερο σπίτι, όπου οι γιατροί προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το τραύμα του. Παρά τις προσπάθειές τους, ο πρόεδρος Λίνκολν άφησε νωρίς το πρωί της επόμενης ημέρας την τελευταία του πνοή στο μικρό κρεβάτι –στο οποίο τον είχαν εναποθέσει διαγωνίως, καθώς ήταν ιδιαίτερα ψηλός–, στο ισόγειο του σπιτιού του ράφτη Ουίλιαμ Πίτερσεν.
Πρόεδρος ορκίστηκε ο αντιπρόεδρος Αντριου Τζάκσον, το σχέδιο δολοφονίας του οποίου είχε εγκαταλειφθεί από τον Ατσντεροντ. Ομως, ο υπουργός Εξωτερικών Σιούαρντ δεν στάθηκε τόσο τυχερός. Καθώς ανάρρωνε από τραυματισμό που είχε προκληθεί από πτώση από άμαξα, την ίδια ώρα που ο Μπουθ έμπαινε στο θεωρείο του Λίνκολν, ο Πάουελ εισήλθε στο σπίτι του Σιούαρντ και του επιτέθηκε με μαχαίρι, καταφέροντάς του σημαντικά τραύματα, τα οποία όμως τελικά δεν απέβησαν μοιραία.
Μετά τη δολοφονία του Λίνκολν, ο Τζον Γουίλκς Μπουθ ξεκίνησε μια αγωνιώδη προσπάθεια διαφυγής που διήρκεσε δώδεκα ημέρες, καθώς προσπαθούσε να διαφύγει προς τον Νότο, με τη βοήθεια συμπαθούντων της Συνομοσπονδίας. Τραυματισμένος στο πόδι από το άλμα που έκανε κατά τη διαφυγή του, από το θεωρείο του θεάτρου, κατάφερε να διασχίσει τον ποταμό Ποτόμακ και να κρυφτεί σε αγροτικές περιοχές της Βιρτζίνια. Τελικά, δώδεκα ημέρες μετά τη δολοφονία του Λίνκολν, εντοπίστηκε σε έναν αχυρώνα σε φάρμα κοντά στο Πορτ Ρόγιαλ, όπου είχε βρει προσωρινό καταφύγιο μαζί με έναν συνεργό του. Καθώς αρνήθηκε να παραδοθεί, οι στρατιώτες που περικύκλωσαν το κτίσμα έβαλαν φωτιά στον αχυρώνα για να τον αναγκάσουν να βγει. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ο Μπουθ πυροβολήθηκε από έναν στρατιώτη – κατά μία εκδοχή, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει· κατά άλλη, ενώ στεκόταν με το όπλο υψωμένο. Πέθανε λίγες ώρες αργότερα από το τραύμα του, και σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, τα τελευταία του λόγια ήταν: «Μάταιο… μάταιο». Οι υπόλοιποι συνωμότες συνελήφθησαν και οι περισσότεροι από αυτούς απαγχονίστηκαν.
Ολο το αμερικανικό έθνος βυθίστηκε στο πένθος για τον θάνατο του χαρισματικού Λίνκολν. Ο ποιητής Ουόλτ Ουίτμαν έγραψε προς τιμήν του δολοφονηθέντος προέδρου διάφορα ποιήματα, με ίσως γνωστότερο αυτών το «Ω, Καπετάνιε! Καπετάνιε μου!»:
Ω, Καπετάνιε! Καπετάνιε μου!
Τελείωσε το φοβερό ταξίδι μας,
Το πλοίο αναμετρήθηκε με κάθε κίνδυνο και νίκησε.
Κερδήθηκε το έπαθλο που επιζητήσαμε,
Το λιμάνι είναι κοντά, ακούω τις χαλκόηχες καμπάνες,
Οι άνθρωποι, απαξάπαντες, πανηγυρίζουν,
Ενώ τα μάτια ακολουθούν τη σταθερή καρίνα,
το συμπαγές και ριψοκίνδυνο σκαρί ∙
Αλλά, ω καρδιά! καρδιά! καρδιά!
Ω, οι αιμάτινες σταγόνες της πορφύρας,
Πάνω στο κατάστρωμα,
Οπου κείτεται ο Kαπετάνιος μου,
Πεσμένος, παγωμένος και νεκρός. […]
(Μετάφραση: Τάκης Π. Πιερράκος).
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

