Ο Γιούρι Αντρόποφ, ο οποίος επέλεγε να αποκρύψει πολλές πληροφορίες για την καταγωγή του, καταγόταν, τουλάχιστον μερικώς, από την περιοχή της Σταυρούπολης στη νότια Ρωσία. Αγαπούσε τις οροσειρές του Καυκάσου όπου και παραθέριζε – διαβάζοντας βιβλία όπως το «Πνεύμα των νόμων» του Μοντεσκιέ και τον «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλι. Πιο σπάνια, έψηνε «σασλικί», ενώ άκουγε τις μελωδίες Σοβιετικών βάρδων, όπως ο μελαγχολικός Γιούρι Βίσμπορ και ο σατιρικός Βλαδίμιρ Βισότσκι. Ο Αντρόποφ και η σύζυγός του Τατιάνα μερικές φορές τραγουδούσαν μαζί με έμπιστους φίλους, ανθρώπους που θα τον περιγράψουν στη συνέχεια ως υπομονετικό και με εκπληκτική μνήμη.

Ο ίδιος ο Αντρόποφ έχει θεωρηθεί ενσάρκωση του μετασταλινικού συστήματος, αποφασισμένος να μεταμορφώσει μια δυσλειτουργική οικονομία, ενώ ταυτόχρονα διατεθειμένος να προχωρήσει στη χρήση ακραίων μέτρων για να διατηρήσει το σύστημα ακλόνητο. Ηταν υπέρ της υπογραφής των συμφωνιών του Ελσίνκι για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη. Σημείωσε, ίσως διαισθητικά, ότι θα χρειάζονταν τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια για να γίνουν αισθητά τα αποτελέσματα των συμφωνιών στη Σοβιετική Ενωση. Εντέλει, όμως, λειτουργούσε λιγότερο ως μέλος μιας ιντελιγκέντσιας και πολύ περισσότερο ως εγκέφαλος μιας σοβιετικής εκδοχής της Ιεράς Εξέτασης – ενός συστήματος συνεχούς καταστολής και ελέγχου.
Ενας «σκληρός» του συστήματος
Ως πρεσβευτής στην Ουγγαρία μεταξύ 1954 και 1957, ο Αντρόποφ έκανε κάθε προσπάθεια για να μάθει ουγγρικά. Ωστόσο, ήταν επίσης μεταξύ εκείνων που προέτρεψαν τον Νικίτα Χρουστσόφ να συντρίψει τον πρωθυπουργό της χώρας Ιμρέ Νάγκι, όταν ο τελευταίος ανήγγειλε την απόσυρση της Ουγγαρίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Το 1968, η Επιτροπή για την Κρατική Ασφάλεια (Κα Γκε Μπε) του Αντρόποφ πλαστογράφησε έγγραφα που ισχυρίζονταν ότι η αμερικανική CIA κατηύθυνε την «Ανοιξη της Πράγας» – και ο Αντρόποφ ήταν μεταξύ εκείνων που ζήτησαν σοβιετική παρέμβαση.
Ο Αντρόποφ λειτουργούσε λιγότερο ως μέλος μιας ιντελιγκέντσιας και πολύ περισσότερο ως εγκέφαλος μιας σοβιετικής εκδοχής της Ιεράς Εξέτασης – ενός συστήματος συνεχούς καταστολής και ελέγχου.
Σχεδόν στην κορυφή πλέον της σοβιετικής εξουσίας, ο Αντρόποφ συμμετείχε στη διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδήγησαν στην αποστολή σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Ηξερε τους κινδύνους. Σύμφωνα με μαρτυρίες εκείνης της εποχής, είχε υποστηρίξει πως «η χρήση στρατευμάτων θα οδηγούσε σε πόλεμο εναντίον του λαού (του Αφγανιστάν)». Στο πλαίσιο ενός ολοένα θερμότερου Ψυχρού Πολέμου, ο Αντρόποφ πήρε το ρίσκο. Η Κα Γκε Μπε επρόκειτο να δολοφονήσει τον κομμουνιστή ηγέτη Χαφιζουλάχ Αμίν – και ο ίδιος ο Αντρόποφ να υποστηρίξει μια «περιορισμένη» επέμβαση.

Από το 1967 ο Αντρόποφ ήταν επικεφαλής της Κα Γκε Μπε. Αυτό σήμαινε ότι βρισκόταν στο κέντρο ενός πανοπτικού, που παρατηρούσε, φυλάκιζε και διαβίβαζε σε τρελοκομεία αντιφρονούντες. Την ίδια στιγμή, ο Αντρόποφ παρακολουθούνταν από άλλους λειτουργούς αυτού του συστήματος εξουσίας, που βασιζόταν εν μέρει στον φόβο. Από το 1973 ήταν πλήρες μέλος του Πολιτμπιρό, ή Πολιτικού Γραφείου, της κύριας επιτροπής χάραξης πολιτικής του σοβιετικού κράτους.
Προσπάθειες ριζικών αλλαγών
Από τον Νοέμβριο του 1982 μέχρι τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1984, ο Αντρόποφ επρόκειτο να υπηρετήσει στην κορυφή της σοβιετικής εξουσίας, ως επικεφαλής του κόμματος που διατηρούσε τη θεσμική ενότητα μεταξύ των σοβιετικών δημοκρατιών. Ο Αντρόποφ είχε από καιρό συνειδητοποιήσει την αναποτελεσματικότητα του συστήματος – με την οικονομία ολοένα και περισσότερο εξαρτημένη από εξαγωγές πετρελαίου, που χρηματοδοτούσαν τις ορέξεις του στρατιωτικού – βιομηχανικού συγκροτήματος. Οι λύσεις του Αντρόποφ περιελάμβαναν κινητοποιήσεις κατά της διαφθοράς, κατά του αλκοολισμού και κατά της επαγγελματικής απραξίας.
Η σύντομη περίοδος διακυβέρνησής του χαρακτηρίστηκε επιπλέον από αναζωπύρωση του Ψυχρού Πολέμου – εν μέρει λόγω της μετατόπισης της πολιτικής των ΗΠΑ. Ο Αντρόποφ, βέβαια, έδειξε κάποια κατανόηση του κινδύνου πυρηνικής αντιπαράθεσης. Κάλεσε τη νεαρή Σαμάνθα Σμιθ –ακτιβίστρια από τις ΗΠΑ– στη Σοβιετική Ενωση, έστω για να υπογραμμίσει ότι και οι Σοβιετικοί «αγαπούν τα παιδιά τους».

Οταν έφτασε η Σμιθ, ο Αντρόποφ, ήδη βαριά άρρωστος, αδυνατούσε να τη δεχθεί. Εξάλλου η εικόνα της σοβιετικής εξουσίας παρέμεινε αμετάβλητη – γηραιοί, βραδύγλωσσοι ηγέτες σε αχανείς αίθουσες στολισμένες με επίχρυσους πολυελαίους, που εναπόθεταν παράσημα ο ένας στο στήθος του άλλου. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες του Αντρόποφ είχαν όμως ένα σημαντικό όφελος: συνέβαλαν στην αντίληψη ότι τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το σοβιετικό σύστημα ήταν δομικά και συνδεδεμένα με την έλλειψη βασικών ελευθεριών και τις δυσλειτουργίες μιας κατευθυνόμενης οικονομίας. Ως ένας από τους αρχιτέκτονες της Κα Γκε Μπε, θεσμού που εξακολουθεί να ρίχνει τη σκιά του στον μετασοβιετικό χώρο, ο Αντρόποφ εξασφάλισε τουλάχιστον ότι η οργάνωση αυτή δεν θα έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στη διαδοχή. Ακόμη πιο θετική ήταν η συνεισφορά του στην ανάδειξη νεότερων μελών του κόμματος. Πρώτος μεταξύ αυτών ένας άλλος νότιος, ο οποίος είχε τραγουδήσει πλάι στον Αντρόποφ εκείνες τις νύχτες στον μακρινό Καύκασο. Ο πολιτικός αυτός –ο οποίος αναμφίβολα πίστευε στα ιδεώδη του συστήματος– ονομαζόταν Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Σοβιετικό ροκ, οι νέοι τραγουδούν το τέλος του καθεστώτος
Μπορεί μεν να απολάμβανε τους βάρδους της εποχής του, αλλά οι προτιμήσεις του Γιούρι Αντρόποφ δεν επεκτείνονταν στην αναδυόμενη σκηνή του σοβιετικού ροκ. Ραδιόφωνα βραχέων κυμάτων των δεκαετιών του ’70 και του ’80 συλλάμβαναν τους ήχους συγκροτημάτων όπως οι Rolling Stones, αλλά οι μεταδόσεις εμποδίζονταν από τις Αρχές. Εγχώρια σοβιετικά συγκροτήματα, πολλά από τα οποία προέρχονταν από το Λένινγκραντ, δημιουργούσαν προκλήσεις άλλου είδους. Η ακμή του σοβιετικού ροκ συμπίπτει με την εποχή Αντρόποφ και Τσερνιένκο.
Η διακυβέρνηση Αντρόποφ συνέβαλε στην αντίληψη ότι τα προβλήματα του σοβιετικού συστήματος ήταν δομικά και συνδεδεμένα με την έλλειψη βασικών ελευθεριών και τις δυσλειτουργίες μιας κατευθυνόμενης οικονομίας.
Στην πραγματικότητα, το σοβιετικό ροκ της δεκαετίας του 1980 αναπτύχθηκε από ένα συνδυασμό δυτικών επιρροών και ρωσικών παραδόσεων. Συγκροτήματα όπως το Aquarium του Μπόρις Γκρεμπενσικόφ (γνωστός ως Μπε Γκε) δεν ανήκαν σε κάποια οργανωμένη αντιπολίτευση, αλλά λειτουργούσαν σε ένα σύμπαν παράλληλο προς την επίσημη σοβιετική πραγματικότητα. Τα μέλη των συγκροτημάτων εργάζονταν κατά τη διάρκεια της ημέρας και συνευρίσκονταν στα υπόγεια της πόλης, στα διαμερίσματα και στις αυλές τους, μόλις τα φώτα χαμήλωναν.
Αυτή η κρυφή μουσική μπόρεσε να προσεγγίσει ένα μαζικό ακροατήριο λόγω της δραστικής αύξησης στον αριθμό κασετοφώνων που παρήγε η Σοβιετική Ενωση, μάρκες όπως το Ρομαντίκ 304, που προσέδιδαν τσαμπουκά στους ιδιοκτήτες τους. Το «μαγκνιζντάτ», παράγωγο του «σάμιζντατ» –ένας συνδυασμός των ρωσικών λέξεων για «κασετόφωνο» και «έκδοση»– περιγράφει τη διαδικασία διανομής – οι ανεπίσημες ηχογραφήσεις μπορούσαν πλέον να ανταγωνίζονται το κρατικό μονοπώλιο της «Μελοδίας», η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις ακολουθούσε πολιτική ενάντια στη διάδοση του ροκ. Κατά συνέπεια, το κράτος παραιτήθηκε από το μονοπώλιο που κατείχε στην ακουστική παραγωγή.
Κοινωνικές αντιφάσεις
Οι ροκάδες απέδιδαν ιδιαίτερη προσοχή στους στίχους των πονημάτων τους: «Κάθομαι και κοιτάζω έναν ξένο ουρανό / Και δεν βλέπω γνώριμο αστέρι […] αλλά μ’ ένα πάκο τσιγάρα στην τσέπη, δεν πήγαν όλα χαράμι». Στην τεταμένη, μονότονη φωνή του Ρωσοκορεάτη Βίκτορ Τσόι το τραγούδι μοιάζει περισσότερο με ξόρκι ή και προσευχή. Πολλά ροκ συγκροτήματα ασχολήθηκαν με θρησκευτικά θέματα, για παράδειγμα το άσμα «Εκκλησία χωρίς σταυρούς» του Γιούρι Σεβτσούκ (του συγκροτήματος DDT): «Είναι σκοτάδι στην ψυχή μου / Τατουάζ της προδοσίας / Γυαλί σπασμένο / Σκισμένοι τοίχοι / Αύριο θα πεθάνω». Τα συγκροτήματα είχαν το δικό τους στυλ – στοιχεία πανκ περιελάμβαναν την εσκεμμένη προχειρότητα και την ακατανόητη άρθρωση, αποδίδοντας στη μουσική τους μιαν αίσθηση τραχύτητας.

Αν η νεολαία του Λένινγκραντ προπορευόταν, οι νέοι άλλων πόλεων έπονταν. Το βωμολόχο συγκρότημα Σέκτορ Γκάζα (λογοπαίγνιο μεταξύ Λωρίδα της Γάζας στη Παλαιστίνη και του Τομέα Φυσικού Αερίου, με άλλα λόγια περιοχή βιομηχανικής μόλυνσης) προερχόταν από το Βορόνεζ. Η Ζάνα Αγκουζάροβα από τη Σιβηρία έγινε η πρώτη γυναίκα που έλαμψε σε αυτό το επιθετικά αρρενωπό περιβάλλον. Συγκροτήματα όπως το Ενέι της δυτικής Ουκρανίας πειραματίστηκαν με την ενσωμάτωση ουκρανικών οργάνων στο ροκ του μέλλοντός τους.
Σοβιετικές οργανώσεις νεολαίας όπως η Κομσομόλ, οι οποίες είχαν αποπειραθεί να οικειοποιηθούν διάφορες νεανικές κουλτούρες ξεκινώντας από την τζαζ τη δεκαετία του 1950, προσπάθησαν τώρα να αποσπάσουν μέρος του δυναμισμού του ροκ προς όφελος του συστήματος. Συγκροτήματα από τις Βαλτικές Δημοκρατίες, τη Γεωργία και τη Ρωσία συμμετείχαν στο πρώτο επίσημο ροκ φεστιβάλ της Σοβιετικής Ενωσης το οποίο έλαβε χώρα στην Τιφλίδα το 1980. Αλλο φεστιβάλ πραγματοποιήθηκε το 1983 στη «Ροκ Λέσχη Λένινγκραντ». Οπως τονίζει ο Mισέλ Αμπεσερ, ένας από τους κορυφαίους ειδικούς για τη σοβιετική μουσική σκηνή: «Οι πολιτιστικές γεωγραφίες έχουν σημασία! Από την αρχή του Ψυχρού Πολέμου, που ανάγκασε τη χώρα να ανοιχτεί ελαφρώς προς τον έξω κόσμο για να ανταγωνιστεί τη Δύση, οι χώρες της Βαλτικής, η δυτική Ουκρανία και οι Δημοκρατίες του Καυκάσου έγιναν τόποι αναπαραγωγής για την οικειοποίηση και τη μεταμόρφωση διαφορετικών τζαζ και ροκ στυλ. Συχνά αυτές οι μη ρωσικές περιφέρειες έγιναν οι πραγματικοί τόποι πολιτιστικής καινοτομίας».
Τα τραγούδια αποδείχθηκαν πιο σθεναρά από τους γραφειοκράτες και τους αστυφύλακες.
Ωστόσο, ο Αντρόποφ και ο Τσερνιένκο και οι ανώτερες αρχές της Σοβιετικής Ενωσης δεν έκρυβαν την αποδοκιμασία τους. Τέτοιου είδους μουσικές παρέμεναν γι’ αυτούς «επιζήμιες – αισθητικά και ιδεολογικά». Το ροκ δεν ενέπνεε κανενός είδους πατριωτισμό και δεν κινητοποιούσε τη νεολαία προς τα ιδεώδη της Σοβιετικής Ενωσης. Τα τραγούδια αποδείχθηκαν πάντως πιο σθεναρά από γραφειοκράτες και αστυφύλακες. Το ροκ της νεολαίας του Λένινγκραντ λειτούργησε ως οιονεί χορός κάποιας αρχαίας τραγωδίας – μάρτυρας και καταλύτης της πτώσης του σοβιετικού συστήματος.
*Ο κ. Γιάννης Καρράς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου.

