Στον δημόσιο λόγο οι ευρωεκλογές είθισται να αντιμετωπίζονται ως εκλογές «δεύτερης τάξης», δεδομένης της φαινομενικά ισχνής επίδρασής τους στην εγχώρια πολιτική σκηνή και στην καθημερινότητα των πολιτών. Τη δεκαετία του 1980, δε, η αντίληψη αυτή ήταν ιδιαιτέρως διαδεδομένη καθότι η διαδικασία πολιτικής ενοποίησης της ΕΟΚ βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν διέθετε ουσιαστικές αρμοδιότητες, τουλάχιστον μέχρι το 1986, οπότε και τέθηκε σε ισχύ η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι ευρωεκλογές της 17ης Ιουνίου 1984 έχουν επισκιαστεί στη συλλογική μνήμη και στις αναλύσεις της περιόδου, από τις ιδιαίτερα πολωμένες αναμετρήσεις των βουλευτικών εκλογών του 1981, του 1985 και του 1989. Παρ’ όλα αυτά, η ενδελεχής εξέταση των δυναμικών εκείνης της εποχής αναδεικνύει σειρά στοιχείων που ανάγουν τις εκλογές της 17ης Ιουνίου σε μείζονα αναμέτρηση με σημαντική επίδραση στις κατοπινές πολιτικές εξελίξεις.
Το πολιτικό πλαίσιο
Στη σύντομη ανάλυση που ακολουθεί παρουσιάζονται τα κυριότερα εξ αυτών, με έμφαση τη χρονική συγκυρία διεξαγωγής των εκλογών, τα χαρακτηριστικά της ψήφου και τον αντίκτυπο των αποτελεσμάτων στη στρατηγική και τις εσωτερικές διεργασίες των δύο κομμάτων εξουσίας και ιδιαιτέρως της Νέας Δημοκρατίας. Προηγουμένως, όμως, είναι σημαντικό να γίνουν κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις όσον αφορά τους άξονες του πολιτικού ανταγωνισμού και τα θέματα που κυριαρχούσαν σε Ελλάδα και Ευρώπη την περίοδο 1983-1984· να σκιαγραφηθεί, δηλαδή, το ευρύτερο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της αναμέτρησης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το κύριο επίδικο της περιόδου ήταν η έγκριση ή μη του σχεδίου Σπινέλι, μιας εξαιρετικά φιλόδοξης πρότασης για τον μετασχηματισμό της ΕΟΚ σε οιονεί ομοσπονδιακή ένωση με δικό της σύνταγμα και θεσμούς, οι οποίοι θα κάλυπταν ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο αρμοδιοτήτων, από την οικονομία και τη νομισματική πολιτική, μέχρι την εξωτερική πολιτική και την άμυνα.

Το σχέδιο υπερψηφίστηκε με ευρεία πλειοψηφία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 1984, αλλά προσέκρουσε στις ισχυρές αντιδράσεις σειράς χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, οι οποίες θεωρούσαν ότι η ομοσπονδιοποίηση της ΕΟΚ απειλούσε την ανεξαρτησία τους σε κρίσιμους τομείς. Η επιφυλακτικότητα που επέδειξε η κυβέρνηση Παπανδρέου προς τις προτάσεις Σπινέλι και η ανάδειξη του ζητήματος της εθνικής κυριαρχίας σε κεντρικό επίδικο των δια-πραγματεύσεων επηρέασε την κοινή γνώμη τις παραμονές των ευρωεκλογών, ενισχύοντας ευρωσκεπτικιστικές τάσεις εντός του εκλογικού σώματος. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία (Ευρωβαρόμετρο, αρ. 17-32), η δυναμική αυτή υπήρξε πάντως βραχύβια και, παρότι πιθανώς ευνόησε το ΠΑΣΟΚ, σε καμιά περίπτωση δεν αποτέλεσε ουσιαστικό παράγοντα διαμόρφωσης των αποτελεσμάτων. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και προσωπικά ο Ευάγγελος Αβέρωφ, αν και αναφανδόν υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, δεν συμμερίζονταν τον φεντεραλιστικό ζήλο του Σπινέλι, θεωρώντας πολλές από τις προτάσεις του πρόωρες. Ως εκ τούτου, η απόσταση με το ΠΑΣΟΚ ως προς το συγκεκριμένο θέμα ήταν πρακτικά μικρή, γεγονός που με τη σειρά του ευνοούσε τη μετατόπιση του πολιτικού ενδιαφέροντος από τα ζητήματα ευρωπαϊκής στα ζητήματα εγχώριας πολιτικής.
Οι στρατηγικές των κομμάτων
Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα και η χρονική συγκυρία διεξαγωγής των ευρωεκλογών, ένα χρόνο πριν από τις εθνικές εκλογές του 1985. Η μικρή απόσταση μεταξύ των δύο αναμετρήσεων έδωσε στην πρώτη τον χαρακτήρα προκριματικού γύρου, ενώ παράλληλα διαμόρφωσε τις συνθήκες μιας παρατεταμένης και εξαιρετικά πολωμένης προεκλογικής περιόδου.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να μετατρέψει τις κάλπες της 17ης Ιουνίου σε άτυπο δημοψήφισμα υπέρ του προγράμματος της Αλλαγής, ενώ η Νέα Δημοκρατία υιοθέτησε ως κεντρική αιχμή της το σύνθημα «Απαλλαγή», επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει εκλογικά τη δυσαρέσκεια των μεσαίων στρωμάτων για την άνοδο του κόστους ζωής και την αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.

Σε ό,τι αφορά τα μικρότερα κόμματα, το ΚΚΕ επιχείρησε, όπως και στις εκλογές του 1981, να παρουσιαστεί ως αναπόσπαστο τμήμα του πολιτικού μπλοκ της Αλλαγής, αποφεύγοντας τη ρήξη με το ΠΑΣΟΚ, ενώ το ΚΚΕ Εσωτερικού και το ΚΟΔΗΣΟ προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν από τις δυνάμεις του δικομματισμού, εστιάζοντας στα θέματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τη δράση των εκπροσώπων τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τέλος, η ΕΠΕΝ επιχείρησε να εκφράσει τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής άκρας Δεξιάς προτάσσοντας εθνικιστικά – αντικομμουνιστικά συνθήματα και το αίτημα αποφυλάκισης των ηγετών της δικτατορίας.
Ο κεντρώος χώρος περιθωριοποιήθηκε
Τα αποτελέσματα αποτύπωσαν εναργώς τρεις κύριες δυναμικές: την ενίσχυση του δικομματισμού υπό το βάρος της πόλωσης, την ηγεμονική θέση του ΠΑΣΟΚ εντός του κομματικού συστήματος και τη σταδιακή ανάκαμψη της εκλογικής επιρροής της Νέας Δημοκρατίας. Σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές του 1981, το ΠΑΣΟΚ παρουσίασε άνοδο 1,46% φθάνοντας στο 41,58%, ενώ η Νέα Δημοκρατία μείωσε τη μεταξύ τους διαφορά κατά 5,25 μονάδες φθάνοντας στο 38,05%. Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού σημείωσαν ελαφρά πτώση 1,20% και 1,88% αντιστοίχως, ενώ η ΕΠΕΝ εξασφάλισε την είσοδό της στην Ευρωβουλή με 2,29%, ποσοστό ελαφρώς μεγαλύτερο του 1,96% που είχε λάβει στις προηγούμενες ευρωεκλογές το Κόμμα Προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη. Το δε ΚΟΔΗΣΟ κονιορτοποιήθηκε εκλογικά λαμβάνοντας 0,8% έναντι 4,26% που είχε λάβει το 1981· σαφής ένδειξη της πλήρους περιθωριοποίησης του πολιτικού Κέντρου, προς όφελος των δυνάμεων του δικομματισμού.
ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. και ΕΠΕΝ σημείωσαν άνοδο, ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσ. ελαφρά πτώση, το ΚΟΔΗΣΟ κονιορτοποιήθηκε.
Πέραν των γενικών τάσεων, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της συγκεκριμένης αναμέτρησης ήταν οι μετατοπίσεις που καταγράφηκαν όσον αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ψήφου στα δύο μεγάλα κόμματα. Σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές του 1981 το ΠΑΣΟΚ ενίσχυσε τα ποσοστά του τόσο στις αστικές όσο και στις ημιαστικές περιοχές, ενώ παρέμεινε κυρίαρχο στα αγροτικά στρώματα της υπαίθρου. Εάν όμως συγκρίνουμε τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών του 1984 με τις βουλευτικές του 1981, παρατηρείται μια θεαματική υποχώρηση της εκλογικής του επιρροής στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες της Αθήνας, του Πειραιά και της Α΄ Θεσσαλονίκης, προς όφελος της Νέας Δημοκρατίας. Η δυναμική αυτή θα αποκρυσταλλωθεί στις βουλευτικές εκλογές του επόμενου έτους, σηματοδοτώντας μια τάση ομογενοποίησης της ψήφου της Νέας Δημοκρατίας, στηριζόμενη ως επί το πλείστον: α) στη σημαντική επέκταση της επιρροής της στα μεσαία στρώματα των πόλεων και β) στον επαναπατρισμό ψηφοφόρων μικροαστικής προέλευσης, που είχαν συγκυριακά μετακινηθεί προς το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις ευρωεκλογές του 1984 καταγράφηκε και μια σαφής πολιτική μεταστροφή της μουσουλμανικής μειονότητας, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκλογική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στην περιοχή της Θράκης για περίπου μια δεκαετία.
Κυριαρχία του μπλοκ της Αλλαγής
Οι εξελίξεις αυτές αναδιέταξαν μερικώς τους εκλογικούς συσχετισμούς, αλλά δεν έθεσαν εν αμφιβόλω την πολιτική κυριαρχία του μπλοκ της Αλλαγής. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να διεμβολίσει την επιρροή του ΠΑΣΟΚ στον κρίσιμο πολιτικά και εκλογικά χώρο του Κέντρου. Η συντηρητική αναδίπλωση του κόμματος επί προεδρίας Ευάγγελου Αβέρωφ υπήρξε καταλυτική ως προς αυτό, δημιουργώντας, όπως εύστοχα έχει σημειώσει ο Γιώργος Μαυρογορδάτος, τις συνθήκες ενός οιονεί αυτοεγκλωβισμού της Νέας Δημοκρατίας στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος (Γιώργος Μαυρογορδάτος, «Αριστερά, Δεξιά και Κέντρο στον χώρο του εκλογικού ανταγωνισμού», Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 2, 1982). Σε αυτό συνέβαλε και το πολιτικό προφίλ του ίδιου του Αβέρωφ, που σε αντίθεση με τον μετριοπαθή συντηρητισμό του Γεωργίου Ράλλη, θεωρείτο ότι εξέφραζε μια πιο επιθετική και ιδεολογικά άτεγκτη μερίδα της παραδοσιακής προδικτατορικής Δεξιάς. Διαβλέποντας τα πολιτικά όρια αυτής της στρατηγικής και έχοντας ακόμη νωπή την ήττα στις ευρωεκλογές, η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας επιχείρησε τον Σεπτέμβριο του 1984 μια ριζική αναδιάταξη του πολιτικού στίγματος του κόμματος, εκλέγοντας πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Προγραμματική μεταστροφή της Ν.Δ.
Προερχόμενος από την Ενωση Κέντρου, ο Μητσοτάκης θεωρήθηκε ως η πλέον κατάλληλη επιλογή προκειμένου να διευρύνει την απήχηση του κόμματος στον μεσαίο χώρο και να ευθυγραμμίσει τη Νέα Δημοκρατία με τις φιλελεύθερες τάσεις που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στην ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά. Οπερ και εγένετο. Τέσσερις μόλις μήνες μετά την εκλογή του, ο νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας παρουσίασε ένα φιλόδοξο ιδεολογικοπολιτικό μανιφέστο νεοφιλελεύθερης κοπής με τίτλο «Μια νέα πρόταση ελευθερίας». Αν και ο αντίκτυπος της συγκεκριμένης διακήρυξης στον εκλογικό ανταγωνισμό δεν πρέπει να υπερτιμηθεί, είναι σαφές ότι η μεταστροφή της Νέας Δημοκρατίας και το εξαιρετικά πολωμένο κλίμα της μακράς προεκλογικής περιόδου επηρέασαν καταλυτικά την πολιτική του ΠΑΣΟΚ. Επιδιώκοντας να αναδείξει τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές της με την ατζέντα Μητσοτάκη, αλλά και να διατηρήσει την προνομιακή της σχέση με τα λαϊκά στρώματα, η κυβέρνηση Παπανδρέου υιοθέτησε ανελαστικές θέσεις στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, που δεν επέτρεψαν την έγκαιρη λήψη διορθωτικών δημοσιονομικών μέτρων προς τιθάσευση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού. Η επιλογή αυτή εκτροχίασε τα δημόσια οικονομικά την περίοδο 1983-1985, αναγκάζοντας μετεκλογικά την κυβέρνηση να λάβει σκληρά περιοριστικά μέτρα στη βάση του σταθεροποιητικού προγράμματος Σημίτη. Υπό αυτή την έννοια οι ευρωεκλογές του 1984 είχαν όχι μόνο άμεσες αλλά και έμμεσες συνέπειες, οι οποίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις κατοπινές πολιτικές εξελίξεις. Σε αντίθεση με τις ευρωεκλογές του 1981 και του 1989, αποτέλεσαν συνεπώς ένα μείζον, αν και εν πολλοίς λησμονημένο, κεφάλαιο της σύγχρονης πολιτικής Ιστορίας που αξίζει της προσοχής μας.
*Ο κ. Αγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

