Τα εθνικά σύνορα στην περιοχή μεταξύ Χιλής και Βολιβίας δεν είχαν καθοριστεί οριστικά μέχρι τη δεκαετία του 1870. Οι δύο χώρες είχαν διαπραγματευτεί μια συνθήκη που αναγνώριζε τον 24ο παράλληλο ως όριό τους, γεγονός που έδινε στη Χιλή το δικαίωμα να μοιράζεται τους εξαγωγικούς φόρους από τους ορυκτούς πόρους που προέρχονταν από την επικράτεια της Βολιβίας μεταξύ του 23ου και του 24ου παραλλήλου. Η τελευταία, ωστόσο, εκτός του ότι έπρεπε να μοιραστεί τους φόρους της με τη Χιλή, φοβόταν την κατάληψη της παράκτιας περιοχής της (Antofagasta), καθώς η βιομηχανία ορυκτών ελεγχόταν ήδη από τους Χιλιανούς.
Το 1874, οι σχέσεις Χιλής και Βολιβίας βελτιώθηκαν με μια αναθεωρημένη συνθήκη. Το καλό κλίμα, όμως, έμελλε να διατηρηθεί μέχρι μόλις το 1878. Οι διαφωνίες μεταξύ των δύο χωρών θα κλιμακώνονταν εκ νέου. Στις 14 Φεβρουαρίου 1879, οι ένοπλες δυνάμεις της Χιλής κατέλαβαν το λιμάνι της Antofagasta. Αποτέλεσμα τούτης της κίνησης ήταν η Βολιβία να κηρύξει τον πόλεμο στη Χιλή και να καλέσει σε βοήθεια το Περού. Η Χιλή έδωσε την απάντησή της στις 5 Απριλίου 1879, όταν κήρυξε τον πόλεμο απέναντι και στις δύο χώρες. Ο πόλεμος του Ειρηνικού, όπως ονομάστηκε, είχε πλέον ξεσπάσει.
Οι εμπλεκόμενες κοινωνίες κινητοποιήθηκαν σε πρωτοφανή βαθμό, καθιστώντας τη σύγκρουση αυτή ένα καθοριστικό γεγονός για την οικοδόμηση των εθνικών τους ταυτοτήτων. Ο Τύπος κάθε πλευράς τροφοδότησε τα εθνικιστικά αισθήματα με μια επιθετική και ρατσιστική απεικόνιση των αντιπάλων. Ωστόσο, τα πράγματα θα εξελίσσονταν με διαφορετικό τρόπο για τους εμπλεκόμενους.
Η σύγκρουση οδήγησε σε μια ξεκάθαρη νίκη για τη Χιλή.
Η Χιλή κατέλαβε εύκολα την παράκτια περιοχή της Βολιβίας και, στη συνέχεια, επιτέθηκε εναντίον του Περού, όπου και πάλι επικράτησε στις ναυτικές επιχειρήσεις. Στη συνέχεια, ακολούθησε η χερσαία εισβολή του χιλιανού στρατού, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Λίμα τον Ιανουάριο του επόμενου έτους. Η περουβιανή αντίσταση θα συνεχιζόταν για τρία ακόμη χρόνια, κυρίως με την ενθάρρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η σύγκρουση οδήγησε σε μια ξεκάθαρη νίκη για τη Χιλή: τα μέχρι τότε ασαφή σύνορα χαράχτηκαν εκ νέου υπέρ μιας διευρυμένης Χιλής. Συγκεκριμένα, στις 20 Οκτωβρίου 1883, Περού και Χιλή υπέγραψαν τη Συνθήκη του Ancón, με την οποία η επαρχία Tarapacá παραχωρήθηκε στην τελευταία. Η Χιλή επρόκειτο επίσης να καταλάβει τις επαρχίες Tacna και Arica για 10 χρόνια, μετά τα οποία επρόκειτο να διεξαχθεί δημοψήφισμα για να καθοριστεί το μέλλον τους. Ωστόσο, η διπλωματική αυτή διαμάχη –γνωστή και ως Ζήτημα του Ειρηνικού– θα συνέχιζε για χρόνια. Μόνο το 1929, με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Πολιτειών, επιτεύχθηκε τελικά συμφωνία, με την οποία η Χιλή κράτησε την Arica. Από την άλλη πλευρά, το Περού υπέστη απώλεια χιλιάδων ανθρώπων –το 1/3 των δυνάμεών του– και πολλών πλουτοπαραγωγικών πόρων.
Οσον αφορά τις εξελίξεις με τη Βολιβία, το 1884, υπογράφτηκε εκεχειρία που έδινε στη Χιλή τον έλεγχο ολόκληρης της βολιβιανής ακτής (επαρχία Antofagasta) και της βιομηχανίας ορυκτών – μια ρύθμιση που έγινε μόνιμη το 1904. Σε αντάλλαγμα η Χιλή συμφώνησε να κατασκευάσει έναν σιδηρόδρομο για τη σύνδεση της βολιβιανής πρωτεύουσας με το λιμάνι της Arica με την εγγύηση της ελευθερίας διέλευσης για το βολιβιανό εμπόριο μέσω των λιμανιών και της εδαφικής επικράτειας της Χιλής.
Είναι φανερό πως ο συγκεκριμένος πόλεμος είχε βαθύ και μακροχρόνιο αντίκτυπο στη γεωπολιτική ισορροπία της Νότιας Αμερικής.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

