Αναστασία Κούλη
13.05.2025 • 08:15
Η ζωγράφος Θάλεια Φλωρά-Καραβία (Σιάτιστα 1871 – Αθήνα 1960) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες σκαπανείς της νεοελληνικής τέχνης και μας έχει αφήσει έργο πλουσιότατο και πρωτοπόρο. Από τη Σιάτιστα και την Κωνσταντινούπολη στο Μόναχο και στο Παρίσι κι από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα, η αεικίνητη μαχητική καλλιτέχνιδα με πάθος για δημιουργία πέρασε μια ζωή καταγράφοντας με παρρησία την άποψή της, προσωπογραφώντας, μελετώντας το φως και ζωγραφίζοντας τους εθνικούς μας πολέμους.
Ανήκει σε μια γενιά όπου ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 ήταν ζωντανός στις διηγήσεις των παππούδων και η ιδιαίτερη πατρίδα της στη Μακεδονία ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη. Η δίψα της Φλωρά για πρόοδο κι αυτοπραγμάτωση με το βλέμμα στη ∆ύση ήταν ακόρεστη, ακόμη και για μια γυναίκα καλλιτέχνιδα σε έναν κόσμο ακόμα ανδροκρατούμενο. Είναι η γενιά που της έμελλε να δει να πραγματοποιείται το όνειρο της «εθνικής ολοκλήρωσης» αλλά και η τελική συντριβή του. Σε διάστημα μιας δεκαετίας, στην καλλιτεχνική ακμή της ζωγράφου, η ελληνική επικράτεια διπλασιάστηκε απλωμένη σε δύο ηπείρους και πέντε θάλασσες, για να καταλήξει στην τραγικότερη καταστροφή.

Μέσα σε αυτή την τρικυμιώδη περίοδο, η Φλωρά αγωνίστηκε για τις αλύτρωτες πατρίδες, κερδίζοντας τον τιμητικό χαρακτηρισμό της ως πρώτης γυναίκας πολεμικής ανταποκρίτριας στη γραμμή πυρός του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου. Το 1921 θα βρεθεί και πάλι στο Μέτωπο, επιχειρώντας να εμπνεύσει με τα σχέδια και τα άρθρα της την ελπίδα, την ψυχική υπέρβαση, την ενότητα.
Mια ασυμβίβαστη ζωή
Μια ζωή γεμάτη ταξίδια, διαρκή καλλιτεχνική αναζήτηση και ακούραστη εργασιομανία.
«Ήταν Μακεδόνισσα. Είχε ζήσει στην Πόλη και στην Αλεξάνδρεια. Τρία μαγικά ονόματα τόπων όπου άνθησε η ζωγραφική».
Γιάννης Τσαρούχης (Έλληνες ζωγράφοι, εκδ. Μέλισσα, 1974)
Η Θεολογία –το βαπτιστικό όνομα της Θάλειας– γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Σιάτιστα το 1871. Ήταν ένα από τα έξι παιδιά του ιερέα Χριστόδουλου Φλωρά και της Αναστασίας Μουχτάρη-Κιερεχτέ. Από τριών χρονών μεγάλωσε στο Μακρύκιοϊ (Μακροχώρι) Κωνσταντινούπολης, όπου οι γονείς της αναζήτησαν καλύτερη τύχη. Η ίδια περιγράφει στην αδημοσίευτη αυτοβιογραφία της αυτόν τον πρώτο ξεριζωμό: «Από τις ετοιμασίες αυτές εκείνο που θυμούμαι ήταν ένα “φορτσέρι” μπαούλο με ένα σκέπασμα από δέρμα με στρογγυλά μεταλλικά μεγάλα καρφιά, που έβαζεν η μητέρα τα πολύτιμά της. […] Τα κλείδωσε καλά και τα άφησε στο σπήτι μαζύ με τα εικονίσματα, όπου άναψε και το καντήλι ελπίζοντας πως θα επέστρεφε γρήγορα…».
Ωστόσο στην Πόλη θα ανοιχτούν ορίζοντες ζωής για τη Θάλεια, που με πενταετή υποτροφία σπουδάζει στο νεοσύστατο πρότυπο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, υπό τη διεύθυνση της πρωτοπόρου εκπαιδευτικού και φεμινίστριας Καλλιόπης Κεχαγιά (Προύσα 1839 – Αθήνα 1905). Το 1888 η νεαρή «ζωγράφος του Ζαππείου», όπως αποκαλούνταν, αποφοιτά με άριστα κι αφού εργάζεται για λίγο ως δασκάλα σε παρθεναγωγείο του Αγίου Στεφάνου Μακροχωρίου, αποφασίζει να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά στη ζωγραφική. Στην απόφαση αυτή έχει τη στήριξη της Κεχαγιά και της οικογένειάς της. Μάλιστα ο αδερφός της Λάζαρος –αυτός που της χάρισε και το υποκοριστικό «Θάλεια»– διέκοψε τις δικές του σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας για να συνεχίσει η Θάλεια. Η ίδια, αναγνωρίζοντας τη θυσία του, γράφει: «Φαίνεται ήταν γραφτό του, να ζήση ως ένα αδικημένο πνεύμα και να χαθή ένα ταλέντο. Άλλαξε όμως την δικήν μου Μοίρα!».

Επιλέγει το Μόναχο, ως το αδιαφιλονίκητο έως τότε καλλιτεχνικό κέντρο όπου διέπρεπαν οι Συμεών Σαββίδης, Νικόλαος Γύζης και Γεώργιος Ιακωβίδης. Με μια πρώτη υποτροφία από τον Κωνσταντίνο Ζάππα και τη βοήθεια της οικογένειάς της, θα σπουδάσει σε ιδιωτικά εργαστήρια εκεί από το 1895 έως το 1898 και ξανά από το 1899 έως το 1900. Η άρνηση των ακαδημιών της εποχής να συμπεριλάβουν γυναίκες δεν την πτοεί. Η Φλωρά, μαζί με τη Μαριάνθη ∆ρακονταειδή, τη Σοφία Λασκαρίδου και την προγενέστερη Ελένη Μπούκουρα, θα αποτελέσουν τις τέσσερις Ελληνίδες ηρωίδες της γυναικείας χειραφέτησης στην καλλιτεχνική εκπαίδευση και όχι μόνο.
Ξεκινά με μελέτη σχεδίου, χρώματος και γυμνού στο εργαστήριο του Νικολάου Βώκου και παράλληλα στις ιδιωτικές σχολές των Paul Nauen και Anton Ažbe και του Friedrich Fehr. Από τον Νοέμβριο του 1897 έως το 1898 φοιτά στη νεοσύστατη ιδιωτική σχολή του Γεωργίου Ιακωβίδη. Ωστόσο, ο καθηγητής της Ακαδημίας του Μονάχου Νικόλαος Γύζης θα αποδειχθεί ο πραγματικός της μέντορας κι ο πρώτος που θα αναγνωρίσει το ιδιαίτερο προσωπογραφικό της ταλέντο. Εργαζόμενη για τρία χρόνια ως καθηγήτρια ελληνικών της κόρης του, συνδέεται με την οικογένεια και της δίνεται η ευκαιρία κοντά σε αυτόν τον εκπρόσωπο της Παλιάς Σχολής του Μονάχου να σπουδάσει την καθαρή γραμμή, το άψογο σχέδιο, την ισορροπημένη σύνθεση και τις λεπτεπίλεπτες πινελιές και τονικές διαβαθμίσεις.
Σε όλη τη ζωή της δεν θα σταματήσει τα ταξίδια, για να μελετήσει νέα εκφραστικά ρεύματα κι άλλους καλλιτέχνες. Αυτή η καλλιτεχνική αναζήτηση και η ακούραστη εργασιομανία θα την οδηγήσουν σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις που υπερβαίνουν τις ενενήντα, μια σχεδόν αδιάλειπτη σειρά έως το τέλος της ζωής της. Τον Φεβρουάριο του 1903 φεύγει για το Παρίσι, όπου για εννέα μήνες έρχεται σε επαφή με τον υπαιθρισμό, τον ιμπρεσιονισμό και όλα τα καλλιτεχνικά ρεύματα που εξερευνούσαν το φως, το χρώμα και την εσωτερική αλήθεια. Παρακολουθεί μαθήματα στην ιστορική σχολή Αcadémie de la Grande-Chaumière στη Μονμάρτρη και συναναστρέφεται πρωτοπόρους Έλληνες, όπως η Κλεονίκη Ασπριώτη, ο Νικόλαος ∆ραγούμης και ο ∆ημήτριος Γαλάνης. Ακολουθούν εκθέσεις και ταξίδια στη Γερμανία, στην Αθήνα, στην Ιταλία, αλλά και στη Θεσσαλία, στην οικογένεια της μητέρας της (1906).

Το πιο καθοριστικό ταξίδι της ζωής της θα γίνει το 1907, στο Κάιρο. Εκεί γνωρίζει τον μελλοντικό της σύζυγο, τον δημοσιογράφο Νικόλαο Γ. Καραβία (1870; – 1959), συντάκτη τότε στην εφημερίδα Κάιρο. Ο Καραβίας, με καταγωγή από την Ιθάκη, ήταν ένας άνθρωπος των γραμμάτων. Για τη Φλωρά θα αποδειχθεί αχώριστος συνοδοιπόρος ζωής και πολύτιμος στυλοβάτης στη λογοτεχνική της δράση. Το 1910 το ζευγάρι εγκαθίσταται στην Αλεξάνδρεια, που για τριάντα χρόνια, έως το 1940, θα γίνει η έδρα της «Καλλιτεχνικής Σχολής» της Φλωρά (1911 έως 1939) και της Εφημερίδας του Καραβία (1910 έως 1939).
Με την είδηση ότι ξεκίνησε ο Βαλκανικός Πόλεμος το 1912, σπεύδει να βρεθεί στη γενέθλια γη και να δει τον απελευθερωτικό αγώνα από κοντά. Για τέσσερις μήνες ακολουθεί τον στρατό από τη Θεσσαλονίκη στην πρώτη γραμμή του πυρός της ∆υτικής Μακεδονίας και της Ηπείρου, ζωγραφίζοντας και στέλνοντας ανταποκρίσεις στην Εφημερίδα (σχέδια και άρθρα από την παραγωγή αυτή θα εκδώσει μαζεμένα σε τόμο και το 1936). Ακολουθεί ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ταραγμένη περίοδος του Εθνικού ∆ιχασμού, την οποία η Φλωρά παρακολουθεί στενά μέσα στους δημοσιογραφικούς κύκλους όπου ζει και ειδικά στην αλεξανδρινή κραταιά ελληνική κοινότητα, που είχε ισχυρό λόγο στα πολιτικά δρώμενα της μητέρας Ελλάδας.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία που ακολούθησε, για τη Φλωρά μοιάζει εξελικτική συνέχεια του Βαλκανικού Έπους. Το 1921, στη δεύτερη φάση της εκστρατείας, η πενηντάχρονη πλέον Φλωρά θα πραγματοποιήσει τρίμηνο δύσκολο ταξίδι στους μεγάλους υγειονομικούς σταθμούς που οργανώνονται μία ανάσα από τη γραμμή του πυρός.
Η καταστροφή, όσο οδυνηρή κι αν ήταν, δεν συνέτριψε τη μαχητική φύση της. Πραγματοποιεί νέα ταξίδια στους Αγίους Τόπους και στη Νέα Υόρκη, νέες εκθέσεις και αρθρογραφία στην Εφημερίδα υπό τον τίτλο «Ταξειδεύοντας» (1824, 1934, 1936, 1937). Στην Αθήνα το ζευγάρι θα εγκατασταθεί μόνιμα το 1940, λίγο πριν από τον πόλεμο. Στο σπίτι τους στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου 139 λειτουργεί και το ατελιέ της, από όπου θα περάσουν σπουδαίες μορφές της ελληνικής κοινωνίας και τέχνης. Η Φλωρά υπήρξε μία από τις παραγωγικότερες Ελληνίδες ζωγράφους, με τα έργα της να ξεπερνούν τις δυόμισι χιλιάδες και συνεχώς να εμφανίζονται σε δημοπρασίες, σε σπίτια ιδιωτών και σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. ∆ιαθέτοντας ιδιαίτερα κοινωνικό χαρακτήρα, μπορούσε να προσεγγίζει ανθρώπους κάθε επαγγέλματος, κοινωνικής τάξης και πολιτικής θέσης.

Στη πορεία της τέχνης της αποδείχθηκε πρωτίστως η ζωγράφος του χρώματος και του φωτός. Άλλοτε με παράφορες πλατιές πινελιές εκρηκτικών χρωμάτων κι άλλοτε με λεπτεπίλεπτες γραμμές κι απαλότατες χρωματικές διαβαθμίσεις, εξερευνά μυστικές αλήθειες, ιδέες, συναισθήματα και αισθήσεις μέσα από τα πιο αγαπημένα της θέματα: πρόσωπα, τοπιογραφίες και νεκρές φύσεις.
Παρά την κλονισμένη υγεία της, θα εργάζεται έως το τέλος της ζωής της. Κατά τον Eλληνοϊταλικό Πόλεμο πηγαίνει ξανά στα νοσοκομεία της Αθήνας, για να αποδώσει τον υγειονομικό αγώνα και την αυτοθυσία των στρατιωτών. Παρά την οικονομική δυσπραγία της δύσκολης εκείνης εποχής, το 1943 αρνείται τη χορήγηση σύνταξης, γιατί ήταν απόφαση της κατοχικής κυβέρνησης.
Για τη συνολική προσφορά της στην τέχνη και στο έθνος τιμήθηκε με το ∆ιασυμμαχικό Μετάλλιο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Μετάλλια «μαχίμων» των Βαλκανικών Πολέμων 1912-13, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών (1945) και τον Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος της Ευποιίας (1954).
Η Θάλεια Φλωρά πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1960.
H περιπέτεια της τέχνης
Συμβουλές σε έναν υποψήφιο καλλιτέχνη.
Από την αυτοβιογραφία και την επιστολογραφία της βγάζει κανείς πολύτιμα συμπεράσματα για τον προσωπικό αγώνα και τις ανησυχίες μιας επαγγελματία ζωγράφου την εποχή εκείνη. Μέσα από αυτά διαγράφεται η εικόνα μιας δυναμικής γυναίκας με καλλιτεχνική οξυδέρκεια που μοιάζει αβλεπεί να προσπερνά τα κοινωνικά εμπόδια, τις έμφυλες και κοινωνικές προκαταλήψεις.
Σε όλη της την καλλιτεχνική εκπαίδευση τολμά να κρίνει τις αυθεντίες βασιζόμενη σε μια δική της στιβαρή αίσθηση της ελευθερίας στην τέχνη. Ο Στέλιος Λυδάκης γράφει χαρακτηριστικά για την ελληνική καλλιτεχνική παιδεία στα τέλη του 19ου και στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα: «Επιβάλλεται η παραδειγματικότητα και αυθεντικότητα του εξωτερικού. Είτε είναι τούτο το Μόναχο ή το Παρίσι […] οι Έλληνες έπεφταν σα μετεωρίτες μέσα σε έναν πνευματικό κυκεώνα των πιο αλλοπρόσαλλων διαθέσεων και τάσεων, με μοναδικά εφόδια ένα ζευγάρι παρωπίδες και ένα πλήθος δογματισμούς “από καθέδρας”».

Η Φλωρά έχει το θάρρος να αλλάζει καθηγητές όταν νιώθει τον εξαναγκασμό να τυποποιηθεί σε μια μανιέρα. ∆ιαβάζουμε σε επιστολή στον αδελφό της Λάζαρο, το 1897, για τον Ažbe: «Κατά τούτο δεν μοι αρέσει, ότι προσπαθεί να επιβάλη εις έκαστον την μανιέρα του, δηλαδή το είδος, τον τρόπον της εργασίας του, και αυτό με ενοχλεί. Ούτως ώστε βλέπων τις τας σπουδάς εν τη Σχολή νομίζει ότι είναι ειργασμέναι υπό της μιας και της αυτής χειρός. […] ∆εν θα μείνω εις τον Azbe: δεν μου αρέσει πολύ το διόρθωμά του και θα πάγω, σκέπτομαι, εις του Fehr, ο οποίος λέγεται ο καλλίτερος και διορθώνει στη Σχολή του Συλλόγου των καλλιτέχνιδων».
Ένα δεύτερο μάθημα είναι ότι, αν θέλει κάποιος να παραμένει ουσιαστικός καλλιτέχνης, δεν πρέπει να παραμένει στα κεκτημένα. Η καθιέρωση της Φλωρά ως προσωπογράφου στη Πόλη (1900-1903), με πελάτες ακόμη κι από την οικογένεια του σουλτάνου, παρόλο που οικονομικά τής αποδίδει, δεν της αρκεί καλλιτεχνικά. Φεύγει για το Παρίσι, όπου νιώθει και πάλι μαθήτρια. Η ίδια γράφει: «Εκεί μου εφαίνετο ότι έπαιρνα ένα βάπτισμα σ’ ένα ζωογόνο ρεύμα της Τέχνης, νέον, που αισθανόμουν την ανάγκη του».
Για τη σχεδιαστική προσέγγιση των προσωπογραφιών, που αποτέλεσε το κατεξοχήν πεδίο αναζητήσεών της, η ίδια εξηγεί στον αδερφό της Λάζαρο τον Νοέμβριο του 1895: «Πάντοτε να ξεχωρίζης επί του αντικειμένου σου επίπεδα, τα οποία είνε μεν αναρίθμητα, αλλά τα μεν περιλαμβάνονται εις τα δε και ούτω κατ’ αρχάς πρέπει τις να κάμνη τα γενικά επίπεδα – αφού σχεδιασθή καλώς και ορθώς ο σκελετός. Εξ αυτών των επιπέδων άλλα μεν είνε εν τω φωτί, άλλα δε εν τη σκιά και ηλισκιά και αυτού πλέον είναι η τέχνη του ζωγράφου να ευρίσκη τον τόνον του χρωματισμού ή της σκιάς και του φωτός, να μιμήται, ν’ αποτυπώνη την φύσιν όσον ημπορεί αληθέστερον. Μη απαξιής να δίδης σχήμα εις όλα τα επίπεδα και να τα συνδέης με ευγένειαν, με γούστο και με αλήθειαν, αλήθειαν προ πάντων: Τότε μοδελλίρει, που λέγουν, δηλ. πλάττεται το έργον, γυρίζει και δεν φαίνεται σαν πλάκα».

Ήδη από την αρχή των σπουδών της η Φλωρά αγωνιά να εξελίξει τα μέσα της για να εκφράσει απόλυτα την ουσία της τέχνης της. Από την ακαδημαϊκή αντίληψη της Παλιάς Σχολής του Μονάχου, στη Νέα Σχολή του Μονάχου υπό την επιρροή των νέων ρευμάτων. Η ίδια εξηγεί στον αδερφό της Λάζαρο: «Η Νέα Σχολή, η οποία δίδει περισσοτέραν ανεξαρτησίαν περί τον χειρισμόν του χρωστήρος και δεν επιμένει πολύ εις την λεπτομερή απεικόνισιν της φύσεως. […] Ήκουσα τον Γύζην να λέγη περί αυτών «ότι τα αφίνουν ατελείωτα». Οι παλιοί λέγουν ότι πρέπει ο ζωγράφος να αποδίδη όλας τας φόρμας και όλας τας αποχρώσεις, όλα τα φώτα και τας σκιάς όπως είναι εις την φύσιν ακριβώς. Οι νεωτερισταί λέγουν ότι τούτο τυραννεί το έργον, ότι αρκεί να δώση τις αέρα, ότι με αυτάς τας λεπτομερείας καταστρέφεται η φρεσκάδα».
Σήμερα που έχουν αποκρυσταλλωθεί τα χαρακτηριστικά αυτών των καλλιτεχνικών ρευμάτων που η Φλωρά χαρακτήρισε «νέα σχολή», μπορούμε να πούμε πως το ταξίδι της για την ουσιαστική αλήθεια την οδήγησε στον γερμανικό ιμπρεσιονισμό, τον υπαιθρισμό και τον εξπρεσιονισμό. Και δεν έπαψε ποτέ τη μελέτη των μεγάλων δασκάλων του παρελθόντος, αλλά και τον διάλογο με τους σύγχρονούς της ζωγράφους, ακόμα και έως το τέλος της ζωής της, όπως επισημαίνει ο Τσαρούχης: «Θυμάμαι μια φορά που την είδα στον Παρνασσό σε μιαν από τις πρώτες εκθέσεις του Γιάννη Γαΐτη, με τι αμεροληψία έβλεπε τα έργα και τα έκρινε, ήταν κάτι έργα γεμάτα ανησυχία και αγωνία που συχνά σ’ ενοχλούσε. Τη ρώτησα πώς της φαίνονται. “Τι τα θες, έχει δύναμη”. Την ίδια εποχή, οι σύγχρονοί της ζωγράφοι ήταν γεμάτοι εμπάθεια για ό,τι δεν έμοιαζε με την ακαδημαϊκή τέχνη που είχαν μάθει στο Μόναχο».
Πολεμική ανταποκρίτρια το 1913
Στο μέτωπο των Βαλκανικών Πολέμων.
Η Φλωρά είναι γνωστή ως η πρώτη γυναίκα πολεμική ανταποκρίτρια στη «γραμμή πυρός» των Βαλκανικών Πολέμων. Η είδηση του πολέμου τη βρήκε στη Γερμανία. Γράφει στον πρόλογο του βιβλίου της Εντυπώσεις από τον Πόλεμο του 1912-1913: Μακεδονία – Ήπειρος (Αθήνα 1936), όπου δημοσίευσε τις ανταποκρίσεις και τα έργα της: «Ένα πρωί Κυριακής στο Γοτθικό ναό των Ελλήνων, ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός ωμίλησε προς τους σπουδαστάς για το καθήκον προς την Πατρίδα, τα ολίγα, αλλά μεστά και χτυπητά λόγια, με τα κύματα των ψαλμωδιών που υψώνονταν αρμονικά στους θόλους, αντήχησαν σαν ορμητικό εγερτήριο σάλπισμα και άνοιξαν στις ψυχές πτυχές αγνοημένες […]. “Πόλεμος! Πόσα ερωτήματα για την αύριο, πόσες μεταβολές! Και το μέλλον; Τι μεγάλους ορίζοντας θα ημπορούσε ν’ ανοίξη στο νικητή! Αλλά και τι συγκίνηση, τι αγωνία συνέσφιγγε της ψυχές, στη σκέψη ότι οι νίκες στοιχίζουν αίμα, ζωές…».
Σπεύδοντας στην Αλεξάνδρεια, βρίσκει σύσσωμη την ελληνική παροικία να ετοιμάζεται. Συγκλονισμένη γράφει: «Εκείνη τη στιγμή η πολεμική δράση ήταν στη Μακεδονία, στην ιδιαίτερή μου πατρίδα. Κάτι συνταρακτικό μού έδωκε το σκούντημα να πάγω να ιδώ τον απελευθερωτικόν αυτόν αγώνα από κοντά. Με τα μολύβια μου και τους χρωστήρες, με την υποχρέωση να γράφω στην Αλεξανδρινή “Εφημερίδα”».

∆εν βρέθηκε στο μέτωπο ως εθελόντρια νοσοκόμα, όπως η Σέρβα ζωγράφος Ν. Πέτροβιτς στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και όπως ήταν το σύνηθες για αρκετές άλλες γυναίκες, αλλά ως πολεμική ανταποκρίτρια. Και το να κατέχει μια γυναίκα δημοσιογραφικό βήμα σε έγκυρη εφημερίδα ήταν τολμηρή κίνηση. Το ζεύγος Καραβία έπαιρνε μεγάλο ρίσκο, καθώς μια γυναίκα θα διατύπωνε πολιτικό λόγο σε ένα απαιτητικό κοινό, σε μια κρίσιμη εποχή. Η Αλεξάνδρεια διέθετε μια ακμαιότατη οικονομικά και πολιτιστικά ελληνική παροικία, με ισχυρό έρεισμα στα πολιτικά πράγματα της μητέρας Ελλάδας, αλλά η δομή της κοινωνίας έθετε ακόμα τεράστιους περιορισμούς στην πολιτική ύπαρξη του γυναικείου φύλου.
Ακολουθεί την πορεία του στρατού στη ∆υτική Μακεδονία και την Ήπειρο, επί σχεδόν τέσσερις μήνες (23 Νοεμβρίου 1912 έως 10 Μαρτίου 1913). Ξεκινώντας από την Αθήνα, καταπλέει στην απελευθερωμένη πριν από μόλις έναν μήνα Θεσσαλονίκη, όπου φιλοξενείται από τον συντοπίτη της, σιατιστινής καταγωγής αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχο. Πρώτος της σταθμός είναι η Βέροια, όπου επισκέπτεται το στρατιωτικό νοσοκομείο, οργανωμένο και επανδρωμένο από τους Αιγυπτιώτες Έλληνες φίλους της, και παρευρίσκεται στην έπαρση της ελληνικής σημαίας στο δημαρχείο. Από εκεί με άμαξα ταξιδεύει στην Κοζάνη, συνοδεία αποσπάσματος του Ιερού Λόχου των Κοζανιτών που επιστρέφουν στην πόλη τους. Στη συνέχεια επισκέπτεται τη γενέτειρα γη, την αγαπημένη Σιάτιστα, φιλοξενούμενη από τον συγγενή της γιατρό και δήμαρχο της πόλης, Μηνά Θεοδώρου. Και κατόπιν ξανά στην Κοζάνη, απ’ όπου αναχωρεί για να δει το καμένο Σόροβιτς (σημ. Αμύνταιο) μετά την καταστροφική μάχη της 23ης Οκτωβρίου, κι από εκεί περνώντας την καμένη Μπάνιτσα (σημ. Βεύη) φτάνει στη Φλώρινα. Επόμενος σταθμός είναι το υπό σερβική κατοχή Μοναστήρι (σημ. Μπίτολα), όπου φιλοξενείται από την οικογένεια Χρυσού. Εκεί θα καταγράψει την αγωνία της πολυπληθούς και ακμάζουσας ελληνικής παροικίας αν θα παραμείνει υπό σερβική διοίκηση. Επιστρέφει σιδηροδρομικώς, περνώντας από τη λίμνη του Οστρόβου, το ομώνυμο χωριό (σημ. Άρνισσα) και το Βλάντοβο (σημ. Άγρας), και φτάνει στα Βοδενά (σημ. Έδεσσα).
Μέσα ∆εκεμβρίου πλέον, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη όπου θα περιγράψει το θριαμβευτικό κλίμα που επικρατεί στην πόλη, έχοντας παράλληλα την ευκαιρία να γνωριστεί και να ζωγραφίσει μέλη της βασιλικής οικογένειας. Πρώτος και κύριος ο αρχιστράτηγος διάδοχος Κωνσταντίνος, τον οποίο έκτοτε θα θαυμάζει λατρευτικά. Θα παραμείνει «κωνσταντινική», με ακράδαντη πίστη στην ηθική ακεραιότητα και στρατιωτική ικανότητα του Κωνσταντίνου.

Στις 6 Ιανουαρίου 1913, εξασφαλίζει θέση στη βασιλική θαλαμηγό «Αμφιτρίτη» και αναχωρεί για το πολεμικό μέτωπο της Ηπείρου. Θα είναι παρούσα τη στιγμή που φτάνει στο εκεί στρατηγείο το τηλεγράφημα για τη νικηφόρα ναυμαχία της Λήμνου και στη θριαμβευτική επίσημη υποδοχή του Κωνσταντίνου στην Πρέβεζα. Κατόπιν φτάνει οδικώς στη Φιλιππιάδα, που αποτελεί κομβικό σημείο στο στρατιωτικό μέτωπο. Από εκεί θα κατορθώσει να φτάσει στην Κανέτα, το υψηλότερο σημείο του δρόμου Άρτας-Ιωαννίνων, «απ’ όπου ούτε δημοσιογράφος ούτε άλλος πολίτης επιτρέπεται να πατήση και μόνον εις την Τέχνην δίνονται τόσο ιερά προνόμια».
Οι συνθήκες στις οποίες ταξίδευε, οι κίνδυνοι και η ψυχική κόπωση δεν την πτοούν. Η ίδια περιγράφει πόσο αυτονόητη ήταν η παρουσία της δίπλα σε άνδρες ως ίση προς ίσους: «Παρ’ όλους τους κόπους, τη στέρηση αναπαύσεως, τη βροχή, τη λάσπη, μένω τρεις βραδυές κάτω από τη σκηνή. Το πρωί ευρίσκω τα σκεπάσματά μου γεμάτα σταλαγματιές που πέρασαν τη λεπτή μας στέγη. Αδιάφορο! Την ημέρα περιφέρομαι και βλέπω τόσα και τόσα ενδιαφέροντα. Περνώντας από μία σκηνή ακούω… απαγγελία ποιημάτων… Τι είνε αυτό; Σκύφτω με οικειότητα. Αυτή επιβάλλεται υπό των περιστάσεων. Βλέπω αμέσως χέρια ν’ απλώνονται και φωνές γνωστές και γέλοια να εκφράζουν έκπληξι, απορία και χαρά. Ήταν όλοι φίλοι…».
Στις 18 Ιανουαρίου βρίσκεται στο στρατόπεδο στο Εμίν Αγά, όπου σχεδιάζονται οι επιχειρήσεις για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Ο στρατευμένος Κώστας Ουράνης τη συνάντησε εκεί, σε χειρουργείο στο Χάνι. Εντυπωσιασμένος από την απρόσκοπτη στοχοπροσήλωσή της, γράφει: «Πρωτοείδα την κυρία Φλωρά-Καραβία όρθια και αδιάφορη προς όλους να παίρνει σκίτσα των σκηνών χειρουργείου και όλων ημών που κάθε άλλον περιμέναμε να δούμε στο Εμίν Αγά παρά μια γυναίκα».

Η Φλωρά θα έχει τη χαρά να ζήσει την κατάληψη των Ιωαννίνων, να διηγηθεί την εκστατική χαρά των Ελλήνων, να δημιουργήσει αισθαντικές προσωπογραφίες Ελλήνων αλλά και Τούρκων αξιωματούχων, όπως ο Εσάτ Πασάς, αλλά και να απαθανατίσει τη συντριβή των αιχμαλώτων και των προσφύγων.
Το τέλος του ταξιδιού έρχεται στις 7 Μαρτίου με την είδηση της δολοφονίας του βασιλιά Γεωργίου Α΄, οπότε παίρνει τον δρόμο της επιστροφής μέσω Θεσσαλονίκης.
Κατά την παραμονή της στη Βόρεια Ελλάδα, θα δημιουργήσει πάνω από τριακόσια έργα, μέρος των οποίων εκθέτει αμέσως μετά με μεγάλη επιτυχία στο «Λύκειο των Ελληνίδων» στην Αθήνα (26 Απριλίου έως 10 Μαΐου 1913). Η «Εφημερίς των Κυριών» του Λυκείου, παρουσιάζοντας την έκθεση, γράφει: «Τριακόσιες εικόνες και σχέδια διηγούνται την προσπάθεια της φυλής υπέρ ενός ιδανικού, της οποίας το τέρμα ήτο η νίκη. Ο δαφνηφόρος στρατηλάτης, του οποίου την ορμητική προέλαση παρακολούθησε η ζωγράφος, ο βασιλέας Κωνσταντίνος, τίμησε πρώτος την έκθεσιν».

Η ίδια εκτιμά τον τρόπο που κλήθηκε να δουλέψει γράφοντας: «Σημείωνα με λόγια και εικόνες της Εντυπώσεις μου, όθε περνούσα, βιαστικά, αρπαχτά, κατ’ ανάγκην απεριποίητα». Ωστόσο η αξία αυτών των σχεδίων, με μολύβι και κραγιόνια πάνω σε κάθε είδους χαρτί, είναι ανεκτίμητη τόσο για την ιστορική τεκμηρίωση των γεγονότων και των πρωταγωνιστών της όσο και για την καλλιτεχνική τους αλήθεια. Στις εξαιρετικές της προσωπογραφίες δεν απαθανατίζει μόνο πρόσωπα, αλλά συναισθήματα, ιδέες, γενναίες εσωτερικές συγκρούσεις και υψηλό εθνικό φρόνημα. Αποτυπώνει έναν λαό ενωμένο και αποφασισμένο να αγωνιστεί για τους υπόδουλους ομοεθνείς του.
Θα ακολουθήσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η πρώτη φάση της νικηφόρας μικρασιατικής εκστρατείας αλλά και ο κλιμακούμενος εθνικός διχασμός. Η Φλωρά παρακολουθεί τα γεγονότα ζώντας στην κραταιά βενιζελική αλεξανδρινή κοινότητα. Το 1921 θα θελήσει να βρεθεί και πάλι στο πολεμικό μέτωπο, ισορροπώντας σε ένα τεντωμένο σκοινί. Πιστεύει άραγε πως θα βρει τους παλιούς γνωστούς της ήρωες ενωμένους σε έναν νέο εθνικό αγώνα;
Και πάλι στο μέτωπο
Στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο-Οκτώβριο του 1921, πριν από τον «χειμώνα της μεγάλης αναμονής».
Στις 13 Αυγούστου 1921, η Θάλεια Φλωρά συντάσσει την πρώτη της ανταπόκριση από τη Σμύρνη. Θα ακολουθήσουν άλλες οκτώ εκτενείς περιγραφές, που αποκαλύπτουν μια φωνή της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, που επιθυμεί να μαγέψει το κοινό της, όχι απλώς να το πληροφορήσει. Ευρισκόμενη μαζί με Έλληνες στρατιωτικούς αξιωματούχους σε ένα κτήμα στους πρόποδες του βουνού με το αξιοπρόσεκτο όνομα «Τα δύο Αδέλφια», η Φλωρά θα διατυπώσει την ελπίδα να επαναληφθεί το Βαλκανικό έπος με την ίδια εθνική ομοψυχία. ∆ιαβάζουμε: «Οι επισκέπται στην ευρύχωρη βεράντα κουβεντιάζουν. Η ομιλία πάει και στα περασμένα. Ενθυμούνται τον Μακεδονικόν Αγώνα εις τον οποίον είχαν μερικοί περιπέτειες και συγκινήσεις. Και ξαναζωντανεύουν εκείνα που ήταν ο σπόρος ο ευεργετικός που εξέθρεψε χαρακτήρας, και επότισε τας ψυχάς με αισθήματα που ωθούν σε πράξεις γενναίες και αι θυσίαι εκείναι συνετέλεσαν εις το δυνάμωμα της Φυλής, που τώρα ανεστηλώθη ολόκληρη ζητώντας τα δίκαιά της».
Βρισκόμαστε στο κρίσιμο έτος 1921, με την ελληνική υπόθεση να κρέμεται από μια κλωστή. Ό,τι κερδήθηκε με τον διπλωματικό σχεδιασμό του Βενιζέλου κινδύνευε τώρα μετά την πτώση του. Γιατί το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε βρει την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών χάρη σε αυτόν και παρά την αντίθετη άποψη του βασιλιά Κωνσταντίνου. Τον Μάιο του 1919, με εντολή του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου, είχαν αποβιβαστεί ελληνικά στρατεύματα στη Σμύρνη και τον Ιούλιο του 1920 είχε υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, που αναγνώριζε την Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών.
Στα αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα των βενιζελικών και βασιλικών, όμως, η σύγκρουση κορυφωνόταν με βασικό ερώτημα αν θα έπρεπε να συνεχιστεί πολεμικά η διεκδίκηση αυτών των εδαφών. Με αφορμή την ανατρεπτική εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την επάνοδο του εξόριστου βασιλιά Κωνσταντίνου το φθινόπωρο του 1920, οι Σύμμαχοι έπαυσαν να υποστηρίζουν τα ελληνικά ζητούμενα.
Την αγωνία του Μικρασιατικού Ελληνισμού περιγράφει η Φλωρά λέγοντας: «Εμείς επιστεύσαμεν ότι είμεθα εις τας παραμονάς της τελείας απολυτρώσεώς μας, και επεριμέναμεν τα Ελληνικά στρατεύματα να καταλάβουν την Πόλην. Ότε έγιναν οι εκλογαί… ω! Να εβλέπατε το πένθος, την απελπισίαν, διότι μας είχον πείσει ότι η αντίθετος πολιτική εναντίον της εκστρατείας της Μ. Ασίας, θα άφηνε τον αγώνα ημιτελή, και εμάς όλους τους αλυτρώτους έρμαιον των Τούρκων!».

Ωστόσο η νέα κυβέρνηση του ∆ημητρίου Γούναρη, παρά τις αντίθετες προεκλογικές της διακηρύξεις, συνέχισε την προσπάθεια με τον ίδιο επιχειρησιακό σχεδιασμό. Μέσα σε ένα οδυνηρό διχαστικό κλίμα, εν μέσω πολεμικών επιχειρήσεων, αντικαταστάθηκε όλη η επιτυχημένη στρατιωτική ηγεσία έως τα κατώτερα κλιμάκια.
Αναγκαία ήταν ωστόσο μια πρώτη νίκη. Η απόπειρα κατάληψης των πόλεων Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ απέτυχε (Μάρτιο 1921). Τότε είναι που ο Γούναρης επιστράτευσε την αίγλη του «Στρατηλάτη» των Βαλκανικών πολέμων. Ο καταβεβλημένος πλέον βασιλιάς Κωνσταντίνος καταπλέει στη Σμύρνη τη σημαδιακή ημέρα της 29ης Μαΐου. Στο κρίσιμο πολεμικό συμβούλιο της Κιουτάχειας (15 Ιουλίου 1921) αποφασίστηκε, παρά τους ενδοιασμούς ακόμα και του Κωνσταντίνου, η επιχείρηση προς την Άγκυρα, έδρα του Κεμάλ.
Η νέα επίθεση στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ έφερε την τελευταία μεγάλη νίκη του ελληνικού στρατού τον Ιούλιο του 1921. Η Φλωρά μαθαίνει τη νίκη στην Αθήνα, ενώ προετοιμαζόταν να βρεθεί κοντά στον Κωνσταντίνο. Στα μέσα Ιουλίου φεύγει με το πλοίο «Ατρόμητος» και απώτερο προορισμό την Προύσα. Στρατεύεται, αλλά δεν είναι επίσημα εντεταλμένη να προσφέρει έργο με καθορισμένες σκοπιμότητες και υπό τον έλεγχο της λογοκρισίας. Είναι πιο ελεύθερη στο έργο της από ό,τι άλλοι δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, κινηματογραφιστές και στρατευμένοι ζωγράφοι.
Πιστεύει στη δύναμη της τέχνης και το εξηγεί με αφορμή τον Περικλή Βυζάντιο που συνάντησε να ζωγραφίζει σε ένα καφενείο: «Κάμνει εφόδους κατακτητικάς με τα ανώδυνα όπλα του, τα πινέλα του και τα καρτόνια του.[…] Και έτσι από τα τούρκικα αυτά καφενεία θα έβγουν και έργα ωραία και η πρωτότυπή τους γραφικότης θ’ απαθανατισθή από το δυνατό πινέλο του Έλληνος καλλιτέχνου. Αυτή είνε η φιλικώτερη επικοινωνία των εθνών που αλληλοσπαράσσονται εις τα πεδία των μαχών».
Πρώτος σταθμός είναι η Σμύρνη. Έως τα μέσα Αύγουστου βρίσκεται σε αναζήτηση πλοίου για τα Μουδανιά, όπου τελικά φτάνει με το «Ξενούλα». Η πορεία της συνεχίζεται οδικώς. Πάει στην Προύσα, όπου παραμένει έως τα μέσα περίπου Σεπτεμβρίου, οπότε επιστρέφει στα Μουδανιά για να επιβιβαστεί στο πλωτό νοσοκομείο «Κωνσταντινούπολις» με προορισμό τον Πειραιά.
Οι εθνικοί πόλεμοι έδωσαν την ευκαιρία ανάδειξής τους στο κοινωνικό προσκήνιο, σε μια εποχή που το γυναικείο κίνημα αρχίζει να διεκδικεί αυτονόητα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα.
Το ταξίδι της ολόκληρο, που θα διαρκέσει έως τον Οκτώβριο του 1921, είναι σύγχρονο με την τελευταία νικητήρια αλλά πολυώδινη πορεία του στρατού ανατολικά. Όταν φτάνει στην Αθήνα, ο στρατός έχει οπισθοχωρήσει σε αμυντικές θέσεις, οι Τούρκοι πανηγυρίζουν τη διάσωση της Άγκυρας και οι Έλληνες «συγχαίρονταν για τις νίκες τους». Η Φλωρά φεύγει πριν από τον «χειμώνα της μεγάλης αναμονής» με την πίστη ότι όλα θα πάνε καλά…

Κατά τη διάρκεια της αποστολής της θα απαθανατίσει στα πολεμικά της σχέδια με μολύβι στιγμιότυπα της στρατιωτικής ζωής, κάποια τοπία αλλά κυρίως προσωπογραφίες από τον υγειονομικό αγώνα: στρατιωτικούς γιατρούς, γιατρούς του Κυανού και Ερυθρού Σταυρού, αδερφές και εθελόντριες νοσοκόμες και κάθε είδους βοηθητικό προσωπικό. Στα σχέδια της Φλωρά, οι ιδεαλιστικά ωραίες εικόνες γιατρών και εθελοντριών μοιάζουν να διατρανώνουν ένα σπουδαίο μήνυμα: οι Έλληνες είναι αυτοί που μπορούν να διασφαλίσουν τον πολιτισμό και το ανώτερο όλων των αγαθών, την προστασία κάθε ανθρώπινης ζωής. Είναι ενυπόγραφα και στην πλειονότητά τους ενεπίγραφα και χρονολογημένα. Σημειώνει τόπους και ημερομηνίες, τα ονόματα των προσώπων και τις ιδιότητές τους. ∆ιασώζει τη μνήμη επιφανών αλλά και αφανών αγωνιστών.
Ο τομέας της υγείας ήταν το πρώτο δείγμα χρηστής διοίκησης που επεδίωκαν οι ελληνικές αρχές να επιδείξουν στους μικρασιατικούς λαούς, ως ένα στοίχημα που έπρεπε να κερδηθεί. Αποστολή των υγειονομικών ήταν η διάσωση των στρατιωτών αλλά και η περίθαλψη του συνόλου των πληθυσμών υπό ελληνική διοίκηση, ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκεύματος. Το δε τίμημα που πλήρωσαν οι υγειονομικοί (γιατροί, νοσηλευτές) που στρατεύθηκαν στον εθνικό αγώνα ήταν μεγάλο.
Οι απολογισμοί δείχνουν ότι στην «Υπηρεσία των Πρόσω» (σταθμοί επίδεσης τραυμάτων, ορεινά χειρουργεία, και νοσοκομεία πρόχειρα ή διακομιδής) είχαν απώλειες αναλογικά σχεδόν όσες και το Πεζικό. Παράλληλα, στα μετόπισθεν λειτουργούσαν νοσοκομεία και ποικίλες υγειονομικές υπηρεσίες στις μεγάλες πόλεις. Με τη συνδρομή του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου, όπως και του Κυανού Σταυρού Κωνσταντινουπόλεως και του Πατριωτικού Συνδέσμου, αντιμετώπισαν τρομερές ασθένειες, όπως η ισπανική γρίπη, ο τύφος, η ευλογιά, που αποδεκάτιζαν πληθυσμούς της Θράκης, της Μ. Ασίας και του Πόντου και διαδίδονταν με τις προσφυγικές ροές. Η φυματίωση αλλά και αφροδίσια νοσήματα όπως η σύφιλη επίσης αντιμετωπίστηκαν και έγιναν μαζικοί εμβολιασμοί.
Ανάμεσα στα πλοία που επιτάχθηκαν για μεταφορές, όπως το «Ξενούλα», ήταν και μεγάλα επιβατηγά που μετατράπηκαν σε πλωτά νοσοκομεία, όπως η βασιλική θαλαμηγός «Αμφιτρίτη», με την οποία ταξίδεψε το 1913, και το «Κωνσταντινούπολις». Η Φλωρά θα απαθανατίσει πρόσωπα και σκηνές και από τα τρία.
Σε αυτή τη σειρά έργων πρωταγωνιστούν οι γυναίκες. Οι εθνικοί πόλεμοι έδωσαν την ευκαιρία ανάδειξής τους στο κοινωνικό προσκήνιο, σε μια εποχή που το γυναικείο κίνημα αρχίζει να διεκδικεί αυτονόητα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Γυναίκες των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων μπορούν να βοηθήσουν επιδεικνύοντας ψυχική αντοχή, γνώσεις και οργανωτικότητα. Αλλά και γυναίκες λιγότερο προνομιούχες και αμόρφωτες βρίσκονταν στην ανάγκη να εργαστούν πλέον εκτός του σπιτιού για να στηρίξουν την οικογένεια, διεκδικώντας παράλληλα και την επιμόρφωσή τους.

Συνειδητά λοιπόν η Φλωρά προτάσσει γυναίκες στα σχέδια και στις ανταποκρίσεις της: μεγαλοαστές εθελόντριες στον «Ερυθρό Σταυρό», στον «Κυανού Σταυρό Κωνσταντινουπόλεως» και μέλη οργανώσεων όπως ο «Σύλλογος Μικρασιάτιδος Αδελφής του Στρατιώτου» και «ο Πατριωτικός Σύνδεσμος».
Ξεχωριστή θέση έχει το έργο με τις τέσσερις εθελόντριες. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό στην ψυχογραφική του δύναμη έργο, που ανήκει στο ιδιαίτερα δύσκολο είδος της ομαδικής προσωπογραφίας, καθώς το κάθε ξεχωριστό πρόσωπο βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τα άλλα.
Οι γυναίκες τοποθετούνται σε μια δυναμική διαγώνια στρατιωτική παράταξη, γεμίζοντας με την παρουσία τους το ασαφές δωμάτιο. Η ζωγράφος, υπό χαμηλή γωνία, σκύβει να αποτυπώσει τα κατεβασμένα πρόσωπα καθισμένων και κουρασμένων γυναικών. Με μολύβι και λευκή κιμωλία πάνω σε χαρτί σε τόνους σέπιας, σχεδιάζει τα πρόσωπα με διαδοχικά επίπεδα σαν να πλάθει ανάγλυφο. Είναι ένα συγκλονιστικά ιμπρεσιονιστικό έργο στην ουσία του, καθώς αποπνέει αισθήματα και αισθήσεις των προσώπων αλλά και της ζωγράφου τη στιγμή εκείνη στον θάλαμο. Καταφέρνει να δώσει «ύλη και μορφή» στη σωματική και ψυχολογική κόπωση των γυναικών, που πλημμυρίζει το «παγωμένο» δωμάτιο. Όλες μαζί αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση, με τη μία να διαβάζει υπομονετικά, την άλλη να κλείνει κουρασμένη τα μάτια και τις άλλες δύο εξαντλημένες ψυχολογικά να χάνονται σε άγνωστες στον θεατή σκέψεις.
Τα έργα πρωτοπαρουσιάστηκαν τον ∆εκέμβριο του 1921 πάλι στον φιλόξενο χώρο του Λυκείου των Ελληνίδων της Καλλιρρόης Σιγανού-Παρρέν, πρωτοπόρου του φεμινιστικού κινήματος και του εθελοντισμού στην Ελλάδα. Η αγάπη της για τη δημοσιογραφία και την ελεύθερη έκφραση ήταν κοινή με της Φλωρά, η οποία λαμβάνει θερμές κριτικές. Με αυτή την ενθάρρυνση θα συνεχίσει, λοιπόν, να συμπεριλαμβάνει μικρασιατικά έργα σε διάφορες εκθέσεις ως το 1950.
Ο Τσαρούχης γράφει για τη Φλωρά
Η φιλία και ο θαυμασμός στην καλλιτεχνική της αλήθεια.
Ο Γιάννης Τσαρούχης γνώρισε τη Φλωρά στην Κατοχική Αθήνα το 1942 κι έκτοτε θα τους συνδέσει αληθινή εκτίμηση και φιλία. Το 1974 θα δημοσιεύσει στους «Έλληνες Ζωγράφους» (έκδοση Μέλισσα) ένα κείμενο γι’ αυτήν, χαρίζοντάς μας με τον δικό του μοναδικό λόγο μια τρυφερή εξομολόγηση για τον άνθρωπο και την καλλιτέχνιδα. Όπως ο ίδιος εξηγεί: «μιλούσε εκείνη τη γλώσσα που μόνο οι ζωγράφοι μπορούν να μιλούν και να την καταλαβαίνουν όταν την μιλούν άλλοι».
Και οι δύο κατοικούσαν επί της οδού 3ης Σεπτεμβρίου. Ο Τσαρούχης περνούσε μπροστά στο σπίτι της Φλωρά: «Έβλεπα αριστερά μου καθώς ανέβαινα ένα ποιητικό εσωτερικό, πίσω από τις μπαλκονόπορτες που απείχαν λίγα σκαλοπάτια από τον δρόμο. Ποιητικό όχι μόνο γατί οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι το ένα δίπλα στο άλλο έργα ζωγραφικής, αλλά γιατί τα λίγα έπιπλα και αντικείμενα που υπήρχαν στις κάμαρές του είχαν εκείνη την ανεξήγητη γοητεία των παλιών και κοινών πραγμάτων που δημιουργούν μιαν ειδική ατμόσφαιρα που πολύ δύσκολα καταφέρνουν οι πολυτελείς κι ολοκληρωμένες επιπλώσεις».
Επιθυμούσε να γνωρίσει τα έργα της αλλά: «Πάντα ένας που με συνόδευε δυνάμωνε τον δισταγμό μου λέγοντας μου: – Γιατί θες να δεις αυτές τις αηδίες, είναι μια γριά ζωγράφος που κάνει αμυγδαλιές και τοπιάκια». Τελικά συναντήθηκαν με αφορμή μια μικρή έκθεση έργων του Τσαρούχη με παραδοσιακές ενδυμασίες σε ένα μπακάλικο! Εξηγεί: «Ένα απόγευμα μπήκε σ’ αυτό το μαγαζί μια ηλικιωμένη κυρία, πραγματικά μιας άλλης εποχής και μ’ έναν αέρα που την έκανε να ξεχωρίζει από τους συνηθισμένους πελάτες του μαγαζιού. Ήταν η Φλωρά-Καραβία, που εγώ δεν τη γνώριζα. Κάποιος που ήξερε ποια ήταν μου ‘πε στο αυτί: – θα σε κατσαδιάσει τώρα η αρχαιολογία. Ασφαλώς δεν θα της αρέσουν τα έργα σου, μην της πεις ότι εσύ είσαι ο ζωγράφος».

Έτσι περιγράφει τη γνωριμία τους αλλά και τα στεγανά που υψώνονταν ανάμεσα σε καλλιτεχνικές περιόδους και στιλ. Ο ίδιος εξηγεί: «Εκείνη την εποχή, 1943-44, είχα μεγάλη ανάγκη να ξεπεράσω κάθε είδους προκαταλήψεις. Ο μοντέρνος ακαδημαϊσμός είχε αρχίσει να με φοβίζει πολύ περισσότερο απ’ τον παλιό του Μονάχου».
Έκτοτε συνδέθηκαν φιλικά και ο Τσαρούχης θαύμασε την καλλιτεχνική της αλήθεια. Όπως λέει: «Ένας ολόκληρος κόσμος ερμητικός και μυστικιστικός για τους άλλους τους ανίδεους, για τον ζωγράφο είναι ο μόνος υπαρκτός και γι’ αυτό πείθει όλο τον κόσμο όταν τελειώσει το έργο του. Η αληθινή πειστική ομοιότης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με εκστασιασμούς που θέτουν σε κίνηση ρυθμικούς κραδασμούς».
∆ιηγείται πως μιλούσε «όπως όλοι οι γνήσιοι ζωγράφοι για τους βασιλιάδες, τις βασίλισσες, για τους βασιλόπαιδες και τους στρατιωτικούς που είχε ζωγραφίσει. Αλλά σα να μιλούσε για μοντέλα που την ενδιέφεραν μόνο ζωγραφικά. ∆εν είχε την ταπεινή υποκρισία ούτε τον ανούσιο σνομπισμό των επίσημων ζωγράφων. Σχεδίαζε και ζωγράφιζε αυτά τα επίσημα πρόσωπα σαν να ήταν σπάνια πτηνά, που όλως κατά καλή τύχη έμειναν ακίνητα για λίγην ώρα. Είχε ένα ζωγραφικό έρωτα για όλα αυτά τα πρόσωπα, περιέγραφε τα επίπεδα του προσώπου του βασιλέως Κωνσταντίνου».

Τέλος θυμάται την τελευταία συνάντηση τους όταν πια ήταν μισότυφλη: «Την είδα για τελευταία φορά μια μέρα Χριστουγέννων. ∆εν έβλεπε πια και ζούσε με την ελπίδα της εγχειρήσεως. Λίγη ώρα πριν είχα επισκεφτεί μια θεία μου, που μου μαύρισε τη ψυχή με την απελπισία της. – Όλα είναι μάταια, μου ’πε, πάει πέθανε ο μπαρμπα-Παναγιώτης, ταχύ πεθαίνω εγώ κι ύστερα θα ’ρθει η σειρά σου […] Πηγαίνοντας να δω τη Φλωρά-Καραβία περίμενα να μελαγχολήσω ακόμη περισσότερο γιατί ήξερα πως δεν πάει καλά. Με δέχτηκε με χαρά, μου πρόσφερε καφέ κι ένα γλυκό κι άρχισε να μου μιλάει με ενθουσιασμό. – Αχ Γιάννη μου πότε να ’ρθει η Άνοιξις να κάνω αυτή την εγχείρηση, να μπορώ να βλέπω… Να πάμε μαζί στη Γλυφάδα. Θέλω να ζωγραφίσω τη θάλασσα που είναι τόσο δύσκολη. Τι δυσκολίες έχουν αυτά τα μπλε, ποτέ δεν μπόρεσα να τα αποδώσω όπως θέλω. Όταν πρωτοήλθα από την Αίγυπτο όπου το φως είναι τόσο εύκολο όπως και στην Πόλη, νόμιζα πως με την ίδια ευκολία θα αποδώσω και τη θάλασσα της Γλυφάδας που τόσο πολύ μου αρέσει. Πόσο κόπιασα, τίποτα δεν κατάφερα. Πρέπει να πάμε μαζί, εσύ ίσως τα καταφέρεις που σου αρέσουν οι δύσκολες αποχρώσεις».
Η Φλωρά πάντα «προσεύχεται» στα υψηλά ιδανικά. Ζωγραφίζει «ιδανικές μορφές κι αγαπημένες» σαν αυτές που μελαγχολικά ύμνησε ο Αλεξανδρινός ποιητής. Ατάραχες μορφές κατά το κλασικό ιδεώδες, με πνευματική εσωτερικότητα, Έλληνες κι Ελληνίδες τα τέκνα ενός ανώτερου πολιτισμού που προχωρούν στα σκοτεινά. Η υπέρβαση αυτή είναι εθελοτυφλία ή συνειδητή επιλογή; Απάντηση ίσως δίνουν τα λόγια της για την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης απέναντι σε κάθε πόλεμο:
«Ο πόλεμος από μακριά με τις νίκες και τους θριάμβους του ομοιάζει τα βουνά με τις υψηλές κορυφές χρυσωμένες από τας λάμψεις του ηλίου. Η απόστασις εξαϋλώνει και τα βουνά και τον πόλεμο, τους δίδει ομορφιά και μεγαλείον. […] Και από μακρυά όσοι παραστέκουν εις την σελιδοποίησι της μεγάλης Ιστορίας χειροκροτούν δια τους θριάμβους και ηρωισμούς. Αλλ’ όπως τα βουνά από κοντά έχουν τα απόκρημνα και τα ξερολίθαρα, τα αγκάθια και τα δύσβατα που σχίζουν τα πόδια και κόβουν την αναπνοή, έτσι και οι ηρωισμοί και οι θρίαμβοι έχουν τον πόνο, το κάψιμο της σφαίρας, το δάγκαμα της γης, το σχίσιμο της σάρκας, το τσάκισμα των μελών, τη δίψα που φλέγει τα μέσα, το αίμα που φεύγει παίρνοντας την ανθηρή ζωή επάνω στον ενθουσιασμό…».


