Ο Αλεξάντερ Φλέμινγκ κατέχει περίοπτη θέση στην ιστορία της Ιατρικής. Παρά την ταπεινή καταγωγή του, κατάφερε να σπουδάσει ιατρική και να διακριθεί στον τομέα του. Οι ανακαλύψεις του άνοιξαν τον δρόμο για την ανάπτυξη των αντιβιοτικών και την αποτελεσματική αντιμετώπιση των βακτηριακών λοιμώξεων.
Ο Φλέμινγκ γεννήθηκε στις 6 Αυγούστου 1881 στο αγρόκτημα Λόχφιλντ στο Ντάρβελ της Σκωτίας και ήταν το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του Χιου Φλέμινγκ και της Γκρέις Μόρτον. Μεγαλώνοντας δεν επέδειξε κάποιο ξεχωριστό ενδιαφέρον για την ιατρική. Φοίτησε σε σχολεία της περιοχής του και όταν ενηλικιώθηκε μετακόμισε στο Λονδίνο, προκειμένου να φοιτήσει στο Βασιλικό Πολυτεχνικό Ιδρυμα. Παράλληλα, έπιασε δουλειά σε ένα ναυτιλιακό γραφείο για να μπορεί να καλύψει τα έξοδά του.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1903, ο Φλέμιγνκ επέλεξε να ακολουθήσει έναν άλλον δρόμο και εγγράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Νοσοκομείου St. Mary στο Λονδίνο, έχοντας επηρεαστεί από τον μεγαλύτερο αδερφό του Τομ, ο οποίος είχε μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή. Το 1906, πήρε μετ’ επαίνων το πτυχίο του στην Ιατρική και τη Χειρουργική και δύο χρόνια αργότερα έλαβε το «Χρυσό Μετάλλιο» για τις επιδόσεις του. Παρέμεινε ως επιμελητής στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του St. Mary έως την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Μεσοπόλεμος βρήκε τον Φλέμινγκ να ερευνά πιθανούς αντιβακτηριακούς παράγοντες, καθώς πολλοί στρατιώτες στο μέτωπο πέθαιναν από σηψαιμία από τις μολυσμένες πληγές. Σύμφωνα με φήμες που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, ο εργαστηριακός του πάγκος σπάνια ήταν τακτοποιημένος, επηρεάζοντας αρνητικά την πορεία των ερευνών του, καθώς δημιουργούνταν συχνά επιμολύνσεις. Στις επιμολύνσεις αυτές, όμως, οφείλονται οι δύο μεγαλύτερες ανακαλύψεις του. Στα τέλη του 1921, καθώς καλλιεργούσε βακτήρια σε τρυβλία με άγαρ, διαπίστωσε ότι μια καλλιέργεια επιμολύνθηκε με βακτήρια από τον αέρα. Οταν πρόσθεσε ρινική βλέννα, παρατήρησε ότι η βλέννα απέτρεπε την ανάπτυξη των βακτηρίων. Το γεγονός κίνησε την επιστημονική του περιέργεια και συνέχισε δοκιμάζοντας κάτι άλλο. Χρησιμοποίησε έναν δοκιμαστικό σωλήνα με φυσιολογικό ορό, που περιείχε βακτήρια, οπότε το υγρό απέκτησε κίτρινο χρώμα. Οταν προσέθεσε ρινική βλέννα, το υγρό μέσα σε δύο λεπτά έγινε διαυγές. Επειτα από συνεχή έρευνα, συμπέρανε ότι στη βλέννα, στα δάκρυα και αλλού υπήρχε κάποιος βακτηριοκτόνος παράγοντας. Ο Φλέμινγκ ονόμασε τον παράγοντα που ανακάλυψε «λυσοζύμη».
Η τεράστια συνεισφορά του αναγνωρίστηκε από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και το 1945 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής.
Εξι χρόνια αργότερα, το 1928, ο Φλέμινγκ έκανε τη μεγαλύτερη ανακάλυψή του. Επιστρέφοντας από τις διακοπές του, στις 3 Σεπτεμβρίου, διαπίστωσε ότι μια καλλιέργεια σε τρυβλία με επιστρωμένο σταφυλόκοκκο είχε επιμολυνθεί με μύκητες. Το πιο αξιοπερίεργο ήταν ότι οι αποικίες του σταφυλόκοκκου που βρίσκονταν κοντά στους μύκητες καταστράφηκαν, ενώ οι υπόλοιπες που ήταν πιο μακριά δεν επηρεάστηκαν καθόλου. Στη συνέχεια ο Φλέμινγκ μελέτησε τον μύκητα που προκάλεσε την επιμόλυνση και συμπέρανε ότι ανήκει στο γένος Penicillium. Στις 7 Μαρτίου του 1929 ονόμασε τον παράγοντα αυτόν «πενικιλίνη».
Χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 10 χρόνια έως ότου αρχίσει να παρασκευάζεται σε μεγάλες ποσότητες η πενικιλίνη, προκειμένου να χορηγείται στους τραυματίες στρατιώτες των Συμμαχικών στρατευμάτων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η τεράστια συνεισφορά του αναγνωρίστηκε από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και το 1945 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής. Σχεδόν τριάντα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια αναγνώρισαν την προσφορά του ανακηρύσσοντάς τον επίτιμο διδάκτορα, ενώ και το ελληνικό κράτος του απένειμε τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Φοίνικα.
Ο Φλέμινγκ έφυγε από τη ζωή στις 11 Μαρτίου 1955 έχοντας υποστεί καρδιακή προσβολή. Η σορός του αποτεφρώθηκε και τάφηκε στον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο. Το 1999 το περιοδικό Time κατέταξε τον Φλέμινγκ στις 100 πιο σημαντικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα.
Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

