Την 1η Απριλίου 1936, συνελήφθη στο Χοτ Σπρινγκς του Αρκάνσας ο διαβόητος αρχιμαφιόζος Τσαρλς «Λάκι» Λουτσιάνο. Επρόκειτο για μια σημαντική καμπή στον αγώνα κατά του οργανωμένου εγκλήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η σύλληψή του αποτέλεσε το αποκορύφωμα εκτεταμένης έρευνας που διεξήγαγε ο ειδικός εισαγγελέας Τόμας Ε. Ντιούι, ο οποίος είχε βάλει στο στόχαστρο τα εγκληματικά δίκτυα της Νέας Υόρκης.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Λουτσιάνο είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές του, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο μικρής κλίμακας επιχειρήσεων πορνείας στη Νέα Υόρκη. Το 1935, ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Χέρμπερτ Λέμαν, διόρισε τον Ντιούι ως ειδικό εισαγγελέα για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στην πόλη. Η βοηθός εισαγγελέα, Γιούνις Κάρτερ, ηγήθηκε μιας έρευνας που συνέδεσε τον Λουτσιάνο με αυτό το δίκτυο πορνείας, καθώς παρατήρησαν ότι πολλές από τις εκδιδόμενες γυναίκες που συλλαμβάνονταν εκπροσωπούνταν από τους ίδιους εγγυητές και δικηγόρους οι οποίοι εργάζονταν για τον Λουτσιάνο. Η Κάρτερ κατάφερε να πείσει πολλές από τις συλληφθείσες να καταθέσουν εναντίον του Λουτσιάνο, αποκαλύπτοντας τον ρόλο του ως επικεφαλής ενός εκτεταμένου κυκλώματος πορνείας.
Τον Μάρτιο του 1936, έπειτα από πληροφορίες για την επικείμενη σύλληψή του, ο Λουτσιάνο διέφυγε στο Χοτ Σπρινγκς του Αρκάνσας, μια περιοχή γνωστή ως καταφύγιο για φυγόδικους. Την 1η Απριλίου 1936, ο ντετέκτιβ της Νέας Υόρκης, Τζον Τζ. Μπρέναν, εντόπισε τον Λουτσιάνο να περπατά στη λεωφόρο Μπάθχαουζ. Ο Μπρέναν τον προσέγγισε και του πρότεινε να επιστρέψει οικειοθελώς στη Νέα Υόρκη, πρόταση που ο Λουτσιάνο αρνήθηκε, δηλώνοντας ότι περνούσε καλά στο Χοτ Σπρινγκς.
Οι Αρχές της Νέας Υόρκης ζήτησαν την έκδοσή του και ο Λουτσιάνο συνελήφθη την ίδια μέρα. Ωστόσο, ένας τοπικός δικαστής τον άφησε ελεύθερο με εγγύηση 5.000 δολαρίων, προκαλώντας την οργή του Ντιούι, ο οποίος επικοινώνησε με τον κυβερνήτη του Αρκάνσας, Τζ. Μάριον Φουτρέλ, και τον γενικό εισαγγελέα, Καρλ Ε. Μπέιλι, απαιτώντας δράση.
Στις 3 Απριλίου, ο Μπέιλι εξέδωσε ένταλμα σύλληψης και διέταξε τη μεταφορά του Λουτσιάνο στο Λιτλ Ροκ. Είκοσι άνδρες της πολιτειακής αστυνομίας στάλθηκαν στο Χοτ Σπρινγκς για να τον παραλάβουν. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης, ένας άνδρας, φερόμενος ως συνεργάτης του Οουνι Μάντεν, προσέγγισε τον Μπέιλι και του πρόσφερε 50.000 δολάρια για να διασφαλίσει ότι η έκδοση θα απορριφθεί. Ο Μπέιλι απέρριψε την προσφορά, δηλώνοντας ότι το Αρκάνσας δεν είναι προς πώληση.
Οι μαρτυρίες πρώην συνεργατών του, κυρίως γυναικών που εργάζονταν στα πορνεία που διαχειριζόταν, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταδίκη του.
Τελικά, στις 17 Απριλίου, αφού εξαντλήθηκαν όλες οι νομικές επιλογές του Λουτσιάνο, οι αρχές του Αρκάνσας τον παρέδωσαν σε τρεις ντετέκτιβ της Νέας Υόρκης για να τον μεταφέρουν με τρένο πίσω στη Νέα Υόρκη, όπου θα δικαζόταν. Οταν το τρένο έφτασε στο Σεντ Λούις του Μιζούρι, οι ντετέκτιβ και ο Λουτσιάνο άλλαξαν τρένα, με 20 τοπικούς αστυνομικούς να τους φυλάνε για να αποτρέψουν οποιαδήποτε απόπειρα διάσωσης από τη μαφία. Η ομάδα έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 18 Απριλίου, και ο Λουτσιάνο οδηγήθηκε στη φυλακή την επόμενη ημέρα, αφού δεν κατάφερε να καταβάλει την εγγύηση των 350.000 δολαρίων που όρισε ο δικαστής ΜακΚουκ.
Στις 11 Μαΐου 1936 ξεκίνησε η δίκη του. Η εισαγγελία, με επικεφαλής τον Τόμας Ντιούι, παρουσίασε ισχυρά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι ο Λουτσιάνο ήταν ο εγκέφαλος ενός εκτεταμένου δικτύου πορνείας. Παρότι ο ίδιος αρνήθηκε τις κατηγορίες, οι μαρτυρίες πολλών πρώην συνεργατών του, κυρίως γυναικών που εργάζονταν στα πορνεία που διαχειριζόταν, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταδίκη του.
Στις 7 Ιουνίου 1936, ο Λουτσιάνο κρίθηκε ένοχος για εξαναγκασμό σε πορνεία και καταδικάστηκε σε 30 έως 50 χρόνια φυλάκιση, μία από τις βαρύτερες ποινές που είχαν επιβληθεί ποτέ σε μαφιόζο εκείνης της εποχής. Η απόφαση θεωρήθηκε μεγάλη νίκη για τον Ντιούι, ο οποίος έγινε εθνικός ήρωας και αργότερα κυβερνήτης της Νέας Υόρκης.
Ο Λουτσιάνο φυλακίστηκε στη φυλακή Ντάνεμορ και αργότερα στο Γουέντγουερθ. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι αμερικανικές Αρχές ήρθαν σε μυστική συμφωνία μαζί του για να βοηθήσει στην προστασία των λιμανιών της Νέας Υόρκης από ναζιστική κατασκοπεία και δολιοφθορές. Σε αντάλλαγμα, μετά το τέλος του πολέμου, ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, Τόμας Ντιούι, του έδωσε χάρη με την προϋπόθεση ότι θα εξοριζόταν μόνιμα στην Ιταλία.
Το 1946, ο Λουτσιάνο μεταφέρθηκε στη Νάπολη, όπου συνέχισε να ασκεί επιρροή στο οργανωμένο έγκλημα μέχρι τον θάνατό του το 1962.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

