Η Συνθήκη του Σαν Ζερμάν αν Λε, που υπογράφηκε στις 29 Μαρτίου 1632 από τους απεσταλμένους του Λουδοβίκου ΙΓ’ της Γαλλίας και του Καρόλου Α’ της Αγγλίας, οδήγησε στην επιστροφή στη Γαλλία των εδαφών του Κεμπέκ και του Πορτ Ρουαγιάλ, τα οποία κατείχαν από το 1629 οι αδερφοί Kirke και William Alexander Jr., ως εκπρόσωποι αγγλικής εμπορικής εταιρείας που είχε ιδρυθεί δύο χρόνια νωρίτερα. Συγκεκριμένα, εκμεταλλευόμενοι τον γαλλοαγγλικό πόλεμο, οι αδερφοί Kirke κατέλαβαν το Κεμπέκ, ενώ ο William Alexander Jr κατέλαβε το Πορτ Ρουαγιάλ.
Η αγγλική παρέμβαση υπονόμευσε την οικονομική πολιτική του καρδινάλιου Ρισελιέ, ο οποίος προσπαθούσε να αυξήσει τον πλούτο της Γαλλίας, μέσω μιας μερκαντιλιστικής πολιτικής που ευνοούσε την ανάπτυξη των αποικιών της Βόρειας Αμερικής, υπό την επίβλεψη μιας εμπορικής εταιρείας, της CentAssociés, που είχε ιδρυθεί στις 29 Απριλίου 1627.
Οι διαπραγματεύσεις, με στόχο τον επανέλεγχο της αποικίας, ξεκίνησαν με την παρέμβαση του Σαμουέλ Σαμπλάν, ο οποίος έφτασε στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1629. Μόλις εγκαταστάθηκε στην αγγλική πρωτεύουσα, ο αντιστράτηγος του βασιλιά στη Νέα Γαλλία ήρθε αμέσως σε επαφή με τον Μαρκήσιο ντε Σαστονέφ, τον πρέσβη στο Λονδίνο. Ο Σαμπλάν επέμεινε να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις και, ταυτόχρονα, επικοινώνησε με τον Ζαν ντε Λοσόν, πρόεδρο της εταιρείας CentAssociés, προκειμένου να τον πείσει να γίνει η όλη διαπραγμάτευση στο Παρίσι με την υποστήριξη του καρδινάλιου Ρισελιέ. Ο Σαμπλάν έδωσε στον Γάλλο πρέσβη λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων πέρα από τον Ατλαντικό. Στη συνέχεια, κατέθεσε ενώπιον του Ναυαρχείου του Λονδίνου και παρουσίασε έναν χάρτη με τα όρια της περιοχής που κατείχαν οι Γάλλοι πριν από την αγγλική επέμβαση. Ο Σαμουέλ Σαμπλάν έφυγε από το Λονδίνο στις 29 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, χωρίς να υπάρξει περαιτέρω ανάμειξη και παρέμβαση από πλευράς του στις διπλωματικές σχέσεις.
Ο Καναδάς δεν ήταν παρά μια μικρή και όχι ιδιαίτερα χρήσιμη περιοχή, την περίοδο του Τριακονταετούς Πολέμου.
Οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν μεγάλο χρονικό διάστημα. Εκτός από το πλήθος θεμάτων, πολιτικής και οικονομικής σημασίας, τη διαδικασία δυσχέραινε και ο μεγάλος αριθμός των συνομιλητών. Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι εκείνο το διάστημα εξελισσόταν και μια συζήτηση σχετικά με τα όρια των γαλλικών και αγγλικών κτήσεων στη Βόρεια Αμερική, ωστόσο, αυτή βρισκόταν ακόμη σε εμβρυϊκή κατάσταση. Στην πραγματικότητα, στο τελικό κείμενο που υπογράφηκε τα σύνορα δεν καθορίστηκαν με ακρίβεια. Ετσι, αποφεύχθηκε η συνέχιση της σχετικής συζήτησης περίπου για έναν αιώνα ακόμα, γεγονός που δείχνει ότι το 1632 δινόταν μεγαλύτερη σημασία στην κατοχή και την εκμετάλλευση εμπορικών σταθμών και όχι στον ρητό καθορισμό των συνόρων.
Για τη Γαλλία και την Αγγλία, η Νέα Γαλλία αποτελούσε ένα οικονομικό εργαλείο που ενίσχυε την εθνική δύναμη και, ταυτόχρονα, ένα διπλωματικό εργαλείο που επέτρεπε τη σύναψη μίας ακόμα εύθραυστης ειρήνης. Εκείνη την εποχή προτεραιότητα δινόταν στις ευρωπαϊκές συγκρούσεις, και ο Καναδάς δεν ήταν παρά μια μικρή και όχι ιδιαίτερα χρήσιμη περιοχή την περίοδο του Τριακονταετούς Πολέμου. Οι διαφωνίες για τη Νέα Γαλλία θα ενσωματώνονταν ευρύτερα και συστηματικά στην ευρωπαϊκή διπλωματία μόνο αργότερα, και αφού η Αγγλία ξεπέρασε τα επαναστατικά προβλήματα και η Γαλλία τον Τριακονταετή Πόλεμο.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

