Η Ελλάδα εξήλθε του «ατυχούς» πολέμου του 1897 αποδυναμωμένη. Μολονότι οι απώλειες σε άνδρες και πολεμικό υλικό ήταν μικρές, το τραύμα της ήττας ήταν βαθύ. Γενεές Ελλήνων από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τον Ιανουάριο/Φεβρουάριο του 1830, μεγάλωναν με το όνειρο της απελευθέρωσης των αλύτρωτων Ελλήνων και της επέκτασης των συνόρων προς τον Βορρά και προς την Ανατολή. Το Ανατολικό Ζήτημα παρέμεινε στην ημερήσια διάταξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, παρότι κατέστη εμφανές πως η Ελλάδα αδυνατούσε να εκπληρώσει τους στόχους της στο εγγύς μέλλον. Σε αυτήν την αδυναμία της Ελλάδας συνέβαλε και η δυσχερής οικονομική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα. Κρίθηκε απαραίτητη η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα δάνεια, τα οποία είχαν παύσει να αποπληρώνονται έπειτα από τη χρεοκοπία του 1893.
Χαρακτηριστικό της περιόδου που ακολούθησε ύστερα από την ήττα του 1897, ήταν η πολιτική αστάθεια και η αδυναμία των κομμάτων να σχηματίσουν κυβερνήσεις, οι οποίες θα άντεχαν στον χρόνο υλοποιώντας τις προεκλογικές υποσχέσεις τους. Επειτα από τον θάνατο του Χαρίλαου Τρικούπη το 1896, την ηγεσία του τρικουπικού κόμματος ανέλαβε ο Κερκυραίος Γεώργιος Θεοτόκης. Αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία τέσσερις φορές, μεταξύ 1899 και 1909, ο Θεοτόκης συνέδεσε το όνομά του με την ανόρθωση της Ελλάδας στα χρόνια που ακολούθησαν ύστερα από την ήττα του 1897. Κύριος πολιτικός αντίπαλος του Θεοτόκη ήταν ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο οποίος εκπροσωπούσε τις πιο συντηρητικές φωνές της ελληνικής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα. Επειτα από τη δολοφονία του Δηλιγιάννη, το 1905, το κόμμα του διασπάστηκε σε φράξιες την ηγεσία των οποίων ανέλαβαν οι Δημήτριος Ράλλης και Κυριακούλης Μαυρομιχάλης.
Στις εκλογές του 1906, ο Θεοτόκης κατάφερε να εκλέξει 111 βουλευτές, όταν οι αντίπαλοί του εξέλεξαν 13 και 39 βουλευτές αντίστοιχα.
Στα τέλη του 1905, σημειώθηκε ακόμα μία πολιτική κρίση στη χώρα, όταν ο Ράλλης υπέβαλε την παραίτησή του στον Γεώργιο Α΄, αδυνατώντας να ελέγξει ικανοποιητικά το κόμμα του. Τα ηνία της χώρας ανέλαβε ο Θεοτόκης, ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση προκειμένου να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές μετά το νέο έτος. Επειτα από τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου Α΄, προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 26 Μαρτίου 1906. Το αποτέλεσμα των εκλογών υπήρξε ένας θρίαμβος για τον Θεοτόκη και το κόμμα του, καθότι κατάφερε να εκλέξει 111 βουλευτές στη νέα Βουλή, όταν οι μείζονες πολιτικοί αντίπαλοί του, ο Μαυρομιχάλης και ο Ράλλης εξέλεξαν από 13 και 39 βουλευτές αντίστοιχα.
Στη νέα Βουλή που προέκυψε μετά τις εκλογές της 26ης Μαρτίου 1906 ξεχώρισε για την κοινοβουλευτική της δράση η «Ομάδα των Ιαπώνων». Επρόκειτο για μια ομάδα βουλευτών, οι οποίοι τόνιζαν σε κάθε δυνατή ευκαιρία την ανάγκη μεταρρυθμίσεων σχεδόν σε κάθε φάσμα του δημόσιου βίου ασκώντας παράλληλα κριτική στην κυβέρνηση για την αβελτηρία της να εφαρμόσει τις προτάσεις της. Η πατρότητα της ονομασίας «Ομάδα των Ιαπώνων» ανήκει στον εκδότη της εφημερίδας Ακρόπολις, Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος παρομοίασε την κοινοβουλευτική δράση των μελών της ομάδας με τους Ιάπωνες, οι οποίοι έκαναν παράτολμες επιθέσεις εναντίον των Ρώσων στον μεταξύ τους πόλεμο του 1904-1905.
Ο πυρήνας των Ιαπώνων αποτελείτο από τον Στέφανο Δραγούμη, τον Δημήτριο Γούναρη και τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, ενώ στη συνέχεια προστέθηκαν ο Χαράλαμπος Βοζίκης, ο Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο Απόστολος Αλεξανδρής και ο Εμμανουήλ Ρέπουλης. Η ομάδα ουσιαστικά διαλύθηκε τον Ιούνιο του 1908, όταν ο Γούναρης αποδέχθηκε την πρόταση του Θεοτόκη να αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών, προκειμένου να κάνει πράξη τα μεταρρυθμιστικά σχέδια που είχε εξαγγείλει το προηγούμενο διάστημα. Παρά τη σύντομη διαδρομή της, η Ομάδα των Ιαπώνων άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

