«Την 11ην πρωϊνήν της χθες εις την πλατείαν του Καπιτωλίου, καθ’ ην ώραν εξήρχετο του διεθνούς χειρουργικού συνεδρίου ο κ. Μουσσολίνι και καθ’ ην στιγμήν διήρχετο την πλατείαν επευφημούμενος υπό του πλήθους διά να επιβή του αυτοκινήτου του, μια γραία άγνωστος, τον επυροβόλησε άπαξ διά περιστρόφου από εγγυτάτης αποστάσεως», ανέφερε στη δεύτερη έκδοσή της η «Καθημερινή» στις 8 Απριλίου 1926, σχετικά με τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του πρωθυπουργού της Ιταλίας, Μπενίτο Μουσολίνι, από την Ιρλανδή Βάιολετ Γκίμπσον.
Το ρεπορτάζ της «Καθημερινής» ήταν λεπτομερέστατο: «Αι μέχρι της στιγμής συγκεντρωθείσαι πληροφορίαι, αναφέρουν τας εξής λεπτομερείας περί της σημερινής δολοφονικής αποπείρας κατά του κ. Μουσσολίνι. Την 11ην πρωϊνήν ο κ. Μουσσολίνι, κηρύξας την έναρξιν του διεθνούς χειρουργικού συνεδρίου εις το Καπιτώλιον και εκφωνήσας τον εγκαινιαστικόν λόγον του, ανεχώρσεν επευφημούμενος και επροχώρησε προς την πλατείαν του Καπιτωλείου διά να εισέλθη εις το αναμμένον αυτοκίνητόν του. Την στιγμήν εκείνην μια γραία 60έτις περίπου, η οποία είχε πλησιάσει εγγύτατα προς τον κ. Μουσσολίνι εξήγαγεν εκ της τσάντας της περίστροφον δι’ ου επυροβόλησεν άπαξ εναντίον του. Αφθονον αίμα ρέον εκ της ρινός του κ. Μουσσολίνι και εκάλυψεν αμέσως το πρόσωπόν του».
Για καλή του τύχη, ο Μουσολίνι συνοδευόταν από έναν καθηγητή Ιατρικής, ο οποίος μπόρεσε να τον οδηγήσει πίσω στο Καπιτώλιο, όπου οι συγκεντρωμένοι γιατροί φρόντισαν τα τραύματά του. Η τύχη της Βάιολετ Γκίμπσον όμως, δεν ήταν το ίδιο καλή.
Γεννημένη το 1876, ανήκε σε μια εύπορη ιρλανδική οικογένεια, η οποία διατηρούσε στενούς δεσμούς με την αγγλική αριστοκρατία. Ηταν κόρη του λόρδου Ασκτον και μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον πλούτου και προνομίων. Ωστόσο, η ζωή της σημαδεύτηκε από προβλήματα υγείας, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Κατά τη διάρκεια του βίου της, πέρασε περιόδους θρησκευτικού ζήλου, πολιτικής αφύπνισης και εσωτερικών αναταράξεων.

Η Γκίμπσον, επηρεασμένη από τα δεινά του ιταλικού λαού υπό τη φασιστική διακυβέρνηση, ανέπτυξε μια έντονη απέχθεια για τον Μουσολίνι. Αν και αρχικά ζούσε στη Βρετανία, ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου αποφάσισε να εκτελέσει την αποστολή της: να εξουδετερώσει τον άνθρωπο που έβλεπε ως απειλή για την Ευρώπη. Μετά την αποτυχημένη της απόπειρα, συνελήφθη επιτόπου και δέχτηκε άγριο ξυλοδαρμό από τους υποστηρικτές του Μουσολίνι. Η ίδια δεν προέβαλε αντίσταση και παραδόθηκε αμέσως στις Αρχές.
Με παρέμβαση της βρετανικής κυβέρνησης και της οικογένειάς της, η Γκίμπσον κηρύχθηκε ψυχικά ασταθής και απελάθηκε στη Βρετανία.
Μετά τη σύλληψή της ανακρίθηκε από τις ιταλικές Αρχές. Οι φασιστικές εφημερίδες παρουσίασαν το περιστατικό ως απόδειξη της «θεϊκής προστασίας» της οποίας έχαιρε ο Μουσολίνι και εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός, για να ενισχύσουν τη λατρεία προς εκείνον. Παρότι η σφαίρα της Γκίμπσον πέρασε ξυστά από το πρόσωπό του, τραυματίζοντάς τον ελαφρά στη μύτη, ο Μουσολίνι επέζησε, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το προφίλ του ως «άτρωτου ηγέτη» στα μάτια των υποστηρικτών του.
Αν και η φασιστική προπαγάνδα ήταν επίμονη, οι Ιταλοί αποφάσισαν να μη δικάσουν την επίδοξη δολοφόνο, φοβούμενοι ότι η υπόθεση θα μπορούσε να προκαλέσει διεθνή διαμάχη. Με παρέμβαση της βρετανικής κυβέρνησης και της οικογένειάς της, η Γκίμπσον κηρύχθηκε ψυχικά ασταθής και απελάθηκε στη Βρετανία. Εκεί, αντί να αφεθεί ελεύθερη, εγκλείστηκε διά βίου σε ψυχιατρικό άσυλο, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της να αφεθεί ελεύθερη. Πέθανε το 1956, ξεχασμένη από την οικογένειά της και το κοινό.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

